Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Η ΚΟΥΚΛΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ



Πάνε πολλά χρόνια πριν από σήμερα που συνέβη η ανεξήγητη αν και δηλωμένα, εθελούσια πτώση μιας κοπέλας, 24 ετών τότε, από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας της οδού Υμηττού 181 απέναντι από τον Προφήτη Ηλία. Ήταν η κόρη της αγαπημένης φίλης κας Φωτεινής Πριγγή, γόνος γνωστής οικογένειας της οποίας ξαφνικά και αναίτια πολλά άτομα χάθηκαν σε σύντομη περίοδο.
Μια πρώην άστεγη φιλοξενούμενη της κυρα Φώφης η κα Mαργαρίτα Χιώτη ήταν αυτής που η πείρα και η σχέση με την μαγεία και τον εσωτερισμό έδωσε το έναυσμα, ώστε να ανοιχτούν οι 18 βαλίτσες που ήταν στην αποθήκη και ήταν γεμάτες με παλιές κούκλες και παιχνίδια. Μερικά από τα οποία ήταν σχεδόν πατημένα στα 100 χρόνια, αν και ο αρχικός σκοπός ήταν η πώληση τους στο Θησείο, αλλά έτυχε μιας και το νέο μου κατάστημα για ονειροταξιδιώτες, το «καταφύγιο» ετοιμαζόταν και είχα για βιτρίνα τα είδη δώρων πίσω από τα οποία έκρυβα την πραγματική ιδιότητα του χώρου ως καταφύγιο βασανισμένων ψυχών και σταθμό ανεφοδιασμού των ταξιδιωτών των ονείρων, καθώς ανάμεσα στο καφέ και το κουλουράκι ξεδιπλώναμε ιστορίες από άγνωστους κόσμους και παράλληλα σύμπαντα. Εκείνο το απόγευμα το «καταφύγιο» ήταν κλειστό.
Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, καθόμουν στο γεμάτο πλούτο, σκόνη και εγκατάλειψη σαλόνι του τεραστίου σπιτιού, καθώς η Μαργαρίτα ετοιμαζόμενη για την βραδινή συνάντηση της με τις μάγισσες ένοιωσε πρώτη μια κρύα ξένη παρουσία στο μεγάλο σαλόνι. Με κοίταξε παραξενεμένη.  
-         Άνοιξες το air-condition, με ρώτησε κουνώντας τους ωμούς της στους οποίους είχε αισθανθεί το κρύο, το οποίο φανερώθηκε σαν ενόχληση στο αυχενικό.
-         Έχεις αυχενικό σύνδρομο, ρώτησα ξέροντας ότι οι μάγισσες πάντα παρουσιάζουν λόγω της αρνητικής συσσώρευσης εκεί, πρόβλημα που μερικές φορές γίνεται αρκετά σοβαρό.
-         Όχι, αλλά κάτι ένοιωσα... ένα κρύο και νόμιζα ότι εσύ... τέλος πάντων, είπε και ξεμάκρυνε προς τα δωμάτια, καθώς η κυρία Φώφη ήρθε στο χώρο και άρχισε να βάζει στο μεγάλο τραπέζι από γνήσια καρυδιά κούκλες παλιές πορσελάνινες με ταφτάδες και μουσελίνες, παλιές και φανερά ταλαιπωρημένες, διπλά στα χοντρά γερμανικά κρούσταλλα φορτώνοντας και άλλο το παραφορτώνω τραπέζι που είχε γίνει πια πάγκος παλαιοπωλείου.
Σηκώθηκα και πλησίασα να δω και να θαυμάσω την ομορφιά της τέχνης που είχαν αποτυπώσει στην πορσελάνη τεχνητές του περασμένου αιώνα. Φορέματα με πλούσιους ταφτάδες και φραμπαλάδες φανέρωναν κυρίες μιας άλλης εποχής, ομορφιά βγαλμένη από τα παραμύθια στην καθημερινή ζωή αν και τα χρώματα είχαν πια ξεθωριάσει και πατηθεί οι μπούκλες σε μερικές από αυτές, η ομορφιά ήταν ακόμα εκεί... Τότε μου ήρθε ένα παγωμένο κύμα και τα άντερα μου σφίχτηκαν στην επίθεση της αρνητικής πρόθεσης που ήταν πολύ έντονη ακόμα και για εμένα. Σαν κινηματογραφική ταινία στο μυαλό μου πέρασαν σκηνές αυτοκτονίας.
«Πήδα από το μπαλκόνι». σχεδόν άκουσα στα αυτιά μου τις λέξεις και ο σβέρκος μου πάγωσε, κάνοντας το κορμί μου να ανατριχιάσει από επάνω μέχρι κάτω.
Σαν να είχε κρυφτεί από ανθρώπινο χέρι, η κούκλα που είδα με κάποιο τρόπο είχε πέσει πίσω από ένα μεγάλο στρογγυλό κρυστάλλινο βάζο και ίσα που έβλεπα τα σατανικά της μάτια. Με προσοχή πήρα το βάζο από μπροστά της αποκαλύπτοντας την ολόκληρη -μόνο που δεν μου έφυγε από τα χέρια, όταν είδα το γυμνό της κορμί γραμμένο ολόκληρο με επωδές θανάτου -η κούκλα ήταν μια μηχανή θανάτου.... Ένα ψυχοφάγο πλάσμα που τρεφόταν από τον θάνατο και έφερνε το θάνατο...
Μου κόπηκε η φωνή από τον τρόμο και την επίθεση που ακολούθησε... Η κούκλα μόνο άψυχη δεν ήταν με τόσους πεθαμένους που είχε εγκλωβίσει στα μάγια της. Το κεφάλι μου μούδιασε και το μούδιασμα έγινε πόνος, ο πόνος έγινε απελπισία κάνοντας με να χάσω τον έλεγχο και παρ’ ολίγο τα λογικά μου. Σαν σε όνειρο είδα κάπου κάπως την Μαργαρίτα και την κυρα Φώφη πανικόβλητες να προσπαθούν να με συνεφέρουν, από ότι μετά έμαθα η Μαργαρίτα ούρλιαζε στα αυτιά μου το όνομα μου, αλλά δεν μπορούσα να την ακούσω, είχα χαθεί μέσα σε ένα γκρίζο μαύρο κενό...
Σαν από αναλαμπή, τρεκλίζοντας σηκώθηκα και αντίθετα από την παρόρμηση που είχα να πάω να πέσω από το μπαλκόνι, πήγα προς την τσάντα μου και με κόπο κατάφερα να ανοίξω το φερμουάρ της, ακόμα και οι πιο απλές καθημερινές κινήσεις γινόντουσαν με πολύ κόπο. Γιατί το μυαλό μου δεν λειτουργούσε σχεδόν καθόλου, ώσπου το χέρι μου έπιασε ένα κομμάτι μαύρης πέτρας που ήταν ριγμένο μέσα…
Σαν να ξύπνησα από έναν εφιάλτη καθώς έκλεισα το κομμάτι του κομήτη στο χέρι μου , με δύναμη πήγα και το κάρφωσα πάνω στο σατανικό αυτό πράγμα... Σαν έκρηξη στο μυαλό μου η δύναμη του σατανικού πράγματος εξασθένησε και τα μάγια λύθηκαν, μετατρέποντας την ζωντανή αυτή σατανική οντότητα σε ένα ακόμα άψυχο, μα επικίνδυνο παιχνίδι...
-         Τι θα κάνουμε με αυτό το πράγμα, ρώτησε η Μαργαρίτα δείχνοντας την κούκλα χωρίς να τολμά να την πιάσει στα χέρια της.
-         Αρκετό κακό έχει κάνει. Τώρα είναι καιρός να κοιμηθεί, απάντησα.
Η κούκλα θάφτηκε μαζί με το κομμάτι του κομήτη σε μεταλλικό κουτί σε μέρος που άνθρωπος δεν περνά.... Οι θάνατοι σταμάτησαν προσωρινά εκεί, μέχρι κάποιος ανόητος να την ελευθερώσει από τον ύπνο της...


https://www.facebook.com/tromosstinpoli/posts/1472422593001417:0

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου