Τις γεννά ο φόβος για το άγνωστο, για οποιοδήποτε ανεξήγητο φαινόμενο
(φυσικό ή ανθρώπινο) που ο άνθρωπος δυσκολεύεται να εξηγήσει, όπως ο θάνατος, η
θεομηνία. Το μυστηριώδες ή ανεξήγητο φαινόμενο ως εκ τούτου αποδίδεται σε
υπερφυσικές δυνάμεις π.χ. δαίμονες, στοιχειά κ.α. που ο άνθρωπος προσπαθεί να
εξευμενίσει καταφεύγοντας σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Κλασικό παράδειγμα είναι ο χορός της βροχής που γινόταν από διάφορους
λαούς για να σταματήσει η καταστροφική για τα σπαρτά ανομβρία. Κανονικά οι
προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες θα έπρεπε να μειώνονται σε συνάρτηση με την
πολιτισμική και επιστημονική πρόοδο που συνεχίζει να δίνει απαντήσεις σε πολλά
από «τα μυστηριώδη φυσικά και ανθρώπινα φαινόμενα». Παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν
φαίνεται να συμβαίνει μιας και τόσο οι προλήψεις όσο και οι δεισιδαιμονίες είναι
κομμάτι της κουλτούρας μας. Πρόκειται επομένως για ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό
και μία διαχρονική γνώση που δύσκολα θα σταματήσει να μεταφέρεται από γενιά σε
γενιά.
Πώς μπορεί να συνδέονται η πίστη σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες με τον
φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο και την τάση του να νοηματοδοτεί τα πάντα; Θα
μπορούσε η πίστη στις δεισιδαιμονίες να λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας
απέναντι στο άγχος που μας προκαλεί η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που υπάρχουν
στην πορεία της ζωής;
Εξαιτίας των αμέτρητων κινδύνων της καθημερινότητας και της αδυναμίας
του, ο σύγχρονος άνθρωπος εξακολουθεί να είναι δέσμιος ανεξήγητων φαινομένων
και να διαβλέπει με φόβο κακοτυχίες, αποτυχίες, ασθένειες και ένα σωρό άλλα
δυσάρεστα συμβάντα που μπορεί να προκύψουν σε κάθε του βήμα. Η πίστη του σε
προλήψεις και δεισιδαιμονίες τον βοηθά να νοηματοδοτεί τέτοια φαινόμενα και να
ανακουφίζεται, έστω και προσωρινά, από την ανασφάλειά του.
Ακόμα και σε δυνητικά ευχάριστες, αλλά απαιτητικές και αμφιβόλου
αποτελέσματος καταστάσεις, όπως σε μια συνέντευξη για δουλειά ή σε έναν
ποδοσφαιρικό αγώνα, προλήψεις, γούρια και φυλαχτά παρέχουν μια επιπρόσθετη
ασφάλεια στο ότι η πλάστιγγα θα γύρει προς όφελός μας. Κατά αυτή την έννοια οι
προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες είναι το αποτέλεσμα ψυχολογικών διεργασιών,
συμπεριλαμβανομένων της ανθρώπινης ευαισθησίας στη σύμπτωση, της έφεσής μας να
αναπτύσσουμε τελετουργικά που γεμίζουν το χρόνο μας (για να καταπολεμήσουμε τα
νεύρα μας, την ανυπομονησίας μας ή και τα δύο), των προσπαθειών μας να αντεπεξέλθουμε
στην αβεβαιότητα, της ανάγκης μας να έχουμε τον έλεγχο, της έμφυτης τάση μας να
ελαχιστοποιούμε τις αρνητικές εκβάσεις και να μεγιστοποιούμε τις θετικές.
Με ποιον τρόπο διασφαλίζει συναισθηματικά τον άνθρωπο η πίστη του στις
δεισιδαιμονίες και γιατί;
Χτυπάμε ξύλο για να ξορκίσουμε το κακό ή σκεφτόμαστε «μακριά από μας»,
φτύνουμε τον κόρφο μας μη μας ματιάσουν, μπαίνουμε με το δεξί κάθε πρωτοχρονιά
«να πάει καλά ο χρόνος». Τέτοιες πράξεις και σκέψεις άλλοτε γίνονται από
συνήθεια όντας μέρος της κουλτούρας μας και άλλοτε για να μας διασφαλίσουν
συναισθηματικά. Αυτό δεν είναι πρόβλημα εάν κατανοούμε πραγματικά την επίφαση
της ασφάλειας που μας παρέχουν. Όταν όμως όντως πιστεύουμε ότι τέτοια «κόλπα»
μπορούν να ρυθμίσουν ή να επηρεάσουν τα τεκταινόμενα, γινόμαστε δέσμιοι μιας
μοιρολατρικής στάσης και θέσης ζωής.
Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεισιδαιμονίες και προλήψεις εκτελούνται
σχεδόν υποχρεωτικά για να κατευνάσουν τις καταστροφολογικές σκέψεις και τα
δυσάρεστα συναισθήματα που εμπλέκονται στην πιθανότητα να συμβεί τελικά το κακό
που φοβόμαστε π.χ. να μας ματιάσουν, να μην πάει καλά η χρονιά. Η
συναισθηματική διασφάλιση που παρέχουν είναι προσωρινή, παρόλα αυτά και μόνο
αυτή η προσωρινή ανακούφιση αρκεί για να τις επαναλάβουμε.
Ένας άνθρωπος που λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο είναι πιθανό να
μπλεχτεί σε φαύλους κύκλους και να αναπτύξει ένα πλούσιο ρεπερτόριο προλήψεων
και δεισιδαιμονιών, κάτι που τον κάνει πιο επιρρεπή στην ανάπτυξη
ψυχοπαθολογίας σχετικής με το άγχος ή την κατάθλιψη, αφού για να πορευτεί στη
ζωή του βασίζεται περισσότερο σε εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. τύχη, μοίρα) παρά
στον εαυτό του.
Η πίστη σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες «μαρτυρά» μια μοιρολατρική στάση
απέναντι στη ζωή (με την έννοια ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να ορίζει την
τύχη του και την προσωπική του πορεία στη ζωή).
Ποια η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πίστη στις δεισιδαιμονίες και την
εικόνα του εαυτού;
Υπάρχει μια ψυχολογική έννοια που ονομάζεται κέντρο ελέγχου και
αναφέρεται στο γενικό χαρακτήρα των πεποιθήσεων των ανθρώπων για το τί
επηρεάζει τη ζωή τους. Διακρίνεται σε εσωτερικό και εξωτερικό κέντρο ελέγχου.
Όσοι έχουν υψηλό εσωτερικό κέντρο ελέγχου πιστεύουν ότι οι ίδιοι επηρεάζουν το
τί συμβαίνει στη ζωή τους περισσότερο από άλλους παράγοντες. Όταν κάποιος αισθάνεται
ότι ελέγχει το πεπρωμένο του είναι πιο ευαίσθητος στις πληροφορίες που λαμβάνει
από το περιβάλλον του, άρα μαθαίνει ευκολότερα και πιο αποτελεσματικά και
προσαρμόζει κατάλληλα τη μελλοντική του συμπεριφορά, παίρνει πρωτοβουλίες για
να αλλάξει ή να βελτιώσει την κατάσταση του και είναι ανθεκτικός στις επιρροές
των άλλων.
Στον αντίποδα, η πίστη σε δεισιδαιμονίες και σε προλήψεις σημαίνει ότι
κάποιος θεωρεί ότι αυτά που του συμβαίνουν είναι αποτέλεσμα της καλής ή της
κακής του τύχης. Θεωρεί δηλαδή, ότι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η τύχη και οι
σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή του, αλλά όχι τόσο ο ίδιος, είναι υπεύθυνοι για την
εξέλιξη της ζωής του. Το εξωτερικό κέντρο ελέγχου έχει συνδεθεί με
παθητικότητα, απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο και προσπάθεια να μετριάζει
κάποιος το βάρος των αποτυχιών του.
Τι φοβίες/ανασφάλειες μπορεί να κρύβει μια τέτοια στάση ζωής, από που
μπορεί να προέρχονται; Τι ρόλο παίζουν τα βιώματα της παιδικής ηλικίας σε σχέση
με αυτό και η σχέση μας με τους γονείς μας;
Η απόδοση των επιτυχιών μας σε εξωτερικούς παράγοντες συνδέεται με
μειωμένη αυτοεκτίμηση και αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας και συνακόλουθη
προσπάθεια του ανθρώπου να ελέγξει το περιβάλλον του χρησιμοποιώντας «μαγικούς»
τρόπους και όχι τις δικές του ικανότητες ή δεξιότητες. Το πρώτο μπορεί να
υποθάλπει καταθλιπτικού τύπου συμπτωματολογία και το δεύτερο να δημιουργήσει
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Οπωσδήποτε οι εμπειρίες μας, όχι όμως, μόνον αυτές που έχουμε στην πρώιμη
ζωή μας, αλλά σε όλο το μήκος της, επηρεάζουν τον τρόπο που κάποιος «διαβάζει»
την πραγματικότητα. Μέσα σ’ αυτές συγκαταλέγονται και οι σχέσεις με τους γονείς
μας, όπως επίσης και οι οδηγίες που έχουμε πάρει από αυτούς. Το πώς
διαμορφώνεται ο εαυτός μας επηρεάζεται άμεσα από το πώς ζήσαμε στην πρώτη
κοινωνική ομάδα που είναι η οικογένεια.
Οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις ή οι καυγάδες ανάμεσα στον πατέρα και τη
μητέρα, μπορούν να προκαλέσουν αίσθηση μιας περιρρέουσας ανασφάλειας στα παιδιά
που ενδεχομένως να προσπαθήσουν να ανακτήσουν τη σταθερότητα που τους
χρειάζεται για να εξελιχθούν ομαλά με «μαγικούς» τρόπους ή να αναζητούν οιωνούς
για επερχόμενα κακά σε άσχετα περιβαλλοντικά φαινόμενα. Επίσης, σε άλλη
περίπτωση είναι δυνατό ένα τέτοιο περιβάλλον να «εκπαιδεύσει» ένα παιδί να
αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως ανεπαρκή.
Παρόλ’ αυτά όλοι οι άνθρωποι που είχαν αρνητικές οικογενειακές εμπειρίες
και βιώματα δεν αναπτύσσουν οπωσδήποτε κάποια διαταραχή, επομένως είναι ασφαλές
να πούμε ότι το μοντέλο εξήγησης εμφάνισης των περισσότερων διαταραχών είναι
πολυπαραγοντικό. Έτσι κι εδώ, φαίνεται ότι γενετικοί και βιολογικοί παράγοντες
καθιστούν κάποιον ευαίσθητο στο να αναπτύσσει προβλήματα με το άγχος ή την
κατάθλιψη, ενώ μαθησιακοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες καθορίζουν τη μορφή
που θα πάρει η τελική κλινική εικόνα αν τελικά διαμορφωθεί κάποια διαταραχή.
Υπάρχει περίπτωση μια τέτοια συμπεριφορά να ενέχει μια άρνηση να
αντιμετωπίσουμε την ενήλικη πραγματικότητα κι αν ναι, από που πηγάζει μια
τέτοιου είδους άρνηση;
Δεν είναι τόσο άρνηση, όσο παραίτηση, που προέρχεται από την πεποίθηση
ότι δεν έχω την ικανότητα να παρέμβω στη ροή των γεγονότων της ζωής μου.
Πότε μια τέτοια συμπεριφορά γίνεται προβληματική;
Για να υπάρχει αρμονία, πρέπει να εξασφαλίζεται η ισορροπία. Όταν χάνεται
το μέτρο και πιστεύω ότι η ζωή μου καθορίζεται κυρίως από εξωτερικούς από μένα
παράγοντες, τότε δεν αναλαμβάνω δράση και γίνομαι παθητικός δέκτης των όσων μου
συμβαίνουν, Δεν πιστεύω ότι μπορώ να δράσω για να βελτιώσω τις συνθήκες της
ζωής μου, άρα χάνεται η αίσθηση ελέγχου που ασκώ. Αυτό μπορεί να κάνει κάποιον
να αισθάνεται θλίψη και αβοηθητότητα και έχει συνδεθεί με την εμφάνιση της
κλινικής κατάθλιψης.
Πώς πρέπει να μας αντιμετωπίσει το περιβάλλον μας σε περίπτωση που έχουμε
υιοθετήσει μια τέτοια συμπεριφορά; Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει μια έντονη
κριτική εκ μέρους του ή ο σαρκασμός του απέναντί μας;
Το «εκφραζόμενο συναίσθημα» αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική ενδοοικογενειακή
ατμόσφαιρα. Το «υψηλά» εκφραζόμενο συναίσθημα περιλαμβάνει συναισθηματική
υπερεμπλοκή, άσκηση κριτικής και εχθρότητα. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι το
περιβάλλον για να είναι υποστηρικτικό οφείλει να ασκεί κριτική στην
παρατηρούμενη συμπεριφορά του ατόμου και όχι στην προσωπικότητα του. Έτσι, η
άσκηση κριτικής δεν εκλαμβάνεται από τον πάσχοντα ως προσωπική απόρριψη, αλλά
αντίθετα βοηθά στην κινητοποίηση και ενισχύει τις θετικές και λειτουργικές
συμπεριφορές.
Σε γενικές γραμμές, σωστό είναι να ενισχύονται οι λειτουργικές και
επιθυμητές συμπεριφορές με θετικό τρόπο και να μην εκφράζονται αρνητικές κρίσεις
για το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου με εχθρικό τρόπο που δεν
βοηθούν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Πρακτικά, με ποιους τρόπους μπορούμε να βοηθήσουμε μόνοι μας τον εαυτό
μας να βάλει όρια στον εαυτό του ώστε η πίστη σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες
να μην εξελιχθεί σε εμμονή;
Το δυσφορικό συναίσθημα ή το έντονο άγχος θολώνει την κρίση και μας δίνει
μια αλλοιωμένη όψη της πραγματικότητας. Βλέπουμε τα πράγματα σαν μέσα από ένα
ζευγάρι μαύρα γυαλιά. Όλα παίρνουν το χρώμα των σκούρων φακών. Οφείλουμε να
κρατάμε μια στάση παρατηρητή στις συμπεριφορές και τις σκέψεις μας. Αυτό
προσφέρει μια αποστασιοποίηση. Τις περισσότερες φορές έχουμε την ικανότητα να
κρίνουμε ορθά για το αν κάποιες από τις σκέψεις ή τις συμπεριφορές μας έχουν
κάποια χαρακτηριστικά υπερβολής ή εμμονής και σε κάθε περίπτωση το πιο σωστό
είναι να ακολουθούμε το εσωτερικό μας κριτήριο με τη λογική να επαναφέρουμε τη
ζυγαριά σε κατάσταση ισορροπίας μετακινούμενοι προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Πρακτικά, μόλις αντιληφθώ ότι έχω γείρει τη ζυγαριά προς τη μία πλευρά,
πρέπει να μετακινήσω κάποιο βάρος προς την άλλη πλευρά, έτσι ώστε να επέλθει
ισορροπία. Αυτό γίνεται μέσω της τροποποίησης των δυσλειτουργικών συμπεριφορών
μου που συμπαρασύρει και τις αρνητικές σκέψεις μου.
Ποια είναι τα «σημάδια» που μπορούν να μας προειδοποιήσουν για το ότι δεν
μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνοι μας το πρόβλημα και ίσως είναι καλό να
επισκεφθούμε έναν ειδικό ψυχικής υγείας;
Στις περισσότερες περιπτώσεις που χρειάζεται να παρέμβει κάποιος ειδικός
είναι όταν η ζωή φαίνεται να χάνει το ρυθμό της και απλές καθημερινές
δραστηριότητες γίνονται πραγματικός αγώνας. Τόσο η κατάθλιψη, όσο και η
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που μπορεί να
συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο και απορροφούν την ενέργειά του σε τέτοιο βαθμό
που αυτός που υποφέρει δεν μπορεί να είναι λειτουργικός σε σημαντικούς τομείς
της ζωής του όπως η εργασία, οι κοινωνικές και οι διαπροσωπικές του σχέσεις.
Όταν κάποιος αισθάνεται ότι δεν έχει τη δύναμη να κινητοποιηθεί από μόνος
του ώστε να επιτύχει την εξισορρόπηση της ζυγαριάς, και παράλληλα παρατηρεί ότι
υποφέρει και δυσλειτουργεί, τότε οφείλει να ζητήσει εξειδικευμένη βοήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου