της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Το Σάββατο 26 Απριλίου 1986 στη 1:23
π.μ. στον αντιδραστήρα 4 του πυρηνικού σταθμού Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν,
στο Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας, επαρχία τότε της Ε.Σ.Σ.Δ., άρχισαν οι προγραμματισμένες
εργασίες για ένα πείραμα, που σκοπό είχε να ελέγξει τα συστήματα ασφαλείας,
ώστε να διαπιστωθεί, τι θα συμβεί σε περίπτωση μίας ξαφνικής διακοπής ρεύματος.
Στο πλαίσιο του πειράματος αυτού, οι τεχνικοί έκλεισαν τα αυτόματα συστήματα
ρύθμισης της ισχύος της τέταρτης μονάδας του σταθμού, καθώς και τα συστήματα
ασφαλείας, αφήνοντας τον αντιδραστήρα να λειτουργεί μόνο με το 7% της ισχύος
του. Ξαφνικά το σύστημα έκτακτης διακοπής λειτουργίας του αντιδραστήρα δεν
ανταποκρίνεται στις εντολές των χειριστών και στη 1:24 π.μ. ο αντιδραστήρας
εκρήγνυται. Αυτή ήταν η απαρχή της μεγαλύτερης καταστροφής που υπέστη ποτέ η
ανθρωπότητα από ραδιενέργεια, μεγαλύτερη και από τη ρίψη των δύο ατομικών
βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945.
Με την έκρηξη του αντιδραστήρα, η
οροφή του κτιρίου που τον φιλοξενούσε εκτινάχτηκε στον αέρα, με αποτέλεσμα να
σκορπιστούν παντού τριγύρω ραδιενεργά συντρίμμια και να διαφύγουν στην
ατμόσφαιρα άκρως επικίνδυνα υλικά. Υπό τη μορφή αερίων, τα ραδιενεργά αυτά υλικά
μπορούν να ταξιδέψουν με τον άνεμο διανύοντας αποστάσεις εκατοντάδων
χιλιομέτρων και να ξαναπέσουν με τη βροχή στο έδαφος, μολύνοντας άλλες περιοχές
και άλλες χώρες. Ταυτόχρονα ξεσπάει πυρκαγιά που στο εσωτερικό της αναπτύσσει
θερμοκρασία 2.700 βαθμών Κελσίου, την οποία οι Σοβιετικοί θα καταφέρουν να
σβήσουν μέρες μετά.
Μια
ανυπολόγιστη κι ανεπανόρθωτη καταστροφή είναι σε εξέλιξη. Ένα ραδιενεργό
σύννεφο 1.200 μέτρων υψώνεται από το πυρηνικό «ηφαίστειο» διαχέοντας στην
ατμόσφαιρα τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού που σκορπίστηκε στον αέρα,
μέσω του οποίου μεταφέρθηκε στις γύρω περιοχές κι ακόμα μακρύτερα με ταχείς
ρυθμούς. Τρεις ώρες αργότερα ο Νικολάι Ρυσκόφ, προκαθήμενος της κυβέρνησης
Γκορπατσόφ, ξυπνά από ένα τηλεφώνημα του Υπουργού Ενεργείας, ο οποίος τον
ενημερώνει ότι «στο Τσέρνομπιλ έγινε ένα ατύχημα». Ο Ρυσκόφ ζητά λεπτομερή
έκθεση των συμβάντων και μεταβαίνει αμέσως στο Κρεμλίνο. Κατά την άφιξή του
εκεί πληροφορείται εκ νέου: «Ήταν ο αντιδραστήρας, σύντροφε», τον ενημερώνουν. «Υπάρχουν
θύματα, υπάρχει ακτινοβολία». Η κινητοποίηση είναι άμεση. Πυρηνικοί επιστήμονες
αποστέλλονται από τη Μόσχα στην Ουκρανία, 6.000 απλοί στρατιώτες και 40.000
στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων χημικού πολέμου μαζί με έμπειρους πιλότους
ελικοπτέρων καταφθάνουν στην πληγείσα περιοχή για να αντιμετωπίσουν μία πρωτόγνωρη
καταστροφή. Το απόγευμα της ίδιας μέρας (26 Απριλίου) ο Ρυσκόφ δεν γνωρίζει
ακόμη την έκταση της καταστροφής, αγνοεί ότι τρισεκατομμύρια μπεκερέλ έχουν
ξεχυθεί στη ατμόσφαιρα και ζώνουν αργά-αργά τον πλανήτη. Δεν ξέρει ότι, οι
πυροσβέστες, οι αστυνομικοί και οι στρατιώτες, οι οποίοι παλεύουν να ελέγξουν
έναν αόρατο εχθρό, χωρίς τις απαιτούμενες προστατευτικές στολές, ακολουθούν το
μονόδρομο της αβύσσου. Εικοσιοκτώ από αυτούς θα πεθάνουν άμεσα και θα θαφτούν
κάτω από ελάσματα μολύβδου στο νεκροταφείο Mitino της Μόσχας. Αυτοί που
επέζησαν, έλαβαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μέχρι και 8 μονάδες της κλίμακας
Sievert, 16.000% ανώτερη από το ελάχιστο ετήσιο επιτρεπόμενο όριο.
Όπως
αποκαλύπτει το απόρρητο έγγραφο ZK-2585, μία μόλις ώρα μετά το ατύχημα οι
κομματικοί ηγέτες στο Πριπυάτ (την πόλη δίπλα στο εργοστάσιο) γνωρίζουν το
ποσοστό της ακτινοβολίας. Αρνούνται όμως να κινηθούν χωρίς εντολή ανωτέρων… Το
μεσημέρι και ενώ η ζωή στην πόλη ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, χωρίς καμία
υποψία, οι δρόμοι πλένονται με αλισίβα. Την επομένη 27 Απριλίου, καθώς
ακτινοβολία χιλιαπλάσια της φυσιολογικής παραχαράζει τη μοίρα μυριάδων
ανθρώπων, αποφασίζεται η μετακίνηση του πληθυσμού. 1.100 κίτρινα λεωφορεία
μεταφέρουν τους 49.000 κατοίκους έξω από την περιμετρική ζώνη ασφαλείας των 30
χιλιομέτρων. Δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ και η άλλοτε σφύζουσα από ζωή πολιτεία θα μετατραπεί
σε πόλη-φάντασμα, μνημείο μιας πρωτόγνωρης κι ανυπολόγιστης καταστροφής.
Την ίδια
μέρα, τα όργανα μέτρησης ραδιενέργειας στην ατμόσφαιρα στη γειτονική Φινλανδία
«χτυπάνε κόκκινο». Οι Φινλανδοί ωστόσο δεν ανησυχούν. Την επόμενη μέρα σε
κάποιον άλλο σταθμό μέτρησης στη Σουηδία οι τεχνικοί τρίβουν τα μάτια τους με
τις τιμές που αντικρίζουν στα όργανα μέτρησης ραδιενέργειας. Τα τηλέφωνα
παίρνουν φωτιά. Ξέρουν πως δεν έγινε κάποια πυρηνική δοκιμή, ούτε έχει ξεσπάσει
κάπου οπουδήποτε στον κόσμο πυρηνικός πόλεμος. Ρωτούν τους γείτονές τους τους Σοβιετικούς,
οι οποίοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, διαψεύδουν κατηγορηματικά το
σενάριο του ατυχήματος σε πυρηνικό εργοστάσιο, αν και οι αρχές στο Τσέρνομπιλ
έχουν ήδη διατάξει κι έχουν ήδη προχωρήσει στην εκκένωση της περιοχής.
Τη Τρίτη ένα
οκτάστηλο της σοβιετικής εφημερίδας Ιζβέστια ανακοινώνει ότι, υπήρξε μία …αβαρία
στο Τσέρνομπιλ, «ένας από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες δυσλειτούργησε» και
στις 30 Απριλίου η είδηση εμφανίζεται σε όλες τις ευρωπαϊκές εφημερίδες. Αν και
πλέον οι υπεύθυνοι γνωρίζουν το μέτρο της καταστροφής, αποφεύγουν να
ενημερώσουν τον κόσμο από το φόβο, μήπως ξεσπάσει πανικός και μάλιστα σε πόλεις
με εκατομμύρια κατοίκους, όπως παραδέχτηκε αργότερα μιλώντας για εκείνες τις
μέρες ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν ο λιωμένος πυρήνας του
αντιδραστήρα να βουλιάξει οριστικά στο υπέδαφος και να μολύνει με τόνους
ραδιενεργού υλικού τον υδροφόρο ορίζοντα που επικοινωνεί με τον ποταμό
Δνείπερο, ο οποίος με τη σειρά του θα μόλυνε στο πέρασμά του τεράστιες εκτάσεις
και εντέλει τον Βόρειο Πολικό Ωκεανό. Στη Δανία, την Πολωνία, τη Γερμανία και
άλλες χώρες λαμβάνονται έκτακτα μέτρα για τον πληθυσμό. Απαγορεύεται η
κατανάλωση γάλακτος και λαχανικών, ενώ σε κάποιες περιοχές συνιστάται στον
πληθυσμό να αποφεύγει να βγαίνει συχνά έξω.
Τα πρώτα θύματα υπήρξαν από τη
στιγμή της αρχικής έκρηξης. Πρώτο θύμα ήταν ο υπάλληλος του εργοστασίου που
βρισκόταν ακριβώς πάνω από τον αντιδραστήρα τη στιγμή της έκρηξης, το πτώμα του
οποίου δεν ανασύρθηκε ποτέ. Από τις πρώτες κιόλας ώρες στον σταθμό κατέφθασε
μεγάλος αριθμός πυροσβεστών, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν από
καρκίνο ή την ασθένεια της ακτινοβολίας (διάλυση των ιστών, του αίματος κ.τ.λ.)
κατά τους επόμενους μήνες. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που κατέφθασαν τις
επόμενες μέρες, εβδομάδες και μήνες για τον καθαρισμό της περιοχής είναι μεταξύ
600.000 και 1,2 εκατομμυρίου!!! Οι λεγόμενοι «εξολοθρευτές», όπως τους
ονόμασαν, ήταν στρατιώτες, φοιτητές, αλλά και απλοί «εθελοντές». Ο υπολογισμός των
θυμάτων ανάμεσα σε όλους αυτούς είναι αρκετά δύσκολος, εφόσον σχετικά λίγοι
πέθαναν τις επόμενες εβδομάδες από την ασθένεια της ραδιενεργούς ακτινοβολίας.
Μεγάλος αριθμός «εξολοθρευτών» πέθαναν από καρκίνο αρκετά χρόνια μετά την
εργασία τους στον τόπο του ατυχήματος. Πολλοί που έκαναν παιδιά τα είδαν να
πάσχουν από ανίατες ασθένειες στην καλύτερη περίπτωση ή να είναι τερατόμορφα
στη χειρότερη, εξαιτίας της δικής τους έκθεσης στη ραδιενέργεια. Αρκετοί
πέθαναν από ασθένειες της καρδιάς και του κυκλοφοριακού συστήματος, άλλοι από
επακόλουθα κατάθλιψης, ενώ αρκετοί αυτοκτόνησαν. Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται
μεταξύ 10.000 και 250.000 ανθρώπων! Χωρίς να συνυπολογίσουμε τα παιδιά που
γεννιούνται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας και
χωρίς την παραμικρή συμμετοχή τους στο ατύχημα του Τσέρνομπιλ, πάσχουν από
ασθένειες (συνήθως θανατηφόρες) που προκαλεί η ραδιενέργεια, συνέπειες που θα
τυραννήσουν και τις επόμενες γενιές των περιοχών αυτών. Ας μην ξεχνάμε ότι η
ραδιενέργεια που εκλύθηκε τότε ήταν τουλάχιστον 100 φορές μεγαλύτερη από αυτή
της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα το 1945! Τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω της μόλυνσης (π.χ. οι 50.000
κάτοικοι της πόλης Πρίπγιατ, τρία μόλις χιλιόμετρα από το σημείο του
ατυχήματος) καταλήγοντας πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα. Οι μολυσμένες
περιοχές έχουν συνολική έκταση λίγο μεγαλύτερη από αυτήν της Ελλάδας. Το
ραδιενεργό νέφος υπό τη μορφή αεροζόλ ταξίδεψε πολλά χιλιόμετρα μολύνοντας
περιοχές στην Πολωνία, στην Τουρκία, στη Φινλανδία, στη Ρουμανία, στη
Βουλγαρία, στη Βρετανία και στη Γερμανία. Τη μεγαλύτερη ζημιά έχουν υποστεί
βέβαια περιοχές στη Ρωσία, στη Λευκορωσία και στην Ουκρανία.
Στη μόλυνση αντιδρά και η φύση:
φύλλα από πολλά είδη δέντρων στην περιοχή έχουν παραμορφωθεί, αναρίθμητα δέντρα
«πέθαναν», ενώ στο ζωικό βασίλειο είχαμε τερατογενέσεις και πολλά ζώα με
καρκίνο (ό,τι έγινε περίπου και με τους ανθρώπους). Παρά την καταστροφή, οι
υπόλοιποι αντιδραστήρες στο Τσέρνομπιλ εξακολουθούσαν να λειτουργούν μέχρι το
2000. Ο ακτινοβόλος πυρήνας του αντιδραστήρα θα θαφτεί κάτω από 300.000 τόνους
μπετόν και 7.000 τόνους ατσαλιού, δημιουργώντας μια «σαρκοφάγο», που θεωρητικά
θα απομόνωνε τον λιωμένο πυρήνα από το περιβάλλον, το υπέδαφος και τον υδροφόρο
ορίζοντα, η οποία, όπως δήλωσε ο υπεύθυνος για την συντήρησή της Βαλεντίν
Κούπνυ, «θα διατηρηθεί για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι οι
πυραμίδες της Γκίζας». Οι εξολοθρευτές είχαν αναλάβει κι αυτό το έργο, το οποίο
τελείωσαν τον Νοέμβριο του 1986 παίζοντας τη ζωή τους κορώνα-γράμματα.
Στην Ελλάδα, όπου το ραδιενεργό
νέφος έφθασε μέσα στις πρώτες εβδομάδες, προκλήθηκε πανικός: έγιναν συστάσεις
για αποφυγή συγκεκριμένων τροφίμων και σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής
Ψυχιατρικής Εταιρείας, έγιναν περίπου 2.500 τεχνητές εκτρώσεις από γονείς οι
οποίοι φοβήθηκαν τις πιθανές συνέπειες της ραδιενέργειας στο έμβρυο. Ιατρικοί
κύκλοι αποδίδουν τουλάχιστον 1.500 περιπτώσεις καρκίνου της δεκαετίας 1986-1996
σε πιθανές επιπτώσεις του Τσέρνομπιλ.
Οι ακριβείς λόγοι
που οδήγησαν σ’ αυτή την πρωτοφανή καταστροφή παραμένουν μέχρι σήμερα άγνωστοι.
Διαφαίνεται, όμως, ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε μία σειρά αλυσιδωτών παραγόντων,
όπως τα ανεπαρκή συστήματα ασφαλείας και προστασίας του αντιδραστήρα, καθώς και
οι λανθασμένοι χειρισμοί των ελλιπώς καταρτισμένων εργαζομένων.
Το δυστύχημα
στο Τσέρνομπιλ οδήγησε στον καθορισμό νέων, πολύ αυστηρών προδιαγραφών για τη
λειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων. Οι αντιδραστήρες τύπου RBMK έχουν
επανασχεδιαστεί και, όταν χρησιμοποιούνται, αποδεικνύονται πολύ πιο σταθεροί
και μη επιρρεπείς στον «αστάθμητο παράγοντα». Ειδικοί διεθνείς φορείς πυρηνικής
ασφάλειας επιτηρούν διαρκώς τους πυρηνικούς αντιδραστήρες, διασφαλίζοντας, στο
μέτρο του δυνατού, την απρόσκοπτη λειτουργία τους, ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες
μιας νέας τραγωδίας. «Το Τσέρνομπιλ αποτέλεσε ένα τραγικό, αλλά και κομβικό
σημείο ταυτόχρονα για την εξέλιξη της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας»,
επισημαίνει ο δρ Mohamed ElBaradei, από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας.
Το μοιραίο
εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ έκλεισε οριστικά το Δεκέμβριο του 2000, ύστερα από
διεθνείς πιέσεις που δέχθηκε η κυβέρνηση της Ουκρανίας και υπό το φόβο νέων
πιθανών εκρήξεων στους πεπαλαιωμένους αντιδραστήρες του. Η κληρονομιά της
έκρηξης του 1986 σήμερα, 28 χρόνια μετά την καταστροφή, εκτός από τη τραγική
και μολυσματική της υφή, αποτελεί και λόγο επαναξιολόγησης των τεχνολογικών μας
δυνατοτήτων, εμπειρία πολύτιμη για το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας.
Κοζάνη, Απρίλιος 2014
ΠΗΓΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου