Ως μεγαλιθικά μνημεία νοούνται στην αρχαιολογία όλα τα μνημεία της αρχαιότητας που
είναι κατασκευασμένα από μεγάλιθους. Τα περισσότερα
από αυτά χρονολογούνται κυρίως στην Νεολιθική περίοδο και σύμφωνα με την UNESCO συνιστούν
μνημεία της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς.
ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΜΠΡΟΝΤΓΚΑΡ
Ο Κύκλος του
Μπρόντγκαρ (Ring of Brodgar) είναι ένα νεολιθικό μνημείο και κύκλος μεγαλίθων που βρίσκεται
στο νησί Μέινλαντ του συμπλέγματος νησιών Όρκνεϊ της Σκωτίας. Ο κύκλος βρίσκεται σε ένα μικρό ισθμό ανάμεσα στο Λοχ Στέννες και στο Λοχ Χάρραϊ. Το κέντρο του
κύκλου δεν έχει ανασκαφεί ποτέ από τους αρχαιολόγους, ούτε έχει επιστημονικά
χρονολογηθεί, πιστεύεται όμως ότι ο πέτρινος κύκλος κατασκευάστηκε γύρω στο 2.500 π.Χ., γεγονός που το καθιστά συναφές
με το μνημείο του Στόουνχεντζ και πολλά άλλα αρχαία μνημεία στα βρετανικά Νησιά και την ηπειρωτική Ευρώπη.
Ο Κύκλος του Μπρόντγκαρ ανήκει στην κατηγορία
μνημείων γνωστών ως henge(s), δηλαδή κυκλικές ή οβάλ σχήματος περιοχές με
διακριτά χαρακτηριστικά τους το κυκλικό ανάχωμα και την τάφρο που το
περιβάλλει. Ο κύκλος έχει διάμετρο 104 μέτρα και είναι από τους μεγαλύτερους
που έχουν βρεθεί στην Μεγάλη Βρετανία. Αποτελείται από 60 πέτρες, από
τις οποίες οι 27 βρίσκονται ακόμα όρθιες. Οι πέτρες είναι τοποθετημένες σε
κυκλική τάφρο βάθους 3 μέτρων και πλάτους 9 μέτρων.
Παρόλο που η ακριβής χρήση του κύκλου του Μπρόντγκαρ
δεν είναι γνωστή η εγγύτητά του με τους Λίθους του Στέννες και το Ταφικό Μνημείο Maeshowe, καθώς και το ότι
η περιοχή γύρω από το μνημείο είναι γεμάτη από όρθιες πέτρες και κυκλικούς
χώματινους τύμβους πάνω από προϊστορικούς τάφους, καθιστούν την περιοχή σημαντικό
θρησκευτικό και πνευματικό τόπο. Ο Κύκλος του Μπρόντγκαρ μαζί με τα μνημεία
γύρω από το Maeshowe, συμπεριλαμβανομένου και του Skara Brae,
αποτελούν την Καρδιά του Νεολιθικού Όρκνεϊ και
ανακηρύχθηκαν από την UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής
Κληρονομιάς το 1999.
ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΥ ΟΡΚΝΕΪ
Η Καρδιά του
Νεολιθικού Όρκνεϊ (Heart of Neolithic Orkney)
αναφέρεται σε μία ομάδα νεολιθικών μνημείων που βρίσκονται στα σκωτσέζικα νησιά Όρκνεϊ (Orkney). Το όνομα υιοθετήθηκε από την UNESCO, όταν το
1999 τα ανακήρυξε Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής
Κληρονομιάς.
Η Καρδιά του Νεολιθικού Όρκνεϊ αποτελείται από
τέσσερα μνημεία:
Το Ταφικό Μνημείο Maeshowe (Maeshowe)
Λίθοι του Στέννες (Standing Stones of Stenness)
Ο Κύκλος του Μπρόντγκαρ (Ring of Brodgar)
Νεολιθικός Οικισμός Skara Brae
(Skara Brae)
ΛΙΘΟΙ ΤΟΥ ΣΤΕΝΝΕΣ
Οι Λίθοι του
Στέννες αποτελούν τμήμα του Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής
Κληρονομιάς Καρδιά του Νεολιθικού Όρκνεϊ.
Οι Λίθοι του Στέννες δημιουργούν ένα εντυπωσιακό νεολιθικό μνημείο που βρίσκεται στο νησί Μέινλαντ του συμπλέγματος νησιών Όρκνεϊ της Σκωτίας. Βρίσκεται σε ένα ακρωτήριο στη νότια
όχθη του ρέματος που καταλήγει στο νοτιότερο άκρο του θαλάσσιου κόλπου του
Στέννες και την λίμνη
του Χάρρεϊ. Το όνομα προέρχεται από την αρχαία νορβηγική και σημαίνει πέτρινο
ακρωτήριο. Το ρέμα, το οποίο σήμερα έχει γεφυρωθεί, διασχιζόταν παλαιότερα από
ένα στενό πέτρινο πέρασμα, με τον Κύκλο του Μπρόντγκαρ να βρίσκεται περίπου
1,2 χλμ
βορειοδυτικά, κατά μήκος του ρέματος και κοντά στον ισθμό που δημιουργείται
ανάμεσα στον κόλπο και την λίμνη. Το ταφικό μνημείο του Maeshowe είναι περίπου
1,2 χλμ ανατολικά από τους λίθους του Στέννες, ενώ πολλά άλλα νεολιθικά μνημεία
που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μαρτυρούν την σημασία της περιοχής.
Οι πέτρες είναι λεπτές
πλάκες, πάχους περίπου 30
εκατοστών. Τέσσερις από αυτές, ύψους έως 5 μέτρα, ήταν τα αρχικά στοιχεία
ενός ελλειπτικά διαμορφωμένου κύκλου 12 λίθων, διαμέτρου 32 περίπου μέτρων,
πάνω σε μία υπερυψωμένη βάση διαμέτρου 44 μέτρων που
περιβάλλονταν από μια τάφρο. Η τάφρος είναι κομμένη στο βράχο σε βάθος μέχρι 2
μέτρα και έχει πλάτος 7
μέτρα, κυκλωμένο από μία χωμάτινη όχθη, με μία μοναδική
είσοδο στην βόρεια πλευρά. Η είσοδος κοιτάζει προς το νεολιθικό οικισμό
αγροικιών που ανακαλύφθηκε στον κόλπο Χάρρεϊ. Η Πέτρα-Φύλακας, ύψους 5,6 μέτρων, βρίσκεται
εκτός του κύκλου προς τα βορειοδυτικά, δίπλα στην σύγχρονη γέφυρα που οδηγεί
στον κύκλο του Μπρόντγκαρ. Άλλες μικρότερες πέτρες περιβάλουν μία τετράγωνη
πέτρα τοποθετημένη στο κέντρο μίας κυκλικής πλατφόρμας όπου βρέθηκαν
αποτεφρωμένα οστά, ξυλάνθρακας και πήλινα αγγεία, ενώ στο χαντάκι ανακαλύφθηκαν
οστά ζώων. Τα πήλινα αγγεία συνδέουν το μνημείο με τον οικισμό Skara Brae και το
ταφικό μνημείο Maeshowe και το μνημείο χρονολογείται από το 3000 π.Χ.
τουλάχιστον.
Μέχρι και τον 18ο αιώνα το μνημείο
συσχετιζόταν με παραδόσεις και τελετουργίες, σχετικές τότε με τους νορβηγικούς
θεούς. Το 1814
το επισκέφθηκε ο Ουόλτερ Σκόττ, όμως ένας αγρότης αποφάσισε να αφαιρέσει τις
πέτρες, ξεκινώντας το Νοέμβριο του 1814 με την καταστροφή της κοντινής Λίθου
Οντίν. Η κίνηση αυτή προκάλεσε κατακραυγή και ο αγρότης σταμάτησε, αφού όμως
κατάστρεψε μία πέτρα και ρίχνοντας μία άλλη, η οποία επανατοποθετήθηκε το 1906, κατά τη διάρκεια
μίας μερικής, ανακριβούς, επανακατασκευής του κύκλου. Παρόλα αυτά, ακόμα και οι
λιγοστοί λίθοι που επέζησαν αρκούν να δημιουργήσουν μία ατμόσφαιρα που
προϊδεάζει για το μακρινό παρελθόν.
ΜΝΗΜΕΙΟ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Η Καρδιά του Νεολιθικού Όρκνεϊ (Heart of
Neolithic Orkney) χαρακτηρίστηκε Μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς τον Δεκέμβριο του 1999. Εκτός από τους
Λίθους του Στέννες το μνημείο περιλαμβάνει το Ταφικό Μνημείο Maeshowe, τον Κύκλο του Μπρόντγκαρ και τους Νεολιθικό Οικισμό Skara Brae.
ΛΙΘΟΣ ΛΟΥΝΤ
Η λίθος Λουντ
είναι ένα μεγάλιθος στην κοινότητα Μπάουερ (Bower) του Κέιθνες (Caithness),
στην περιοχή των Χάιλαντς (Highland) της Σκωτίας, περίπου έξι χιλιόμετρα
νότια του Καστλτάουν (Castletown).
Η λίθος είχε θεωρηθεί πως ήταν η ταφική πλάκα του Ljot,
δούκα του Νορβηγικού Όρκνεϊ του 10ου αιώνα. Με ύψος όμως τριών μέτρων,
μοιάζει ψηλότερο από κάθε τι άλλο πιθανόν να χρησιμοποιούσαν οι Νορβηγοί του
δέκατου αιώνα. Είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές όρθιες λίθους του Κέιθνες,
ενώ ο όγκος και το μέγεθός του είναι συγκρίσιμα με αυτά των λίθων του κύκλου του Μπρόντγκαρ στο Όρκνεϊ.
Περίπου 30 μέτρα
από τη λίθο Λουντ βρίσκεται πεσμένη μία δεύτερη πέτρα η οποία, όταν ήταν όρθια,
θεωρείται πως βρισκόταν πίσω της, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση της δύσης του
ήλιου του θερινού ηλιοστασίου του Βορείου ημισφαιρίου. Στο βιβλίο The Standing Stones of Caithness (2003) ο Leslie J. Myatt
υπολογίζει την ευθυγράμμιση, από την πεσμένη πέτρα μέχρι την λίθο Λουντ, στις
322 μοίρες. Αυτή η ευθυγράμμιση φαίνεται να
προτείνει μία δύση του θερινού ηλιοστασίου που είναι βορειότερα από ότι θα έπρεπε σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος.
Όμως με υψόμετρο 75 μέτρων
οι πέτρες βρίσκονται ψηλότερα σε σχέση με τον ορίζοντα του Ατλαντικού που βρίσκεται σε αυτή την
κατεύθυνση. Η ευθυγράμμιση των δύο λίθων διαφέρει από αυτή του ταφικού μνημείου του Maeshowe, το οποίο
κτίστηκε έτσι ώστε το φως του ήλιου
να διεισδύει στον τύμβο κατά την διάρκεια της δύσης του ήλιου του χειμερινού ηλιοστασίου.
Το όνομα του Ljot είναι πολύ κοντά σε αυτό του
Λοτ ή Loth (Lot ή Loth),
του μυστικιστικού βασιλιά του Όρκνεϊ και του Λόθιαν (Lothian), στον Αρθουριανό θρύλο, ενώ στο Κέλτικοι Μύθοι και Θρύλοι ο Τσάρλς
Σκούιρ αναγνωρίζει τον Lot ως ενσάρκωση ενός βρετανικού Θεού γνωστού
στον μεσαιωνικό Ουαλικό μύθο ως Lludd Llaw Eraint. Οι σύγχρονοι
μελετητές είναι πιο σκεπτικοί με αυτή τη σύνδεση.
ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Τα μεγαλιθικά μνημεία της Θράκης του
πολυλιθικού τύπου ντολμέν με τη βρετονική έννοια της λέξης ως «πέτρινα
τραπέζια» και του μονολιθικού τύπου μενίρ «μόνιμες
πέτρες» είναι γνωστά από το 19ο αιώνα, αλλά ως τώρα λίγα έχουν
μελετηθεί. Παρόμοιες δομές βρίσκονται πάλι μόνο στην Αμπχαζία (Γεωργία).
Γεωγραφική διασπορά
Μόνο 25% των μνημείων είναι ακόμα καλοδιατηρημένα. Τα
μνημεία βρίσκονται στα ελληνικά, βουλγαρικά και τουρκικά τμήματα της Θράκης.
Πολιτιστική & χρονολογική
κατάταξη
Η κεραμική που βρέθηκε στα μνημεία αυτά είναι
κεραμική του πολιτισμού Ćatalka και Pšeničevo. Τα πλείστα μνημεία είναι τάφοι.
Κατατάσσωνται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ακόμα και στην
αρχή της Εποχής του Σιδήρου (2400-1300 π.Χ.). Μερικά
μνήματα χρησιμοποιούνταν μέχρι τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Βουλγαρία
Τουρκία
Ακριβώς 56 ντολμέν είναι καταγραμμένα. Από το 1990
έχουν χαρτογραφηθεί και τεκμηριώθηκαν.
Ελλάδα
Τα λίγα ντολμέν και τα αμέτρητα μενίρ στο ελληνικό
τμήμα των βουνών της Ροδόπης είναι εντελώς ανεξερεύνητα.
ΣΚΑΡΑ ΜΠΡΕ (νεολιθικός
οικισμός)
Ο αρχαιολογικός χώρος του Σκάρα Μπρε είναι μεγάλος πετρόκτιστος νεολιθικός οικισμός, ο οποίος βρίσκεται στον κόλπο του Skaill,
στην δυτική ακτή της νήσου Μέινλαντ του συμπλέγματος νησιών Όρκνεϊ της Σκωτίας. Αποτελείται από δέκα σπίτια και κατοικούνταν από το
3100 έως το 2500 π.Χ. περίπου. Το επίπεδο συντήρησης είναι τέτοιο που έχει
κερδίσει μία θέση ανάμεσα στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς της UNESCO, ενώ
πρόκειται για το πλέον ολοκληρωμένο νεολιθικό χωριό της Ευρώπης.
Ανακάλυψη και Χαρακτηριστικά του
Skara Brae
Μέχρι το 1850 το Skara Brae βρισκόταν καλυμμένο από εδαφικά ιζήματα.
Μεταξύ του 1928 και 1930 ο οικισμός
ανασκάφθηκε πλήρως από τον Βερ Γκόρντον Τσάιλντ.
Οι κάτοικοι του Skara Brae ήταν κατασκευαστές και
χρήστες των αυλακωμένων αγγείων. Τα σπίτια χρησιμοποίησαν τη γη για προστασία
αλλά, καθώς ήταν βυθισμένα στο έδαφος, χτίστηκαν σε στρώματα προϋπάρχονταν
οικιακών απορριμμάτων. Αν και τα απορρίμματα παρείχαν στα σπίτια μικρό βαθμό
σταθερότητας, λειτουργούσαν σαν στρώματα μόνωσης ενάντια στο σκληρό χειμερινό
κλίμα των Όρκνεϊ. Κατά μέσον όρο τα σπίτια έχουν εμβαδόν 40 τετραγωνικά μέτρα, αποτελούμενα από ένα μεγάλο
τετραγωνικό δωμάτιο που περιέχει μία μεγάλη εστία, που χρησιμοποιούνταν για
θέρμανση και μαγείρεμα. Λόγω της έλλειψης δέντρων και ξυλείας οι κάτοικοι του
Skara Brae χρησιμοποίησαν ξύλα που εκβράζονταν στη ακτή και μπαλένες από φάλαινες με τύρφη και άχυρο για την κατασκευή της στέγης στις
κατοικίες τους.
Οι κατοικίες περιέχουν πετρόκτιστα έπιπλα, όπως
ντουλαπιών, καθισμάτων και κιβωτίων αποθήκευσης. Το σχέδιο του οικισμού
περιλάμβανε ένα περίπλοκο σύστημα αποχέτευσης, το οποίο περιέλαβε μια πρωτόγονη
μορφή τουαλέτας σε κάθε κατοικία. Επτά από τα σπίτια έχουν παρόμοια έπιπλα, με
τα κρεβάτια και τα ντουλάπια στις ίδιες θέσεις σε κάθε σπίτι. Οι θέση των
ντουλαπιών, τοποθετημένες στον τοίχο απέναντι από την πόρτα, ήταν το πρώτο
πράγμα που έβλεπε όποιος εισερχόταν στο σπίτι. Το όγδοο σπίτι δεν έχει κανένα
κιβώτια ή ντουλάπια αποθήκευσης, αλλά έχει χωριστεί σε κάτι παρόμοιο με μικρούς
θαλαμίσκους. Κατά την διάρκεια της ανασκαφής του βρέθηκαν θραύσματα πέτρας,
οστών και το ελαφοκέρατος. Είναι πιθανό το κτίσμα αυτό να χρησιμοποιήθηκε ως
εργαστήριο κατασκευής απλών εργαλείων όπως κοκάλινες βελόνες ή τσεκουριών
πυρόλιθου.
Στον οικισμό του Skara Brae ανακαλύφθηκε το
παλαιότερο γνωστό δείγμα ανθρώπινου ψύλλου Pulex irritans στην Ευρώπη.
Η χρονολόγηση με τη μέθοδο του ραδιενεργου άνθρακα 14
έδειξε ότι ο οικισμός κατοικήθηκε από το 3100 π.Χ. περίπου και για περίπου
εξακόσια χρόνια. Το 2500 π.Χ. περίπου, μετά την αλλαγή του κλίματος, το οποίο
έγινε ακόμα πιο κρύο και υγρό, ο οικισμός εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους
του. Παρόλο που υπάρχουν πολλές θεωρίες για τους λόγους για τους οποίους
εγκατέλειψαν το Skara Brae οι κάτοικοί του, δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις που
να τις αποδεικνύουν.
Το Skara Brae στη λογοτεχνία
Η παιδική νουβέλα Το παιδί με το μπρούτζινο τσεκούρι της Κάθλην Φίντλερ βασίζεται
στις τελευταίες μέρες του Skara Brae.
Βανδαλισμός
Τον Αύγουστο του 2007 ο χώρος βανδαλίστηκε
και ζωγραφίστηκε με γκραφίτι, το οποίο όμως αφαιρέθηκε επιτυχώς τον επόμενο
μήνα.
Ανάλογοι αρχαιολογικοί χώροι στο
Όρκνεϊ
Ένας συγκρίσιμος, αν και
μικρότερος, αρχαιολογικός χώρος υπάρχει στο Rinyo της νήσου Ρούσεϊ (Rousay)
του συμπλέγματος νησιών Όρκνεϊ,. Παραδόξως δεν βρέθηκε κανένα ταφικό μνημείο
όμοιο με το Maeshowe στο Ρούσεϊ, παρόλο που βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός
θολωτών τύμβων.
Το Knap of Howar στη νήσο
Πάπα Ουέστρεϊ των Όρκνεϊ είναι μία καλοδιατηρημένη νεολιθική αγροικία
χρονολογημένη μεταξύ του 3500 και 3100 π.Χ. Είναι παρόμοια σε σχεδίαση με το
Skara Brae, όμως από μία προηγούμενη περίοδο και πιστεύεται πως είναι το
αρχαιότερο διατηρημένο κτίσμα στη Βόρεια Ευρώπη.
ΣΤΟΟΥΝΧΕΝΤΖ
Το Στόουνχεντζ
είναι νεολιθικό μεγαλιθικό μνημείο του οποίου η
διαμόρφωση συνεχίστηκε ως την Εποχή του Χαλκού, κοντά στο Έιμσμπερι
(Amesbury) της Αγγλίας στην κομητεία του Γουΐλτσιρ (Wiltshire), περίπου 13
χλμ βορειοδυτικά του Σώλσμπερι (Salisbury). Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που
κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις πλέον αποδεκτές αρχαιολογικές εκτιμήσεις ανάμεσα στο 2500 π.Χ. και το 2000 π.Χ.. Το αρχαιότερο
κυκλικό ανάχωμα και η περιφερειακή τάφρος, που ανήκουν σε πρωιμότερη φάση του
μνημείου, χρονολογήθηκαν προσφάτως περί το 3100 π.Χ.
Το όνομα Στόουνχεντζ (Stonehenge) προέρχεται από τις
αρχαίες αγγλικές λέξεις Stanhen gist,
που σημαίνουν «κρεμαστοί λίθοι» και έδωσαν το όνομά τους σε μια ολόκληρη
κατηγορία μνημείων γνωστών ως henge(s),
δηλαδή κυκλικές ή οβάλ σχήματος περιοχές με διακριτά χαρακτηριστικά τους το
κυκλικό ανάχωμα και την τάφρο που το περιβάλλει. Οι αρχαιολόγοι καθορίζουν τα henge(s) ως εκχωματώσεις που
συνίστανται από ένα κυκλικό έγκλεισμα, περιβεβλημένο με κρηπιδωμένη κυκλική
τάφρο. Όπως συμβαίνει συχνά με την αρχαιολογική ορολογία, η λέξη είναι δάνεια
από τους παλιούς αρχαιοδίφες. Όμως, ο όρος henge δεν
είναι και ο καταλληλότερος για την περιγραφή του Στόουνχεντζ, στην περίπτωση
του οποίου το κρηπίδωμα βρίσκεται εσωτερικά της τάφρου. Παρόλο που το
Στόουνχεντζ ως μνημείο είναι σύγχρονο άλλων τυπικότερων. Το σύνολό του δεν
είναι δυνατόν να καταχωρηθεί σε κάποια κατηγορία. Μορφολογικά έχει μακρινή
μόνον συγγένεια με τους υπόλοιπους λίθινους κύκλους των Βρετανικών νήσων, όπως
ο κύκλος του Μπρόντγκαρ (Ring of Brodgar),
για παράδειγμα, ενώ τα περίφημα τρίλιθά του το καθιστούν μοναδικό. Το
Στόουνχεντζ και ο περιβάλλων χώρος του προστέθηκαν στον κατάλογο
της UNESCO για την Παγκόσμια Πολιτισμική Κληρονομιά
το 1986.
Ποιοι έχτισαν το Στόουνχετζ
Μέχρι σήμερα οι μελετητές και οι αρχαιολόγοι δεν
γνωρίζουν ποιοι ήταν αυτοί που έχτισαν το μεγαλιθικό αυτό μνημείο. Οι μαρτυρίες
που έχουμε είναι αμφισβητούμενες και είναι οι εξής:
Ο Τζέφρεϊ του Μονμάουθ το 1135 μ.Χ., στο έργο του Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας (Historia Regum Britanniae)
αναφέρει ότι το μνημείο διέταξε να αναγερθεί από το βασιλιά των Βρετανών Αυρήλιου Αμβρόσιου εις ανάμνηση της
άγριας σφαγής, από τον Χέωγκιστ το Σάξονα, 500 ευγενών το 490 μ.Χ. Για να
κατασκευάσει το μνημείο ο Αμβρόσιος ζήτησε τη βοήθεια του μάγου Μέρλιν (Μίριν στα κέλτικα), ο οποίος συμβούλεψε να πάρουν τους
ογκόλιθους από τη νήσο της Ιρλανδίας από ένα άλλο μεγαλιθικό μνημείο στη θέση Κίλαρ.
Επειδή οι ογκόλιθοι ήταν τεράστιοι, ο Μέρλιν ανέλαβε τη μεταφορά τους όπου με μαγικό τρόπο «έκανε
τις πέτρες να χορεύουν πάνω από τη θάλασσα», όπως γράφει ο Μόνμαουθ. Σύμφωνα με τους μελετητές, ο
παραπάνω μύθος έχει ελάχιστα πραγματικά στοιχεία και δημιουργήθηκε κυρίως για
να προβάλει το βρετανικό παρελθόν έναντι του σαξονικού, καθώς ο μύθος γράφτηκε
τη περίοδο της νορμανδικής κυριαρχίας στη Βρετανία.
Ο Γουόλτερ Τσάρλτον εκφράζει τη πεποίθηση ότι το
μνημείο ανεγέρθη από τους Δανούς
και αποτελούσε το κοινοβούλιο τους. Την άποψη αυτή τη βρίσκουμε καταγεγραμμένη
το 1663
στο βιβλίο του Τσάρλτον Χορεία γιγάντων ή
το Στόουνχετζ επανακτάται από τους Δανούς (Chorea gigantum or Stone-Heng restored to the Danes).
Ο Τζον Όμπρεϊ στο έργο του Μνημείο Βρετανικό (Monumenta
Britannica) υποστηρίζει ότι το Στόουνχετζ ήταν ναός χτισμένος από
τους Δρυΐδες και ανήκε στη δικαιοδοσία τους.
Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρουν στα έργα
τους έναν λαό με το όνομα Υπερβόρειοι, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα νησί
πέρα από τη γη των Κελτών της Γαλατίας (σημερινή Γαλλία) και είχαν κατασκευάσει έναν μεγάλο κυκλικό ναό όπου
λατρεύανε το θεό Απόλλωνα. Κατά πολλούς μελετητές, αυτή η εκδοχή θεωρείται
αληθινή, καθώς το Στόουνχετζ χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο για τη θέση του
ήλιου, πράγμα που μπορεί να μπέρδεψαν οι αρχαίοι Έλληνες εξερευνητές με τη λατρεία του
Ήλιου, που για τους ίδιους ταυτιζόταν με τον θεό Απόλλωνα.
Το 1740 ο Γουίλιαμ Στάκλεϊ δημοσιεύει το βιβλίο του Στόουνχετζ, Ένας ναός επανακτάται από τους
Βρετανούς Δρυΐδες (Stonehenge,
A temple restored to the British Druids) στο οποίο παραθέτει
στοιχεία τις περιοχής, που προέκυψαν μέσω δεκαετούς έρευνας, μαζί με
αξονομετρικό σχέδιο του μνημείου και με ακριβείς μετρήσεις αυτού. Ο Στάκλεϊ
επανεξέτασε την υπόθεση ότι το έχτισαν οι Δρυΐδες και αποφάσισε ότι είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για το
ποιος ανέγειρε αυτό το μνημείο.
Μέχρι σήμερα μελετητές από όλο τον κόσμο υποστηρίζουν
πως το μνημείο είτε χτίστηκε από Μυκηναίους, είτε από Ρωμαίους, είτε από Βρετανούς, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν την
κατασκευή του ακόμα και από εξωγήινους πολιτισμούς. Τα μόνα σίγουρα στοιχεία
για το Στόουνχετζ, την ανέγερσή του και τη χρήση του είναι ότι:
Σύμφωνα με πετρογραφική ανάλυση των ογκόλιθων, οι
επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτοί οι μονόλιθοι λαξεύτηκαν και μεταφέρθηκαν από
λατομεία της Ουαλίας και της νοτιοδυτικής Αγγλίας.
Σύμφωνα με τη χρήση αστρονομικών διαγραμμάτων, οι
αρχαιολόγοι υπολόγισαν ότι το μνημείο παρέμεινε σε χρήση για 1.500 χρόνια
περίπου ως λατρευτικός χώρος και ως αστρονομικό παρατηρητήριο.
Με τη χρήση ραδιενεργών μετρήσεων οι αρχαιολόγοι
υπολογίζουν ότι ανεγέρθη μεταξύ του 3000 π.χ. και του 2000 π.χ.
Η ανάπτυξη του Στόουνχεντζ
Το σύμπλεγμα του Στόουνχεντζ ολοκληρώθηκε σε αρκετές
φάσεις κατασκευής που εκτίνονται σε χρόνικό βάθος 2.000 χρόνων, αν και υπάρχουν
ευρήματα που μαρτυρούν δραστηριότητα πριν και μετά από αυτή τη χρονική περίοδο.
Οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει μεσολιθικές πασσαλότρυπες, κάτω από το
σύγχρονο χώρο στάθμευσης, που χρονολογούνται περίπου από το 8000 π.Χ., αν και επιβεβαιώνεται
ότι συνδέονται με το μεταγενέστερο μνημείο. Τα ταφικά ευρήματα ενός
αποκεφαλισμένου Σάξωνα στην ίδια περιοχή χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα. H χρονολόγηση και η
κατανόηση των διαφορετικών φάσεων του Στόουνχεντζ δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι
μια μάλλον περίπλοκη διαδικασία που στηρίζεται στα ελλιπή αρχεία των πρώτων
ανασκαφών, σε πολύ λίγες ακριβείς επιστημονικά χρονολογήσεις και τη διατάραξη
της φυσικής κιμωλίας του εδάφους από ανακατατάξεις της ύστερης παγετώδους και
φυσικές διαταράξεις της πανίδας. Οι γενικότερα αποδεκτές φάσεις ολοκλήρωσης του
μνημείου ακολουθούν λεπτομερειακά παρακάτω.
Στόουνχεντζ 1
Το αρχικό μνημείο ήταν ένα κυκλικό ανάχωμα
περιβεβλημένο με τάφρο (7 and 8) περίπου 115 μ. (320 πόδια) διάμετρο με
μια μεγάλη είσοδο βορειοανατολικά και μια μικρότερη νότια (14). Οι
πρώτοι οικοδόμοι τοποθέτησαν οστά ελαφιών και βοδιών στον πυθμένα της τάφρου,
πολύ αρχαιότερα από τα οστέινα εργαλεία εκσκαφής που ανακαλύφθηκαν επί τόπου.
Το χρονολογικό βάθος τοποθετείται περίπου στο 3100 π.Χ.. στο εξωτερικό χείλος
της περικλεισμένης περιοχής είχε σκαφθεί ένας κύκλος 56 λάκκων (13), που
εμειναν γνωστοί ως τρύπες του Όμπρεϊ (Aubrey holes), από τον αρχαιοδίφη του 17ου αιώνα Τζον Όμπρεϊ (John Aubrey), που
λέγεται ότι τους ανακάλυψε πρώτος. Πιθανώς επρόκειτο για πασσαλότρυπες, αν και
δε βρέθηκαν ίχνη ξυλείας κατά τις ανασκαφές. Μια μικρή εξωτερική της τάφρου
εκχωμάτωση ανήκει πιθανώς στην ίδια περίοδο (9).
Στόουνχεντζ 2
Ορατές μαρτυρίες της δεύτερης φάσης δεν υπάρχουν
πλέον. Όπως φαίνεται από τις πασσαλότρυπες που χρονολογούνται στη συγκεκριμένη
περίοδο υπήρξε κάποια ξύλινη κατασκευή στον περίκλειστο χώρο στην αρχή της 3ης
χιλιετηρίδας π.Χ. Φαίνεται πως ξύλινες κατασκευές υπήρχαν επίσης στη
βορειοανατολική είσοδο, ενώ παράλληλοι δοκοί απλώνονταν από την νότια είσοδο.
Το ανάχωμα εκσκάφθηκε για να μειωθεί το ύψος του, ενώ τουλάχιστον στις 25 από
τις τρύπες του Όμπρεϊ βρέθηκαν ταφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν την καύση
νεκρών. Άσχετα, λοιπόν, από τον αρχικό προορισμό τους οι πασσαλότρυπες φαίνεται
πως έγιναν τάφοι ενός ιδιαίτερου τύπου κατά την Φάση 2. Τριάντα επιπλέον
καύσεις επιβεβαιώνονται σε άλλα σημεία μέσα στο μνημείο, κυρίως στην πλευρά του
ανατολικού ημικύκλιου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ενίοτε το
Στόουνχεντζ ερμηνεύεται ως περίκλειστος χώρος καύσης νεκρών εκείνης της εποχής,
ο αρχαιότερος του είδους του στα βρετανικά νησιά. Σπαράγματα άκαυστων
ανθρώπινων οστών βρέθηκαν επίσης στην τάφρο. Βρέθηκαν επίσης κεραμεικά της
ύστερης Νεολιθικής που βοηθούν στη σχετική χρονολόγηση της
συγκεκριμένης φάσης.
Το Ταφικό
Μνημείο Maeshowe (ή Maes Howe)
είναι ένας νεολιθικός τύμβος που βρίσκεται στο νησί Μέινλαντ του συμπλέγματος των νησιών Όρκνεϊ της Σκωτίας. Ο τύμβος του Maeshowe αποτελείται από τους νεκρικούς
θαλάμους, οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί τον νεολιθικών θαλαμωτών τύμβων και
το ταφικό πέρασμα που επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτόν, ενώ είναι καλυμμένα από
30 τόνους ψαμμίτη. Ο τύμβος του Maeshowe έχει δώσει το
όνομά του σε αυτό τον τύπο θαλαμωτού τύμβου, ο οποίος δεν φέρει καμία ομοιότητα
με οποιονδήποτε άλλο γνωστό σχέδιο θαλαμωτού τύμβου, τόσο στα Όρκνεϊ όσο και
αλλού, ενώ είναι και ένας από τους μεγαλύτερους τάφους των Όρκνεϊ. Τα μνημεία
γύρω από το Maeshowe, συμπεριλαμβανομένου και του Skara Brae
αποτελούν την Καρδιά του Νεολιθικού Όρκνεϊ και
ανακηρύχθηκαν από την UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής
Κληρονομιάς το 1999.
Ο τύμβος λεηλατήθηκε από τους Βίκινγκ (Earl Harald Maddadarson και Ragnvald, Earl of Moer)
τον 12ο αιώνα οι οποίοι, στο πέρασμά τους, άφησαν γκράφιτι σε ρουνική γραφή στους
τοίχους του τύμβου. Υπάρχουν πάνω από τριάντα μεμονωμένες επιγραφές γεγονός που
τις καθιστά την μεγαλύτερη συλλογή στον κόσμο.
Η στέγη του τύμβου καταστράφηκε το 1861 από τους
υπερενθουσιώδης αρχαιολόγους. Ευτυχώς, έκαναν σχετικά λίγη δομική ζημία και το
μνημείο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το σχέδιο και την κατασκευής που δεν
βρίσκονται πουθενά αλλού στα βρετανικά νησιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου