Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ Η ΓΟΡΓΟΝΑ


Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν, όταν ο βασιλιάς Aλέξανδρος εκυρίευσε τον κόσμο, εκάλεσε τους δημογέροντες κι ερώτησε:
- Πώς να ζήσω πολλά χρόνια, να είμαι πάντα νέος; Έχω τόσα πολλά ακόμα να κάμνω σ’ αυτόν τον Πάνω Κόσμο!
- Υπάρχει o τρόπος, αλλά είναι δυσκολότατος, του λέγουν αυτοί.
- Και ποιος είναι αυτός ο τρόπος; Θέλω να τον ξεύρω.
- Είναι να πάγεις, να φέρεις και να πιεις το Αθάνατο Νερό.
- Και πού εμπορώ να βρω αυτό το Αθάνατο Νερό, να το πιω ;
- Στην Άκρη του Κόσμου, πέρα απ’ τα Δυο Βουνά, που διαρκώς ανοιγοκλείνουν, τόσο γλήγορα που ο ταχύτερος σταυραετός δεν προφθαίνει να περάσει. Πολλά από τα καλύτερα βασιλόπαιδα προσεπάθησαν να περάσουν να φθάσουν στ’ Αθάνατο αυτό Νερό. Κανένα δεν το κατάφερε. Τα έφαγαν τα Δυο Βουνά. Την ζωή τους, που την ήθελαν αιωνία, την έχασαν για πάντα. Αλλά, και να καταφέρεις και περάσεις, πολυχρονεμένε μας βασιλιά, αυτά τα τρομερά τα Δυο Βουνά και άλλος κίνδυνος σε περιμένει. Μπρος σου, θα ‘βρεις τον Μεγάλο Δράκο, φύλακας της πηγής με το Αθάνατο Νερό. Έχει εκατό μάτια ολόγυρα στο κεφάλι του και μέρα νύχτα, ποτέ δεν κοιμάται. Όταν κλείνει τα πενήντα τα μισά του τα μάτια, τα άλλα του τα πενήντα μένουν ανοιχτά να παραμονεύουν. Πρέπει να τον σκοτώσεις για να πάρεις το Αθάνατο Νερό. Έως τώρα κανείς δεν το κατόρθωσε...
Όταν τα ήκουσε ο Aλέξανδρος, προσέταξε να σελώσουν το αγαπημένο του το άλογο, τον Βουκέφαλο, από όλα καλύτερο και γληγορότερο, πιο γλήγορο ακόμα κι από τον σταυραετό ή κι από την αστραπή. Πείρε το τετραπίθαμό σπαθί, το τρεις οργιές κοντάρι.
Και έφιππος λοιπόν, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και φθάνει στην Άκρη του Κόσμου, κει που συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, στα Δυο Βουνά που του ‘παν οι δημογέροντες. Στέκεται ο Αλέξανδρος, τα βλέπει που αδιάκοπα, σαν να μασούν ανοιγοκλείνουν και τόσο γλήγορα που μήτε γεράκι δεν μπορεί να περάσει χωρίς να τ’ αρπάξουν.
Ο Αλέξανδρος όμως, το γενναίο παλικάρι, δεν εφοβήθηκε. δίνει μια καμτζικιά του Βουκεφάλου του και σαν την αστραπήν επέρασαν, χωρίς να τους φάγουν τα Δυο Βουνά κι εβγήκαν ζωντανοί. Μόνο, τρεις τρίχες της ουράς του αλόγου επιάσθηκαν...
Ο λεβέντης βασιλιάς αντίκρησε τον φοβερόν δράκοντα με τα εκατό μάτια, τα μισά με κλειστά τα βλέφαρα. Τραβάει το τετραπίθαμο σπαθί, ορμάει και τον σκοτώνει, πριν ακόμα καταλάβει ο δράκος τι του γινότανε και έπεσε νεκρός στον τόπο.
Και έτσι έφθασε στην πηγή με τ’ Αθάνατο Νερό ο Αλέξανδρος... Εγέμισε το χρυσό του το παγούρι, επότισε το άλογό του και το καλό το παλικάρι πήρε άλλο μονοπάτι, τον δρόμο της επιστροφής. Στον γυρισμό τα Δυο Βουνά ήταν ανοιχτά και για πάντα πια ακίνητα.
Όταν έφθασε στο παλάτι του ο Αλέξανδρος εξέχασε να πει στην αδελφή του τι είχε στο χρυσό παγούρι. Και να που μια μέρα η αδελφή του παίρνει το χρυσό παγούρι, να το καθαρίσει και να το γυαλίσει και χύνει το Αθάνατο Νερό στο περιβόλι ... Το Αθάνατο Νερό επότισε μιαν αγριοκρομμυδιά που, από τότε, ποτέ δεν εμαράθηκε. Όταν έμαθε η βασιλοπούλα τι ζημιά και τι κακό έκανε, απελπίσθηκε κι έμεινε απαρηγόρητη.
- Θεέ μου! λέγει, πως να πιστεύσω που μια μέρα θα πεθάνει και ο αγαπημένος μου ο αδελφός και που εγώ θα φταίω. Με πρέπει όταν πεθάνει ο Αλέξανδρος, να μπορέσω να τον ξαναφέρω στο φως του Επάνω Κόσμου.
Και από τότε, η αδελφή του βασιλιά έγινε ψάρι από τον ομφαλό ως τα πόδια της. Έπεσε γυναικόψαρο στην θάλασσα και εκεί ζει από τότε ως σήμερα. Είναι η Γοργόνα. Την πανσέληνο, στα πλοία της ανατολής, στης δύσης τα καράβια, την βλέπουνε και την ακούν, οι ναύτες και ψαράδες! Η Γοργόνα η βασιλοπούλα διαρκώς γοργογυρίζει όλες τες αρμυρές θάλασσες. Και όταν συναντήσει καράβι, πάγει κοντά του και του ρωτά με την γλυκειά της την φωνή, σαν να τραγουδάει:
«Εσύ με τα λευκά πανιά, πελαγίσιο ταξιδιώτη,
για λέγε με, να σε χαρώ, αν ζει ο αδελφός μου.
Ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος»;
Αλίμονο στον καραβοκύρη, στον ναύκληρο, στους ναύτες, άμα πει κανείς που απέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Τότε η Γοργόνα, από μεγάλη θλίψι και τρομερή οργή, αναταράζει τα ύδατα, σηκώνει τα κύματα ως τα σύννεφα, φυσάει σαν θρακιάς, ξεσχίζει τα πανιά, σπάει τα κουπιά. Γεμίζει η θάλασσα παλικάρια, και σε φοβερή τρικυμία βουλιάζει και χάνεται το πλοίο... Εάν όμως ο καραβοκύρης ξεύρει τι πρέπει να πει για να σωθούν όλοι τους, απαντήσει στην ωραία Γοργόνα:
«Ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος, ζει και βασιλεύει,
και τον κόσμο κυριεύει»!
Τότε, η ωραία Γοργόνα χαίρεται, λύνει την κόμη της, απλώνει τα χέρια της σαν αγκαλιά και προστατεύει το πλοίο, κάμνει την θάλασσα γάλα και σαν αμέτρητο χαμόγελο τα κύματα. Ο καραβοκύρης και οι ναύτες ακούουν τότε την Γοργόνα, να τραγουδάει έτσι που φεύγει:
«Ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος, ζει ο αδελφός μου;
Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει»!
(Από παραδοσιακά μας, για τα παιδιά μας, Θ.Δ. Ευθυμίου)
http://www.info-grece.com/agora.php?read,24,37250

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου