Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΣΤΟΣ


της Ελένης Στούμπου-Κατσαμούρη

Το μνημείο της αρχαίας αγοράς που επονομάστηκε στην τουρκοκρατία τα «Είδωλα», «Ιncantadas» (Μαγεμένες) στα ισπανοεβραϊκά, «Suretler» (Άγγελοι) στα τουρκικά, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης μέχρι την αφαίρεσή του το 1864.
Η ιδιόμορφη κιονοστοιχία με τις ανάγλυφες μορφές που ξεχώριζε ανάμεσα στα σπίτια της εβραϊκής συνοικίας Rogos (μεταξύ λουτρών Παράδεισος και Παναγίας Χαλκέων, πάνω από την Εγνατία οδό), προκαλούσε το θαυμασμό και αναφέρονταν ως «αξιοπρόσεκτη κατασκευή» «διάσημο αρχιτεκτόνημα», ενώ τα γλυπτά της Λήδας και του Γανυμήδη «αντάξια της ωραίας εποχής της Ελλάδας».
Δεν θα αναφερθούμε εδώ στην περιγραφή και ερμηνεία των «Μαγεμένων», που υπάρχουν σε θαυμάσιες μελέτες, αλλά στα πραγματικά περιστατικά της αφαίρεσής τους κάτω από την προστασία του αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντα Γ΄. Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του ίδιου του εντεταλμένου «συλλέκτη», παλαιογράφου Emmanuel Miller, ο οποίος, σε επιστολές προς τη σύζυγό του περιγράφει το εγχείρημά του λεπτομερώς.
Ας πάρουμε το νήμα από την αρχή. Στις 10 Οκτωβρίου του 1854, από τη Θάσο όπου βρίσκεται συγκεντρώνοντας αρχαιότητες, ο Miller ανακοινώνει «το μεγάλο νέο»: «O σουλτάνος, μέσω του μεγάλου βεζύρη Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αφαιρέσω και να μεταφέρω στη Γαλλία τα οκτώ αγάλματα της Θεσσαλονίκης που τόσο επιθυμούσα» (Le Mont Athos, σ. 322). Φαίνεται πως για περισσότερα από εκατό χρόνια οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας έκαναν προσπάθειες για να αποκτήσουν άδεια για την αφαίρεση των Μαγεμένων, αλλά ο εκάστοτε πασάς ήταν απρόθυμος. «Θα έχω λοιπόν τα αγάλματά μου, λέω θα έχω, γιατί υπάρχουν ακόμη μεγάλες δυσκολίες. Ο εβραϊκός και ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα εκμανεί όταν μάθει ότι θα πάρουν αυτά τα αγάλματα.... Θα χρειαστεί ο πασάς να στείλει ένοπλη δύναμη και όσο διακριτικοί κι αν είμαστε το νέο θα κυκλοφορήσει πολύ γρήγορα. Τώρα που η τουρκική κυβέρνηση έδωσε το λόγο της, δεν θα επανέλθει και πρέπει οπωσδήποτε να δράσουμε» (ο.π. σ. 322).
Μετά από ένα περιπετειώδες θαλασσινό ταξίδι ο Miller αγκυροβολεί στη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι των Μύλων Αλατίνι για λόγους μυστικότητας, στις 29 Οκτωβρίου. Το σχέδιο είναι να μεταφερθούν εκεί τα γλυπτά των Μαγεμένων χωρίς να πάρει είδηση ο κόσμος. Ωστόσο, κατά τη συνάντηση με τον Γάλλο πρόξενο Μ. de Pontcharra μαθαίνει ότι η εντολή από τη Γαλλία έχει αλλάξει: «Υπάρχει ενδιαφέρον για το σύνολο του μνημείου, πάρτε τα όλα» (o.π. σ. 337). Ο Μiller χαρακτηρίζει την εντολή «τρέλα ανέφικτη», καθώς το πλοίο του δεν διαθέτει τα αναγκαία μηχανήματα για να υψώσει μαρμάρινους όγκους πέντε έως έξι τόνων. Φέρνει το πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το νέο κυκλοφορεί. Το ίδιο πρωί πηγαίνει στον πασά, ο οποίος είναι υπερβολικά εξυπηρετικός μαζί του και του παρέχει ό,τι ζητά: άνδρες, στρατιώτες, άμαξες κ.ά. Του χαρίζει μάλιστα κι ένα αρχαίο αγγείο, ο Miller το δέχεται «με ευγνωμοσύνη».
Την 1η Νοεμβρίου, μέρα των Αγίων Πάντων, δίνει ρεπό στους ναύτες του. «Ο πληθυσμός ήδη είναι αναστατωμένος και κινητοποιείται. Έχει εκμανεί που πρόκειται να πάρω τα αγάλματα, τα οποία είναι φρικτά παραμορφωμένα». Σημειώνει εδώ ότι οι παλιοί γενίτσαροι διασκέδαζαν κάνοντας σκοποβολή πάνω στα γλυπτά και αργότερα το ίδιο και οι κάτοικοι(!) «Ο ιδιοκτήτης κυρίως, που βρίσκεται μέσα στην αυλή του το μνημείο, διασκεδάζει με τη σειρά του να σπάει από καιρού εις καιρόν κομματάκια και να τα πουλάει στους τουρίστες». Λέει ότι σχεδιάζει να φέρει την επαύριο στρατιώτες για να κόψουν την κυκλοφορία στο δρόμο των εργασιών κι ακόμα να φέρει ζαπτιέδες (χωροφύλακες) να κοιμούνται στο σπίτι για να εμποδίσουν «την κακοβουλία να φθείρει περισσότερο αυτά τα αγάλματα» (ο.π., σ. 338).
Στις 2 Νοεμβρίου αρχίζουν από το πρωί, περιτριγυρισμένοι από ένα πλήθος «περίεργων γεμάτων κακοβουλία». Στις διαμαρτυρίες του ιδιοκτήτη του σπιτιού ο Miller τον στέλνει να πει τα παράπονά του στον πασά. Ο πασάς φτάνει με άμαξα και την έφιππη συνοδεία του. «Όλος ο κόσμος διαλύθηκε όπως πετά ένα σμήνος περιστέρια» (ο.π. σ. 339). Ο πασάς πιάνει από το Miller από το χέρι και τον ανεβάζει στην άμαξά του. Οι ναύτες ετοιμάζουν το όχημα για τη μεταφορά των αγαλμάτων. «Από εκείνη τη στιγμή, όλα μαθεύτηκαν παντού και ο πληθυσμός συνταράχθηκε με θαυμαστό τρόπο: κουτσομπολιά, λόγια, φλυαρίες, απίστευτες ασυναρτησίες. Όλοι οι ξένοι πρόξενοι έτρεξαν να τηλεγραφήσουν στην Κωνσταντινούπολη για να σταματήσουν την απομάκρυνση των αγαλμάτων». (ο.π., σ. 339). Στις 3 Νοεμβρίου, με τη βοήθεια ενός βαρούλκου, κατεβαίνει το πρώτο από τα τρία τμήματα του επιστυλίου «υπό το γενικό θαυμασμό». Οι γύρω στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι ασφυκτικά. «Οι στρατιώτες με τα μπαστούνια τους δυσκολεύτηκαν υπερβολικά για να συγκρατήσουν τους περίεργους, όμως έφτανε να σηκωθεί ο συνταγματάρχης: τότε έγινε το σώσε. Το θέαμα ήταν πρωτότυπο, έτρεχε ο ένας πάνω στον άλλο, έπεφταν στο ρείθρο του δρόμου, τι ιδιόρρυθμος λαός»! (ο.π., σ. 340).
Την επόμενη ημέρα, Σάββατο, είναι αργία για τον εβραϊκό πληθυσμό. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε το συνωστισμό στους δρόμους που οδηγούν στο θέατρο των εργασιών μας. Δεν υπήρχε τρόπος να περάσεις. Είναι ένα θέαμα που όλος ο κόσμος θέλει να δει. Εχθές, η κυρία Poncharra (η σύζυγος του προξένου) κι ένα πλήθος άλλες κυρίες ήρθαν για να δουν το κατέβασμα του δεύτερου μαρμάρινου κομματιού και της δεύτερης ομάδας αγαλμάτων (πεσσού)... Για να κάνουμε τους Εβραίους να οπισθοχωρήσουν, οι οποίοι ωστόσο φορούσαν τις καλές τους φορεσιές, μεταχειριστήκαμε κουβάδες νερό. Αρκέστηκαν να βγάλουν τους σκούφους τους και να βάλουν ένα μαντήλι στο κεφάλι. Την επόμενη εβδομάδα θα μεταφέρουμε από το πλοίο την πυροσβεστική αντλία και όπως υπάρχει πηγάδι στο σπίτι, θα καταβρέξουμε τους περίεργους, έτσι ώστε να τους κόψουμε την όρεξη» (ο.π., σ.342).
Στις 12 Νοεμβρίου έχει ολοκληρωθεί η μεταφορά των πεσσών στο αμπάρι του πλοίου. «Οι Τούρκοι λυσσομανούν πάντα, υπολογίζουν πάντα σε μια ακυρωτική διαταγή από την Κωνσταντινούπολη» (ο.π., σ. 345). Αναφέρει στη συνέχεια ένα περιστατικό που σχετίζεται πιθανώς με τις προλήψεις των Τούρκων για τους «Αγγέλους» (Suretler), όπως ονόμαζαν τις μορφές του μνημείου. «Ένας από αυτούς έπαιξε μια κωμωδία από τις πιο γελοίες. Ένας καβάσης, υπηρέτης, ήρθε δίπλα στο άγαλμα της Νίκης. Έκλαιγε και ήθελε να τη φιλήσει. Η ψάθα τύλιγε το άγαλμα σχεδόν ολόκληρο. Οι ναύτες είχαν αφήσει μόνο το πίσω μέρος του αγάλματος. Ο άνθρωπός μας μη βλέποντας άλλο πρόσωπο αποφάσισε και το φίλησε. Φαντάζεστε τα γέλια του κόσμου και τα γιουχαίσματα των ναυτών. Είναι ένα τρελός ή ηλίθιος» (ο.π., σ. 345).
Στις 9 του μηνός ο Miller ψάχνει για βουβάλια για να μεταφέρει τα αγάλματα στο λιμάνι. «Φτάνουν τέσσερα ζευγάρια που τα ζέψαμε, αφού τοποθετήσαμε την πρώτη ομάδα (πεσσών) στο όχημα που είχα φέρει από τη Θάσο. Δυστυχώς, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης είναι πολύ στενοί και εμφανίζουν γωνίες που είναι δύσκολο να στρίψεις. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ για να κάνουμε τη δουλειά μας. Οι δρόμοι έχουν φρικτό οδόστρωμα, έχει τρύπες παντού, μετά πρέπει κανείς να περάσει όλα τα παζάρια, να αποφύγει τα γωνιακά μαγαζιά κι αυτό με οκτώ βουβάλια στο ζυγό! Δεν καθαρίζουν ποτέ, πετούν τα ψόφια ζώα στους δρόμους, όπου σαπίζουν... Τέλος σε μιάμιση ώρα φτάσαμε στο λιμάνι... Δεν χρειάζεται να πούμε ότι έχουμε στην πλάτη όλο τον πληθυσμό, κι ότι οι ζαπτιέδες που μας συνοδεύουν δύσκολα τα βγάζουν πέρα» (ο.π., σ. 346).
Το ζήτημα που απασχολεί τώρα τον Miller είναι ο θριγκός. «H υπόθεση των αγαλμάτων πάει καλά, αλλά υπάρχουν άλλα μέρη του μνημείου που θα ήθελαν ολόκληρα στο Παρίσι. Η πρώτη σειρά λίθων του θριγκού είναι το μεγάλο πρόβλημα. Δεν υπάρχει τρόπος να βγει αν δεν κοπούν στα δυό τα τέσσερα κομμάτια που την απαρτίζουν». Ο Miller δεν δείχνει να προβληματίζεται καθόλου για το διαμελισμό του μνημείου, τον απασχολεί μόνο το τεχνικό κομμάτι. Στη συνέχεια αναφέρει μια έμπνευση της νύχτας για το πως να κόψει τα μάρμαρα εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα: «Πολύ απλά χρειαζόταν να μπουν τα μάρμαρα οριζόντια κατά τρόπο ώστε το μεγαλύτερο μέρος να αιωρείται στο κενό. Θα συγκρατούσαμε με σκοινιά τα δύο μέρη και με ένα σιδερένιο όγκο που θα τον αφήναμε να πέσει στο τμήμα που προεξείχε θα σπάζαμε το μάρμαρο στα δύο» (σ. 347). Πριν προχωρήσει, αποφασίζει να ζητήσει τα απαραίτητα εργαλεία για τη μεταφορά των μαρμάρινων όγκων από το ναύαρχο Aboville, διοικητή της γαλλικής ναυτικής μοίρας στον Πειραιά. Ο ναύαρχος του στέλνει ατμόπλοιο με 91 άνδρες και μηχανήματα.
Στη συνέχεια συναντά δυσκολίες με τα ζώα. Οι Βούλγαροι ιδιοκτήτες των βουβαλιών δεν συνεργάζονται με αποτέλεσμα «οι ζαπτιέδες ή οι στρατιώτες να αναγκάζονται πάντα να χρησιμοποιήσουν το μπαστούνι» (σ. 350). Επόμενο πρόβλημα είναι η λάσπη στο παζάρι που εμποδίζει τα ζώα να προχωρήσουν. Ο πασάς υπόσχεται να την καθαρίσει. Οι βροχές της Θεσσαλονίκης όμως δεν ξεπερνιούνται (σ. 350). Ο Miller αρχίζει να απογοητεύεται. «Δεν θα γράψω σήμερα στον αυτοκράτορα, γιατί δεν έχω τίποτα καλό να του αναγγείλω. Δεν θα ησυχάσω παρά μόνον όταν δω στο λιμάνι την πρώτη από τις τέσσερις μεγάλες πέτρες. Είναι μια δοκιμασία για την οποία έχω πολλές αμφιβολίες. Τι κλίμα αυτό της Θεσσαλονίκης! μια σχεδόν διαρκής υγρασία που με παγώνει»! (σ. 351).
Λίγες μέρες αργότερα φτάνει μήνυμα από την προστάτιδά του Μme Cornu, που παίζει το ρόλο του ενδιάμεσου στην επικοινωνία του με τον αυτοκράτορα: «βλέπω ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες δυσκολίες, αυτά που θα μεταφέρετε αρκούν». Ο Miller νιώθει απογοήτευση για τον άδικο κόπο (όχι όμως για το διαμελισμό του μνημείου) (σ. 355). Στη συνέχεια αποκαθηλώνει όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη της αριστερής πλευράς και το κιονόκρανο της τελευταίας κολώνας, που ανασκάπτει για να φανεί η βάση της και ο στυλοβάτης. «Είναι βέβαιο ότι δεν διασκεδάζει κανείς καταστρέφοντας τα θεμέλια ενός μνημείου, τα οποία σώζονται ίσως ακέραια. Ανασκάπτοντας και συνεχίζοντας θα ήταν εύκολο να βρεθεί η γενική κάτοψη. Όμως τι δυσκολίες! Πόση δουλειά, ιδίως αυτή την εποχή με τόσο κακό καιρό...» (σ. 357). Για τις κολώνες διαπιστώνει ότι η μόνη λύση για να μεταφερθούν είναι τα τις δέσει ο καπετάνιος στην κουβέρτα του πλοίου.
Στις 28 Νοεμβρίου με την προοπτική της επιστροφής φιλοσοφεί πάνω στην αρχαιολογική του αποστολή: «Αυτή η αρχαιολογική εκστρατεία που μόλις έκανα, μ’ έκανε να δω ότι ήμουν κατάλληλος γι’ αυτό το είδος της άσκησης... Αν η τύχη με είχε στείλει σε μια χώρα πλούσια σε ανεξερεύνητες αρχαιότητες, τι συγκομιδή θα είχα μαζέψει»! (σ. 359). Στις 4 Δεκεμβρίου, «οι υποθέσεις προχωράνε λίγο έως καθόλου». Ένα τηλεγράφημα της Μme Cornu του ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να του στείλει τίποτα και να αρκεστεί στα μηχανήματα που έχει. Ακολουθεί μια απίστευτη κρίση ειλικρίνειας: «Θα χρειαστεί λοιπόν να σπάσω τα μάρμαρα για να αποκατασταθεί η κυκλοφορία στο δρόμο, όμως τι αξιοθρήνητη αναγκαιότητα! Θα είχαμε πιο πολύ δίκιο να διαμαρτυρηθούμε για τη βαρβαρότητα. Θα ήταν καλύτερα να αφήναμε το μνημείο έτσι όπως ήταν και να αρκεστούμε στα αγάλματα. Το να το καταστρέψουμε, να αποκαθηλώσουμε όλα τα μάρμαρα που το απαρτίζουν, και μετά να τα κομματιάσουμε είναι πράξη ενός βανδάλου. Όλος ο κόσμος θα μας κατηγορήσει». (σ. 360). Οι μέρες περνούν, ο Miller αρχίζει να κάνει εκπτώσεις: «Aν μπορούσα μόνο να μεταφέρω τα μικρότερα μάρμαρα, θα ήμουν ευχαριστημένος και θα άφηνα, χωρίς πολλές τύψεις τα τέσσερα που είναι θηριώδη και τα οποία δεν μου φαίνεται ότι μπορούν να μεταφερθούν παρά μόνο με το μετόχλιστρο... Να τώρα τι έχω αποφασίσει αν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Θα απλώσω τα μάρμαρα κατά μήκος των τοίχων, έτσι ώστε να μην εμποδίζω την κυκλοφορία και θα τοποθετήσω τα τέσσερα μεγάλα σε μια πλατειούλα, εκεί κοντά. Επιστρέφοντας στο Παρίσι θα πω στον αυτοκράτορα ότι μπορούμε να πάμε να τα πάρουμε, αν θέλουμε, διαφορετικά, θα τα χαρίσω στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που χτίζουν στη γειτονιά και θα είναι ευχαριστημένοι που θα έχουν μάρμαρα να χρησιμοποιήσουν» (σ. 361).
Έτοιμος ψυχικά να αναχωρήσει, αναφωνεί «Τι κακόγουστο αστείο, αυτή η έκφραση «Ωραία Ανατολή»!... (σ. 362). Το τελευταίο γράμμα του Miller από τη Θεσσαλονίκη έχει ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου. Έχουν μεταφερθεί άλλα τρία «μικρά» μάρμαρα, τα κιονόκρανα, προβληματίζεται ακόμη για τα τέσσερα μεγάλα. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε με τα σχέδιά του.
Η θλιβερή λεηλασία αποσιωπήθηκε και ξεχάστηκε.
Ο Miller δεν ήταν αρχαιολόγος, αλλά ούτε είχε το απλό ενδιαφέρον να περιγράψει το μνημείο, να κρατήσει σημειώσεις για την ακριβή του θέση, να καταγράψει τα μέλη που αφαιρούσε και να τα αριθμήσει. Έτσι, στο Μουσείο του Λούβρου έφθασαν λίγα χρόνια αργότερα οι πεσσοί με τις ανάγλυφες μορφές και τα κιονόκρανα, ενώ μεταφέρθηκαν αργότερα από αποθήκες οι βάσεις των πεσσών, ένα τμήμα επιστυλίου και δύο τμήματα ζωφόρου. Δεν είναι γνωστό τι απέγιναν τα άλλα κομμάτια που αναφέρει ο Μiller στις επιστολές του.
Οι κίονες και τα μεγάλα κομμάτια του θριγκού φαίνεται ότι δεν μεταφέρθηκαν ποτέ. Η συνοικία Rogos και το σπίτι που βρίσκονταν οι Μαγεμένες καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1917, το ίδιο και ο ναός του Αγίου Νικολάου στο χτίσιμο του οποίου πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν τα ξεχασμένα μάρμαρα. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη τους.
Η θλιβερή αυτή λεηλασία, αντίθετα με την περίπτωση των Ελγινείων, αποσιωπήθηκε και ξεχάστηκε. Μόνο από τύχη μπορεί να πέσει κανείς στη μακρόστενη αίθουσα του Λούβρου όπου εκτίθενται οι πεσσοί με τις ανάγλυφες μορφές της Θεσσαλονίκης, χωρίς χώρο για να οπισθοχωρήσει και να δει έστω το σύνολο μετωπικά. Οι παλιοί μύθοι της πόλης έχουν ξεχαστεί και οι νέοι αστικοί μύθοι απεχθάνονται τη θλίψη της τουρκοκρατίας. Ίσως η αφορμή της εκατονταετηρίδας από την απελευθέρωση να είναι μια αφορμή αυτογνωσίας. Αν υπάρχει νόστος, οι γιατροί λένε πως θεραπεύεται, με την επιστροφή. Οι Θεσσαλονικείς, όλων των κοινοτήτων, αισθάνονταν τις Μαγεμένες δικές τους και αντέδρασαν στην αρπαγή τους όπως μπορούσαν. Ας τους τιμήσουμε γι’ αυτό το όχι, όταν οι νεότεροι συμπολίτες τους είπαμε τόσα ναι στην καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς από αδιαφορία.

* Η Ελένη Στούμπου-Κατσαμούρη σπούδασε αρχαιολογία στο Α.Π.Θ. και κινηματογράφο στο Παρίσι με το Jean Rouch. To 2007 κέρδισε το βραβείο μικρού μήκους στο φεστιβάλ της Μπεζανσόν (Γαλλία) για τον «Αμφορέα της Ελευσίνας» και το 2010 το ίδιο βραβείο στο αντίστοιχο φεστιβάλ της Αμιένης (Γαλλία) για το «Παράξενο πεπρωμένο της αρπαγείσας κόρης». Η τελευταία της δουλειά είναι ένα ντοκιμαντέρ για το λαϊκό μύθο που έδωσε στις Μαγεμένες το όνομά τους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου