της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Σαράντα ένα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον
Οκτώβριο του 1972, όταν ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα στις Άνδεις συγκλόνισε
ολόκληρο τον κόσμο. Από τους 29 επιβάτες που επιβίωσαν της πτώσης, μετά από 72 ολόκληρες
μέρες αγωνίας κατάφεραν να επιβιώσουν και να περισυλλεγούν σώοι από τις ομάδες
διάσωσης οι 16, παραμένοντας ζωντανοί σε συνθήκες πολικού ψύχους, καταφεύγοντας
ακόμα και στην ανθρωποφαγία. Η μακάβρια αυτή πράξη γινόταν ακόμη πιο φρικτή λαμβάνοντας
υπόψιν το γεγονός ότι όλοι οι επιβαίνοντες του μοιραίου αεροσκάφους ήταν μέλη
μιας ομάδας ράγκμπι και συγγενείς και φίλοι τους, μα η ανάγκη για επιβίωση στις
κορυφές των Άνδεων ανάγκασε τους εναπομείναντες συντρόφους τους να προσφύγουν
ακόμα και στον κανιβαλισμό για την επιβίωσή τους. Η ιστορία των επιζησάντων του
τραγικού δυστυχήματος στις Άνδεις τον Οκτώβριο του 1972 πήρε την ονομασία Το Θαύμα
των Άνδεων και μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη, σε μία ταινία που
περιγράφει ανάγλυφα εκείνες τις δύσκολες ώρες.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1972 η πτήση 571 της Uruguayan
Air Force ξεκίνησε το ταξίδι της από το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης
με προορισμό το Σαντιάγκο της Χιλής. Επιβάτες της ήταν τα μέλη της ομάδας
ράγκμπι της Ουρουγουάης, Old Christians Club, που θα έπαιζαν σε
φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής. Μαζί τους ταξίδευαν και κάποιοι γνωστοί
και φίλοι τους που συνόδευαν τους αθλητές. Κατά τη διάρκεια της πτήσης ο καιρός
επιδεινώθηκε και έτσι ο κυβερνήτης επέλεξε να προσγειωθεί το πρώτο βράδυ στην
πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και
το πλήρωμα διανυκτέρευσαν.
Την επομένη, στις 13 Οκτωβρίου 1972, οι καιρικές
συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί καθόλου, αλλά το πενταμελές πλήρωμα υποχώρησε στις
πιέσεις των επιβατών και απογειώθηκε για το Σαντιάγκο. Στη διαδρομή αναμένονταν
αναταράξεις για το δικινητήριο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D,
αλλά οι 40 επιβάτες του αντιμετώπισαν τις προειδοποιήσεις με χαμόγελα και χωρίς
φόβο. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν νεαρά παιδιά 19 και 20 ετών και για
πολλούς αυτό ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.
Πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα.
Λόγω της έντονης ομίχλης η ορατότητα ήταν μηδαμινή και ο μόνος τρόπος για να
καταλάβει ο μηχανοδηγός που είναι η επόμενη στάση είναι να γνωρίζει επακριβώς
το χρόνο ανάμεσα στις διαδοχικές στάσεις για να καταλάβει που βρίσκεται η
επόμενη. Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία ακολούθησαν και οι πιλότοι της πτήσης 571
περνώντας μέσα από ένα άγνωστο πέρασμα της οροσειράς των Άνδεων. Στην περιοχή
επικρατούσαν πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες με ισχυρούς ανέμους, το αεροπλάνο
πετούσε πολύ αργά και εξαιτίας αυτού οι πιλότοι δεν υπολόγισαν σωστά το χρόνο.
Κάποια στιγμή νόμιζαν πως είχαν βγει από το πέρασμα και ξεκίνησαν να
κατεβαίνουν νωρίτερα από το κανονικό, προκειμένου να προσεγγίσουν το αεροδρόμιο
του Σαντιάγκο. Περίπου σε ύψος 4.200 μέτρων το δεξί φτερό του αεροσκάφους
προσκρούει σε μία βουνοκορφή, αποκόπτεται, χτυπάει την ουρά του αεροσκάφους και
προκαλεί την αποκοπή της. Μια ξέφρενη πορεία του λαβωμένου αεροσκάφους ξεκινά
στον αέρα, με αποτέλεσμα το αριστερό φτερό να χτυπήσει κι αυτό σε μία
βουνοκορφή και να αποκοπεί επίσης. Το αεροπλάνο, έχοντας χάσει και τα δύο φτερά
του και τμήμα της ουράς του, συντρίβεται στο χιόνι. Δώδεκα από τους
επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ τρεις ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους
την πρώτη νύχτα. Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου του Σαντιάγκο έλαβε το τελευταίο
σήμα από την πτήση στις 3:30 μ.μ.
Στο έδαφος, οι επιζήσαντες αρχίζουν σιγά-σιγά να αντιλαμβάνονται
τη σοβαρότητα της κατάστασής τους: βρισκόταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, σε
θερμοκρασίες που έφθαναν τους μείον 30 βαθμούς Κελσίου με ελάχιστα τρόφιμα και
μοναδικό καταφύγιό για να προστατεύονται από το χιόνι και τους ισχυρούς ανέμους,
την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου. Δεν είχαν κανένα τρόπο επικοινωνίας
με τις αρχές, όλα τα όργανα του αεροσκάφους είχαν καταστραφεί ό,τι κι αν έκαναν
για να τα αποκαταστήσουν και ήλπιζαν πλέον ότι θα τους βρουν σύντομα οι ομάδες διάσωσης
που θα έψαχναν στο βουνό για τα υπολείμματα του αεροσκάφους, πράγμα υπερβολικά
δύσκολο με την ομίχλη και τις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην
περιοχή. Οι μέρες περνούσαν και η σωτηρία δε φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα. Ύστερα
από δέκα μέρες παραμονής στις παγωμένες βουνοκορφές των Άνδεων, αφάνταστα
ταλαιπωρημένοι ψυχικά και σωματικά οι επιζώντες άκουσαν σε ένα ραδιοφωνάκι ότι
η επιχείρηση αναζήτησης τυχόν επιζώντων έχει σταματήσει. Τα τρόφιμα ελάχιστα
από την αρχή τους είχαν τελειώσει. Και τότε πήραν τη σκληρή απόφαση, η οποία
έμελλε να γίνει πρωτοσέλιδο και να συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα: ξεκίνησαν
να τρέφονται με τη σάρκα των νεκρών επιβατών και φίλων τους. Ήταν κάτι φρικτό,
αλλά και η δική τους η ζωή βρισκόταν πλέον σε θανάσιμο κίνδυνο.
Ο Δρ. Roberto Canessa ήταν ανάμεσα στους 16 επιζώντες
και θυμάται έντονα όλα όσα συνέβησαν τις 72 ημέρες που έμειναν καθηλωμένοι σε
κάποια κορυφή των Άνδεων. Δε θα ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που το αίσθημα της
επιβίωσης τον μετέτρεψε σε κανίβαλο, καθώς για να κρατηθεί στη ζωή έφαγε τη
σάρκα των νεκρών συνεπιβατών του. «Ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της
πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν μια αηδιαστική απόφαση. Με αξιοπρέπεια μηδέν,
αναγκαστήκαμε να φάμε τους φίλους μας για να επιβιώσουμε», δηλώνει σήμερα ο δρ.
Canessa. «Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. «Ίσως
αύριο» αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. «Ίσως
αύριο», αυτό ήταν το σύνθημά μας».
«Όταν μάθαμε ότι οι έρευνες σταμάτησαν, ότι δεν
υπήρχαμε πλέον για τον κόσμο, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση και δεν μας είχε
απομείνει τίποτα άλλο από τρόφιμα. Έτσι έγινε», θυμάται ο Κάρλος Παέζ, ένας ακόμα
από τους επιζώντες. Οι επιζήσαντες υπέμειναν πολλές εβδομάδες με σφοδρές
καταιγίδες και πολικό ψύχος. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν. Οι πιο
δυνατοί απομακρύνονταν κάθε τόσο προσπαθώντας, μάταια, να καταλάβουν που
βρίσκονται. Ήταν καθηλωμένοι σε ένα απομονωμένο σημείο, καλυμμένο με χιόνι, στη
μακρύτερη και μία από τις ψηλότερες οροσειρές της Γης.
Αργά το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, καθώς
η ομάδα των επιζησάντων ετοιμαζόταν για μια ακόμη πολική νύχτα, μια
χιονοστιβάδα καταπλάκωσε ό,τι είχε απομείνει από το αεροπλάνο και στοίχισε τη
ζωή σε επτά άνδρες και μια γυναίκα. Ο αριθμός των επιζώντων μειώθηκε στους 19
και το αντικείμενο των συζητήσεών τους ήταν πλέον η τροφή τους.
«Πεινούσαμε τόσο πολύ», θυμάται ο Παέζ, που ήταν τότε
μόλις 18 ετών. «Καταρτίσαμε μια λίστα με 130 εστιατόρια στο Μοντεβιδέο.
Κανονικός μαζοχισμός». Οι επιζήσαντες χάραξαν ένα σταυρό στο χιόνι με τα
απομεινάρια των αποσκευών της ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά.
Ο Κάρλος Παέζ μαζί με το συνεπιβάτη και φίλο του
Nando Parrado, κατάφεραν τελικά να κατέβουν από το βουνό και να ζητήσουν
βοήθεια. Μέσα σε δέκα μέρες περπάτησαν 70 χιλιόμετρα στις Άνδεις μέχρι που
βρήκαν έναν Χιλιανό αγρότη, ο οποίος κάλεσε τα σωστικά συνεργεία που τελικά
περισυνέλλεξαν τους επιζώντες με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου. Η υποδοχή που
τους επεφύλαξαν στο Μοντεβιδέο ήταν ενθουσιώδης. «Κάποιοι το αποκάλεσαν Θαύμα των
Άνδεων. Νομίζω ότι ήταν μάλλον μια μάχη του ανθρώπου για επιβίωση»,
λέει σήμερα ο Παέζ. Δεκαέξι άνθρωποι επέζησαν τελικά του δυστυχήματος. «Θα
επρόκειτο για θαύμα αν και οι 45 είχαμε επιζήσει ύστερα από 70 ημέρες, αλλά δεν
συνέβη έτσι».
Έπειτα από 41 χρόνια, 11 από τους επιζώντες
εξακολουθούν να δίνουν διαλέξεις σε όλο τον κόσμο με θέμα τη δοκιμασία τους.
Στο πλαίσιο αυτό βρέθηκε και στη χώρα μας ο Nando Parrado τον Μάιο του 2012 και
έδωσε ομιλία με θέμα Το θαύμα στις Άνδεις. Η Ελπίδα στην Κρίση είναι
υπόθεση Ηγεσίας.
Κοζάνη, Οκτώβριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου