Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΙΑΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ!
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Τελικά ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα. Πέρασαν ήδη έξι χρόνια από τη μέρα που ο δικός μας αγαπημένος όλων ΔΑΣΚΑΛΟΣ -με όλη την έννοια της λέξης- Κωνσταντίνος Σιαμπανόπουλος έφυγε από κοντά μας. Μου το υπενθύμισε τυχαία η ανακοίνωση του μνημοσύνου του σε τοπική ιστοσελίδα. Δεν είναι ότι δεν τον θυμόμουν, μορφές σαν τον Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο δεν ξεχνιούνται εύκολα και μακάρι να μην ξεχνιούνται ποτέ, απλά όσοι μένουμε πίσω ακολουθούμε το ταξίδι της ζωής κι είναι αυτό φυσικός νόμος και κανόνας απαράβατος. Και κάπου αφήνουμε στην άκρη της θύμησής μας αυτούς που έχουν περάσει στην αιωνιότητα.
Δεν είχα υπολογίσει ποτέ ότι πέρασαν κιόλας έξι χρόνια από το Νοέμβρη του 2005 που επέλεξε να μας αφήσει κι ας θυμάμαι εκείνες τις μέρες σα να ‘ταν χτες. Είχα την τύχη να μιλήσω μαζί του λίγες ώρες μόνο πριν την ανέλπιστη φυγή του, όταν μου τηλεφώνησε να μου ευχηθεί για την ονομαστική μου γιορτή. Θυμάμαι πως με είχε ξαφνιάσει τότε. Ευχάριστα μόνο. Πάντα μου ευχόταν στη γιορτή μου, ήταν ευγενής άνθρωπος, μα μόνο αν βρισκόμασταν από κοντά εκείνη τη μέρα, ποτέ πριν δε μου είχε τηλεφωνήσει, τουλάχιστον όχι γι’ αυτό το λόγο. Κι εκείνο το τηλεφώνημα μου φάνηκε λίγο σαν αποχαιρετισμός. Τότε είπα πως μου φάνηκε έτσι, επειδή συγκινήθηκα. Την άλλη μέρα έμαθα κι εγώ την είδηση της φυγής του για την άλλη διάσταση (δε μιλάω για θάνατο, μα δε μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη). Τη Δευτέρα τοπικές και θεσσαλονικιώτικες εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση στις πρώτες σελίδες. Κάπως έτσι ο άνθρωπος περνάει από το σήμερα και το τώρα στο χτες και το παρελθόν, γίνεται μνήμη και μακάρι η μνήμη όλων να είναι τόσο δυνατή, ώστε να κερδίζει την αθανασία.
Γνώριζα το όνομα και την ιδιότητα του Κωνσταντίνου Σιαμπανόπουλου από παλιά. Τον συνάντησα από κοντά, τα τελευταία χρόνια, όταν λίγο καιρό μετά την πρώτη ενασχόληση μου με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή χτύπησα την πόρτα του γραφείου του με ένα πάκο χειρόγραφα αγκαλιά. Του τα πρότεινα για το περιοδικό του Συνδέσμου, τα ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Δεν ήθελα τόσο να δω το όνομά μου τυπωμένο στις σελίδες ενός περιοδικού, αυτό μπορούσε να γίνει κι αλλού. Πιο πολύ ήθελα τη γνώμη ενός ανθρώπου που χωρίς να γνωρίζω από κοντά, εμπιστευόμουν απόλυτα. Μελέτησε όλα τα γραπτά μου και μου τηλεφώνησε το ίδιο κιόλας βράδυ για να μου πει πως θα δημοσιεύσει κάποιο, τις ΒΑΣΙΛΕΙΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είχε επιλέξει. Του άρεσε, είπε, ο τρόπος γραφής μου, έχει κάτι ελκυστικό. «Έχεις πολύ καλή πένα, δυνατή πένα, σαν τον παππού σου τον Κατσίκα», μου είπε και στ’ αλήθεια χάρηκα πολύ που τον θυμήθηκε. Ο παππούς μου γνώριζε τον Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο από παλιά και τον εκτιμούσε αφάνταστα, ήταν και οι δύο δάσκαλοι και είχαν ταχτεί προστάτες της ελληνικής παιδείας σε δύσκολα μέρη και σε δύσκολες εποχές. Και μάλλον κάτι κατάφεραν. Οι μαθητές τους τους θυμούνται ακόμα με αγάπη. Ο Κωνσταντίνος Σιαμπανόπουλος όμως κατάφερε και πέτυχε πολύ περισσότερα απ’ όσα ένας απλός δάσκαλος, όπως ο παππούς μου. Δίδαξε στην Κοζάνη και σε όλη τη Δυτική Μακεδονία την ιστορία της και μας θύμησε τους λόγους για να είμαστε περήφανοι. Μια βόλτα στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης και στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στο Μπούρινο φτάνουν. Αν ζούσε σήμερα κι αν μας άκουγε με πόση αναίδεια και περιφρόνηση μιλάμε πια για την πατρίδα μας θα θύμωνε, θα θύμωνε πολύ. Γιατί η πατρίδα για τον Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο, για τον παππού μου και για όλους τους παλιούς δασκάλους που είχαν ταχτεί προστάτες της ελληνικής παιδείας σε δύσκολες εποχές, ήταν ιερή κι ας μην καταλαβαίνουμε εμείς σήμερα την ιερότητά της.
Όταν έμαθα για την αναχώρησή του για την άλλη διάσταση το Νοέμβρη του 2005 θυμάμαι ότι ξαφνιάστηκα, ξαφνιάστηκα πολύ, γιατί του είχα μιλήσει μόλις την προηγούμενη μέρα. Μετά το ξάφνιασμα έρχεται η σιωπή και μετά η αποδοχή. Ο Κωνσταντίνος Σιαμπανόπουλος πέθανε πλήρης ημερών κι αν δεν ήταν κάπου εκεί στην άκρη οι προσωπικές του ατυχίες θα τολμούσα να πω και πλήρως ικανοποιημένος από το έργο του. Πρόσφερε πολλά στον τόπο του. Πρόσφερε πολλά στους μαθητές του και σ’ όλα τα παιδιά της Κοζάνης κι όλης της Μακεδονίας. Μας βοήθησε να δούμε κάπως αλλιώς την ιστορία μας και να τη μάθουμε λίγο καλύτερα. Με απλά και κατανοητά λόγια και πολλά έργα. Τον θαύμαζα πάντα και τον θαυμάζω ακόμα. Κι είναι στο χέρι μας, όλων εμάς που μείναμε πίσω μετά από εκείνον, να διαφυλάξουμε τη μνήμη του στην αιωνιότητα και να προσπαθούμε να επαναλάβουμε, χωρίς διάθεση μίμησης, τις μεγάλες του πράξεις.
Τότε, έξι χρόνια πριν, του είχαμε ευχηθεί όλοι από καρδιάς καλό ταξίδι. Μαντεύω πως σήμερα είναι ευτυχισμένος εκεί ψηλά. Βρήκε τους αγαπημένους του κι όλους τους ανθρώπους μαζί με τους οποίους έκανε όνειρα για μια πιο φωτεινή Ελλάδα. Κι ακόμα κι από εκεί ψηλά φροντίζει για μας. Αν πράξουμε λάθος, δε μας αφήνει στην άγνοιά μας. Θα έρθει στα όνειρά μας και θα μας συμβουλέψει, ίσως και να μας μαλώσει κι ας μας αγαπούσε όλους αφάνταστα πολύ.
Η επόμενη μέρα εκείνης της άτακτης φυγής του ξημέρωσε λίγο πιο σκοτεινή, λίγο πιο συννεφιασμένη. Μα οι συμβουλές του μας δείχνουν τον τρόπο και το δρόμο να ξεπεράσουμε τη συννεφιά. Γιατί με δασκάλους σαν αυτόν, σαν τον Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο, η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος δε θα χαθεί ποτέ.

Κοζάνη, Νοέμβριος 2011

1 σχόλιο:

  1. -Δημοσιεύτηκε στο ΘΑΡΡΟΣ, 29/11/2011, σελ. 3 και στις ιστοσελίδες kozanimedia.gr, kozan.gr και kozani.net.

    ΑπάντησηΔιαγραφή