Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΠΟΤΕ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ;



της Βενετίας Αποστολίδου

Όταν ολοκληρώνουμε την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου, λέμε στον εαυτό μας ή/και στους άλλους αν μας άρεσε. Η απόφαση αυτή δεν είναι εύκολη και δε μπορεί πάντα να απαντηθεί με ένα ναι ή όχι. Από το «μου άρεσε πολύ» ή «με ενθουσίασε» μέχρι το «δεν μου άρεσε καθόλου» ή «το αντιπάθησα» υπάρχει μεγάλη απόσταση και πολλές άλλες δυνατές απαντήσεις: «καταλαβαίνω την αξία του, αλλά προσωπικά δε μου είπε τίποτε», «δεν το κατάλαβα καθόλου», «έχω διαβάσει πολλά παρόμοια, δεν μου είπε τίποτε καινούριο», «το διάβασα με ενδιαφέρον, αλλά τελικά δεν μου άρεσε και πολύ», «καλό είναι, αλλά πολύ κουραστικός ο τρόπος που είναι γραμμένο» κ.ο.κ.
Ποιο είναι το ειδικό βάρος κάθε μιας απάντησης; Τι υπονοεί ο αναγνώστης για τη σχέση που ανέπτυξε ή δεν ανέπτυξε με το βιβλίο που μόλις διάβασε; Τι είναι αυτό που ονομάζεται «προσωπικό γούστο» στην ανάγνωση και από τι εξαρτάται; Έχει καμιά σημασία να θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις ή καλύτερα να αφεθούμε στο μυστήριο της τέχνης, να περιπλανηθούμε στον κόσμο των βιβλίων με βάση το ένστικτό μας, να απολαύσουμε ό,τι μας αρέσει χωρίς να το ψάχνουμε και να πετάξουμε ό,τι δεν μας αρέσει;
Δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό να διαλέξω το δεύτερο δρόμο, αν δεν είχε δύο σοβαρές συνέπειες: η πρώτη είναι ότι δε μπορώ να διορθώσω τις επιλογές μου. Όταν δηλαδή δεν αναρωτιέμαι για τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει ή όχι ένα βιβλίο είναι πολύ πιθανό είτε να κολλήσω σε ένα είδος ή συγγραφέα για να επαναλαμβάνω την απόλαυση είτε να πέφτω διαρκώς σε βιβλία που δεν μου αρέσουν. Και οι δύο καταστάσεις συναντώνται συχνά στους νεαρούς αναγνώστες, ακριβώς επειδή είναι άπειροι. Η δεύτερη συνέπεια έχει να κάνει με την επικοινωνία ανάμεσα στους αναγνώστες· όταν δεν γνωρίζουν οι ίδιοι γιατί τους άρεσε ένα βιβλίο, δε μπορούν να το εξηγήσουν στους άλλους αλλά και δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στο βιβλίο. Πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις παρέες, η συζήτηση για ένα βιβλίο να εξαντλείται σε αποφθέγματα του τύπου «μεγάλος συγγραφέας ο τάδε» ή «μα είναι αριστούργημα, πώς δεν το βλέπεις»;
Είναι πολλοί οι παράγοντες που μας επηρεάζουν ώστε να καταλήξουμε στο αν μας άρεσε ένα βιβλίο. Μάλιστα οι παράγοντες αυτοί ενεργούν πριν ακόμα ξεκινήσει η ανάγνωση: λ.χ. το ποιος μας σύστησε το βιβλίο, αν είναι ένα αγαπημένο πρόσωπο ή όχι, ένα πρόσωπο που εμπιστευόμαστε και το οποίο μας μίλησε θετικά δημιουργεί μια ευνοϊκή προδιάθεση. Από κει και πέρα, ο ορίζοντας προσδοκιών μας, όπως λέγεται, επηρεάζεται από το αν γνωρίζουμε τον συγγραφέα, αν είμαστε εξοικειωμένοι με το είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, αν μας ενδιαφέρει το θέμα και αν σχετίζεται με εμπειρίες της ζωής μας, αν μας είναι οικείο το ύφος και οι αφηγηματικές τεχνικές, αν ταυτιζόμαστε ή όχι με τους ήρωες, αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τα μηνύματα και τις θέσεις που νομίζουμε ότι βγαίνουν από το κείμενο.
Θα ήθελα να μείνω λίγο στον τελευταίο παράγοντα· οι περισσότεροι αναγνώστες όταν διαφωνούν -ας το πούμε συντομογραφικά- με την ιδεολογία του κειμένου αποφαίνονται ότι δεν τους άρεσε, χωρίς να συνειδητοποιούν πως η ιδεολογική τους διαφωνία τους δημιούργησε τέτοια ενόχληση που επηρέασε την πρόσληψη των υπολοίπων στοιχείων του. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο: κάποιος να απορρίψει ένα βιβλίο λόγω του ότι η μορφή του είναι εντελώς ανοίκεια. Άρα λοιπόν φτάνουμε σε ένα μεγάλο ζήτημα που δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε τώρα: τη σχέση αισθητικής και ιδεολογίας. Πόσοι αναγνώστες αντιμετωπίζουν το λογοτεχνικό βιβλίο αισθητικά, πόσοι ιδεολογικά και πόσοι μπορούν να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου