Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ…


της Κατερίνας Μ. Μάτσου


Την Πέμπτη 10 Απριλίου του 1910, μία μέρα με ατέλειωτη βροχή, ένας ξανθός νεαρός Αθηναίος με φωτεινά γαλάζια μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία, καβάλα στο λευκό του άλογο, μπαίνει στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Φορούσε κοστούμι, λευκή φανέλα, γκλασέ γάντια και στεφανωμένος με αγριολούλουδα ρίχτηκε έφιππος στη θάλασσα και αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στο μέρος της καρδιάς. Το άψυχο κορμί του χάθηκε αμέσως μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ενώ το άλογό του, παρακινημένο από μία δική του υποσυνείδητη λειτουργία, βγήκε αλώβητο στην ακτή. Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, Έλληνας διανοητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, που σε ηλικία 39 χρόνων αποφάσισε να βάλει τέρμα στη ζωή του με το δραματικό αυτό τρόπο, με το πιστόλι της αγαπημένης του, της νεαρής Ελληνίδας ζωγράφου Σοφίας Λαζαρίδου.
Λίγες μέρες μετά, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξεβράζουν στην ακτή το άψυχο σώμα του. Ο θάνατος δεν είχε καταφέρει να νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα ξανθά μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά, την ώρα που μπήκε το μοιραίο πρωινό στη θάλασσα. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». (Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 22/4/1910).
Ποιες ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; Τι σχέση είχαν με τον Περικλή Γιαννόπουλο και γιατί έφυγαν χωρίς να αποκαλύψουν σε κανέναν την ταυτότητά τους; Οι εφημερίδες έκαναν μια πρώτη προσπάθεια για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι σημαντικό. Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής ζωής. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Μερικοί φίλοι του μόνο ήξεραν ότι ο συγγραφέας συνδεόταν με μία γυναίκα. Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ονειροπόλου λογοτέχνη. Η γυναίκα αυτή, η γυναίκα της καρδιάς του, ήταν η ζωγράφος, Σοφία Λασκαρίδου. Πλούσια και όμορφη κοπέλα, από μία από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας που δεχόταν στο εξοχικό τους στην Καλλιθέα, ως επισκέπτη τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ και έδωσε στο Γρηγόριο Ξενόπουλο την πρώτη αφορμή, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας παραδεχόταν, για τη δημιουργία της ΣΤΕΛΛΑΣ ΒΙΟΛΑΝΤΗ. Το 1901 μάλιστα, η ίδια η  Σοφία Λασκαρίδου ζήτησε από το βασιλιά Γεώργιο να επιτραπεί με νόμο η εισαγωγή γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών και ήταν η πρώτη γυναίκα που γράφτηκε και φοίτησε στη σχολή από το 1903 μέχρι το 1907, με δασκάλους τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, το Νικηφόρο Λύτρα και το Γεώργιο Ιακωβίδη.
Με το νεαρό Περικλή Γιαννόπουλο η Σοφία γνωρίστηκε τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, σε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους τους στο ύπαιθρο. Ο έρωτας ξύπνησε από το πρώτο βλέμμα. Όπως έγραψε η ίδια στο ημερολόγιό της, ανηφόριζαν με τα πόδια προς το λόφο του Φιλοπάππου, «μέσα από ειδυλλιακά τοπία με πλούσια βλάστηση» ή περνούσαν τον Ιλισό, «πηδώντας τις στρογγυλές πέτρες των καθαρών νερών του». Ο έρωτάς τους, δεν κατέληξε σε γάμο, καθώς η Σοφία απέρριψε την πρόταση γάμου του Γιαννόπουλου, καθώς προηγούνταν οι σπουδές της στη ζωγραφική κι εκείνος αρνήθηκε να την ακολουθήσει στην Ευρώπη, μένοντας πιστός στον Ελληνοκεντρισμό του. Την παραμονή της αυτοκτονίας του, στις 9 Απριλίου, ο Περικλής Γιαννόπουλος, της γράφει ένα τελευταίο γράμμα κι εκείνη, σαν από διαίσθηση, μόλις το λαμβάνει λίγες μέρες αργότερα επιστρέφει εσπευσμένα από το Μόναχο, μήπως και προλάβει. Έφτασε αργά. Βρέθηκε στο νεκροταφείο της Ελευσίνας, στόλισε και μύρωσε το νεκρό σώμα του και παρακολούθησε διακριτικά την τελετή της ταφής του.

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο έρωτας του Περικλή Γιαννόπουλου για τη Σοφία Λασκαρίδου ήταν ξαφνικός, απρόσμενος και παθιασμένος, όπως παθιασμένοι ήταν και οι ίδιοι με τα πράγματα που τους ευχαριστούσαν και τους ολοκλήρωναν στη ζωή. Εκείνη με τη ζωγραφική. Ο αγαπημένος της με τον ελληνοκεντρισμό του, το πάθος του για το ελληνικό φως και το ελληνικό πνεύμα. Αυτά τα πάθη δεν τους άφησαν να είναι μαζί αιώνια. Ο ένας περίμενε από τον άλλο να κάνει για χάρη του ένα βήμα πίσω, μα κανείς δεν έκανε την αρχή.
Το 1908 η Σοφία, η πρώτη φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, ολοκληρώνοντας με τέλεια βαθμολογία τις σπουδές της, κερδίζει μία τριετή υποτροφία στη Γερμανία, στο Μόναχο. Καλεί τον αγαπημένο της να τη συντροφεύσει από την πρώτη στιγμή, μα εκείνος το αρνείται. Δεν μπορούσε έλεγε να ζήσει μακριά από τη σκιά της Ακρόπολης. Άφησε την αγαπημένη του να φύγει μόνη της και αντάλλαζαν όρκους αγάπης και αιώνιας λατρείας με φλογερά, παθιασμένα γράμματα. Ο Γιαννόπουλος πίστευε πως κάποια στιγμή θα κατάφερνε να την κερδίσει. Τα γράμματα του την επισκεπτόταν φλογερά και απελπισμένα. Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της. «Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ», της έλεγε. «Αλλά θα σε κερδίσω».
Όμως από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η απελπισία και η αποθάρρυνση. Η Σοφία συνέχιζε να είναι μακριά του και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος του για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει από τους αναγνώστες την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ο Περικλής Γιαννόπουλος ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και είχε απομείνει πάλι μόνος με τον εαυτό του. Τότε άρχισε να προετοιμάζει αργά, αλλά σταθερά, κρυφά κι από τον ίδιο ακόμα, το θάνατό του.
Την προηγουμένη του απονενοημένου διαβήματος του, ο Περικλής Γιαννόπουλος πήγε στον κινηματογράφο, παρέα με το φίλο του Κωνσταντίνο Κατσίμπαλη και τη σύζυγό του. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον εντελώς άγνωστο που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του, το ζεύγος Κατσίμπαλη, τον κοιτούσαν με απορία. Κατόπιν μπήκαν σ’ ένα μικρό κέντρο για να πιουν μια μπύρα και ο Γιαννόπουλος τους διάβασε το μεταφρασμένο από τον ίδιο ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ Τριαντάφυλλο και το αηδόνι. «Αύριο θα κάνω μια εκδρομή», τους είπε λίγο πριν χωρίσουν. Ψώνισε μπύρα και κρύο φαγητό για την εκδρομή και το βράδυ, όταν επέστρεψε σπίτι του, έγραψε το τελευταίο γράμμα, προς την αγαπημένη του. «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». Την επομένη έφθασε με άμαξα, υπό καταρρακτώδη βροχή στο Σκαραμαγκά, με ένα ακόμη άλογο, αυτό με το οποίο συνήθιζε να κάνει ιππασία. Κάθισε στο φυλάκιο, έφαγε, ήπιε μπύρα, έλυσε το άλογο του και άφησε τον χαρτοφύλακά του, το αδιάβροχό, το καπέλο του και το καλαθάκι του φαγητού και μέσα στη νεροποντή, ρίχτηκε έφιππος στη θάλασσα, όπου αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στο μέρος της καρδιάς.
Στην ακτή, κοντά στο φυλάκιο, βρέθηκαν και δύο επιστολές, η πρώτη στον ανιψιό του, επίλαρχο Κωνσταντίνο Κρίτσα, στην οποία του έλεγε ότι φεύγει για «..μακρινό ταξίδι», του άφηνε παραγγελία για τα πράγματά του και τον παρακαλούσε να ξαναρίξει το πτώμα του στη θάλασσα και την άλλη σε εκείνους που θα τα έβρισκαν. Μόλις ο Κρίτσας πήρε την επιστολή κατευθύνθηκε από τον Πειραιά προς το Σκαραμαγκά και άρχισε την έρευνα στην περιοχή του φυλακίου. Το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου βρέθηκε στην ακτή της Ελευσίνας στις 22 Απριλίου σαν αρχαίος κούρος, αφού βρισκόταν σε νεκρική ακαμψία και σε μια του τσέπη, βρέθηκε ένα νόμισμα, ο οβολός που θα έδινε στον βαρκάρη Χάροντα για να τον περάσει από την Αχερουσία λίμνη στα Ηλύσια Πεδία.
Την ημέρα της κηδείας με το μεσημεριανό τραίνο έφτασαν στην Ελευσίνα από την Αθήνα, οι συγγενείς του, ο παππούς του Εμμανουήλ Χαιρέτης, θείος της μητέρας του, ο επίλαρχος Κρίτσας και ο επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνος Κατσίμπαλης, οι οποίοι ανεγνώρισαν το πτώμα. Είχε ουλή στο δεξιό κρόταφο και στον αριστερό οφθαλμό, σημεία όπου βλήθηκε από τη σφαίρα του περιστρόφου. Την ώρα της ταφής ο επίλαρχος Κρίτσας απήγγειλε το παραμύθι του βασιλιά της Θούλης, ο οποίος πριν κλείσει τα βλέφαρά του εμπιστεύτηκε το χρυσό ποτήρι της ευτυχίας του στο μυστήριο των κυμάτων.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ 

Η Σοφία Λασκαρίδου, λίγες μέρες αργότερα, μόλις έλαβε το τελευταίο γράμμα που ο αγαπημένος της της είχε στείλει το ίδιο εκείνο βράδυ, ένιωσε σα να τη χτύπησε κεραυνός. Για πρώτη φορά στη ζωή της κατάλαβε πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που της δίδαξε πως να αγαπά. Του τηλεγράφησε αμέσως, ανακοινώνοντάς απλά την επιστροφή της. Έμαθε τα νέα του θανάτου του τυχαία, από κάποιον συνεπιβάτη της στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα. Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Για μέρες έκαιγε στον πυρετό και παραληρούσε, ώσπου ένα πρωί σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε βιαστικά. Η μητέρα της τη ρώτησε ξαφνιασμένη τι συμβαίνει, πού πηγαίνει. Τον είδα απόψε στον ύπνο μου, της απάντησε η Σοφία. Με θέλει. Παράδοξα εκείνο το πρωινό η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου στην ακτή. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει πράγματι έτσι όπως τον είδε στο όνειρο της. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο. Τον στόλισε με λουλούδια και κάθισε δίπλα του, θαυμάζοντάς τον. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τελικά είχαν πάει όλα χαμένα! «Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος, εξομολογείται στο Φρέντυ Γερμανό η Σοφία Λασκαρίδου πενήντα χρόνια αργότερα. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του».
Λίγες μέρες αργότερα, ένα πρωί, μόλις βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι, η Σοφία πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη. Η μητέρα της, την ώρα που ανέβαινε στο τραμ για να κατέβει στην Αθήνα, παρακινημένη από μία άγνωστη δύναμη, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Βρήκε την κόρη της μέσα στα αίματα, φώναξε βοήθεια και κατάφερε να τη σώσει. Η Σοφία Λασκαρίδου δεν προσπάθησε ποτέ ξανά να κάνει κακό στον εαυτό της. Άλλωστε σε μια άκρη της ζωής της την περίμενε και η ζωγραφική. Συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μόναχο και στο Παρίσι και το 1916, όταν επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, στα μάτια των συγχρόνων της ήταν ήδη μία καταξιωμένη καλλιτέχνιδα, αφιερωμένη στη ζωγραφική και τη διδασκαλία της. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε πλήρης ημερών σε ηλικία 89 ετών στις 13 Νοεμβρίου 1965 στο πατρικό της σπίτι, στην Καλλιθέα Αττικής, όπου πάντα διέμενε, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ.
Σήμερα σώζονται 339 έργα της, λάδια, σχέδια και χαρακτικά, τα οποία μετά το θάνατό της, σκορπίστηκαν σε ιδιωτικές συλλογές και κάποια ελάχιστα στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1955 εξέδωσε τα απομνημονεύματά της, με τίτλο «Από το ημερολόγιό μου. Θύμησες και στοχασμοί» και το 1960 το συμπλήρωμα του ημερολογίου με τίτλο «Από το ημερολόγιο μου. Συμπλήρωμα: Μια αγάπη μεγάλη», όπου αναφέρονταν στον έρωτά της για τον Περικλή Γιαννόπουλο. «Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα», ψιθύριζε συχνά, όταν τον θυμόταν, μέχρι το τέλος της ζωής της. «Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ’ ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε»;

Κοζάνη, Φεβρουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου