της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Πάνω στα σημερινά ερείπια της αρχαίας αγοράς της
Θεσσαλονίκης, ο μύθος διηγείται πως 2.000 χρόνια πριν γεννήθηκε ένας παράνομος
έρωτας μεταξύ του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της γυναίκας του βασιλιά της
Θράκης. Ο Θράκας βασιλιάς, που την εποχή εκείνη φιλοξενούνταν στο παλάτι που
υπήρχε εκεί, αντιλήφθηκε το γεγονός και οργισμένος έβαλε τους μάγους του να
κάνουν μάγια στον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος, με τη βοήθεια του Αριστοτέλη,
αντέστρεψε τα μάγια με αποτέλεσμα το μαγικό να χτυπήσει τη βασίλισσα και να
μαρμαρώσει αυτή και η συνοδεία της, το βράδυ που πήγαιναν στο δωμάτιο του
Αλέξανδρου.
Οι Μαγεμένες παραπέμπουν στη λατρεία του
Διόνυσου και τοποθετήθηκαν στο ύψος της αρχαίας αγοράς κατά τον 2ο μ.Χ.
αιώνα, δίπλα από τα Λουτρά Παράδεισος. Δημιουργήθηκαν προφανώς για να καλύψουν
την είσοδο της αγοράς από την Εγνατία και αποτελούνταν από μία κορινθιακή
κιονοστοιχία με πεσσούς, οι οποίοι έφεραν στις δύο πλευρές της ανάγλυφες
παραστάσεις. Πρόκειται για οχτώ ανάγλυφες μυθολογικές μορφές, όπου
αναπαριστούσαν το νεαρό θεό Διόνυσο δίπλα σε έναν πάνθηρα, την Αύρα με το πέπλο
της, την Αριάδνη στεφανωμένη με τα φύλλα μιας κληματαριάς, τη Λήδα μαζί με τον
κύκνο, μια Μαινάδα που παίζει διπλό φλάουτο, το Γανυμήδη μαζί με το Δία
μεταμορφωμένο σε αετό και έναν Διόσκουρο με μια αναπαράσταση αλόγου στα πόδια
του.
Τα Είδωλα ή Incantadas, όπως
ονομάζονταν στα σεφαραδίτικα, στη διάλεκτο των Ισπανοεβραίων της Θεσσαλονίκης και
Suretler
(Άγγελοι)
στα τουρκικά γοήτευαν πάντα όλους τους επισκέπτες της πόλης. Στην περιοχή θα
αναπτυχθεί αργότερα η εβραϊκή συνοικία Rogos. Ένα τμήμα από την Στοά των
Ειδώλων με τις Μαγεμένες θα βρεθεί ενσωματωμένο στο
σπίτι ενός πλουσίου Εβραίου υφασματέμπορα, του Λιάτσι Αρδίτη. Το 1854 οι οκτώ ανάγλυφες
μορφές αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Γαλλία, με την άδεια των οθωμανικών
αρχών, από το Γάλλο παλαιογράφο Emmanuel Miller. Η πυρκαγιά του 1917 κατάστρεψε
ολοκληρωτικά το σπίτι στην αυλή του οποίου βρισκόταν ό,τι απέμεινε από τις Μαγεμένες,
χωρίς όμως να καταφέρει να σβήσει την ανάμνηση τους. Σήμερα οι Μαγεμένες,
οι Καρυάτιδες
της Θεσσαλονίκης όπως ονομάστηκαν, φιλοξενούνται στο μουσείο του Λούβρου.
Και όσο οι ανάγλυφες μυθολογικές μορφές παραμένουν ξενιτεμένες μακριά από την
πόλη τους, τόσο ο μύθος εξάπτει τη φαντασία και γεννά προσδοκίες και την
επιθυμία της επιστροφής.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1854 από τη Θάσο, όπου
βρισκόταν συγκεντρώνοντας αρχαιότητες, ο Γάλλος παλαιογράφος Emmanuel Miller
ανακοινώνει σε επιστολή προς τη σύζυγό του το μεγάλο νέο: «O σουλτάνος, μέσω
του μεγάλου βεζύρη Φουάντ πασά, μου έδωσε την άδεια να αφαιρέσω και να μεταφέρω
στη Γαλλία τα οκτώ αγάλματα της Θεσσαλονίκης που τόσο επιθυμούσα». Για
περισσότερα από εκατό χρόνια οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας έκαναν
προσπάθειες να αποκτήσουν άδεια για την αφαίρεση των Μαγεμένων, αλλά ο
εκάστοτε πασάς ήταν απρόθυμος. Τελικά την άδεια την εξασφάλισε από το μεγάλο
βεζύρη Φουάντ πασά ο Miller το 1854. Ωστόσο υπήρχαν ακόμη μεγάλες δυσκολίες για
τη μεταφορά των αγαλμάτων. Ο εβραϊκός και ο ελληνικός πληθυσμός της
Θεσσαλονίκης δε θα επέτρεπε έτσι εύκολα την απομάκρυνση τους. «Θα χρειαστεί ο
πασάς να στείλει ένοπλη δύναμη και όσο διακριτικοί κι αν είμαστε το νέο θα
κυκλοφορήσει πολύ γρήγορα», παρατηρεί ο Miller. «Τώρα που η τουρκική κυβέρνηση
έδωσε το λόγο της, δεν θα επανέλθει και πρέπει οπωσδήποτε να δράσουμε».
Στις 29 Οκτωβρίου 1854 ο Miller αγκυροβολεί στη
Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι των Μύλων Αλλατίνη για λόγους μυστικότητας. Το σχέδιο είναι
να μεταφερθούν τα γλυπτά των Μαγεμένων στο πλοίο, με απόλυτη
μυστικότητα. Ωστόσο, κατά τη συνάντησή του με τον Γάλλο πρόξενο Μ. de
Pontcharra ο Miller μαθαίνει ότι η εντολή από τη Γαλλία έχει αλλάξει: «Υπάρχει
ενδιαφέρον για το σύνολο του μνημείου, πάρτε τα όλα», ήταν η νέα εντολή. Ο
Μiller χαρακτηρίζει τη νέα εντολή «τρέλα ανέφικτη», καθώς το πλοίο του δεν
διαθέτει τα αναγκαία μηχανήματα για να υψώσει μαρμάρινους όγκους πέντε και έξι
τόνων. Φέρνει το πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκη. Το ίδιο πρωί πηγαίνει στον
πασά, ο οποίος του παρέχει αμέσως ό,τι του ζητά: άνδρες, στρατιώτες, άμαξες.
Το νέο κυκλοφορεί ταχύτατα. Την 1η
Νοεμβρίου ο πληθυσμός της πόλης είναι ήδη αναστατωμένος. Τα αγάλματα, παρατηρεί
ο Miller, είναι φρικτά παραμορφωμένα. Οι παλιοί γενίτσαροι, αλλά και οι
κάτοικοι, διασκέδαζαν κάνοντας σκοποβολή πάνω στα γλυπτά! Ο ιδιοκτήτης, που
βρίσκεται μέσα στην αυλή του σπιτιού του το μνημείο, συνήθιζε να σπάει
κομματάκια από το μνημείο και να τα πουλάει στους τουρίστες. Ο Miller σχεδιάζει
να φέρει την επόμενη κιόλας μέρα στρατιώτες για να κόψουν την κυκλοφορία στο
δρόμο των εργασιών και ζαπτιέδες (χωροφύλακες) να κοιμούνται στο σπίτι για να
εμποδίσουν «την κακοβουλία να φθείρει περισσότερο αυτά τα αγάλματα».
Στις 2 Νοεμβρίου οι εργασίες αρχίζουν, περιτριγυρισμένοι
από ένα πλήθος περιέργων. Στις διαμαρτυρίες του ιδιοκτήτη του σπιτιού ο Miller
τον στέλνει να πει τα παράπονά του στον πασά. Ο πασάς φτάνει με την έφιππη
συνοδεία του και ανεβάζει τον Miller στην άμαξά του, σημάδι ότι επικροτεί την
κίνησή του. Οι ναύτες ετοιμάζουν το όχημα για τη μεταφορά των αγαλμάτων στο
πλοίο. «Από εκείνη τη στιγμή, όλα μαθεύτηκαν παντού και ο πληθυσμός
συνταράχθηκε με θαυμαστό τρόπο: κουτσομπολιά, λόγια, φλυαρίες, απίστευτες
ασυναρτησίες. Όλοι οι ξένοι πρόξενοι έτρεξαν να τηλεγραφήσουν στην
Κωνσταντινούπολη για να σταματήσουν την απομάκρυνση των αγαλμάτων». Στις 3
Νοεμβρίου, με τη βοήθεια ενός βαρούλκου, κατεβαίνει το πρώτο από τα τρία
τμήματα του επιστυλίου «υπό το γενικό θαυμασμό». Οι γύρω στενοί δρόμοι ήταν
ασφυκτικά γεμάτοι. «Οι στρατιώτες με τα μπαστούνια τους δυσκολεύτηκαν
υπερβολικά για να συγκρατήσουν τους περίεργους… Το θέαμα ήταν πρωτότυπο, έτρεχε
ο ένας πάνω στον άλλο, έπεφταν στο ρείθρο του δρόμου, τι ιδιόρρυθμος λαός»!
Την επόμενη ημέρα ο συνωστισμός στους γύρω δρόμους
είναι τρομερός. Το κατέβασμα των αγαλμάτων είναι ένα θέαμα που όλος ο κόσμος
θέλει να δει, ακόμα και η σύζυγος του Γάλλου προξένου κυρία Poncharra, που
φτάνει με τις φίλες της στην περιοχή. Για να κάνουν τους Εβραίους και τους
άλλους περίεργους να οπισθοχωρήσουν οι εργάτες του Miller τους καταβρέχουν με
κουβάδες νερό και σκέφτηκαν μάλιστα να μεταφέρουν από το πλοίο την πυροσβεστική
αντλία για να καταβρέχουν τον κόσμο που θα συγκεντρωνόταν τριγύρω.
Στις 9 του Νοέμβρη οι Γάλλοι ψάχνουν για βουβάλια για
να μεταφέρουν τα αγάλματα στο λιμάνι. Τελικά ζεύουν τέσσερα ζευγάρια, αφού
τοποθέτησαν την πρώτη ομάδα (πεσσών) στο όχημα που ο Miller είχε φέρει από τη
Θάσο. Δυστυχώς, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης είναι πολύ στενοί και εμφανίζουν
γωνίες που είναι δύσκολο να στρίψεις. «Οι δρόμοι έχουν φρικτό οδόστρωμα»,
παρατηρεί ο Miller, «έχει τρύπες παντού, μετά πρέπει κανείς να περάσει όλα τα
παζάρια, να αποφύγει τα γωνιακά μαγαζιά κι αυτό με οκτώ βουβάλια στο ζυγό! Δεν
καθαρίζουν ποτέ, πετούν τα ψόφια ζώα στους δρόμους, όπου σαπίζουν... Τέλος σε
μιάμιση ώρα φτάσαμε στο λιμάνι... Δεν χρειάζεται να πούμε ότι έχουμε στην πλάτη
όλο τον πληθυσμό κι ότι οι ζαπτιέδες που μας συνοδεύουν δύσκολα τα βγάζουν
πέρα». Τελικά στις 12 Νοεμβρίου η μεταφορά των πεσσών στο αμπάρι του πλοίου
ολοκληρώνεται.
Το ζήτημα που απασχολεί τώρα τον Miller είναι ο
θριγκός (το επάνω
από τους κίονες τμήμα του κτιρίου), καθώς υπάρχουν μέρη του μνημείου που τα
ήθελαν ολόκληρα στο Παρίσι. Η πρώτη σειρά λίθων του θριγκού είναι το πρόβλημα.
Δεν υπάρχει τρόπος να βγει αν δεν κοπούν στα δυό τα τέσσερα κομμάτια που την
απαρτίζουν. Ο Miller δεν δείχνει να προβληματίζεται καθόλου για το διαμελισμό του
μνημείου, τον απασχολεί μόνο το τεχνικό κομμάτι και είχε μια έμπνευση για το πώς
να κόψει τα μάρμαρα εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα: «Πολύ απλά χρειαζόταν να
μπουν τα μάρμαρα οριζόντια κατά τρόπο, ώστε το μεγαλύτερο μέρος να αιωρείται
στο κενό. Θα συγκρατούσαμε με σκοινιά τα δύο μέρη και με ένα σιδερένιο όγκο που
θα τον αφήναμε να πέσει στο τμήμα που προεξείχε θα σπάζαμε το μάρμαρο στα δύο»!
Πριν προχωρήσει, αποφασίζει να ζητήσει τα απαραίτητα εργαλεία για τη μεταφορά
των μαρμάρινων όγκων από το ναύαρχο Aboville, διοικητή της γαλλικής ναυτικής
μοίρας στον Πειραιά. Ο ναύαρχος του στέλνει ατμόπλοιο με 91 άνδρες και
μηχανήματα.
Στη συνέχεια συναντά δυσκολίες με τα ζώα. Οι
Βούλγαροι ιδιοκτήτες των βουβαλιών δεν συνεργάζονται με αποτέλεσμα οι ζαπτιέδες
και οι στρατιώτες να αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν το μπαστούνι. Επόμενο
πρόβλημα είναι η λάσπη στο παζάρι που εμποδίζει τα ζώα να προχωρήσουν. Ο πασάς
υπόσχεται να την καθαρίσει. Οι βροχές της Θεσσαλονίκης όμως δεν ξεπερνιούνται.
Ο Miller αρχίζει να απογοητεύεται. «Δεν θα γράψω σήμερα στον αυτοκράτορα, γιατί
δεν έχω τίποτα καλό να του αναγγείλω. Δεν θα ησυχάσω παρά μόνον, όταν δω στο
λιμάνι την πρώτη από τις τέσσερις μεγάλες πέτρες. Είναι μια δοκιμασία για την
οποία έχω πολλές αμφιβολίες. Τι κλίμα αυτό της Θεσσαλονίκης! Μια σχεδόν διαρκής
υγρασία που με παγώνει»!
Λίγες μέρες αργότερα φτάνει μήνυμα από την προστάτιδά
του Μme Cornu, που παίζει το ρόλο του ενδιάμεσου στην επικοινωνία του με τον
αυτοκράτορα. «Αυτά που θα μεταφέρετε αρκούν», του γράφει η Μme Cornu. Ο Miller
νιώθει απογοήτευση για τον άδικο κόπο, όχι όμως και για το διαμελισμό του
μνημείου. Στη συνέχεια αποκαθηλώνει όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη της αριστερής
πλευράς και το κιονόκρανο της τελευταίας κολώνας. Για τις κολώνες διαπιστώνει
ότι η μόνη λύση για να μεταφερθούν είναι να τις δέσει ο καπετάνιος στην
κουβέρτα του πλοίου.
Στις 28 Νοεμβρίου με την προοπτική της επιστροφής ο
Miller φιλοσοφεί πάνω στην αρχαιολογική του αποστολή: «Αυτή η αρχαιολογική
εκστρατεία που μόλις έκανα, μ’ έκανε να δω ότι ήμουν κατάλληλος γι’ αυτό το
είδος της άσκησης... Αν η τύχη με είχε στείλει σε μια χώρα πλούσια σε
ανεξερεύνητες αρχαιότητες, τι συγκομιδή θα είχα μαζέψει»! Στις 4 Δεκεμβρίου,
ένα τηλεγράφημα της Μme Cornu του ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να του στείλει
τίποτα και να αρκεστεί στα μηχανήματα που έχει. Ακολουθεί μια απίστευτη κρίση
ειλικρίνειας: «Θα χρειαστεί λοιπόν να σπάσω τα μάρμαρα για να αποκατασταθεί η
κυκλοφορία στο δρόμο, όμως τι αξιοθρήνητη αναγκαιότητα! Θα είχαμε πιο πολύ
δίκιο να διαμαρτυρηθούμε για τη βαρβαρότητα. Θα ήταν καλύτερα να αφήναμε το
μνημείο έτσι όπως ήταν και να αρκεστούμε στα αγάλματα. Το να το καταστρέψουμε,
να αποκαθηλώσουμε όλα τα μάρμαρα που το απαρτίζουν και μετά να τα κομματιάσουμε
είναι πράξη ενός βανδάλου. Όλος ο κόσμος θα μας κατηγορήσει». Οι μέρες περνούν,
ο Miller αρχίζει να κάνει εκπτώσεις: «Αν μπορούσα μόνο να μεταφέρω τα μικρότερα
μάρμαρα, θα ήμουν ευχαριστημένος και θα άφηνα, χωρίς πολλές τύψεις τα τέσσερα
που είναι θηριώδη και τα οποία δεν μου φαίνεται ότι μπορούν να μεταφερθούν...
Να τώρα τι έχω αποφασίσει αν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Θα απλώσω τα μάρμαρα
κατά μήκος των τοίχων, έτσι ώστε να μην εμποδίζω την κυκλοφορία και θα
τοποθετήσω τα τέσσερα μεγάλα σε μια πλατειούλα, εκεί κοντά. Επιστρέφοντας στο
Παρίσι θα πω στον αυτοκράτορα ότι μπορούμε να πάμε να τα πάρουμε, αν θέλουμε,
διαφορετικά, θα τα χαρίσω στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που χτίζουν στη
γειτονιά και θα είναι ευχαριστημένοι που θα έχουν μάρμαρα να χρησιμοποιήσουν».
Το τελευταίο γράμμα του Miller από τη Θεσσαλονίκη
έχει ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου. Έχουν μεταφερθεί άλλα τρία «μικρά» μάρμαρα, τα
κιονόκρανα, προβληματίζεται ακόμη για τα τέσσερα μεγάλα. Δεν γνωρίζουμε τι
απέγινε με τα σχέδιά του.
Η θλιβερή
λεηλασία ολοκληρώθηκε, το γεγονός αποσιωπήθηκε και ξεχάστηκε.
Ο Miller δεν ήταν αρχαιολόγος, αλλά ούτε είχε το απλό
ενδιαφέρον να περιγράψει το μνημείο, να κρατήσει σημειώσεις για την ακριβή του
θέση, να καταγράψει τα μέλη που αφαιρούσε και να τα αριθμήσει. Στο Μουσείο του
Λούβρου έφθασαν λίγα χρόνια αργότερα οι πεσσοί με τις ανάγλυφες μορφές και τα
κιονόκρανα, ενώ μεταφέρθηκαν αργότερα οι βάσεις των πεσσών, ένα τμήμα
επιστυλίου και δύο τμήματα ζωφόρου. Δεν είναι γνωστό τι απέγιναν τα άλλα
κομμάτια που αναφέρει ο Μiller στις επιστολές του.
Οι κίονες και τα μεγάλα κομμάτια του θριγκού φαίνεται
ότι δεν μεταφέρθηκαν ποτέ. Η συνοικία και το σπίτι που βρίσκονταν οι Μαγεμένες
καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1917, το ίδιο και ο ναός του Αγίου Νικολάου
στο χτίσιμο του οποίου πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν τα ξεχασμένα μάρμαρα. Δεν γνωρίζουμε
ποια ήταν η τύχη τους. Η θλιβερή αυτή λεηλασία, αντίθετα με την περίπτωση των
Ελγινείων, αποσιωπήθηκε και ξεχάστηκε. Μόνο από τύχη μπορεί να πέσει κανείς στη
μακρόστενη αίθουσα του Λούβρου όπου εκτίθενται οι πεσσοί με τις ανάγλυφες
μορφές της Θεσσαλονίκης.
Αν υπάρχει νόστος, οι γιατροί λένε πως θεραπεύεται,
με την επιστροφή. Προσπάθειες για «επαναπατρισμό» των Μαγεμένων έχουν γίνει πολλές
φορές στο παρελθόν. Όλες οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν λόγω κόστους. Το αίτημα
επανήλθε ενόψει του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης. Η επιστροφή των πρωτότυπων γλυπτών απορρίφθηκε και το Μουσείο του
Λούβρου δέχθηκε να κατασκευάσει αντίγραφα και να τα παραχωρήσει μαζί με τις
μήτρες των εκμαγείων. Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης κος Γιάννης Μπουτάρης, ο οποίος
δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στην ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας της
πόλης, είναι αποφασισμένος να εξασφαλίσει το κονδύλι και οι Μαγεμένες
να βρίσκονται στην πόλη το αργότερο το 2013.
Κοζάνη, Δεκέμβριος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου