Πέθανε χθες σε νοσοκομείο του Τόκιο
σε ηλικία 91 ετών, ο Χιρόο Ονόντα, ο αξιωματικός του Αυτοκρατορικού Στρατού της
Ιαπωνίας που έμεινε 29 χρόνια στο φυλάκιό του στη ζούγκλα σε νησί των
Φιλιππίνων επί 29 χρόνια, αρνούμενος να πιστέψει ότι ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος
τελείωσε μέχρι που εντοπίστηκε το 1974.
Χαμένος σε μία δίνη του χρόνου, ο
ανθυπολοχαγός Ονόντα ήταν ένας από τους τελευταίους που ζούσε στον κόσμο του
πολέμου: ένας στρατιώτης που πίστευε ότι ο αυτοκράτορας έχει θεία υπόσταση και
ότι ο πόλεμος είναι ιερή αποστολή· που επέζησε με μπανάνες και καρύδες και
ενίοτε σκότωνε χωρικούς που θεωρούσε εχθρούς· που τελικά επέστρεψε στην
εξιδανικευμένη χώρα του χαρτιού και του ξύλου, η οποία είχε μεταβληθεί σε ένα φουτουριστικό
κόσμο ουρανοξυστών, τηλεόρασης, αεριωθούμενων, μόλυνσης και ατομικής
καταστροφής.
Η ιαπωνική ιστορία και λογοτεχνία
βρίθουν από ήρωες που παρέμειναν πιστοί σε μία προσπάθεια, ειδικά εάν ήταν ήδη
χαμένη ή χωρίς ελπίδα. Ο ανθυπολοχαγός Ονόντα, ένας μικρόσωμος, σκληρός άνδρας
με αξιοπρεπείς τρόπους και στρατιωτικό παράστημα, έμοιαζε σε πολλούς σαν
σαμουράι από το παρελθόν, όταν έδινε το σπαθί του σαν ένδειξη παράδοσης στον
πρόεδρο των Φιλιππίνων Μάρκος, ο οποίος και του το επέστρεψε.
Κατά την επίστροφή του, θορυβώδη
πλήθη, πανηγυρικές παρελάσεις και ομιλίες αξιωματούχων γέμισαν το έθνος του με
περηφάνεια που είχε λείψει σε πολλούς Ιάπωνες από την επομένη του πολέμου, παρά
την αύξηση της ευμάρειας και του καταναλωτισμού. Ο Γολγοθάς των στερήσεων που
αντιμετώπισε μπορεί να έμοιαζε άσκοπος στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αλλά
στην Ιαπωνία ήταν μία συγκινητική υπενθύμιση δύο σωτήριων αξιών, της αίσθησης
του καθήκοντος και της επιμονής.
Έγινε με μία απλή διαταγή. Όπως
αναφέρει στα απομνημονεύματά του, η τελευταία διαταγή που έλαβε ο Ονόντα στις
αρχές του 1945 ήταν να παραμείνει στη θέση του πολεμώντας. Πιστός στον
στρατιωτικό κώδικα τιμής που τον δίδαξαν, ότι ο θάνατος είναι προτιμώτερος της
προδοσίας, παρέμεινε στο νησί Λουμπάνγκ, 93 μίλια νοτιοδυτικά της Μανίλα, όταν
οι ιαπωνικές δυνάμεις αποχώρησαν εν όψει της αμερικανικής επέμβασης.
Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας τον
Αύγουστο, χιλιάδες ιάπωνες στρατιώτες είχαν διασκορπιστεί σε περιοχές της
Κίνας, της νοτιοανατολικής Ασίας και του δυτικού Ειρηνικού. Πολλοί
αιχμαλωτίστηκαν ή επέστρεψαν, ενώ εκατοντάδες προτίμησαν να κρυφτούν αντί να
παραδοθούν ή να αυτοκτονήσουν. Πολλοί πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες.
Λίγοι επιζώντες αρνήθηκαν να πιστέψουν το τέλος των πολέμων, όπως το
περιέγραφαν τα φυλλάδια που διασκορπίζονταν από τους δυτικούς ή ανακοινώνονταν
από τα ραδιόφωνα.
Ο ανθυπολοχαγός Ονόντα ήταν
αξιωματικός πληροφοριών εκπαιδευμένος στον ανταρτοπόλεμο. Όταν τρεις άλλοι
στρατιώτες βρήκαν τέτοια φυλλάδια, θεώρησε ότι ήταν μέρος της εχθρικής προπαγάνδας.
Έχρισαν καταφύγια από μπαμπού, έτρωγαν μπανάνες, καρύδες και ρύζι που έκλεβαν
από ένα χωριό και σκότωναν αγελάδες για κρέας. Παρά το ότι υφίσταντο την
τροπική ζέστη, τους αρουραίους και τα ποντίκια, συνέχισαν να συντηρούν
αποτελεσματικά τις στολές τους και τα όπλα τους.
Θεωρώντας ότι βρίσκονται σε πόλεμο,
απέφευγαν τις μονάδες έρευνας Αμερικανών και Φιλιππινέζων και επιτίθεντο σε
ντόπιους που εκλάμβαναν ως αντάρτες του εχθρού· περίπου 30 κάτοικοι σκοτώθηκαν
σε συγκρούσεις με τους Ιάπωνες τα χρόνια εκείνα. Ένας από τους στρατιώτες
παραδόθηκε στους Φιλιππινέζους το 1950 και άλλοι δύο σκοτώθηκαν από
αστυνομικούς που αναζητούσαν δραπέτες, ένας το 1954 και άλλος ένας το 1972.
Ο τελευταίος επιζών, ο ανθυπολοχαγός
Ονόντα -επίσημα θεωρούμενος νεκρός από το 1959- εντοπίστηκε από τον Νόριο
Σουζούκι, έναν φοιτητή που τον αναζητούσε, το 1974. Ο ανθυπολοχαγός Ονόντα
απέρριψε την πρότασή του να επιστρέψει στην πατρίδα, επιμένοντας ότι ακόμη
περιμένει διαταγές. Ο Σουζούκι επέστρεψε με φωτογραφίες και η ιαπωνική κυβέρνηση
έστειλε αντιπροσωπεία, μαζί με τον αδερφό του και τον πρώην διοικητή του, ώστε
να τον απαλλάξουν επισήμως από τα καθήκοντά του.
«Λυπάμαι που σας αναστάτωσα επί τόσο
μεγάλο διάστημα», είπε ο Ονόντα στον αδερφό του Τοσίρο.
Στη Μανίλα, ο Ονόντα με την λιωμένη
του στολή παρέδωσε στον Πρόεδρο Μάρκος το σπαθί του, ο οποίος του έδωσε χάρη
για τα εγκλήματα που διέπραξε όσο πίστευε ότι βρισκόταν ακόμη σε πόλεμο.
Ήταν ήδη εθνικός ήρωας όταν έφτασε
στο Τόκιο. Τον υποδέχθηκαν οι γέροι γονείς τους και ένα τεράστιο πλήθος με
σημαίες και έντονη συναισθηματική φόρτιση. Περισσότερο από τον πατριωτισμό ή
τον θαυμασμό για την αφοσίωσή του, η περιπέτειά του στη ζούγκλα που κυριάρχησε
επί ημέρες την ειδησεογραφία της χώρας, προκάλεσε κύματα νοσταλγίας και
μελαγχολίας σε ένα λαό που αναζητούσε βαθύτερα νοήματα στην μεταπολεμική του
ευμάρεια.
Ο 52χρονος ανθυπολοχαγός -ένα
φάντασμα του παρελθόντος με καινούργια μπλε στολή, στρατιωτικό κοντό κούρεμα
και λεπτό μουστάκι και μούσι- μίλησε πηγαία για το καθήκον και έμοιαζε να
ενσαρκώνει την αφοσίωση στις παραδοσιακές αξίες που πολλοί Ιάπωνες θεωρούσαν
ότι είχαν χαθεί.
«Υπήρξα τυχερός που μπόρεσα να
αφιερώσω τον εαυτό μου στο καθήκον, κατά τα χρόνια της νεότητας και της πυγμής
μου», όπως είπε. Ερωτηθείς τι είχε στο μυαλό του, όλα αυτά τα χρόνια στη
ζούγκλα, απάντησε: «τίποτε πέραν του να εκπληρώσω το καθήκον μου».
Σε κεντρικό της άρθρο η μεγαλύτερη
εφημερίδα του Τόκιο, η Mainichi Shimbun, έγραψε: «Σε αυτόν τον στρατιώτη,
επικράτησε το καθήκον έναντι της προσωπικής αντίληψης» Ο Ονόντα μας έδειξε ότι
υπάρχουν στη ζωή πολύ περισσότερα από την απλή υλική ευμάρεια και τις
προσωπικές επιδιώξεις. Υπάρχει η πνευματική πλευρά, αυτή που ίσως έχουμε
λησμονήσει».
Μετά το καλωσόρισμά του στην
Ιαπωνία, ο Ονόντα εξετάστηκε από γιατρούς και αποδείχθηκε ότι ήταν σε
εξαιρετικά καλή κατάσταση. Του αποδόθηκε σύνταξη στρατιωτικού και έκλεισε
συμβόλαιο 160.000 δολαρίων για να εκδοθούν τα απομνημονεύματά του, με τίτλο
«Καμία Παράδοση: Ο τριακονταετής πόλεμός μου». Καθώς η ιστορία του έγινε γνωστή
παγκοσμίως μέσα από βιβλία, άρθρα και ντοκιμαντέρ, προσπάθησε να επιστρέψει
στην κανονική ζωή.
Πήγε σε σχολή χορού, έκανε μαθήματα
οδήγησης, ταξίδεψε πέρα δώθε στα νησιά της Ιαπωνίας. Αλλά ένιωθε ξένος σε μία
ξένη χώρα, απογοητευμένος από τον υλισμό και συντετριμμένος από τις αλλαγές.
«Υπάρχουν τόσο πολλά ψηλά κτίρια και αυτοκίνητα στο Τόκιο», είπε. «Η τηλεόραση
μπορεί να είναι βολική, αλλά δεν έχει καμία επίδραση στη ζωή μου εδώ».
Το 1975 μετακόμισε σε μία ιαπωνική
παροικία στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, έγινε κτηνοτρόφος και το 1976 παντρεύτηκε
την Μάτσι Ονούκου, μία γιαπωνέζα δασκάλα της ιεροτελεστίας του τσαγιού. Το 1984
το ζευγάρι επέστρεψε στην Ιαπωνία και ίδρυσε την Σχολή Φύσης Ονόντα, μία
κατασκήνωση για νέους που δίδασκε τεχνικές επιβίωσης.
Το 1996 επέστρεψε στο νησί του
Λουμπάνγκ και έδωσε 10.000 δολάρια σε ένα σχολείο. Πρόσφατα, έζησε τόσο στην
Ιαπωνία όσο και στην Βραζιλία, όπου του απονεμήθηκε τιμητικά η υπηκοότητα το
2010.
Ο Χιρόο Ονόντα γεννήθηκε στις 19
Μαρτίου του 1922 στο Καϊνάν της Βακαγιάμα, στην κεντρική Ιαπωνία, ένα από τα
επτά παιδιά του Τανεχίρο και της Ταμάε Ονόντα. Στα 17, έπιασε δουλειά σε
εμπορική εταιρεία στην Γιουχάν της Κίνας, η οποία ήταν κατεχόμενη από τα
ιαπωνικά στρατεύματα από το 1938. Το 1942 κατετάγη στον ιαπωνικό στρατό,
επιλέχθηκε για ειδική εκπαίδευση και παρακολούθησε την Σχολή Νακάνο, το
στρατιωτικό κέντρο εκπαίδευσης για τους αξιωματικούς πληροφοριών. Εκπαιδεύτηκε
στον ανταρτοπόλεμο, και σπούδασε φιλοσοφία, Ιστορία, πολεμικές τέχνες,
προπαγάνδα και μυστικές επιχειρήσεις.
Στα τέλη του Δεκεμβρίου του 1944
μετατέθηκε στο Λουμπάνγκ, ένα νησί σε στρατηγικό σημείο, με μήκος 16 μίλια και
6 μίλια πλάτος, στην νοτιοδυτική ρότα προσέγγισης του Κόλπου της Μανίλα και του
νησιού του Κορέγκιντορ, με διαταγές να κάνει δολιοφθορές σε λιμενικές εγκαταστάσεις
και το αεροδρόμιο, προκειμένου να γίνει δυσκολότερη η επερχόμενη αμερικανική
επέμβαση. Ωστόσο, ανώτεροι αξιωματικοί στο νησί ακύρωσαν αυτές τις διαταγές και
έδωσαν προτεραιότητα στην εκκένωση του νησιού από τους Ιάπωνες.
Όταν αποβιβάστηκαν οι αμερικανικές
δυνάμεις και είχε φύγει ή σκοτωθεί και ο τελευταίος Ιάπωνας, ο ταγματάρχης
Γιοσίμι Τανιγκούτσι έδωσε στον ανθυπολοχαγό Ονόντα τις τελευταίες του διαταγές,
να παραμείνει πολεμώντας. «Μπορεί να πάρει τρία χρόνια, μπορεί να πάρει πέντε,
αλλά ότι και να γίνει θα επιστρέψουμε για σένα», υποσχέθηκε ο ταγματάρχης.
Εικοσιεννέα χρόνια αργότερα ο
αποστρατευμένος ταγματάρχης και πλέον βιβλιοπώλης επέστρεψε στο Λουμπάνγκ με
εντολή της κυβέρνησης να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Η Ιαπωνία είχε χάσει τον
πόλεμο, όπως είπε, έτσι ο ανθυπολοχαγός απαλλασσόταν από τα καθήκοντά του. Ο
καταρρακωμένος στρατιώτης χαιρέτισε και έβαλε τα κλάματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου