Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Τα νέα «εθνικά καθαρά» Βαλκάνια και σενάρια επαναχάραξης των συνόρων
του Γιώργου Στάμκου

Από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Χερσόνησος του Αίμου αποτελεί ένα περίπλοκο ψηφιδωτό λαών, εθνοτήτων, γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών. Ανήκοντας αρχικά στον λαμπρό πολιτιστικό χώρο της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας» (Byzantinische Kommonwelt), που συνιστούσε μια πολυεθνική πραγματικότητα με συνεκτικό στοιχείο την Ορθοδοξία και τον Βυζαντινό πολιτισμό, οι λαοί της βαλκανικής χερσονήσου σκεπάστηκαν στη συνέχεια για πέντε αιώνες με την «ασιατική ομίχλη», που κουβάλησαν μαζί τους οι Τούρκοι από τις στέπες της Ανατολής. Έπεσαν σε λήθαργο για ν’ «αφυπνιστούν» μαζικά στα μέσα του 19ου αιώνα κάτω από την επίδραση ενός ισχυρού δυτικόφερτου εθνικισμού. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) τα μικρά και νεοπαγή κράτη της χερσονήσου μιμήθηκαν σε περιορισμένο επίπεδο την ιμπεριαλιστική συμπεριφορά των δυτικών τους προτύπων, στην προσπάθεια τους να κατασπαράξουν τα απομεινάρια της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και να δημιουργήσουν σύγχρονα και ομοιογενή έθνη-κράτη.
Η κληρονομιά των πέντε αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια ήταν μια πολυεθνική πραγματικότητα, μέσα από την οποία αναδύθηκαν κράτη με ανεπαρκή εθνολογική συνοχή και, συχνά, προβληματική εθνική ταυτότητα. Από την άλλη η αποτυχία των βαλκανικών εθνών-κρατών να εκσυγχρονιστούν με βάση τα δυτικά πρότυπα, αύξησε την περιφρόνηση της Δύσης απέναντι τους. Το 1928 ο κόμης Χέρμαν Κέησερλινγκ έβγαλε το συμπέρασμα ότι τα βαλκανικά κράτη βρισκόταν ακόμη σ’ ένα είδος «γκρίζας ζώνης» μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, υποστηρίζοντας ότι «δεν έχουν ξεπεράσει τα ελαττώματα της Ανατολής, αλλά ούτε κι έχουν κατακτήσει καμιά από τις αρετές της Δύσης». Βέβαια, από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε καθιερωθεί στη Δύση ο υποτιμητικός γερμανικός όρος Balkanisierung (Βαλκανοποίηση), που περιγράφει τον κατακερματισμό μεγάλων πολιτικών ενοτήτων σε μικρά και ασταθή κράτη, τα οποία τείνουν να υποτάσσονται σε σφαίρες επιρροής Μεγάλων Δυνάμεων και τελικά υποβιβάζονται σε καθεστώς βελούδινης αποικιοκρατίας.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΑ ΣΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΘΑΡΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) πυροδότησαν την έναρξη μιας σειράς μετακινήσεων και ανταλλαγών των πληθυσμών στα Βαλκάνια. Κύριο στοιχείο αποτέλεσε τότε η διαρροή μουσουλμανικών και τουρκογενών πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία, που προοριζόταν από τους Νεότουρκους να καταστεί εθνικός χώρος-«πυρήνας» του νεότευκτου τουρκικού έθνους. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και του Ελληνο-τουρκικού Πολέμου (1919-1922), που ακολούθησε, έλαβαν χώρα πρωτόγνωρες στην ιστορία σφαγές, εκτοπίσεις και υποχρεωτικές ανταλλαγές πληθυσμών, που άλλαξαν το εθνολογικό τοπίο στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα. Προηγουμένως το 1/3 των κατοίκων της Μικράς Ασίας ήταν Χριστιανοί (Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσύριοι κ.α.), ενώ πάνω από το 1/3 ήταν μη τουρκικής καταγωγής (Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Λαζοί κ.α.). Μέχρι την ίδρυση του Κεμαλικού εθνικού κράτους η λέξη «Τούρκος» δεν σήμαινε εθνική καταγωγή, αλλά τον άξεστο και απολίτιστο νομάδα της Ανατολίας. Όμως από το 1922 και μετά η Μικρά Ασία δεν γνώριζε παρά μόνον Τούρκους και μεταβλήθηκε σε μια εθνικά «καθαρή» περιοχή: μόνον οι Κούρδοι αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν μια ενοχλητική «λεπτομέρεια» για τους Τούρκους εθνικιστές.
Με την οριστική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, που επισημοποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), 450.000 «Τούρκοι» -ελληνικής καταγωγής οι περισσότεροι π.χ. Τουρκοκρήτες, Βαλαάδες κ.α.- εγκατέλειψαν την Ελλάδα και 1.250.000 Έλληνες (Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι περισσότεροι τουρκόφωνοι), «επαναπατρίστηκαν» έπειτα από 3.500 χρόνια ελληνικής παρουσίας στα παράλια της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Αποτέλεσμα αυτής της «χειρουργικής» ανταλλαγής πληθυσμών, που προκάλεσε ευθανασία στη Μεγάλη Ιδέα, ήταν να καταστούν η Τουρκία, αλλά κυρίως η Ελλάδα, χώρα με μεγάλη εθνολογική ομοιογένεια.
Και πράγματι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μονάχα η Ελλάδα (96,5% Έλληνες) και η Αλβανία (90% Αλβανοί) πλησίαζαν στο «ιδεώδες» του μονοεθνικού κράτους στα Βαλκάνια. Η Αλβανία είχε στους κόλπους τους μια μεγάλη ελληνική μειονότητα, που αριθμούσε πάνω από 100.000 το 1924 (σχεδόν το 10% του πληθυσμού). Η Ελλάδα είχε στη Θράκη μια μικρή μουσουλμανική μειονότητα (85.000 ή 1,3% του πληθυσμού), μια σλαβόφωνη μειονότητα στη Μακεδονία (γύρω στις 100.000) με ακαθόριστη εθνική συνείδηση, έναν εβραϊκό πληθυσμό της τάξεως των 70.000 (45.000 στη Θεσσαλονίκη) και 20.000 μουσουλμάνους Αλβανούς (Τσάμηδες) στην Θεσπρωτία. Ωστόσο όλες αυτές οι μειονότητες δεν ξεπερνούσαν το 3,5% του πληθυσμού της Ελλάδας του μεσοπολέμου, ποσοστό που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έπεσε στο 1,5%. Βέβαια στις μειονότητες αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται οι Βλάχοι ή Αρουμάνοι, οι Αρβανίτες και οι εξελληνισμένοι σλαβόφωνοι (συνολικά 10-15% του πληθυσμού της χώρας), επειδή όλοι τους προσχώρησαν, οι περισσότεροι οικειοθελώς, στο νεότευκτο ελληνικό έθνος και υιοθέτησαν την ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως άλλωστε συνέβη και με τους τουρκόφωνους ορθόδοξους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Στη Βουλγαρία το 17% του πληθυσμού της άνηκε σε μειονότητες (Τούρκοι, Πομάκοι, Τσιγγάνοι, Αρμένιοι κ.α.). Η Γιουγκοσλαβία αποτελούνταν από 45% από Σέρβους, 40% από άλλους Σλάβους (Κροάτες, Σλοβένους, Βόσνιους Μουσουλμάνους κ.α.) και είχε ένα 15% μειονοτικούς πληθυσμούς (Ούγγρους, Γερμανούς, Αλβανούς, Ρουμάνους, Τούρκους, Τσιγγάνους κ.α.). Στη «Μεγάλη» Ρουμανία του μεσοπολέμου, που με την προσάρτηση της Τρανσυλβανίας, του Βανάτου, της Βουκοβίνας και της Μολδαβίας, το 28 % του πληθυσμού ήταν μειονότητες, αντί για το 8% του «παλιού βασιλείου». Η ρουμανική απογραφή του 1930 έδειξε έναν πληθυσμό 18 εκατομμυρίων κατανεμημένο ως εξής: Ρουμάνοι 13 εκ. (72%), Ούγγροι 1,5 εκ. (8%), Γερμανοί 740.000 (4,1%), Εβραίοι 722.000 (4%), Ουκρανοί 580.000 (3,2%), Ρώσοι 415.000 (2,3%), Βούλγαροι 360.000 (2%) κ.α.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διαρροές των μειονοτικών πληθυσμών συνεχίστηκαν κι έτσι τα βαλκανικά κράτη ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την εθνική τους ομοιογένεια. Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσαν, κυρίως προς την Ελλάδα, εκκενώνοντας κι αυτή την τελευταία «Ακρόπολη» του Βυζαντινού Ελληνισμού, δηλαδή της Ρωμιοσύνης. Από την Ελλάδα διέρρευσε, ως συνέπεια του Εμφυλίου Πολέμου (1944-49), ένα μεγάλο τμήμα της σλαβόφωνης μειονότητας της Μακεδονίας και εκδιώχθηκαν οι 17.000 Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, που είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις κατοχής. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εξολοθρεύτηκε από τους Γερμανούς η πλειονότητα εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας, ειδικά της Θεσσαλονίκης. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να φθάσει η Ελλάδα να κατοικείται κατά 98% από Έλληνες: μια ομοιογένεια που θα ζήλευαν ακόμη και οι σκανδιναβικές χώρες.
Αλλά και οι άλλες βαλκανικές χώρες γνώρισαν μετακινήσεις πληθυσμών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί (Σάξονες) και οι Εβραίοι της Ρουμανίας άρχισαν τη δεκαετία του 1950 να μεταναστεύουν προς τη Δυτική Γερμανία και προς το Ισραήλ αντίστοιχα. Την ίδια δεκαετία καθώς και τη δεκαετία του 1980 δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι της Βουλγαρίας άρχισαν να διαρρέουν προς τη γειτονική Τουρκία. Την ίδια πορεία ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του 1950 και οι ομοεθνείς τους της Γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» και του Κόσοβο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο τουρκικός πληθυσμός της Γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» από 203.000 (17,5% του πληθυσμού της Δημοκρατίας) που ήταν το 1953, έπεσε στις 80.000 το 1994 (4,5%), δηλαδή μειώθηκε κατά 174%!
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση του Κομμουνιστικού Στρατοπέδου τα εθνικιστικά μίση, η γεωπολιτική αβεβαιότητα και η οικονομική εξαθλίωση, ανάγκασε ξανά λαούς και μειονότητες στα Βαλκάνια να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Από το 1991 οι Έλληνες της Αλβανίας άρχισαν να εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες τις πατρογονικές εστίες τους στη Βόρεια Ήπειρο καταφεύγοντας στη γειτονική «μητέρα-πατρίδα», την Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί, οι οποίοι έγιναν η πολυπληθέστερη ομάδα οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα (σύμφωνα με στατιστικές του 2001 πάνω από το 55% των οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα προέρχονται από την Αλβανία). Μετά από αυτή την διαρροή των ελληνικών και ελληνοβλαχικών πληθυσμών της, η εθνολογική ομοιογένεια στην Αλβανία εκτινάχθηκε από το 90 στο 96-97%!

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΟΥ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ
Οι συνεχείς και πολυαίμακτοι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία (1991-2001) όχι μόνον οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους στον εκτοπισμό και στην αναγκαστική μετανάστευση, αλλά κι έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του πολυεθνικού κρατικού μοντέλου στα Βαλκάνια. Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (1945-1991) αποτελούσε ως γνωστόν πρότυπο πολυεθνικού ομοσπονδιακού κράτους, όχι μόνον για τα ευρωπαϊκά, αλλά και για τα παγκόσμια επίπεδα. Το τεχνητό κατασκεύασμα του Τίτο ήταν από κάθε άποψη αξιοθαύμαστο, εφόσον στα πλαίσια του συμβίωσαν ειρηνικά για μισό σχεδόν αιώνα έξι «κυρίαρχοι λαοί» και δεκάδες μειονότητες.
Υπήρχε βέβαια και η αντίθετη άποψη που ήθελε την πρώην Γιουγκοσλαβία ως ένα ακόμη «κάτεργο λαών». Σύμφωνα μάλιστα με τον Αμερικανό χαρτογράφο Τζορτζ Τόμας Κούριαν: «Η παλιά Γιουγκοσλαβία ήταν ένα μπάσταρδο κράτος, προϊόν της φαντασίας του προέδρου Ουίλσον και των αγεωγράφητων συμβούλων του στις Βερσαλλίες. Οριοθετώντας ένα τέτοιο κράτος, έβαλαν στην ουσία πέντε σκορπιούς σ’ ένα μπουκάλι περιμένοντας να συμβιώσουν ειρηνικά. Το γεγονός ότι κατάφεραν να επιβιώσουν για 72 χρόνια είναι από μόνο του ένα μικρό θαύμα. Βέβαια, τα 45 από αυτά τα πέρασαν υπό τους κομμουνιστές και άλλα 5 υπό τους Ναζί. Το πείραμα του Ουίλσον, λοιπόν, στην ουσία άντεξε για περίπου 22 χρόνια»...
Η αιματηρή διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας αμφισβήτησε τη βιωσιμότητα του πολυεθνικού μοντέλου κρατικής οργάνωσης στα Βαλκάνια. Την αμφισβήτηση αυτή ενίσχυσαν η έλλειψη δημοκρατίας, η οικονομική εξαθλίωση, η άνοδος του λαϊκισμού και του εθνικισμού, οι θρησκευτικές διαφορές, και η τροφοδοτούμενη από την ιστορική μνήμη αμοιβαία καχυποψία των βαλκανικών λαών.
Από όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες μόνον η Σλοβενία γνώρισε, αφότου έγινε ανεξάρτητη, μια μακρόχρονη περίοδο σταθερότητας και ανάπτυξης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτή η μικρή χώρα ήταν και η μόνη της πρώην Γιουγκοσλαβίας με τόσο μεγάλη εθνολογική ομοιογένεια (91% Σλοβένοι) και σχεδόν ανύπαρκτες μειονότητες. Αντίθετα η γειτονική Κροατία δεν είχε να επιδείξει παρόμοια ποσοστά εθνολογικής ομοιογένειας (78% Κροάτες) και φιλοξενούσε μια πολυάριθμη μειονότητα Σέρβων (12,5%), που δυσανασχετούσαν για το ενδεχόμενο να καταστούν πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» σ’ ένα κροατικό εθνικιστικό κράτος. Έτσι το διαζύγιο της Κροατίας από τη Γιουγκοσλαβία κατέληξε σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που ξεκίνησε με την καταστροφή του Βούκοβαρ (1991) και τελείωσε τον Αύγουστο του 1995 με την πτώση του σερβικού θύλακα της Κράινας και την έξοδο των 25.000 εναπομεινάντων Σέρβων. Αποτέλεσμα των κροατικών «πολέμων ανεξαρτησίας» ήταν η εκδίωξη των μειονοτήτων και η δημιουργία μιας εθνικά καθαρής Κροατίας (90% Κροάτες).
Η Βοσνία ήταν η πιο πολυεθνική Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Καμιά από τις τρεις εθνότητες, που συμβίωναν στο έδαφος της, δεν διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία (42% Μουσουλμάνοι, 32% Σέρβοι και 17% Κροάτες). Οι τρεις αυτές εθνότητες άνηκαν βεβαίως στη σλαβική ομοεθνία, είχαν κοινή καταγωγή, ίδια γλώσσα και ιστορία. Η βασική διαφορά τους ήταν η θρησκεία (Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι και Καθολικοί), η οποία αποδείχθηκε «εύφλεκτο υλικό» που τροφοδότησε την πολυαίμακτη πολεμική σύγκρουση που ακολούθησε.
Ο πόλεμος στη Βοσνία (1992-1995) οδήγησε στο θάνατο 200.000 ανθρώπους και στον εκτοπισμό σχεδόν δύο εκατομμύρια. Η Συμφωνία του Ντέιτον (Νοέμβριος 1995) νομιμοποίησε την τριχοτόμηση της πολυεθνικής Βοσνίας και το σχηματισμό εθνικά καθαρά περιοχών. Η Σέρβικη Δημοκρατία (Republika Srpska), που κατείχε το 49% της πρώην Βοσνίας, πλέον κατοικούνταν κατά 90% από Σέρβους. Αντίστοιχα ποσοστά εθνικής καθαρότητας εμφανίστηκαν και στον τομέα της κροατομουσουλμανικής ομοσπονδίας. Αν και η διεθνής κοινότητα επέμενε στην ιδέα της «ενιαίας και πολυεθνικής» Βοσνίας, εντούτοις η Βοσνία του Ντέιτον δεν ήταν παρά μια κατ’ όνομα πολυεθνική χώρα, ουσιαστικά χωρισμένη σε εθνικά καθαρούς τομείς.
Η Σερβία και το Μαυροβούνιο, που συγκρότησαν και τη νέα «μικρή» Γιουγκοσλαβία, ήταν επίσης πολυεθνικές χώρες. Αν και στην κεντρική Σερβία το 88% του πληθυσμού ήταν Σέρβοι, στη Βοϊβοντίνα το αντίστοιχο ποσοστό των Σέρβων ήταν 56%, ενώ στο Κόσοβο μόλις 10% (στατιστική του 1991). Την ίδια εποχή στο Μαυροβούνιο μόνον το 63% ήταν Μαυροβούνιοι. Ο μεγαλύτερος μειονοτικός πληθυσμός στη Σερβία ήταν οι Αλβανοί (14,5%), που αποτελούσαν στο Κόσοβο το 85% του πληθυσμού (93% σήμερα).
Η πολυεθνικότητα της Σερβίας περιορίστηκε τη δεκαετία που μας πέρασε, εξ’ αιτίας τόσο της διαρροής διάφορων μειονοτικών πληθυσμών, όσο και της προσέλευσης στην Γιουγκοσλαβία εκατοντάδων χιλιάδων Σέρβων προσφύγων από την Κροατία, τη Βοσνία και, τελευταία, από το Κόσοβο. Στη Βοϊβοντίνα η πολυπληθής ουγγρική μειονότητα (350.000 το 1991) μειώθηκε κατά 100.000 την περίοδο των πολέμων και του εμπάργκο. Μείωση υπέστη και η μειονότητα των Κροατών της Βοϊβοντίνας (κάτω από 70.000). Γενικώς υπολογίζεται ότι την περασμένη δεκαετία το ποσοστό των Σέρβων της Βοϊβοντίνας ανήλθε από το 55% στο 60%. Σχετική μείωση εξ’ αιτίας της μετανάστευσης υπέστη και ο πληθυσμός των Μουσουλμάνων του Σάντζακ, καθώς και η κοινότητα των Ρομ (Τσιγγάνων) της Σερβίας. Αν ληφθεί τέλος υπόψιν και η εθνοκάθαρση, που ακολούθησε στο Κόσοβο, σε βάρος της σερβικής μειονότητας (μείωση από 230.000 στις 100.000), αλλά και η διαρροή χιλιάδων Αλβανών της κοιλάδας του Πρέσεβο προς το Κόσοβο, τότε το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως η Σερβία του 2001 είναι λιγότερο πολυεθνική απ’ ότι μια δεκαετία νωρίτερα. Στην υπόλοιπη Σερβία (εκτός από το αλβανοκρατούμενο Κόσοβο) το ποσοστό των Σέρβων ανέβηκε στο 85% του συνόλου, πράγμα που σημαίνει πως η Σερβία είναι πλέον μια εθνικά ομοιογενής χώρα.
Η μόνη πολυεθνική χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας παραμένει η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (Π.Γ.Δ.Μ.), η βιωσιμότητα της οποίας τέθηκε το 2001 υπό αμφισβήτηση, έπειτα από τις τελευταίες συγκρούσεις με τις ένοπλες ομάδες των Αλβανών του «Απελευθερωτικού Στρατού». Η Π.Γ.Δ.Μ. η μόνη γιουγκοσλαβική δημοκρατία που κέρδισε αναίμακτα την ανεξαρτησία της, αν και πολυεθνική (Σλαβομακεδόνες 64%, Αλβανοί 23%, Τούρκοι 4%, Τσιγγάνοι 2,2%, Σέρβοι 2,1%, Βλάχοι 0,4%, άλλοι 3,5%), φλέρταρε εντούτοις με την ιδέα ότι αποτελούσε το έθνος-κράτος του «μακεδονικού λαού», κάτι που αμφισβήτησαν έντονα οι Αλβανοί της χώρας, οι οποίοι και επιδιώκουν οι μεν μετριοπαθείς να καταστούν «συστατικό έθνος» της, και οι δε σκληροπυρηνικοί να αποσχιστούν. Αν το αλβανικό στοιχείο της χώρας αποφασίσει κάποτε να εξεγερθεί μαζικά τότε και αυτό το μικρό πολυεθνικό κράτος θα καταρρεύσει, πράγμα που θα οδηγήσει σε νέες εθνοκαθάρσεις και θα επιτείνει την γενικότερη αμφισβήτηση του πολυεθνικού μοντέλου κρατών στα Βαλκάνια.

ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ «ΑΣΚΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ»
Από την αρχή των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία τα βαλκανικά σύνορα, που διαμορφώθηκαν έπειτα από δύο τοπικούς και δύο Παγκόσμιους Πόλεμους, τέθηκαν υπό έντονη αμφισβήτηση. Η αποφασιστική παρέμβαση ωστόσο της διεθνούς κοινότητας, που κατέστησε σαφές ότι δεν θα επιτρέψει καμιά μεταβολή των εξωτερικών συνόρων στα Βαλκάνια, περιόρισαν τις συγκρούσεις σε ενδο-γιουγκοσλαβικό επίπεδο. Έτσι, τα εσωτερικά σύνορα των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών αναγνωρίστηκαν ως εξωτερικά σύνορα κυρίαρχων κρατών. Δεν επιτράπηκε ωστόσο να αναγνωριστούν τα σύνορα π.χ. της Σέρβικης Δημοκρατίας της Βοσνίας ως διεθνή σύνορα. Ούτε και δόθηκε εξ αρχής το «πράσινο φως» και η υπόσχεση διεθνούς αναγνώρισης στους Αλβανούς του Κόσοβο, ώστε να κηρύξουν την ανεξαρτησία αυτής της σερβικής επαρχίας. Τα εξωτερικά σύνορα θεωρήθηκαν απ’ όλους απαραβίαστα. Κάθε μεταβολή τους θα άνοιγε τους «Ασκούς του Αιόλου»...
Η επιμονή ωστόσο της διεθνούς κοινότητας στο απαραβίαστο των συνόρων και στη στήριξη των πολυεθνικών κρατικών οντοτήτων στα Βαλκάνια, άρχισε να εξαντλείται μετά την παρέλευση μιας δεκαπενταετίας. Η Δύση, και ιδιαίτερα οι Η.Π.Α., αρχίζει να εκλαμβάνει ως αναποτελεσματική και ασύμφορη τη συντήρηση της ιδέας του «πολυεθνικού μοντέλου» στα Βαλκάνια. Αρχίζει λοιπόν, σε πρώτη φάση παρασκηνιακά, να εξετάζει νέες φόρμουλες γεωπολιτικής ανασυγκρότησης των Βαλκανίων, απορρίπτοντας πλέον ως μη βιώσιμη την ιδέα των πολυεθνικών κρατών. Μάλιστα η συντηρητική κυβέρνηση Μπους, παρ’ όλο που διακηρύσσει στους Ευρωπαίους συμμάχους της ότι «μαζί πήγαμε, μαζί θα φύγουμε», προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής απεμπλοκής από τα Βαλκάνια, μια περιοχή «περιορισμένης σημασίας» με βάση τη νέα γεωπολιτική «κοσμοθέαση» της Ουάσιγκτον, που δίνει προτεραιότητα στην Ευρασία.
Οι Η.Π.Α. εξετάζουν λοιπόν τρόπους σταδιακής στρατιωτικής απαγκίστρωσης τους από τη χερσόνησο του Αίμου και προς αυτή την κατεύθυνση εξαπολύουν διάφορα σενάρια για «λύσεις-πακέτο», ενώ από την άλλη αντιδρούν με επιτηδευμένη ατονία στις εθνικιστικές φωνές που επιζητούν επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια και δημιουργία «εθνικά καθαρών» κρατών, ώστε να διορθωθούν μια σειρά από «ιστορικά λάθη» και να σταματήσει η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής. Για την Ουάσιγκτον αυτή η εξέλιξη δεν θεωρείται και τόσο ανεπιθύμητη, εφόσον θα αποτρέψει τον περαιτέρω κατακερματισμό των ασταθών και εθνολογικά ανομοιογενών βαλκανικών χωρών -άρα θα ευνοήσει την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή- κι από τη άλλη θα προωθήσει την ένταξη των χωρών αυτών ως «πακέτο» στις ευρωατλαντικές δομές, χωρίς να απαιτηθούν προηγουμένως χρονοβόρες διαπραγματεύσεις με τη κάθε χώρα ξεχωριστά.
Το όλο κλίμα, που έχει διαμορφωθεί τελευταία στη πολύπαθη χερσόνησό μας, καθιστά ολοένα και πιο ελκυστική την προοπτική γεωπολιτικού επανασχεδιασμού των Βαλκανίων στη βάση των εθνικά καθαρών κρατών. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η Βοσνία του Ντέιτον, αυτή η αποτυχημένη «συνταγή» του 3:2:1 (3 έθνη, 2 πολιτικές οντότητες, 1 ενιαίο κράτος), παρ’ όλο που πρόκειται για τη μεγαλύτερη γεωπολιτική επένδυση της Δύσης στα Βαλκάνια κατά τη δεκαετία του 1990, αποτελεί μια εικονικά πολυεθνική χώρα, που επιβιώνει χάρη μόνο και μόνο της πολύπλευρης διεθνούς στήριξης. Αν η διεθνή στήριξη πάψει να υφίσταται τότε η «εικονική» αυτή χώρα θα διαλυθεί. Ενώ λοιπόν οι ειρηνευτικές δυνάμεις της SFOR μειώθηκαν δραστικά και αντικαταστάθηκαν από «αστυνομικές δυνάμεις» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια σειρά από γεγονότα έρχονται για να υπογραμμίσουν το ζοφερό μέλλον της Βοσνίας.
Οι Κροατοβόσνιοι επιθυμούν να απαλλαγούν από το «λευκό γάμο» συμφέροντος, που επέβαλε η διεθνής κοινότητα να συνάψουν με τους Μουσουλμάνους (Βοσνιάκους), και επιδιώκουν πλέον απροκάλυπτα την ανεξαρτησία της λεγόμενης «Δημοκρατίας της Ερζεγοβίνης» και στη συνέχεια την ένωση της με την Κροατία. Από την πλευρά της Σέρβικης Δημοκρατίας, παρ’ όλο που μέχρι το 1997 οι Σερβοβόσνιοι είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων επιδιώκοντας την απόσχιση και την ένωση τους με τη Σερβία, στη συνέχεια η δυναμική τους ατόνησε και κατάντησαν «παθητικοί συγκάτοικοι» της Βοσνίας. Ωστόσο η αντίδραση τους θα είναι σοβαρή, όταν οι Αλβανοί του Κόσοβο πετύχουν την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους, εφόσον και οι Σερβοβόσνιοι επιθυμούν του ίδιο. Η αποξένωση των τριών εθνοτήτων της Βοσνίας τείνει να γίνει αγεφύρωτη, πράγμα που καθιστά την οριστική διάλυση της χώρας «φυσιολογική» εξέλιξη.

ΕΠΑΝΑΧΑΡΑΣΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Το «γκρίζο» καθεστώς, που επέβαλε από τον Ιούνιο του 1999 το ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, δημιούργησε στους Αλβανούς της επαρχίας την ελπίδα ότι η ανεξαρτησία θα ήταν το επόμενο βήμα. Για να εμποδίσουν μάλιστα την μελλοντική επιστροφή του Γιουγκοσλαβικού Στρατού, οι Αλβανοί εξτρεμιστές προχώρησαν στη βίαιη εκδίωξη του σέρβικου εθνικού στοιχείου και στην καταστροφή ιστορικών και καλλιτεχνικών μνημείων του σέρβικου πολιτισμού. Χωρίς ανθρώπους και μνημεία, οι Σέρβοι δεν θα είχαν ερείσματα για να επιστρέψουν στο Κόσοβο...
Οι εναπομείναντες Σέρβοι του Κοσόβου (περίπου 100.000) συνεχίζουν ν’ έχουν υπό τον έλεγχο τους, εκτός από κάποιους μικρούς και διάσπαρτους θύλακες στο κεντρικό και ανατολικό Κόσοβο, όλο το Β.Α. τμήμα της επαρχίας (πάνω από το 10% της συνολικής έκτασης), συμπεριλαμβανομένου και του βορείου τομέα της στρατηγικής σημασίας πόλης Κόσοβσκα Μίτροβιτσα, όπου κατοικούν 20.000 Σέρβοι, Βοσνιάκοι (Μουσουλμάνοι) και Τσιγγάνοι.
Η έλλειψη ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες στο Κόσοβο, παρ’ όλη την παρότρυνση της διεθνούς κοινότητας προς αυτή την κατεύθυνση, έχει δημιουργήσει μια ρευστή ατμόσφαιρα, όπου ευδοκιμούν πολλά σενάρια για καντονοποίηση ακόμη και διαίρεση της επαρχίας. Τα σενάρια αυτά είναι παλιά και επανέρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο. Το Μάιο του 2001 ο πρώην πρωθυπουργός της Σερβίας Νεμπόισα Κόβιτς πρότεινε τη διαίρεση του Κοσόβου σε δύο τομείς (αλβανικό και σέρβικο), επειδή «ούτε οι Σέρβοι, ούτε οι αλβανόφωνοι έχουν το χρονικό περιθώριο να περιμένουν την προσέγγιση με την Ευρώπη, ενώ η δημιουργία δύο τομέων θα μπορούσε να οδηγήσει στη συμφιλίωση των ιστορικών δικαιωμάτων των Σέρβων και των εθνικών δικαιωμάτων των Αλβανών». Σύμφωνα με την πρόταση του Κόβιτς η περιοχή των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου θα προστατεύεται από τον στρατό και την αστυνομία του Βελιγραδίου, ενώ οι αλβανόφωνοι, έχοντας υψηλό ποσοστό αυτονομίας, θα παραμείνουν υπό την προστασία της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές θα εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση ότι το Κόσοβο τους ανήκει ολοκληρωτικά και θα αποφύγουν την εμπλοκή τους σ’ έναν νέο πόλεμο από τον θα βγουν και οι δύο χαμένοι. Οι Αλβανοί ωστόσο δεν συμβιβάζονται με τίποτε λιγότερο από την ολοκληρωτική ανεξαρτησία, χωρίς απώλεια κανενός τμήματος του Κοσόβου.
Στη γειτονική Π.Γ.Δ.Μ. οι ένοπλες συγκρούσεις του 2001, που απείλησαν να βυθίσουν τη χώρα σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, οδήγησαν δύο Σλαβομακεδόνες πανεπιστημιακούς να προτείνουν ένα τολμηρό σχέδιο για την «ειρηνική επίλυση» της κρίσης. Οι δύο πανεπιστημιακοί, μέλη της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών των Σκοπίων, πρότειναν μια επικίνδυνη ανταλλαγή: Οι Αλβανοί μπορούν να αποσχίσουν τα εδάφη τους στα δυτικά της χώρας, γύρω από τις πόλεις Τέτοβο, το Γκόστιβαρ και να ενωθούν με την Αλβανία. Σε αντάλλαγμα θα πρέπει η Αλβανία να παραχωρήσει στην Π.Γ.Δ.Μ. την δυτική όχθη της Οχρίδας με την πόλη Πόγραδετς και την δυτική όχθη της Μεγάλης Πρέσπας, όπου κατοικεί μια σλαβομακεδονική και μια βλαχική μειονότητα. Επίσης οι Αλβανοί θα έπρεπε να εκκενώσουν την πρωτεύουσα και τις περιοχές του Κουμάνοβο.
Ωστόσο και οι δυο πλευρές ξέχασαν ότι, εκτός από τους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς, ζουν κι άλλοι άνθρωποι στην περιοχή. Εκτός από τους Τούρκους, τους Σέρβους και τους Βλάχους, στην Π.Γ.Δ.Μ. διαβιεί και μια μεγάλη «μικρή» μειονότητα, αυτή των Ρομ (Τσιγγάνων), που υπολογίζεται σε 400.000! Ο μεγάλος αυτός αριθμός εξηγείται από το γεγονός ότι σ’ αυτή τη χώρα συγκεντρώθηκαν οι εκδιωγμένοι Τσιγγάνοι τις άλλες εμπόλεμες περιοχές τις πρώην Γιουγκοσλαβίας. Για παράδειγμα στη Βοσνία ζούσαν πριν απ’ τον πόλεμο 300.000 Ρομ, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τις 15.000. Στο Κόσοβο ζούσαν πριν απ’ τον πόλεμο 200.000 Ρομ, ενώ σήμερα παρέμειναν εκβιαστικά ούτε 8.000. Οι περισσότεροι Ρομ πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν στη Π.Γ.Δ.Μ., στην πρωτεύουσα της οποίας διοικούν μια ολόκληρη γειτονιά. Όπως και στις άλλες περιοχές, δεν γίνεται και στα Σκόπια κανένας λόγος γι’ αυτούς, που θα είναι από τα πρώτα θύματα κάθε σεναρίου ανταλλαγής πληθυσμών.
Ευτυχώς όμως ούτε οι Σλάβοι, ούτε και οι Αλβανοί υποδέχθηκαν θερμά το σχέδιο ανταλλαγής εδαφών και πληθυσμών, που πρότειναν οι δύο Σκοπιανοί πανεπιστημιακοί. Ο πρώην Πρόεδρος της χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ δήλωσε χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για την πιο επικίνδυνη εναλλακτική λύση για τη χώρα μας, καθώς απειλείται η εδαφική της ακεραιότητα και το δικαίωμα των κατοίκων της, αλλά και των κατοίκων των γειτονικών χωρών, να ζουν εντός των συνόρων των δικών τους χωρών... Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνον με νέο Βαλκανικό Πόλεμο».
Αλλά και οι Αλβανοί απέρριψαν την πρόταση μέσω της «απάντησης» του πρόεδρου της Ακαδημίας Επιστημών της Αλβανίας, Ιλι Πόπα, πως οι Αλβανοί που ζουν στα Σκόπια δεν επιθυμούν την επαναχάραξη των κρατικών συνόρων, δεν επιθυμούν να δουν τη χώρα να κατακερματίζεται, αλλά επιθυμούν την ενίσχυση της ως κοινό κράτος Αλβανών και Σλάβων. «Οι Αλβανοί ζητούν να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους και δεν θέλουν την καταστροφή της χώρας στην οποία ζουν», είπε χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν όμως και πιο απαιτητικές φωνές στην Αλβανία, που όχι μόνον υποστηρίζουν την αλλαγή των συνόρων, αλλά ζητούν και τη συνολική «γεωπολιτική διευθέτηση» του αλβανικού ζητήματος στα Βαλκάνια, με τη δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας. Δύο πρώην διπλωματικοί αξιωματούχοι του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών έστειλαν στις 20 Ιουνίου του 2001 στον επικεφαλής της Ε.Ε. για Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια, Χαβιέ Σολάνα, μια πολυσέλιδη επιστολή, όπου ζητούν διόρθωση των «ιστορικών λαθών» της Ευρώπης με αλλαγές στο γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής, έτσι ώστε να περιέλθουν κάτω από μια κοινή κρατική «στέγη», όλοι οι Αλβανοί των Βαλκανίων. Οι δύο Αλβανοί πρώην διπλωμάτες ισχυρίζονται πως «κατά μήκος των συνόρων της Δημοκρατίας της Αλβανίας υπάρχουν εδάφη κατοικούμενα μόνον από Αλβανούς... Οι γείτονες των Αλβανών είναι Αλβανοί, άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν τον ίδιο πολιτισμό και αίμα. Κατά περίπτωση, τα εδάφη όπου ζουν συνιστούν την αυθεντική Αλβανία. Ενωμένα, αυτά τα εδάφη δε θα συνιστούσαν τη Μεγάλη Αλβανία, γιατί εντός των συνόρων της δε θα υπήρχε κανένα έδαφος, καμία περιοχή, που να ανήκει σε άλλους λαούς»…
Οι Αλβανοί, που αναμφίβολα βρίσκονται στην «καρδιά» του βαλκανικού προβλήματος, αποτελούν την πιο αναθεωρητική εθνική ομάδα στα Βαλκάνια, η οποία υποστηρίζει θερμά την αλλαγή των σημερινών «πλασματικών» συνόρων στην περιοχή. Και δεν είναι οι μόνοι αυτοί.
Το Μάρτιο του 2001 συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον εκπρόσωποι του Πενταγώνου, του Λευκού Οίκου, της C.I.A., του Φόρεϊν Όφις, μαζί με τον Λόρδο Ντ. Όουεν, τον Χ. Κίσινγκερ κ.α. για συζητήσουν προτάσεις γεωπολιτικής «ανακατασκευής» των Βαλκανίων προς την κατεύθυνση δημιουργίας εθνικά καθαρών κρατών. Η εφημερίδα του Βελιγραδίου Γκλας δημοσίευσε στις 7 Ιουνίου του 2001 έναν σχετικό χάρτη με τα «νέα Βαλκάνια». Σύμφωνα μ’ αυτόν το βόρειο Κόσοβο θα ενωθεί με τη Σερβία και το υπόλοιπο τμήμα του, μαζί με το δυτικό τμήμα της Π.Γ.Δ.Μ. θα ενωθεί με την Αλβανία, η οποία θα μετατραπεί έτσι σε μια «Ένωση Αλβανικών Χωρών». Το υπόλοιπο σλαβικό τμήμα της Π.Γ.Δ.Μ. θα αποτελέσει μια κουτσουρεμένη «Μακεδονία». Η Σερβία (μαζί με το βόρειο Κόσοβο) και το Μαυροβούνιο (μαζί με την επίμαχη χερσόνησο Πρέβλακα), θα ενωθούν με τη Σέρβικη Δημοκρατία της Βοσνίας και θα σχηματίσουν μια «Ένωση Σερβικών Χωρών» με πληθυσμό πάνω από 10 εκατομμύρια. Η Ερζεγοβίνη, που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Κροατοβόσνιων, θα ενωθεί με την Κροατία κι έτσι η Μουσουλμανική Βοσνία θα γίνει ένα ανεξάρτητο μεν αλλά κράτος-τσέπης!
Για να «τετραγωνιστεί ο κύκλος» του βαλκανικού προβλήματος το σχέδιο περιλαμβάνει και αλλαγές εκτός πρώην Γιουγκοσλαβίας: παραχώρηση της Τρανσυλβανίας, που κατοικείται από δύο εκατομμύρια Ούγγρους, στην Ουγγαρία και της νοτιοανατολικής Βουλγαρίας, που κατοικείται από Τούρκους, στην Τουρκία....
Το όλο σχέδιο για την επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια και την κατασκευή «εθνικά καθαρών» κρατών, είναι χωρίς δεύτερη σκέψη άκρως επικίνδυνο και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον έπειτα από έναν νέο Βαλκανικό Πόλεμο. Το σχέδιο αυτό, που προβλέπει ανταλλαγές πληθυσμών και οι μοιρασιές εδαφών, δεν αποτελεί λύση. Αντίθετα καθιστά ανεξέλεγκτο το βαλκανικό πρόβλημα. Οι Η.Π.Α. και γενικώς η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες λύσεις για την περιοχή. Κλειδί για την ειρήνη στα σημερινά Βαλκάνια είναι ο σεβασμός απέναντι στις μειονότητες και παροχή ίσων ευκαιριών σ’ αυτές, και ταυτόχρονα ο σεβασμός των υπαρχόντων συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών της περιοχής. Η λύση δεν είναι η αλλαγή των συνόρων, αλλά η αλλαγή της συμπεριφοράς των βαλκανικών λαών.


Πηγή: http://www.e-telescope.gr/gr/cat02/art02_070416.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου