Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΕ & ΣΥΓΚΙΝΗΣΕ «Η ΓΙΑΓΙΑ Η ΡΟΥΣΑ»

ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Μία κατάθεση ψυχής ενός μεγάλου τέκνου της Κοζάνης ζωντάνεψαν στη σκηνή της Αίθουσας Τέχνης και σε πέντε μοναδικές παραστάσεις ερασιτέχνες ηθοποιοί και μουσικοί και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης. «Η γιαγιά μου η Ρούσα», το γνωστό αφήγημα του Κοζανίτη συγγραφέα και πολιτικού Μιχάλη Παπακωνσταντίνου εγκατέλειψε για λίγο τις σελίδες του βιβλίου και πήρε μορφή, λόγο, σάρκα και οστά πάνω στη θεατρική σκηνή, ξυπνώντας μνήμες και αναμνήσεις από την Κοζάνη του παρελθόντος.
Πάνω στη σκηνή της Αίθουσας Τέχνης παρελθόν και παρόν έσμιξαν αρμονικά σε μία μοναδική σε εικόνες και συναισθήματα παράσταση. Η Κοζάνη της ταραγμένης δεκαετίας του ‘20, της εποχής του μεσοπολέμου και της έλευσης των προσφύγων από τη χαμένη Μικρασία -εικόνες τραγικά επίκαιρες σήμερα- έτσι όπως αυτές καταγράφηκαν στο μυαλό και στην καρδιά ενός μικρού παιδιού, που ενήλικας πλέον καταθέτει με το γραπτό λόγο τις αναμνήσεις από τη γιαγιά του τη Ρούσα και τη μικρή τότε πατρίδα του. Μαζί κομμάτια από την τοπική, την πανελλήνια, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, που άθελα τους συμβάδισε μαζί τους σε μία εποχή που παρελθόν, παρόν και μέλλον έδιναν έναν σκληρό αγώνα επικράτησης. Στον κεντρικό ρόλο της γιαγιάς η γνωστή ηθοποιός Ντόρα Σιμοπούλου, αγαπημένη φίλη του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, που ζωντάνεψε με ακρίβεια το πρόσωπο – αφορμή του αφηγήματος, «τον κρίκο», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηριστικά γράφει, «μεταξύ των παλαιότερων και των νεώτερων γενιών». Δίπλα της 27 ερασιτέχνες ηθοποιοί, που ζωντάνεψαν με επαγγελματική τελειότητα τους χαρακτήρες του έργου, ανάμεσα τους και εννέα μικρά παιδιά, ο μικρός αφηγητής και οι φίλοι του και οι μουσικοί της παράστασης, παρόντες επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, αλλά και η ΠΑΝΔΩΡΑ, που έδωσε το δικό της μελωδικό τόνο στο έργο, σε μία παράσταση που δε ζωντάνεψε μόνο επί σκηνής, αλλά και στους διαδρόμους της Αίθουσας Τέχνης, ανάμεσα στους θεατές. Σκηνοθέτης της παράστασης ο Τώνης Λυκουρέσης, που ανέλαβε και το δύσκολο ρόλο της μεταφοράς του πεζού λόγου στη θεατρική σκηνή και μαζί την αναβίωση του χρώματος και του αρώματος της Κοζάνης, σε μία παράσταση που ενθουσίασε, αλλά κυρίως συγκίνησε τους Κοζανίτες, που επιβράβευσαν με το θερμότερο χειροκρότημα όλους τους συντελεστές της.
Στο έργο έλαβαν επίσης μέρος οι: Γιώργος Γκάτζιος, Νατάσα Σκαφίδα, Στάθης Νατσιός, Φωτεινή Χατζάρα, Μάγδα Κική, Ειρήνη Σταφυλά, Τάκης Συντουκάς, Γιώργος Αραβόπουλος, Γιώργος Αδαμίδης, Γιώργος Παφίλης, Αθηνά Μηνά, Νίκος Παυλίδης, Θανάσης Τσαλνταμπάσης, Νίκος Φιλημέγκας, Γιώργος Κοντορικός, Ευαγγελία Μακαντάση, Λένα Σιακαβάρα και Κώστας Διάφας και τα παιδιά Κων/νος Σιαμπανόπουλος, Γιώργος Αζής, Βασίλης Νήτσιος, Σταύρος Τζούτζας, Μιχάλης Νιάκας, Δημήτρης Κοκκαλιάρης, Γιάννης Παρχαρίδης, Ειρήνη Ντίνα και Ευσταθία Τσιφτσή.

«ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ…»
Λίγο πριν την έναρξη της παράστασης το Θ μίλησε με το σκηνοθέτη της παράστασης κο Τώνη Λυκουρέση για τις δυσκολίες, αλλά και τις προκλήσεις του έργου. Μία ιδέα που, όπως ο κος Λυκουρέσης διευκρίνισε, ξεκίνησε από μία πρόταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης το περασμένο καλοκαίρι. «Διάβασα το βιβλίο με πάρα πολύ σοβαρότητα και ευθύνη», είπε στο Θ, «γιατί είναι ένα πεζό αφήγημα με αρκετές παγίδες στη θεατρική του διασκευή, καθώς αφορά ένα παρελθόν και επιπλέον είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο αρκετά χρόνια πριν. Νομίζω όμως ότι βρέθηκαν κάποιοι συγκεκριμένοι θεατρικοί κώδικες, που επιτρέπουν στο θεατή να παρακολουθήσει ένα σύγχρονο κείμενο, το οποίο αφορά τη γιαγιά τη Ρούσα του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, αλλά και ταυτόχρονα έχει όλες τις αρετές, τις γοητείες, τις εικόνες και τα συναισθήματα που έχει το βιβλίο». Πάνω σε αυτή τη διασκευή στηρίχτηκε η υλοποίηση του έργου και η αναβίωση, επί σκηνής, της Κοζάνης του 1920. «Είναι μια Κοζάνη εποχής», είπε ο κος Λυκουρέσης, «μια Κοζάνη του μεσοπολέμου. Αλλά νομίζω από τον τρόπο που αντιδρά το κοινό και από το ύφος της όλης παράστασης, τα στοιχεία, αν και είναι ιστορικά, γίνονται ταυτόχρονα και διαχρονικά. Γιατί τον Κοζανίτη θεατή τον αγγίζουν, τον ευαισθητοποιούν και του αναπαράγουν μνήμες πολύ οικίες». Η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του έργου ήταν, όπως ο κος Λυκουρέσης παρατήρησε, στο να μπορέσουν να συνεργαστούνε μεταξύ τους πάρα πολύ ετερόκλητοι άνθρωποι, ερασιτέχνες ηθοποιοί και τεχνικοί που πρόσφεραν στο θέατρο τις ελεύθερες ώρες τους, που δεν συμβάδιζαν όμως πάντα. Το πάθος όλων ωστόσο ήταν αρκετό και ο ενθουσιασμός του κόσμου τους αντάμειψε με τον καλύτερο τρόπο.«Θέλω να πιστεύω», είπε ο κος Λυκουρέσης, «ότι είναι ειλικρινής όλος αυτός ο ενθουσιασμός και η συναισθηματική φόρτιση που μας μεταδίδουν οι θεατές μας και όσο περνούν οι μέρες και αποστασιοποιούμαι και εγώ από την παράσταση και τη βλέπω όλο και πιο μακριά πραγματικά ανακαλύπτω τις γοητείες της για τους Κοζανίτες. Μέχρι στιγμής δούλευα τις γοητείες της για μένα. Τώρα όμως αρχίζω και ανακαλύπτω μέσα από το κοινό ότι πραγματικά αυτή η μεταγραφή ενός δυνατού και ουσιαστικού αφηγήματος σε θεατρικό λόγο καταθέτει και μία γοητεία για το θεατή της». Η Κοζάνη, όπως και ο ίδιος διαπίστωσε, αν και πόλη της επαρχίας, έχει ένα πλούσιο θεατρικό δυναμικό που εντυπωσιάζει. «Ο αριθμός των Κοζανιτών που εργάζεται, που δουλεύει στο θέατρο, που συμμετέχει, «καλλιτεχνίζεται» με τη θεατρική τέχνη είναι πάρα πολύ μεγάλος για μια επαρχιακή πόλη και πιστεύω ότι αυτό σίγουρα επηρεάζει και το κοινό. Όταν υπάρχει ένα τέτοιο δυναμικό θεατρόφιλων και ανθρώπων που συμμετέχουν στις θεατρικές παραστάσεις -και είναι δεκάδες αυτές που γίνονται ερασιτεχνικές και μη μες στο χρόνο- είναι σίγουρο ότι γύρω απ’ αυτούς κινείται επίσης ένα πολύ σημαντικό και θερμό θεατρικό κοινό».


- Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κοζάνης ΘΑΡΡΟΣ, 15/4/2003, σελ. 8.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου