Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Ο «ΘΡΥΛΟΣ» ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑΣ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Το αφήγημα «Ο θρύλος της Καλογρήτσας» του Κοζανίτη δικηγόρου και λόγιου Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη δημοσιεύτηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ της εφημερίδας Βόρειος Ελλάς του 1934. Αυτή ήταν και η μόνη δημοσίευση του. Στις έξι σελίδες της διήγησης του ο συγγραφέας αφηγείται μια ιστορία από τα χωριά του Βοΐου: Την καταστροφή της Καλογρίτσας, ενός μικρού χωριού της Ανασελίτσας, όπως του τη διηγήθηκε «ο Λάμπρος ο αγωγιάτης από το Βυθό», τη μέρα που τον οδηγούσε μέσα από το δάσος του Βοΐου στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, «όταν περνούσαμε τα ώμορφα δάση και τα χαλάσματα της Καλογρήτσας».
Ο Τσιτσελίκης μάλλον δε γνώριζε την ιστορία της Καλογρίτσας πριν να του τη διηγηθεί, σ’ αυτό το μικρό τους «περίπατο» από τον Αη-λιά του Πενταλόφου στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, ο συνταξιδιώτης του. Το μικρό αυτό χωριό, ερείπια του οποίου διακρίνονται ακόμη και σήμερα, ήτανε χτισμένο 15 χλμ. ανατολικά του σημερινού Βυθού, με είκοσι περίπου σπίτια και εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όταν καταστράφηκε, κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα -1720 με 1740, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες- οι κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο Ντόλο, το γειτονικό Βυθό, όπου και εγκαταστάθηκαν στη συνοικία «Μαρκατάδες» και μία μόνο οικογένεια στον Αυγερινό κι ακόμη και σήμερα, πολλοί από τους κατοίκους του Βυθού, διατηρούν στο …παλιοχώρι τα κτήματα που κληρονόμησαν από τους Καλογριτσιώτες πρόγονους τους!

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑΣ
Αιτία της καταστροφής της Καλογρίτσας υπήρξε, σύμφωνα με την παράδοση που και ο Τσιτσελίκης καταγράφει, η προσβλητική συμπεριφορά ενός Αρβανίτη μπέη που, καταχρόμενος τη φιλοξενία ενός Καλογριτσιώτη άρχοντα, το βράδυ του γάμου του γιου του, προσέβαλε τη νύφη. Ο γαμπρός και η οικογένεια του σκότωσαν το μπέη και τη συνοδεία του και για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα, εγκατέλειψαν το χωριό. Μια εβδομάδα αργότερα, μόλις μαθεύτηκε ο θάνατος του μπέη, οι Αρβανίτες ήρθαν και κατέστρεψαν την έρημη πλέον Καλογρίτσα, ενώ οι κάτοικοι της είχαν καταφύγει, για ασφάλεια, στο δάσος και στα γειτονικά χωριά.
Μια παραλλαγή της παραπάνω παράδοσης, που διασώζει ο δάσκαλος Χρίστος Γερ. Κατσίκας από το Βυθό, σε μία ανέκδοτη μελέτη του με τον τίτλο «Ντόλος Καλογρίτσα και Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος», αναφέρει ότι το μικρό αυτό χωριό «υπήγετο όπως όλα σχεδόν τα τότε χωριά σε Αλβανούς σιπαχήδες», οι οποίοι απαιτούσαν από κάθε νιόπαντρο να παραδίδει τη νύφη στον αρχηγό τους την πρώτη νύχτα του γάμου ή να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό, σαν πρόστιμο, για την απροθυμία του στις διαταγές τους. Κάποιος νέος, «ελθών από την Πόλη», δε θέλησε να πληρώσει τους σιπαχήδες κι όταν εκείνοι θέλησαν να αρπάξουν τη νύφη με τη βία, οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού αντιστάθηκαν και τους σκότωσαν κι ύστερα, για ν’ αποφύγουν την εκδίκηση, εγκατέλειψαν το χωριό.
Την ίδια παράδοση αναφέρει και ο Βυθινός γιατρός Κοσμάς Αγακίδης. Ο Αγακίδης, η οικογένεια του οποίου κατέφυγε στο Βυθό από την Καλογρίτσα την εποχή της καταστροφής της, στη δεκασέλιδη χειρόγραφη -επίσης ανέκδοτη- μελέτη του σχετικά με την ιστορία της Καλογρίτσας και του Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, διευκρινίζει ότι το γεγονός αυτό μπορεί να μην είναι η αληθινή αιτία ερήμωσης του χωριού, αλλά μια απλή παράδοση, αφού και στο Ντόλο, το Βυθό, όπου κατέφυγαν οι Καλογριτσιώτες, πάλι μπορούσαν να τους βρουν και να τους εκδικηθούν οι Αλβανοί. Το πιο πιθανό, κατά τον Αγακίδη, είναι πως οι κάτοικοι της Καλογρίτσας, αλλά και άλλων χωριδρίων του Βοΐου, εγκατέλειπαν τις εστίες τους εξαιτίας του άγονου και άγριου τόπου, αλλά και των όσων υπέφεραν από τους Αλβανούς, που οργανωμένοι σε συμμορίες κατέβαιναν και λεηλατούσαν τα χωριά.

ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ & ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ
Η ιστορία του Βοΐου έχει να παρουσιάσει πολλές τέτοιες παραδόσεις για χωριά που εγκαταλείφθηκαν εξαιτίας του φόβου αντιποίνων από τους Αλβανούς, όταν οι κάτοικοι, για την τιμή κάποιας ή κάποιων γυναικών, με κάποιο τέχνασμα ή σε συμπλοκή, σκότωναν τους επίδοξους βιαστές τους. Κάπως έτσι, σύμφωνα με την παράδοση, γράφτηκε και ο επίλογος στην ιστορία της Καλογρίτσας, κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα, την εποχή που κύριοι του τόπου δεν ήταν οι Έλληνες κάτοικοι, ούτε οι Τούρκοι κατακτητές, αλλά οι Αλβανοί λήσταρχοι.
Αυτοί, ως άτακτοι ληστές αρχικά και ως επίσημοι φεουδάρχες των ελληνικών περιοχών αργότερα, με μία εξουσία παραχωρημένη από τους ίδιους τους Τούρκους, για την ελάφρυνση των δικών τους υποχρεώσεων, ήταν η χειρότερη μάστιγα για τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, αλλά και της ίδιας της Αλβανίας, καθ’ όλο τον 17ο και 18ο αιώνα. Οι Αλβανοί, μετά το θάνατο του Γεωργίου Καστριώτη, του θρυλικού Σκεντέρμπεη, εθνικού τους ήρωα και πρωτεργάτη της εναντίον των Τούρκων αντίστασης το 1478 και την ολική κατάληψη της χώρας τους και τον επιτυχή εξισλαμισμό του μεγαλύτερου ποσοστού του αλβανικού πληθυσμού δύο αιώνες αργότερα, έγιναν οι καλύτεροι σύμμαχοι των Τούρκων στις επιδρομές καταστροφής και λεηλασίας των τουρκοκρατούμενων επαρχιών. Αγαπημένοι τους τόποι εφόδου και λεηλασίας ήταν οι ελληνικές και παρά την όποια σκλαβιά πολύ πλουσιότερες της Αλβανίας, επαρχίες της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Η αφορμή δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί. Οι εξεγέρσεις ήταν συχνές και οι ανυπάκουοι κάτοικοι ακόμα περισσότεροι. Άλλωστε σε μια εποχή σαν εκείνη, αφορμές επίθεσης τόσο σοβαρές, όσο τα μάτια της Ωραίας Ελένης, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρεθούν ή και να εφευρεθούν, όταν το απαιτούσε η ανάγκη και η δίψα για χρήμα των κατακτητών και των συμμάχων τους.
Το 1646 αλβανικές συμμορίες επιτίθενται εναντίον της Κοζάνης και τη λεηλατούν άγρια επί διήμερο. Οι ληστές λεηλάτησαν και έκαψαν και το ναό του Αγίου Αθανασίου, έναν από τους παλαιότερους ναούς της πόλης, με ιστορία από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1649, καταστράφηκε, επίσης από αλβανικές συμμορίες, η ιστορική πόλη Κτένιον, το σημερινό Χτένι, με το γνωστό κάστρο του και οι επιζήσαντες Έλληνες κάτοικοί του, 120 οικογένειες βοσκών με προεστό τον Ιωάννη Τράντα ή Τραντογιάννη και 12.000 αιγοπρόβατα κατέφυγαν για προστασία στην πολυπληθέστερη Κοζάνη, όπου εγκαταστάθηκαν στη θέση Κρεβατάκια.
Το 1769 λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε από αλβανικά στίφη η πλούσια ελληνική πόλη της Βορείου Ηπείρου Μοσχόπολη με τα περίφημα ελληνικά σχολεία και τα ελληνικά τυπογραφεία της. Τότε 65.000 Μοσχοπολίτες, κυνηγημένοι από τους εξαγριωμένους Αλβανούς, φοβισμένοι και εξαθλιωμένοι, εγκατέλειψαν την πόλη τους και διασκορπίστηκαν εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πλούσια Μοσχόπολη κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε και η μικρή οικονομική ανάπτυξη που σημείωσε λίγα χρόνια αργότερα δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τον προ της καταστροφής της πλούτο. Το 1850, ογδόντα ένα χρόνια μετά την άγρια λεηλασία και καταστροφή της, η Μοσχόπολη των 65.000 κατοίκων κατοικούνταν μόνο από 250 οικογένειες κτηνοτρόφων.
Το 1774 έγινε στην επαρχία της Ανασελίτσας επιδρομή 3.000 Αλβανών, οι οποίοι έσπειραν στο πέρασμα τους τον τρόμο και την καταστροφή. Επιδόθηκαν σε φόνους, αιχμαλωσίες, λεηλασίες και στην επιβολή βαρύτατων φορολογιών. Δεκαπέντε σακούλες πουγκιά ήταν η επιβληθείσα φορολογία. Είναι άγνωστο πόσα ακριβώς πουγκιά περιείχε η κάθε σακούλα, το κάθε πουγκί όμως ισοδυναμούσε με ποσό 5 χρυσών λιρών. Πήραν ακόμη και προύχοντες ομήρους, ώσπου οι κάτοικοι να συγκεντρώσουν και να τους δώσουν τις σακούλες με τα πουγκιά. Την επιδρομή αυτή περιγράφει σε χειρόγραφο σημείωμα του στο εσώφυλλο ενός παλιού βιβλίου ο κατά την εποχή εκείνη ιερομόναχος και ιδρυτής του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, Νεόφυτος. «Εκατέβηκαν», γράφει ο Νεόφυτος, «Αρβανήτες τρης χηληάδες και πήγαν οι Ζηοπανηότες στο λιμπόχοβον (Δίλοφο) και τους έδοσαν γρόσια και δεν σέβηκαν εις τη χόρα τους και κατεβένοντας ης μηρασάν (Μόρφη) εκεί τεργιάστηκεν και το Κωστάνζικου (Αυγερινός) και έδοσαν γρόσια οκτακόσια…». Ο Νεόφυτος στο σύντομο, αλλά περιεκτικό σημείωμα του περιγράφει όλα τα γεγονότα της καταστροφικής επιδρομής των Αλβανών το Γενάρη του 1774. Τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών (…έκαψαν το μησό το Λούβρη…), την ομηρία των προκρίτων και τα χρήματα που οι επιδρομείς ζητούσαν σα λύτρα.
Για να προστατευτούν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών φρόντιζαν με τη βοήθεια έμπιστων αγγελιοφόρων, που προσλάμβαναν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό και περιπολούσαν συνεχώς στην περιοχή, να πληροφορούνται από πριν τις κινήσεις των διαφόρων συμμοριών και όταν αυτές πλησίαζαν με απειλητικές διαθέσεις στα χωριά τους, να τις καλοπιάνουν με διάφορα ταιριάσματα, με την καταβολή δηλαδή χρημάτων, για να αποφευχθεί η είσοδος στο χωριό και οι λεηλασίες. Το ίδιο μέσο αποφυγής χρησιμοποιούσαν και για τους τοπικούς σιπαχήδες. Όταν όμως δυνατότητα καταβολής χρημάτων δεν υπήρχε και οι επιδρομές γινόταν πλέον συνεχείς, οι Έλληνες, για να προστατευτούν, αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν σε νέα μέρη, άγονα και απρόσιτα μεν, που μπορούσαν όμως να τους προστατεύσουν από τις απειλητικές διαθέσεις των διαφόρων εκμεταλλευτών τους.
Οι Τούρκοι, σε μία προσπάθεια περιορισμού των Αλβανών, που πλέον κινούνταν ανεξέλεγκτοι μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας τους, εκδίδουν στις 31 Μαΐου 1779 φιρμάνι (=σουλτανικό διάταγμα) διατάσσοντας τους Τούρκους αξιωματούχους να μεριμνήσουν «όπως του λοιπού μη δίδωνται εις την φυλήν ταύτην ζιαμέτια και τιμάρια εις τους καζάδες της Ρούμελης ούτε και να ενοικιάζεται εις αυτούς ο κεφαλικός φόρος». Σκοπός της διαταγής αυτής -και πολλών άλλων παρόμοιων- ήταν να περιορίσουν τη ληστρική μανία των Αλβανών και την ανεξέλεγκτη δράση τους στη Μακεδονία και την Ήπειρο, αφού είχαν αρχίσει πλέον να γίνονται ενοχλητικοί και για τους ίδιους τους Τούρκους. Μόνο τότε, όταν έχασαν την εμπιστοσύνη των Τούρκων, περιορίστηκαν κάπως, χωρίς ωστόσο ποτέ να εξαλειφθούν οριστικά, οι ληστρικές και φονικές επιδρομές των Αλβανών στη Δυτική Μακεδονία.
Την ίδια εποχή ανατέλλει απειλητικό το ληστρικό άστρο του Αλή του Τεπελενλή ο οποίος αρχικά ως λήσταρχος, ως επόπτης της Πίνδου και του Βοΐου αργότερα και τέλος ως πασάς, ο περιβόητος Αλή πασάς των Ιωαννίνων, έσπειρε τον όλεθρο και την καταστροφή ως εκεί που έφτανε η δικαιοδοσία του. Όταν έγινε επίσημα πασάς στα Ιωάννινα από το 1788 μέχρι τη δολοφονία του από ανθρώπους του Σουλτάνου το 1822, αφού απειλούσε πλέον φανερά και τη δική του εξουσία, μετέτρεψε όλα τα Παραπίνδια και Παραβόια χωριά σε ατομικά του τσιφλίκια, αφαιρώντας τους κάθε μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης. Για να εξασφαλίσει ακόμη περισσότερα κέρδη ανάγκαζε τους κατοίκους να «εξαγοράζουν» την ανεξαρτησία των χωριών τους, καταβάλλοντας του υπέρογκα χρηματικά ποσά κι ενώ πολλές φορές κατέληγε σε συμφωνία με τους βεκίληδες, τους αντιπροσώπους των χωριών για την εξαγορά του τόπου τους και τους παρέδιδε το μπουγιουρντί, τη διαταγή της εξαγοράς, έστελνε ανθρώπους του, οι οποίοι επιτίθονταν στους βεκίληδες, στο δρόμο της επιστροφής, τους λήστευαν και τους έπαιρναν συν τοις άλλοις και το μπουγιουρντί κι έτσι το χωριό εμφανιζόταν και πάλι τσιφλίκι του. Αυτό το άνομο παζάρι σταμάτησε μόνο μετά το θάνατο του Αλή το 1822.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ & ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Ιστορικά στοιχεία για το χρόνο δημιουργίας ή αποικήσεως της Καλογρίτσας δεν υπάρχουν. Αυτά που σήμερα γνωρίζουμε για το μικρό αυτό χωριό είναι μόνα όσα η τοπική, προφορική παράδοση διέσωσε και όσα οι μετέπειτα μελετητές κατάφεραν να συγκεντρώσουν. Τα μοναδικά καταγεγραμμένα ιστορικά στοιχεία, που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός χωριού με αυτό το όνομα σ’ αυτή την περιοχή του Βοΐου, είναι μόνο μία καταγραφή του ονόματος Καλογέρτζα ως χωριό της Επαρχίας Σισανίου στον Κώδικα της Ζάβορδας και στην πρώτη και στη δεύτερη γραφή (1534 και 1692 αντίστοιχα), όπως και η καταγραφή του χωριού στον Κατάλογο του Νεόφυτου, αρχιερέα της Επαρχίας Σισανίου το 1797, εδώ όμως ως παλιοχώρι μαζί με το επίσης παλιοχώρι Ζάλτζι.
Το όνομα, εμφανώς ελληνικό, παραπέμπει στη ύπαρξη κάποιας νεαρής καλόγριας στην περιοχή. Τα δάση του Βοΐου, λόγω της πυκνής βλάστησης και του απρόσιτου τόπου, ήταν πάντα προσφιλές μέρος για διάφορους μοναχούς, που ήθελαν να αποσυρθούν από τα εγκόσμια. Υπάρχει ακόμα η βραχοσπηλιά στην οποία εικάζεται ότι μόναζε η νεαρή καλόγρια, ενώ στην γύρω περιοχή υπάρχουν και άλλα ασκητήρια και εκεί δημιουργήθηκε, από τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά ιδρύματα της Δυτικής Μακεδονίας, το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.
Η καταγραφή του χωριού στον Κώδικα της Ζάβορδας μαρτυρεί αναμφισβήτητα ότι η Καλογρίτσα υπήρχε ήδη πριν το 1534, χρονιά της πρώτης γραφής του Κώδικα. Πιθανό είναι το χωριό να δημιουργήθηκε από Έλληνες κάποια στιγμή μετά το 1390 και την οριστική κατάκτηση της Μακεδονίας από τα στρατεύματα των Οθωμανών Τούρκων, αν φυσικά δεν υπήρχε στην ίδιά θέση οικισμός από παλαιότερους χρόνους. Την εποχή εκείνη, στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα, παρατηρούνται στα μέρη της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας έντονες και συχνές μετακινήσεις χριστιανικών πληθυσμών, αρχικά εξαιτίας της εισβολής και κατοχής της περιοχής από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν (1331 και έπειτα) και αμέσως μετά εξαιτίας της εμφάνισης και εγκατάστασης των Οθωμανών Τούρκων στις ίδιες περιοχές. Το 1389, μετά τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου, η Μακεδονία -και ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος- περνάει οριστικά πλέον στα χέρια των Τούρκων, που εγκαθιστούν στα εύφορα πεδινά χιλιάδες παλιούς τους στρατιώτες με αποτέλεσμα την καταφυγή των Χριστιανών στα ορεινά μέρη της επαρχίας. Οι εξανδραποδισμοί και ο υποχρεωτικός εξισλαμισμός των ντόπιων ωθούν τους Χριστιανούς σε συνεχείς μετακινήσεις, στα μέρη όπου οι Τούρκοι δε φτάνουν ή δεν έχουν κανένα συμφέρον να φτάσουν, μακριά από τους κεντρικούς άξονες μετακίνησης και στρατοπέδευσης εχθρικών στρατευμάτων και τουρκικών πληθυσμών. Συνοικισμοί ολόκληροι, τόσο στη Βόρεια και Νότια Ήπειρο, όσο και στη Μακεδονία, διαλύονται και διασκορπίζονται για να εγκατασταθούν ξανά σε νέα μέρη ορεινά, άγονα και δασώδη, που μπορούν όμως να τους προστατεύσουν από τα στρατεύματα του οποιουδήποτε κατακτητή κι απ’ όπου θα ξαναφύγουν, όταν παρουσιαστεί η ίδια απειλή.
Οι νέοι οικισμοί δημιουργούνται σε απόκεντρες και σχετικά ασφαλείς περιοχές της μακεδονικής ορεινής υπαίθρου, όπως οι πλαγιές του Βόιου όρου και της μακεδονικής και ηπειρωτικής Πίνδου γενικότερα. Οι χαράδρες και οι σπηλιές, οι πλαγιές και οι υπώρειες των βουνών και τα πυκνά δάση έγιναν οι φύλακες και οι σωτήρες των καταδιωκομένων. Εκεί ψηλά το δύσβατο έδαφος και η πυκνή βλάστηση, ενώ δυσκόλευε τις ελεύθερες κινήσεις των εχθρικών στρατευμάτων και συμμοριών, αντιθέτως ευνοούσε και ταυτόχρονα ασφάλιζε από οποιαδήποτε εχθρική επιβουλή τους Έλληνες κατοίκους. Οι κάτοικοι στα βουνίσια, δυσπρόσιτα και άγονα μέρη κινδύνευαν πάντα λιγότερο από εκείνους που ζούσαν στις πεδινές και εύφορες περιοχές.
Από τα τέλη του 14ου αιώνα, που ξεκινούν οι μεγάλες ανακατατάξεις των χριστιανικών πληθυσμών και ως το 1600 περίπου δημιουργούνται όλα σχεδόν τα Παραπίνδια και Παραβόια χωριά από εκδιωκόμενους Νοτιομακεδόνες και μερικούς Ηπειρώτες στα νέα, ασφαλή μέρη που οι Έλληνες επέλεξαν να κατοικήσουν. Τα νέα αυτά χωριά και μετά από εκείνα τα καινούργια, που οι ίδιοι κάτοικοι δημιουργούν, όταν το χωριό τους ισοπεδώνεται από τις αλβανικές συμμορίες ή τα τουρκικά στρατεύματα, με την πάροδο των χρόνων αυξάνουν σε πληθυσμό και κάποια από αυτά αναγνωρίζονται από τους Σουλτάνους ως κεφαλοχώρια αποκτώντας κάποιο είδος τοπικής αυτοδιοίκησης, κυρίως μετά το 1700. Ιδρύουν σχολεία, χτίζουν εκκλησίες και μοναστήρια για να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και παράδοση και την ελληνορθόδοξη πίστη και προσφέρουν άξιους πολεμιστές σε όλους τους μεγάλους αγώνες του έθνους.
Φυσικά όλα αυτά τα μέρη, που οι Μακεδόνες και οι Ηπειρώτες πρόσφυγες επέλεξαν να κατοικήσουν κατά την εποχή της διάλυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν ποτέ άδεια κατοίκων. Οικισμοί ανοργάνωτοι και απομονωμένοι, κυρίως με τη μορφή οικογενειακών «τσιφλικιών», υπήρχαν πάντα στις πλαγιές του βουνού και σε κάθε χωριό υπήρχαν πάντα οι αυτόχθονες Μακεδόνες κάτοικοι, αυτοί, που σύμφωνα με την παράδοση, οι άλλοι κάτοικοι βρήκαν, όταν πήγαν να εγκατασταθούν εκεί, «οι ψηλοί, ξανθοί και γαλανοί Μακεδόνες της Πίνδου», όπως τους περιγράφει ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου στην «Ιστορία της Κοζάνης». Αυτοί ήταν οι απόγονοι των Δωριέων Μακεδόνων που εγκαταστάθηκαν εκεί στα μέσα της τρίτης π.Χ. χιλιετίας. Το 1150 π.Χ. οι Δωριείς κάτοικοι της Μακεδονίας αναστατώνονται, για μία ακόμη φορά στην πορεία της ιστορίας τους, εξαιτίας της επιδρομής βορείων λαών. Όπως πάντα έτσι και τότε ομάδες Δωριέων εγκαταλείπουν τη Μακεδονία και κινούνται προς τη Νότια Ελλάδα, ωθώντας ταυτόχρονα τους Δωριείς της Θεσσαλίας νοτιότερα και καθιστώντας τους πρωτοπόρους της λεγόμενης Καθόδου των Δωριέων.
Οι Δωριείς όμως της δυτικής Παραπινδίου και Παραβοΐου Μακεδονίας κατά το μεγαλύτερο τους μέρος δε μετακινήθηκαν, αλλά παρέμειναν κρυμμένοι στα δυσπρόσιτα βουνά και τα πυκνά δάση του τόπου τους. Αυτοί κατόρθωσαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να αποκρούσουν και να διώξουν από τη χώρα τους τους τελευταίους επιδρομείς, να ξανακτίσουν τους οικισμούς τους και να συνεχίσουν να ζουν εκεί, απομονωμένοι ίσως από την Νότια Ελλάδα, μα ασφαλείς.

Από αυτούς που ζούσαν στα βουνά από την αρχή σχεδόν της δημιουργίας τους και από όλους όσους κατέφυγαν εκεί για προστασία δημιουργήθηκε κάποια στιγμή, πριν το 1534 της πρώτης ιστορικής, γραπτής μαρτυρίας η Καλογρίτσα. Επέζησε για δύο ακόμα αιώνες, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και δύο αιώνες μετά από την ερήμωση της, το 1934 ο Τσιτσελίκης ακούει, καταγράφει και δημοσιεύει -πρώτος απ’ όλους- την ιστορία της. Το θρύλο της Καλογρίτσας.

Κοζάνη, Φεβρουάριος 2012



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Αλεξάνδρου Κων. Αδαμίδη. Παλιοχώρια Βοΐου Κοζάνης.
Θεσσαλονίκη : 1990.
 Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλη. Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας.
εκδ. Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1954.
 Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Εγκυκλοπαίδεια.
εκδ. Ελευθερουδάκης Α.Ε. Αθήνα : 1927.
 ΕΛΛΑΣ. Η ιστορία & ο πολιτισμός του ελληνικού έθνους από τις απαρχές μέχρι σήμερα.
εκδ. Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ. Αθήνα : 1997.
 Ιστορία του ελληνικού έθνους.
εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. Αθήνα : 1974.
 Μιχ Αθ. Καλινδέρη. Γραπτά μνημεία από τη Δυτ. Μακεδονία χρόνων Τουρκοκρατίας.
εκδ. Επαρχιακής Φωνής. Πτολεμαΐς : 1940.
 Του ιδίου. Σημειώματα ιστορικά (εκ της Δυτ. Μακεδονίας).
εκδ. Επαρχιακής Φωνής. Πτολεμαΐς : 1939.
 Χρίστου Κατσίκα. Βυθός. Λεύκωμα Ν. Κοζάνης.
εκδ. Εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς». Κοζάνη : 1930.
 Αριστ. Χρ. Κωστοπούλου. Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους.
εκδ. Σύνδεσμος Γραμμάτων & Τεχνών νομού Κοζάνης. Θεσσαλονίκη : 1970.
 Παναγ. Ν. Λιούφη δ.φ. Ιστορία της Κοζάνης.
εκδ. Ιωαν. Βαρτσου. Αθήνα : 1924.
 Ιωακείμ Μαρτινιανού Μητροπολίτου Ξάνθης. Η Μοσχόπολις 1330-1930.
εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1957.
 Λαζάρου Αθ. Παπαϊωάννου. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό Κοζάνης.
Θεσσαλονίκη : 1982.
 Μιχ. Παπακωνσταντίνου. Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία - Ιστορία της Κοζάνης (1400 – 1912).
εκδ. Εστίας. Αθήνα : 1992.
 ΠΑΠΥΡΟΣ - ΛΑΡΟΥΣ - ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ. Εγκυκλοπαίδεια.
εκδ. Πάπυρος. Αθήνα : 1990.
 Κων. Τσιτσελίκη. Ο θρύλος της Καλογρήτσας. Ημερολόγιο Δυτικής Μακεδονίας – 1934.
εκδ. Εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς». Κοζάνη : 1934.
 Μαρίας-Χριστίνας Χατζηϊωάννου. Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία (Ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας).
εκδ. ΙΝ.Β.Α. και Ε.Ι.Ε.
 Μαρτυρίες από ανέκδοτες μελέτες του δασκάλου Χρίστου Γερ. Κατσίκα (1897-1984) και του ιατροφιλοσόφου Κοσμά Αγακίδη (1838-1910), οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή της συγγραφέως του άρθρου.

1 σχόλιο: