Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Η «ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ» ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

της Δέσποινας Γαβριηλίδου Μαρία Πολυδούρη, η πιο «αληθινή, ίσως και γνήσια» φωνή, που ακούστηκε ποτέ στην ελληνική ποίηση. Μια ποιήτρια, που έγραφε με βάση τα συναισθήματα και όχι τη λογική… Ήταν μια γυναίκα, που τόλμησε να «κυριεύσει» τα ανδρικά κάστρα, αφού εκείνη την εποχή (δεκαετία του ‘20), οι άντρες είχαν μόνο, το δικαίωμα έκφρασης του ποιητικού λόγου. Κατάφερε να προκαλέσει με την ελευθεριότητα των στίχων της, αφού τα συναισθήματά της «ξεχείλιζαν» από παντού. Τον καιρό, που οι άλλοι σιωπούσαν, αυτή μιλούσε κι όταν οι υπόλοιποι άρχισαν να μιλούν, αυτή σώπασε για πάντα, έτσι ξαφνικά «μια αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη» .Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί ο Απρίλης ήταν ο μήνας της. Ο μήνας που γεννήθηκε… ο μήνας που πέθανε. Τον Απρίλη, τον συναντάμε συχνά τόσο στα ποιήματα, όσο και στο ημερολόγιό της. «Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου, δεν εννοεί να πεθάνει ποτέ». Γι’ αυτό, άλλωστε χαρακτηρίζεται από πολλούς κριτικούς της λογοτεχνίας ως η «Μαρία του Απρίλη». Στα ποιήματά της, διαβάζουμε τα «θραύσματα μιας γυάλινης ψυχής». Μια ψυχή, η οποία ήθελε ν’ αγαπηθεί στο μέγιστο βαθμό, αλλά και που η ίδια ήξερε πως ποτέ δε θα ζούσε τον απόλυτο έρωτα, έτσι όπως τον οραματιζόταν. Σ’ ένα σημείο διερωτάται: «Μπορεί ποτέ κανείς να φανταστεί ότι λυπάμαι βαθειά όταν καταλάβω ότι με αγαπούν»; Και κάπου αλλού δηλώνει: «Ας φανερωθεί μπρός μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλα κι ας μη με αγαπήση, δε με μέλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι». Η Πολυδούρη ξεπηδάει μέσα από τις σκιές, σαν ουράνιο φως κι έρχεται να μας μιλήσει για την Αγάπη με Α κεφαλαίο. Δεν έγραφε ποιήματα, για να πουλήσει και να εξασφαλίσει πολλά χρήματα, έγραφε για να εκφραστεί, να πλημμυρίσει τη ψυχή της με κάθε λογής συναίσθημα και στο τέλος να εκραγεί. Η ποίηση για εκείνη ήταν ένας τρόπος ζωής, μια αναζωογόνηση του είναι της. Το θάρρος της ήταν τόσο μεγάλο, αφού κατάφερε να τα βάλει με όλους και όλα και να διεκδικήσει το δικαίωμα στο θυμό και την φαντασία, στο όνειρο και την πραγματικότητα και εν τέλει ν’ ακολουθήσει τη δική της μοναχική πορεία. Η ίδια γνώριζε τον τρόπο, με τον οποίο την αντιμετώπιζαν οι άλλοι: «Το δωμάτιο μου είνε μικρό σα σπηλιά, οι εικόνες των δικών μου που κρέμονται έχουν ένα δυσαρεστημένο ύφος εναντίον μου, αλλά γι, αυτούς προσπαθώ να δίνω κάποια σημασία στη ζωή μου. Κάνουν το παν για μένα, αλλά η αγάπη τους είναι μια θυσία που δε δέχτηκα ποτέ με ευμένεια και η ανησυχία τους χειροπέδες για μένα». Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί πως η ίδια είχε συνειδητοποιήσει πως ζούσε σε μια απατηλή πραγματικότητα, ομολογώντας το: «Είμαι ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ορμητική, απερίσκεπτη κάνω πάντα κάτι τι για το οποίον θα παραπονιέται η Λογική, αλλά θα συγχωρεί η ψυχολογία». Με βάση όλα τα παραπάνω, εύκολα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η Πολυδούρη δε θα μπορούσε να ζήσει στον απάνθρωπο και σκληρό κόσμο της εποχής μας. Δε θα μπορούσε να εκφραστεί μέσω των ποιητικών «κραυγών» της και θα απομονώνονταν, παρέα με τις ονειρικές σκέψεις της. Όπως είδαμε, η αγάπη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή της κι έτσι αποτέλεσε την πηγή έμπνευσής της. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται μια μικρή αναφορά στη σχέση της με τον «απαισιόδοξο» Κώστα Καρυωτάκη. Δυστυχώς, η ζωή και το έργο της συνδέθηκε είτε το ήθελε, είτε όχι με εκείνο το «νηπενθή ποιητή από την Πρέβεζα». Ο έρωτας και οι συγκρούσεις τους, στιγμάτισαν μια για πάντα τη σύντομη ζωή της και πάντα βρίσκονταν κάτω από τη σκιά του, παρ’ όλο που η ίδια είχε τη δική της ποιητική φωνή, η οποία ξεχείλιζε από αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή. Ο Καρυωτάκης, όμως δε μπόρεσε να βαδίσει μαζί της! Η Πολυδούρη, όπως κι ο Καρυωτάκης, πέθανε πολύ νέα, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που έζησε τη ζωή του, έτσι όπως ακριβώς την ήθελε. Ήταν αυτοκαταστροφική και ήξερε εξαρχής ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο . Ήταν ένα αερικό, που ξεπερνούσε τα όριά της και σάρωνε τα πάντα. Σήμερα, μέσα από τους στίχους της Πολυδούρη ανακαλύπτουμε ξανά τη ξεχασμένη μας αθωότητα, χορεύουμε μαζί της το «Βαλς των Χαμένων Ονείρων» και νιώθουμε πάλι για λίγο άνθρωποι. Με το πέρασμα του χρόνου, όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουν τη μαγεία και τη χάρη του «ονειρικού» της λόγου. Και το γεγονός ότι άντεξε στο χρόνο δείχνει πως οι αληθινές φωνές δε πεθαίνουν ποτέ και συνεχίζουν να τραγουδούν το δικό τους σκοπό. Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια. Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες. Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου. Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν με την ψυχή στο βλέμμα, περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο της ύπαρξής μου στέμμα, μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη μένα η ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα. Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα, να πληθαίνω τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες κι έτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες. (Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928) http://filologosstoparathiri.com/2012/04/04/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου