Και όμως είναι πραγματικότητα! Για την προέλευση του ονόματος όμως μόνο εικασίες
μπορούμε να κάνουμε. Ο Δημήτρης Μαχαιρίδης διηγείται, πώς τον Φεβρουάριο του 2009, μαζί με τον φωτογράφο Διονύση Κουρή έφτασαν
-τρίβοντας τα μάτια τους- στο χωριό Μακεδονία, στην όχθη του κολομβιανού
Αμαζονίου. Εκεί που ως τότε δεν είχε
πατήσει κανένας Έλληνας.
O Αμαζόνιος διασχίζει σαν φίδι την πυκνή ζούγκλα πάνω από την οποία
πετάμε για την Λετίσια, τη μοναδική πόλη της Κολομβίας στον Αμαζόνιο. Ο Διονύσης
κι εγώ κοιτάμε από το φινιστρίνι την προσγείωση στο μικρό αεροδιάδρομο, ανάμεσα
στα ψηλά δέντρα της ζούγκλας. Η
μοναδική όχθη της Κολομβίας στον Αμαζόνιο έχει μήκος μόλις 125 χιλιόμετρα -σφήνα
ανάμεσα στο Περού και τη Βραζιλία. Η Λετίσια χτίστηκε το 1935 ακριβώς
στα σύνορα με τη Βραζιλία, για να υπογραμμίσει την παρουσία της Κολομβίας στον Αμαζόνιο.
Πολύ αργότερα έφτασαν Βραζιλιάνοι, που
έχτισαν κολλητά την Ταπατίγκα, την τελευταία πόλη στην εσχατιά της Βραζιλίας, η
οποία από εδώ και πάνω αποκαλεί τον Αμαζόνιο Solimoes.
Σήμερα η
εμπορική ζωή έχει δέσει άρρηκτα τις δύο πόλεις και η διακίνηση είναι απολύτως
ελεύθερη, ώστε δεν παίρνεις είδηση πότε περνάς από την Κολομβία στη Βραζιλία. Απέναντι,
η δυτική όχθη, που ούτε καν φαίνεται, ανήκει εξ ολοκλήρου στο Περού.
Το επόμενο
πρωί έχουμε ήδη νοικιάσει ένα ταχύπλοο πλοιάριο και ανεβαίνουμε τον Αμαζόνιο,
που κατηφορίζει φορτωμένος με νερό. Το βάθος του, λόγω βροχών, μπορεί να φτάσει
έως τα 120 μέτρα. Ξαφνικά ο βαρκάρης
μάς ρωτά ανυποψίαστα αν θέλουμε να σταματήσουμε λίγο παρακάτω για να
επισκεφτούμε το ινδιάνικο χωριό Μακεδονία. Δεν πιστεύουμε στα αυτιά μας.
Μακεδονία; Είκοσι λεπτά αργότερα προσαράζουμε στο χωριό Μακεδονία, στην
όχθη του κολομβιανού Αμαζονίου. Η κοινότητα της Μακεδονίας αριθμεί περί τους
800 κατοίκους, από τους οποίους σχεδόν οι μισοί είναι κάτω των 18 ετών. Ζουν
από το ψάρεμα, το κυνήγι και τη χειροτεχνία που απευθύνεται στους λίγους
εποχιακούς τουρίστες το Πάσχα και τον Ιούνιο από την υπόλοιπη Κολομβία.
Η Μακεδονία
έχει ένα τετραγωνισμένο ρυμοτομικό σχέδιο, σχεδιασμένο από την κεντρική διοίκηση
στη Μπογκοτά, τα σπίτια είναι χτισμένα σε πασσάλους, για προστασία από τυχόν υπερχειλίσεις, αλλά και από δυσάρεστες
επισκέψεις ανακόντα και κροκοδείλων, ενώ οι οριζόντιοι και κάθετοι τσιμεντένιοι
δρόμοι είναι σχεδιασμένοι μόνο για πεζούς. Ένα σχολείο, μια εκκλησία οι
μόνοι δημόσιοι χώροι του χωριού. Το αυτοκίνητο είναι άγνωστη λέξη στην πυκνή
ζούγκλα του Αμαζονίου. Οι επικοινωνίες είναι παντού παραποτάμιες.
Ο πρώτος
Μακεδόνας που συναντάμε είναι ο ξυλουργός και αυτοδίδακτος γλύπτης German Pena
(Πένια). Σκαλίζει τη Μακεδονία του Αμαζονίου σε ξυλόγλυπτα από το σκληρό
βιολετί ξύλο του Αμαζονίου Palosangre και τα στέλνει στην Μπογκοτά. Στόχος του να
φτιάξει μια φάρμα κροκοδείλων για εκτροφή κάιμαν, όπως λέγονται οι κροκόδειλοι
στον Αμαζόνιο. Μιλά ελάχιστα αγγλικά
και μας οδηγεί στη Rosaura Mirana (Μιράνια) Carijona, που αναλαμβάνει να μας
ξεναγήσει στη Μακεδονία. Η ίδια δεν είναι από τη φυλή Τικούνα, αλλά από
τη φυλή Μιράνια και ζει στη Μακεδονία τα τελευταία δέκα χρόνια. Προσπαθώντας να
εξιχνιάσουμε το μακεδονικό μυστήριο του Αμαζονίου, αρχίζουμε τις ερωτήσεις.
Στην
συγκεκριμένη περιοχή του Αμαζονίου διέμενε από τα τέλη του 19ου
αιώνα αρχικά μια οικογένεια από τη φυλή Τιχούνα, της οποίας το επώνυμο ήταν
Macedo. Το πλήθος ιεραποστολών που δραστηριοποιούνται και ενίοτε αλληλοσυγκρούονται
στον Αμαζόνιο εκχριστιάνισαν βιαστικά και τυχάρπαστα το μεγαλύτερο ποσοστό
Ινδιάνων, δίνοντάς τους ισπανογενή ονόματα και φροντίζοντας να εξαφανίζουν τις
προαιώνιες δικές τους παραδόσεις και τρόπους ζωής. Οι Macedo πρώτα έγιναν
Καθολικοί, στη συνέχεια μεταπήδησαν στους Ευαγγελιστές, στους οποίους
προσηλύτισαν και άλλες οικογένειες Τιχούνα, όπως τους Pena (Πένια) και τους
Leon (Λεόν), που ήρθαν από γειτονικές περιοχές στη Βραζιλία και στο Περού και
εγκαταστάθηκαν μαζί τους στο ίδιο χωριό. Άρχισαν να μελετούν ομαδικά τη Βίβλο και όταν έφτασαν στις επιστολές του
Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς και Φιλίππους στην Καινή Διαθήκη
εντυπωσιάστηκαν όταν για πρώτη φορά διάβασαν τη λέξη Macedonia.
Αγνοώντας παντελώς τη δική μας Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο, πίστεψαν
ότι το όνομα Macedonia αναφερόταν σε κάποια γωνιά της γης που είτε λεγόταν έτσι
στα χρόνια που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο ή ίσως και να ήταν
φανταστική. Πάντως ήταν ιερή. Θεώρησαν, λοιπόν, θεϊκό σημάδι ότι το όνομά τους,
Macedo, ήταν παραπλήσιο με το Macedonia. Και έτσι το 1975 όλες οι οικογένειες
που ζούσαν μαζί στο παρόχθιο χωριό αποφάσισαν να δώσουν στο χωριό τους το όνομα
Macedonia, θεωρώντας ότι είναι οι μοναδικοί
Μακεδόνες στον κόσμο. Η Μακεδονία του Αμαζονίου είχε πάρει σάρκα και οστά.
Η κοινότητα
της Μακεδονίας αριθμεί περί τους 800 κατοίκους, από τους οποίους σχεδόν οι
μισοί είναι κάτω των 18 ετών. Ζουν από το ψάρεμα, το κυνήγι και τη χειροτεχνία.
Έλληνες δεν είχαν ξαναδεί εδώ. Δεν ξέρουν καλά-καλά ούτε πού πέφτει η Ελλάδα.
Αγνοούν τον Μέγα Αλέξανδρο. Όταν εξηγώ στην Rosaura ότι είμαι από τη Μακεδονία,
η απάντησή της δείχνει την ισορροπία της φιλοσοφίας των Ινδιάνων. «Όπως εσείς ήρθατε στη δική μας Μακεδονία έτσι
και κάποιος Τικούνα μπορεί να φτάσει στη δική σας». Η Rosaura προσπερνά
τη Μακεδονία της Ελλάδας, σαν κάτι το φανταστικό. Φορά την μάσκα του χορού και
αρχίζει να μας εξηγεί στη μαλόκα της (την ξύλινη ινδιάνικη καλύβα με την
αχυρένια στέγη) για τα ήθη, τα έθιμα, τους χορούς και τα κοστούμια των
Μακεδόνων του Αμαζονίου. Στους ινδιάνικους χορούς δεν σηκώνουν ποτέ τα πόδια
από τη γη, τα μουσικά όργανα είναι όλα κρουστά και οι φωνές είναι πάντα σε
υψηλές νότες. Το τροπικό δάσος, που μόνο οι ίδιοι ξέρουν να σέβονται και να
προστατεύουν αποτελεσματικά, τους δίνει όλα τα μέσα για να ζήσουν. «Η γη έχει
δοθεί σε όλους, δεν είναι μόνο για άσπρους ή Ινδιάνους, και όλοι πρέπει να την προσέχουμε»,
λέει.
Το δέντρο
τοτούμα είναι το πιο ιερό για τους Τικούνα, γιατί από αυτό φτιάχνουν βότανα και
κρέμες για δερματικές μολύνσεις. Από το δέντρο μπρέα φτιάχνουν τη μονωτική
πίσσα για τις μαλόκες τους. Κάθε κοινότητα έχει δική της τεχνοτροπία στην
καλαθοπλεκτική από χόρτο που φτιάχνουν από τα φύλλα των φοινικόδεντρων.
Κατασκευάζουν τα υφάσματα των κοστουμιών τους από ξύλο γιαντσάμα, που το κόβουν
ανάλογα με τη θέση του ήλιου και του φεγγαριού (αν το κόψουν με νέο φεγγάρι το
ξύλο σπάει) και κατόπιν το επεξεργάζονται ώστε να γίνει λεπτό και εύκαμπτο. Στολίζουν
τα κοστούμια με κουκούτσια από φοινικόδεντρα, για να δημιουργούν ήχους ώστε να
εντυπωσιάζουν. Τα χρώματα γίνονται από χώμα και φυτά. Ο κάθε Ινδιάνος δουλεύει
ο ίδιος τη μάσκα του, που φορά στις τελετές χορού, ενώ οι Ινδιάνες προσέχουν
ιδιαίτερα τα μαλλιά τους, σήμα κατατεθέν της δυναμικότητάς τους.
Ελάχιστοι στην Ελλάδα γνωρίζουμε ότι η λέξη Αμαζόνιος προέρχεται από την ελληνική
λέξη Αμαζόνες. Όταν οι Πορτογάλοι πρωτοήρθαν σε επαφή με τους Ινδιάνους και
είδαν ότι όλοι έχουν τόξα θεώρησαν ότι έφτασαν στη χώρα των Αμαζόνων. Εξ ου και
το όνομα του ποταμού. «Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα είναι ότι αδύναμες
κουλτούρες όπως η δική μας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κινδυνεύουν να
εξαφανιστούν. Αν εξαφανιστεί η κουλτούρα σου θα εξαφανιστείς και εσύ ο ίδιος. Το
σύστημα εκπαίδευσης μάς μαθαίνει να είμαστε σαν τους λευκούς, χωρίς, όμως, να
γινόμαστε λευκοί. Μας αντιμετωπίζουν σαν ανίκανους να κάνουμε οτιδήποτε αλλά
δεν είναι έτσι. Είμαστε όπως όλοι οι
άλλοι και όχι υποδεέστεροι. Ξέρουμε να κάνουμε τα πράγματα καλ0ά και θέλουμε να
τα κάνουμε καλά» μας επισημαίνει ο δάσκαλος Henry Paima που έτρεξε να
μας βρει. Κάποιοι τον πληροφόρησαν ότι δύο Έλληνες έφθασαν στη Μακεδονία του
Αμαζονίου. Μας οδηγεί στο σχολείο.
«Όπως και
στη χώρα σας, έτσι κι εμείς μαθαίνουμε για την τεχνολογία», μας εξηγεί ο
εκπαιδευτικός Cesar Augusto Rodriguez, που μας υποδέχεται. Μας περιμένει όμως
ακόμη μια έκπληξη. Ο Cesar Augusto Rodriguez εκπαιδεύει τους δασκάλους της
Λετίσια στο πρόγραμμα κομπιούτερ που διαθέτει το σχολείο. Μας ζητά να του
εξηγήσουμε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, γιατί είναι το Ελληνικό Αβάκειο του
ελληνικού Computer Technology Institut, του Πανεπιστημίου της Πάτρας, που για
άγνωστους λόγους έφτασε μέχρι εδώ στον Αμαζόνιο, από την Μπογκοτά, χωρίς
μετάφραση στα ισπανικά. Τους υποσχεθήκαμε ότι θα φροντίσουμε να τους βρούμε τουλάχιστον
το αγγλικό εγχειρίδιο.
Μόλις το
1975 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο στη Μακεδονία για τη διδασκαλία της γλώσσας των
Τικούνα και έβαλαν ως δάσκαλο τον Leon Macedo, που είχε πάει μόνο τέσσερα χρόνια
σχολείο και αναρωτιόταν τι μπορούσε να διδάξει. Η γλώσσα των Τικούνα ήταν μέχρι
τότε προφορική. Σήμερα, παράλληλα με το επίσημο πρόγραμμα στα ισπανικά, το
εκπαιδευτικό πρόγραμμα στη γλώσσα Τικούνα είναι υποχρεωτικό. Από το 1975
μελετήθηκε από ανθρωπολόγους και φωνητικούς και είναι πλέον γραπτή.
Επόμενος
στόχος των Μακεδόνων του Αμαζονίου είναι ίδρυση ενός πανεπιστημίου που θα έχει
αποκλειστικό αντικείμενο τη διάσωση και μελέτη των γλωσσών, εθίμων, παραδόσεων,
της ιατρικής και της ιστορίας τους πριν από την έλευση των Ευρωπαίων στην
ήπειρό τους. Κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν υπάρχει πουθενά στον Αμαζόνιο, σε όλη
την Νότια Αμερική. Ταυτόχρονα προσπαθούν να βρουν χρηματοδότηση ώστε να φτιάξουν
μια εστία για τους νέους από τη Μακεδονία που θέλουν να συνεχίσουν
πανεπιστημιακές σπουδές στη Λετίσια. Το
απαγορευτικό κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης, που στην Κολομβία δεν είναι
δωρεάν, κρατά τους νεαρούς Μακεδόνες μετά το λύκειο άνεργους στο χωριό, ενώ τα
ναρκωτικά και το αλκοόλ παραμονεύουν γύρω τους. «Αν σπουδάσουμε, θα
έχουμε ίσες ευκαιρίες με τους άλλους», εξηγεί ο Αντόνιο, επικεφαλής του
χριστιανικού γκρουπ Club Macedonia, που μας υποδέχεται μαζί με όλους τους νέους
Μακεδόνες στην εκκλησία.
Η μοναδική
βοήθεια προερχόταν από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις της Σουηδίας, που έκτισαν τις
περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας της Μακεδονίας. Μια ολλανδική ΜΚΟ ποτέ δεν
ολοκλήρωσε τις μαλόκες που επρόκειτο να φτιάξει. Τα λεφτά που στέλνουν από έξω
τα τρώει η διαφθορά πριν φτάσουν εδώ, ενώ η γραφειοκρατία τα σκοτώνει όλα -αυτή
είναι η εξήγηση των Μακεδόνων. Οι γυναίκες της Μακεδονίας έχουν δημιουργήσει
μια συντεχνία που φτιάχνει κοσμήματα και είδη λαϊκής τέχνης με στόχο τους περαστικούς
τουρίστες. Οι ίδιες το θεωρούν σαν μοναδικό τρόπο ανάπτυξης της οικονομίας του
χωριού. «Ένας λευκός τουρίστας δεν
μπορεί να δει σε βάθος τη σκέψη μας και τα ιερά μας. Εμείς ξέρουμε τι
και μέχρι πού θα του το προσφέρουμε. Είμαστε Χριστιανοί, αλλά πια δεν βλέπουμε
τις δοξασίες μας σαν διαβολικές» λέει η επικεφαλής της συντεχνίας, Eudocia
Moran.
Ετοιμάζουν το φαγητό για να φάμε όλοι μαζί. Στο τραπέζι, πάνω σε τεράστια
φύλλα μπανάνας στρώνουν ψάρι βραστό, γιούκα ψητή, φαρίνια που αντικαθιστά το
ψωμί στον Αμαζόνιο και χυμό καρύδας. Η αυξανόμενη μόλυνση του Αμαζονίου
μειώνει διαρκώς τα ψάρια και σταδιακά δημιουργεί προβλήματα στη διατροφική
ισορροπία των παρόχθιων χωριών. «Όταν δεν θα υπάρχω πια εδώ, αλλά θα υπάρχει το
πνεύμα μου, όπως πιστεύουμε εμείς οι Ινδιάνοι, ελπίζω ο δήμαρχος και ο
κυβερνήτης να είναι ντόπιοι», μας λέει με αισιοδοξία η Rosaura. Την απάντησή
μας προλαβαίνει ο German συστήνοντάς μας ένα Μακεδόνα μηχανικό, που έχει έτοιμη
τη λύση για την ύδρευση της Μακεδονίας και ψάχνει για χρηματοδότηση. Η Ελλάδα πέφτει λίγο μακριά για να
βοηθήσει, σκεφτόμαστε με τον Διονύση.
Επιβιβαζόμαστε
στο ταχύπλοο για να επιστρέψουμε στη Λετίτσια. Σε λίγο θα πέσει το σκοτάδι και
όλα θα είναι αδιάβατα, αφού δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. Έχουμε λύσει τον γρίφο
Μακεδονία στον Αμαζόνιο. Ένα κοπάδι ροζ
δελφινιών, ενδημικά του ποταμού, μας ακολουθεί αποχαιρετώντας μας με θεαματικές
βουτιές στα νερά του, που έχουν αρχίσει κι αυτά να σκοτεινιάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου