Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΕΝΟΣ ΝΑΖΙ



Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα Washington Post. Είναι  έρευνα του συγγραφέα Τόμας Χάρντινγκ (Thomas Harding) για το βιβλίο του: Ο Χανς και ο Ρούντολφ: Η πραγματική ιστορία ενός Γερμανο-Εβραίου που συνέλαβε τον Επικεφαλή του Άουσβιτς. Η ιστορία είναι πραγματικά συγκλονιστική και σας την μεταφέρουμε ακριβώς όπως την έγραψε ο Χάρντινγκ.
«Η Μπρίτζιτ Χός (Brigitte Höss) ζει σε ένα καταπράσινο δρόμο στη Βόρεια Βιρτζίνια . Τώρα είναι συνταξιούχος έχοντας εργαστεί σε μπουτίκ στην Ουάσιγκτον για περισσότερο από 30 χρόνια. Πρόσφατα διαγνώστηκε με καρκίνο και ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της τώρα το περνάει στους γιατρούς. Η Μπρίτζιτ έχει επίσης ένα μυστικό που δεν γνωρίζουν ούτε τα εγγόνια της. Ο πατέρας της ήταν ο Ρούντολφ Χός (Rudolf Hoss), ο Επικεφαλής (Kommandant) του Άουσβιτς.
Ήταν ο Ρούντολφ Χός που σχεδίασε και κατασκεύασε το Άουσβιτς μετατρέποντας το από ένα παλιό στρατόπεδο σε μια φονική μηχανή ικανή να δολοφονεί 2.000 ανθρώπους την ώρα. Μέχρι το τέλος του πολέμου, 1,1 εκατομμύρια Εβραίοι δολοφονήθηκαν στο στρατόπεδο, μαζί με 20.000 τσιγγάνους και δεκάδες χιλιάδες Πολωνούς και Ρώσους πολιτικούς κρατουμένους. Ως εκ τούτου, ο πατέρας της Μπρίτζιτ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μαζικούς δολοφόνους στην ιστορία μας.
Για σχεδόν 40 χρόνια η Μπρίτζιτ κατάφερε να κρατήσει το παρελθόν της μακριά από την κοινή θέα, μακριά ακόμη και από τα πιο στενά μέλη της οικογένειας. Ανακάλυψα που έμενε όταν έκανα έρευνα για το βιβλίο Χανς και Ρούντολφ, ένα βιβλίο για το πώς ο Χός, μετά τον πόλεμο, συνελήφθη από τον θείο μου, Χανς Αλεξάντερ (Hanns Alexander), ένα Γερμανό Εβραίο που είχε δραπετεύσει από το Βερολίνο το 1930. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να την βρω. Οι όροι της ήταν ότι θα έδινε συνέντευξη μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αποκάλυπτα λεπτομέρειες που φανέρωναν την ταυτότητα της. «Υπάρχουν πολλοί τρελοί εκεί έξω. Μπορεί να κάψουν το σπίτι μου ή ακόμη και να πυροβολήσουν εμένα ή κάποιον άλλο δικό μου», είπε η Χός με την σκληρή γερμανική προφορά της.
Όταν αναφέρομαι στο θέμα του Ολοκαυτώματος κατευθύνει την συζήτηση σε άλλη κατεύθυνση. «Όταν ρωτάνε για τον πατέρα μου», λέει, «τους λέω ότι πέθανε στον πόλεμο».  Αλλά μόλις έκλεισε τα 80 και αναρωτιέται αν ήρθε η ώρα να πει την ιστορία της στα εγγόνια της. Ήταν ένα νεαρό κορίτσι που μπλέχτηκε με επικές ιστορικές δυνάμεις που δεν μπορούσε να καταλάβει και κατ’ επέκτασην για τις οποίες δεν ευθύνεται. Ήρθε μήπως τώρα η ώρα να επεξεργαστεί την ιστορία της οικογένειάς της; Μήπως ο φόβος της ανακάλυψης με τον οποίο έχει ζήσει όλη της την ζωή πρέπει να περάσει σε άλλα χέρια; Ή μήπως πρέπει να πάρει την ιστορία της στον τάφο της;
«Ήταν κάτι που έγινε πολύ καιρό πριν». λέει . «Δεν έκανα εγώ αυτό που έγινε. Ποτέ δεν μίλησα γι’ αυτό -είναι κάτι που κρατάω μέσα μου. Μένει και θα μείνει μαζί μου». Σύμφωνα με τα αρχεία των SS η Ίνγκε Μπρίτζιτ Χός (Inge-Brigitt Höss) γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1933, σε ένα αγρόκτημα κοντά στη Βαλτική Θάλασσα. Ο πατέρας της, Ρούντολφ (Rudolf) και η μητέρα της Χέντβικ (Hedwig), γνωρίστηκαν σε αυτό το αγρόκτημα, το οποίο ήταν ένα καταφύγιο για τους Γερμανούς νέους που είχαν ως εμμονή την φυλετική καθαρότητα και την αγροτική ουτοπία. Η Μπρίτζιτ (Brigitte) ήταν το τρίτο από πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια.
Η Μπρίτζιτ έζησε απίστευτα παιδικά χρόνια, όταν έφυγαν από το αγρόκτημα, μετακόμιζαν από το ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο άλλο, καθώς ο πατέρας της ανέβαινε την κλίμακα των SS: Νταχάου (Dachau) από τις ηλικίες 1 έως 5, Σαχσενχάουσεν (Sachsenhausen) 5-7. Και 7-11, ίσως στο πιο διαβόητο στρατόπεδο θανάτου στο Άουσβιτς (Auschwitz). Από το 1940-1944 , η οικογένεια Höss ζούσε σε μια διώροφη γκρι βίλα στην άκρη του Άουσβιτς, τόσο κοντά που μπορούσε κανείς να δει τα μπλοκ των κρατουμένων και το παλιό κρεματόριο από το πάνω παράθυρο. Η μητέρα της Μπρίτζιτ περιέγραψε το μέρος ως «παράδεισο»: Είχαν μάγειρες, νταντάδες, κηπουρούς, οδηγούς, μοδίστρες, κομμωτές και καθαριστές, μερικοί από τους οποίους ήταν κρατούμενοι.
Η οικογένεια διακοσμούσε το σπίτι τους με έπιπλα και έργα τέχνης κλεμμένα από κρατούμενους που είχαν επιλεγεί για τους θαλάμους αερίων. Ήταν μια ζωή πολυτέλειας που λάμβανε χώρα μόνο λίγα μόλις βήματα από την φρίκη και το μαρτύριο. Τις περισσότερες Κυριακές ο kommandant πήγαινε τα παιδιά να δουν τα άλογα στους στάβλους. Αγαπούσαν τα σκυλιά και τους άρεσε να χαϊδεύουν τους γερμανικούς ποιμενικούς.
Φωτογραφίες δείχνουν μια λιμνούλα στον κήπο και ένα μεγάλο τραπέζι για πικ-νικ . Οι κρατούμενοι έφτιαχναν τεράστια αεροπλάνα για να παίζουν τα αγόρια, αρκετά μεγάλα για να κάθονται και να τα σπρώχνουν στον κήπο. Στα κορίτσια άρεσε να φλερτάρουν με τους ωραίους στρατιώτες που φρουρούσαν την είσοδο του στρατοπέδου. Τα παιδιά γνώριζαν ότι ο πατέρας του ήταν επικεφαλής σ’ ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Άνδρες με ασπρόμαυρες ριγέ στολές εργαζόντουσαν στον κήπο τους. Μια φορά τα παιδία Χός ντύθηκαν ως κρατούμενοι, με μαύρα τρίγωνα και κίτρινα αστέρια στα πουκάμισά τους και έπαιζαν κυνηγητό ντυμένα έτσι, έως ότου ο πατέρας τους, τους είδε και τους είπε να σταματήσουν το παιχνίδι.
Τον Απρίλιο του 1945, όταν φαινόταν στον ορίζοντα το τέλος του πολέμου ο Ρούντολφ Χός και η οικογένειά του δραπέτευσαν προς τον βορρά. Η οικογένεια χώρισε, η σύζυγός πήρε τα παιδιά και βρήκαν καταφύγιο πάνω από ένα παλιό εργοστάσιο ζάχαρης σ’ ένα χωριό κοντά στην ακτή. Ο kommandant πήρε την ταυτότητα ενός εργάτη και κρύφτηκε σε ένα αγρόκτημα τέσσερα μίλια από τα σύνορα της Δανίας. Η οικογένεια περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να φύγουν για τη Νότια Αμερική.
Ενώ βρισκόμαστε στο σπίτι της, η Μπρίτζιτ φαίνεται να είναι πιο πρόθυμη να μιλήσει για εκείνη την νύχτα, τον Μάρτη του 1946, όταν ο θείος μου συνέλαβε τον πατέρα της. Εκείνη την κρύα νύχτα ο θειος μου ο Χανς Αλεξάντερ, Γερμανός Εβραϊκής καταγωγής χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της οικογένειας Χός. «Θυμάμαι όταν ήρθαν στο σπίτι μας για να μας κάνουν ερωτήσεις», λέει, με βαριά φωνή. «Καθόμουν στο τραπέζι με την αδελφή μου. Ήμουν περίπου 13 χρονών . Οι Βρετανοί στρατιώτες ούρλιαζαν: «Πού είναι ο πατέρας σου; Πού είναι ο πατέρας σου, ξανά και ξανά. Μ’ έπιασε πονοκέφαλος. Βγήκα έξω και έκλαιγα κάτω από ένα δέντρο όμως προσπάθησα να ηρεμήσω και έκανα τον εαυτό μου να σταματήσει να κλαίει και ο πονοκέφαλος μου έφυγε. Αλλά είχα ημικρανίες για πολλά χρόνια μετά από αυτό. Οι ημικρανίες σταμάτησαν πριν από μερικά χρόνια, αλλά από τότε που έλαβα την επιστολή σας, έχουν αρχίσει πάλι».
Η Μπρίτζιτ συνέχισε την ιστορία εκείνης της βραδιάς. «Πήραν τον μεγαλύτερο αδελφό μου τον Κλάους (Klaus) με τη μητέρα μου. Οι Βρετανοί τον ξυλοκόπησαν πολύ άσχημα. Η μητέρα μου τον άκουσε να φωνάζει από τον πόνο από το διπλανό δωμάτιο και ακριβώς όπως και κάθε μητέρα, ήθελε να προστατεύσει το γιο της, έτσι τους είπε που ήταν πατέρας μου».
Ο Αλεξάντερ συγκέντρωσε μια ομάδα και κατευθύνθηκε προς τον αχυρώνα μες τη νύχτα. Ο Χός ξύπνησε. Αρνήθηκε ότι ήταν ο kommandant. Σίγουρος ότι τον είχε βρει και ότι ήταν αυτός ο Αλεξάντερ ζήτησε να δει την βέρα του. Όταν ο Χός ισχυρίστηκε ότι είχε κολλήσει, ο Αλεξάντερ απείλησε να του κόψει το δάχτυλο, έως ότου ο kommandant τελικά του ‘δωσε το δαχτυλίδι. Μέσα ήταν χαραγμένα τα ονόματα «Rudolf» και «Hedwig».
Ο kommandant ήταν το πρώτο πρόσωπο αυτού του επιπέδου που παραδέχθηκε την έκταση της σφαγής στο Άουσβιτς. Τον παρέδωσαν στους Αμερικανούς, που τον έκαναν να καταθέσει στη δίκη της Νυρεμβέργης. Στη συνέχεια ο Χός δόθηκε στους Πολωνούς, οι οποίοι τον δίωξαν και στη συνέχεια τον κρέμασαν σε μια αγχόνη δίπλα από το κρεματόριο του Άουσβιτς.
Η Χέντβικ και τα παιδιά τα κατάφεραν. Έκλεψαν κάρβουνα από ένα τρένο για να θερμαίνουν το σπίτι τους. Ξυπόλυτοι έδεσαν κουρέλια γύρω από τα πόδια τους. Ως μια οικογένεια που συνδεόταν με το ναζιστικό καθεστώς, όλοι τους απέφευγαν. Ήταν μόνο όταν ο Κλάους βρήκε δουλειά στη Στουτγάρδη που η τύχη της οικογένειας άρχισε να βελτιώνετε.
Η Μπρίτζιτ το 1950 κατάφερε να αφήσει τη Γερμανία και να αρχίσει μια νέα ζωή στην Ισπανία. Ήταν μια εκπληκτική νεαρή κοπέλα, με μακριά ξανθά μαλλιά, λεπτή σιλουέτα και με μια «απειλητική» στάση. Εργάστηκε ως μοντέλο για τρία χρόνια με τον οίκο μόδας Balenciaga. Τότε συνάντησε έναν Ιρλανδο-Αμερικανό μηχανικό που εργαζόταν στη Μαδρίτη για μια Αμερικάνικη εταιρεία επικοινωνιών. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1961 κι έκαναν μια κόρη και ένα γιο.
Ο σύζυγος της Μπρίτζιτ έχει δηλώσει ότι η Μπρίτζιτ του είχε πει όταν βγαίνανε για την ζωή της στο Άουσβιτς «Στην αρχή είχα σοκαριστεί λίγο», είπε. «Στη συνέχεια όμως όταν το συζήτησα μαζί της κατάλαβα ότι ήταν και αυτή ένα θύμα σε αυτή την υπόθεση. Όταν όλα αυτά συνέβησαν ήταν ακόμη παιδί και κατέληξε απ’ το να έχει τα πάντα στο να μην έχει τίποτα».  Λέει ότι είχανε μια «άγραφη συμφωνία «να μην μιλάμε για το οικογενειακό της περιβάλλον». Θυμάται κάποτε ότι της είχε πει: «Ήταν ένα φοβερό πράγμα -ας μην το συνεχίσουμε. Ας προχωρήσουμε με τη ζωή μας, να ζήσουμε ευτυχισμένοι και να τα αφήσουμε όλα πίσω μας. Δεν είναι δική σου ευθύνη και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φέρεις την ενοχή του πατέρα σου».
Το 1972 μετακόμισαν στην Ουάσιγκτον. Ο σύζυγός της Μπρίτζιτ δούλευε σε μια εταιρεία μεταφορών και αγόρασαν ένα σπίτι στο Τζορτζτάουν (Georgetown). Ήταν μια ευκαιρία για την Μπρίτζιτ να ξεκινήσει από την αρχή. Τα πράγματα όμως δεν ήταν καθόλου εύκολα για την Μπρίτζιτ. Μιλούσε πολύ λίγα αγγλικά και δεν είχε ούτε φίλους ούτε οικογένεια στην Αμερική. Μετά από αρκετό ψάξιμο βρήκε μια θέση μερικής απασχόλησης σ’ μία μπουτίκ.
Μια μέρα, μια κοντή κυρία εβραϊκής καταγωγής επισκέφθηκε την μπουτίκ, της άρεσε το στυλ της Μπρίτζιτ και της ζήτησε να δουλέψει στο κατάστημα μόδας που είχε στο κέντρο. Λίγο μετά τη πρόσληψη της η Μπρίτζιτ, μέθυσε ένα βράδυ με το διευθυντή της και ομολόγησε ότι ο πατέρας της ήταν ο Ρούντολφ Χός. Ο διευθυντής την επόμενη μέρα το είπε στην ιδιοκτήτρια του καταστήματος. Η ιδιοκτήτρια φώναξε την Μπρίτζιτ και της είπε ότι μπορούσε να συνεχίσει να δουλεύει στο κατάστημα, καθώς δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα αυτή. Αυτό που δεν ήξερε η Μπρίτζιτ τότε ήταν ότι η ιδιοκτήτρια και ο σύζυγος της ήταν Εβραίοι που είχαν εγκαταλείψει την Γερμανία την Νύχτα των Κρυστάλλων το 1938.  
Η Μπρίτζιτ ήταν ευγνώμων που την είδαν ως άτομο αντί για την κόρη του πατέρα της. Εργάστηκε στο κατάστημα για 35 χρόνια και εξυπηρετούσε γερουσιαστές και βουλευτές. Η ιδιοκτήτρια του καταστήματος κράτησε το μυστικό της Μπρίτζιτ και με την εξαίρεση ενός άλλου διευθυντή, κανείς δεν γνώριζε την ιστορία για την οικογένεια της Μπρίτζιτ. Όταν η Μπρίτζιτ συνταξιοδοτήθηκε η ιδιοκτήτρια συνέχισε να την καλεί κάθε μήνα για να δει πώς είναι, ωστόσο πριν περίπου ένα χρόνο η ιδιοκτήτρια σταμάτησε να την καλεί. Η Μπρίτζιτ ήξερε ότι η ιδιοκτήτρια θα έκανε ένα ταξίδι στο Ισραήλ και αναρωτήθηκε αν Μετά από όλα αυτά τα χρόνια τελικά είχε θυμώσει μαζί της. «Οι άνθρωποι αλλάζουν», είπε η Μπρίτζιτ.
Το ότι η κόρη του Ρούντολφ Χός ζει στην Βόρεια Βιρτζίνια δεν είναι το μόνο μυστικό της οικογένειας. Από το 1960, η Χέντβικ επισκεπτόταν την κόρη της στην Ουάσιγκτον αρκετά συχνά. Η Χέντβικ είχε μετακομίσει σ’ ένα μικρό σπίτι στην Στουτγάρδη όπου ζούσε με τις κόρες της. Σε αντίθεση με άλλες χήρες Γερμανών στρατιωτών δεν της χορηγήθηκε κρατική σύνταξη, αλλά ούτε και κάποιο άλλο κρατικό εισόδημα. Αν και η Χέντβικ είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο Άουσβιτς, ήταν ακόμη και μάρτυρας στη δίκη της Φρανκφούρτης για το Άουσβιτς το 1965, δεν υπήρχαν περιορισμοί στις συζύγους των ναζί εγκληματιών πολέμου για να ταξιδέψουν. Ενώ ήταν στην Ουάσιγκτον, η Χέντβικ πρόσεχε τα εγγόνια της, ενώ η κόρη της δούλευε. Κανείς δεν αναφερόταν στο παρελθόν.
Η τελευταία επίσκεψη της Χέντβικ ήταν το Σεπτέμβριο του 1989. Ήταν 81 ετών και αδύναμη. Επρόκειτο να γυρίσει πίσω στην Γερμανία, αλλά είπε στην κόρη της ότι έκανε πάρα πολύ κρύο και προτίμησε να παραμείνει περισσότερο. Μετά το δείπνο στις 15 Σεπτεμβρίου η Χέντβικ πήγε στο δωμάτιο της να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα η Μπρίτζιτ χτύπησε την πόρτα του δωματίου της μητέρας της, δεν έλαβε κάποια απάντηση, μπήκε μέσα και είδε ότι η Χέντβικ είχε πεθάνει στον ύπνο της.
Η Μπρίτζιτ έδωσε το σώμα της μητέρας της σ’ ένα κρεματόριο της περιοχής για να το αναλάβει. Δεν ήθελε κανείς να βρει τα λείψανα της μητέρας της ειδικά διάφοροι νεο-ναζί που μπορεί να της αποτίουν φόρο τιμής. Έτσι έδωσε μια τροποποιημένη εκδοχή του ονόματος της μητέρας της στο διαχειριστή του νεκροταφείου και καθυστέρησε το μνημόσυνο για να επιτρέψει στα μέλη της οικογένειας της από τη Γερμανία να είναι εκεί. Η τελευταία κατοικία της Χέντβικ ήταν ανάμεσα στους τάφους Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Η ζωή της Μπρίτζιτ είναι πλέον γεμάτη από γιατρούς, νοσοκομεία και χάπια. Αυτή και ο σύζυγός της χώρισαν το 1983. Ο γιος της ζει μαζί της και ξέρει για τον παππού του, αλλά δεν έχει εκφράσει μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία της οικογένειάς του. Η κόρη της έχει πεθάνει, αλλά τα εγγόνια της την επισκέπτονται συχνά. Μία φορά το χρόνο περνάει χρόνο με την αδελφή της, Άννεγκρετ, στην Φλόριντα. Ο αδελφός της ο Κλάους πέθανε το 1980 στην Αυστραλία ο άλλος αδελφός της ο Χανς Γιούργκεν και η αδελφή της Χάιντιτροντ ζουν στην Γερμανία.
Κανένας δεν αναφέρετε στο παρελθόν, είναι λες και η ιστορία της οικογένειας ξεκίνησε το 1947, μετά τον θάνατο του Ρούντολφ Χός. Ο μόνος που έχει ερωτήσεις σχετικά με το παρελθόν είναι ο ανιψιός της Μπρίτζιτ -ο γιος του Χανς Γιούργκεν- ο Ράινερ Χός. Το 2009 ταξίδεψα μαζί του στο Άουσβιτς και σε κάποια φάση γύρισε και μου είπε στεγνά: «Αν ήξερα που ήταν πεθαμένος ο παππούς μου, θα κατουρούσα πάνω στον τάφο του». Η Μπρίτζιτ κράτησε το επώνυμο του συζύγου της, αφού χώρισαν. Δεν μιλάει για το παρελθόν της στους φίλους της, έχει μείνει μακριά από άλλες οικογένειες Γερμανών και δεν συζητάει για το παρελθόν της στην οικογένειά της.
Δεν έχει μιλήσει με τα εγγόνια της για τον πατέρα της (αν και ο πρώην σύζυγός της λέει ότι έχει δώσει την αυτοβιογραφία της Χός στα δυο μεγαλύτερα παιδιά). Εκείνη δεν θέλει να τους «αναστατώσει και ανησυχεί ότι μπορεί να το πουν σε άλλους και δεν θέλει να θέσει την οικογένεια σε κίνδυνο. «Ακόμη φοβάμαι εδώ στην Ουάσιγκτον. Υπάρχουν πολλοί Εβραίοι και ακόμη μισούν τους Γερμανούς. Ποτέ δεν θα τελειώσει αυτή η ιστορία». Δεν αμφισβητεί ότι φρικαλεότητες έλαβαν χώρα ή ότι οι Εβραίοι δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα, αλλά βάζει ένα ερωτηματικό στο αν έχουν σκοτωθεί εκατομμύρια άνθρωποι. «Πώς μπορεί να υπάρχουν τόσο πολλοί επιζώντες αν τόσοι πολλοί είχαν σκοτωθεί», ρωτά. Όταν επισήμανα ότι ο πατέρας της ομολόγησε ότι ήταν υπεύθυνος για το θάνατο περισσότερων από ένα εκατομμύριο Εβραίων, είπε ότι «οι Βρετανοί το πήραν πίσω και με το παραπάνω μέσω βασανιστηρίων».
«Και πώς το θυμάστε τον πατέρα σας», ρώτησα. «Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο», λέει. «Ήταν πολύ καλός μ’ εμάς». Τον θυμάται τα τρώνε μαζί, να παίζουν στον κήπο και να τους διαβάζει το παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ. Η Μπρίτζιτ είναι πεπεισμένη ότι ο πατέρας της ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος και είχε μαντέψει ότι ήταν μπλεγμένος με κάτι κακό. «Είμαι σίγουρη ότι ήταν λυπημένος μέσα του», θυμάται. «Είναι απλώς ένα συναίσθημα. Ο τρόπος που ήταν στο σπίτι, ο τρόπος που ήταν μαζί μας, μερικές φορές έμοιαζε λυπημένος όταν γυρνούσε από τη δουλειά».
Η Μπρίτζιτ παλεύει να συμφιλιώσει την διπλή φύση του πατέρα της. «Πρέπει να είχε δύο πλευρές, αυτήν που ήξερα και την άλλη». Όταν την ρωτάω πώς είναι δυνατόν να είναι «ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο» αν ήταν υπεύθυνος για τους θανάτους, μου λέει: «Έπρεπε να το κάνει. Η οικογένειά του απειλείτο. Θα ήμασταν σε κίνδυνο αν δεν το έκανε. Και αυτός ήταν ένας από τους πολλούς στην SS . Υπήρχαν κι άλλοι που αν δεν το έκανε θα το έκαναν αυτοί».
Μετά από μια μακρά συνέντευξη, η Μπρίτζιτ μου δείχνει το σπίτι της. Στον επάνω όροφο μου δείχνει μια φωτογραφία που υπάρχει πάνω από το κρεβάτι της. Είναι η γαμήλια φωτογραφία της μητέρας και του πατέρα της, η οποία ελήφθη το 1929. Φαίνονται νέοι, ευτυχισμένοι, ανέμελοι, η μητέρα της φοράει ένα λευκό φόρεμα με τα μαλλιά πιασμένα και ο πατέρας της φοράει ένα παντελόνι μήκους τρία-τέταρτα και ένα ελαφρύ πουκάμισο. Η 80χρονη Μπρίτζιτ κοιμάται κάθε βράδυ κάτω από το άγρυπνο μάτι του αγαπημένου της πατέρα, Ρούντολφ Χός.
Κάποια στιγμή αργότερα, καλώ τον γιο του ιδιοκτήτη του καταστήματος στο οποίο δούλευε η Μπρίτζιτ. Μου λέει ότι ο λόγος που η μητέρα του είχε σταματήσει να καλεί την Μπρίτζιτ είναι πολύ απλά επειδή πλέον είχε γεράσει. Όταν τον ρώτησα γιατί οι γονείς του είχαν αποφασίσει να την κρατήσουν, αν και γνώριζαν ότι ο πατέρας της ήταν ένα ανώτερο στέλεχος της ναζιστικής ηγεσίας που είχε οδηγήσει τη δική τους οικογένεια να φύγει από την Γερμανία, μου είπε ότι απλά είχε να κάνει με «ανθρωπιά». Οι γονείς του την είδαν ως άτομο, μεμωνομένο χωρίς τον πατέρα της. «Το ένα δεν έχει να κάνει με το άλλο. Είναι ένα ανθρώπινο ον», λέει. «Δεν ήταν υπεύθυνη για τον πατέρα της».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου