Ο «ΠΑΠΠΟΥΣ» ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Ο ιερός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου, που
κοσμεί την κεντρική πλατεία της Κοζάνης, συμπληρώνει πλέον 3,5 αιώνες ζωής. Το
καμπαναριό της εκκλησίας είναι
πλέον το σήμα κατατεθέν της πόλης, σημείο αναφοράς και συνάντησης κατοίκων και
ξένων και κοσμεί σήμερα κάθε τι που αναφέρεται στην ιστορία και στην πορεία της
Κοζάνης στο χώρο και στο χρόνο.
Η ημέρα της γιορτής του αγίου (6 Δεκεμβρίου) είναι γενική αργία για την πόλη. Δημοτικά και ιδιωτικά
καταστήματα, όπως και σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες παραμένουν κλειστά,
δίνοντας στη μέρα εκείνη μια εντύπωση Κυριακής. Το προηγούμενο απόγευμα
τελείται στον ιερό ναό Μέγας Εσπερινός και την ημέρα της γιορτής, αμέσως μετά
την ολοκλήρωση της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας, πραγματοποιείται η περιφορά
της εικόνας του Αγίου Νικολάου στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, συνοδεία
πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, της ΠΑΝΔΩΡΑΣ και της μουσικής του στρατού,
τμημάτων της τοπικής εφορίας οδηγών και προσκόπων και φυσικά πλήθους κόσμου,
που γεμίζει ασφυκτικά και από νωρίς τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, για να
συμμετάσχει ευλαβικά στην περιφορά της εικόνας του προστάτη αγίου τους. Θα
πρέπει να υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός λόγος, συνήθως ασθένεια και μάλιστα βαριά,
για να μην παρευρίσκεται κάποιος στην περιφορά. Από την ημέρα καθιέρωσης του
Αγίου Νικολάου σε πολιούχου της Κοζάνης (9 Απριλίου 1953) δεν υπήρξε ούτε μία
χρονιά, που να μην πραγματοποιήθηκε, λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών ή άλλων
γεγονότων, η περιφορά της εικόνας την ημέρα της γιορτής του αγίου. Κι επειδή
τις μέρες εκείνες κάνει κρύο και ρίχνει συνήθως το πρώτο χιόνι του χειμώνα
-ούτε αυτό εμπόδισε ποτέ τον άγιο να τριγυρίσει και να ευλογήσει τους δρόμους
της πόλης του- οι γιαγιάδες λένε στα εγγονάκια τους πως σήμερα χιονίζει γιατί «ο
Αϊ-Νικόλας χτενίζει τα γένια του».
Η επιλογή του Αγίου Νικολάου ως προστάτη του νέου
ιερού ναού ήτανε μία προσωπική επιλογή του Κοζανίτη άρχοντα Χαρίση
Τράντα, ο οποίος επιστρέφοντας από τη Ρωσία, όπου επί χρόνια ζούσε δίπλα
σε κάποιον ευκατάστατο θείο του -αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ο οποίος τον
έχρισε μετά το θάνατό του γενικό κληρονόμο του- μαζί με το φιρμάνι (= σουλτανικό
διάταγμα) της άδειας ανέγερσης της νέας εκκλησίας, έφερε μαζί του και κάποιες
από τις εκεί συνήθειες. Ο Άγιος Νικόλαος, θαλασσινός άγιος για τους Έλληνες και
την ορθόδοξη παράδοση, είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους ορθοδόξους της Ρωσίας.
Ακολουθώντας πιθανώς αυτή την παράδοση, ο Τράντας τον επέλεξε και σαν προστάτη
άγιο της νέας εκκλησίας κι ας μην είχε εδώ θαλασσινούς να προστατέψει!
Η οικοδόμηση του νέου ιερού ναού ξεκίνησε το 16641, πριν ακόμα μεταφερθεί η έδρα της
Επισκοπής από τα Σέρβια στην Κοζάνη (αυτό τελικά συνέβη το έναν αιώνα αργότερα,
το 1745),
με πρωτοβουλία του Τράντα, ο οποίος πάσχισε πολύ για τον καλλωπισμό της πόλης.
Κατασκεύασε βρύσες σε διάφορα σημεία του οικισμού, φύτεψε αιωνόβια πλατάνια κι
έφτιαξε σκεπαστή αγορά. Είχε προηγηθεί, πάλι με δικές του ενέργειες, η
ανακήρυξη της Κοζάνης σε μαλικιανέ2, πέρασε δηλαδή στη δικαιοδοσία της
μητέρας του Σουλτάνου και στο πλαίσιο αυτών των προνομίων της παραχωρήθηκε από
την Υψηλή Πύλη η άδεια οικοδόμησης του νέου ιερού ναού.
Μια πληροφορία ότι στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερος
ναός, που κατεδαφίστηκε κάποια στιγμή το 17ο αιώνα (1600-1700) για
να χτιστεί στη θέση του η νέα εκκλησία, δεν επιβεβαιώνεται. Η ανέγερση του νέου
ιερού ναού αποφασίστηκε εξαιτίας της αύξησης του μεγέθους της πόλης, που τότε
βρισκόταν ακόμα στα πρώτα στάδια της ακμής της και του αριθμού των κατοίκων
της. Η θέση που κτίστηκε ο ναός, όπως ο Λιούφης αναφέρει3,
ήταν τότε δάσος και όλοι οι κάτοικοι βοήθησαν, όπως ο καθένας μπορούσε, με
χρήματα, αλλά και προσωπική εργασία, στην κατασκευή του. Οι περιστάσεις
επέβαλλαν οι εκκλησίες να μη τραβούν την προσοχή του κατακτητή, όσα προνόμια κι
αν είχαν οι πόλεις και γι’ αυτό το λόγο ο Άγιος Νικόλαος χτίστηκε χαμηλός και στην αρχή
τουλάχιστον χωρίς κωδωνοστάσιο.
Το 1721, με νέο φιρμάνι που οι Κοζανίτες
εξασφαλίζουν από την Υψηλή Πύλη για δήθεν επισκευές του ναού μετά από σεισμό, ο
ναός ανακαινίζεται εκ βάθρων (κατεδαφίστηκε και χτίστηκε ξανά όλη η εκκλησία,
σε μεγαλύτερες αυτή τη φορά, στις σημερινές της διαστάσεις). Οι εργασίες
ολοκληρώνονται το 1730, επί Επισκόπου Ζαχαρίου, με
την αγιογράφηση του ιερού ναού, έργο των Γιαννιωτών αδελφών Νικολάου
και Θεοδώρου.
Μέχρι το 1747 με 1750 τοποθετούνται το ιερό τέμπλο και
όλα τα υπόλοιπα ξυλόγλυπτα μέρη του ιερού ναού. Όλα σχεδόν τα ξυλόγλυπτα
καλύπτονται από λεπτό φύλλο χρυσού, ενώ τα φωτοστέφανα των κεντρικών μορφών των
τοιχογραφιών καλύπτονται από μονοκόμματες χρυσές πλάκες. Οι τοιχογραφίες του
γυναικωνίτη είναι μεταγενέστερες και άλλης τεχνοτροπίας, γεγονός που
επιβεβαιώνει την πληροφορία ότι ο γυναικωνίτης χτίστηκε κάποια χρόνια αργότερα
από τον κεντρικό ναό. Κατά μία πληροφορία αγιογράφος αυτού του τμήματος της
εκκλησίας ήταν ένας λαϊκός αγιογράφος από τη Σαμαρίνα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Μητροπολίτης
Φώτιος (1910-1923), σε μία προσπάθεια βελτιστοποίησης του ιερού ναού
και επίλυσης κάποιων σημαντικών προβλημάτων της κατασκευής του, ανέλαβε και
διάνοιξε με δική του ευθύνη, νέα παράθυρα στη νότια πλευρά της εκκλησίας, στο
ιερό βήμα και στην κεντρική κόγχη, κατεδάφισε το τοίχωμα που χώριζε το
γυναικωνίτη από τον ανδρωνίτη και επεξέτεινε τη δυτική πλευρά του ορόφου των
γυναικών, κατασκεύασε ή ίσως ανασκεύασε το βόρειο νάρθηκα και διάνοιξε το
κέντρο της οροφής, όπου και κατασκεύασε δύο ψευδοτρούλους (φανάρια). Η επέμβαση
αυτή του Φωτίου στον ιερό ναό θεωρείται εσφαλμένη ενέργεια, που ζημίωσε το ιερό
κτίσμα, ιδίως το άνοιγμα του παραθύρου στην κόγχη του ιερού βήματος, που
κατέστρεψε την τοιχογραφία της Πλατυτέρας και το άνοιγμα στο κέντρο της οροφής
για την κατασκευή των δύο ψευδοτρούλων, που κατέστρεψε την τοιχογραφία του
Παντοκράτορα. Η παράτολμη αυτή ενέργεια του Φωτίου, που άλλαξε ριζικά τη μορφή
του ιερού ναού, αν και κατακρίθηκε σφόδρα από μεγάλη μερίδα του χριστεπώνυμου
πλήθους της πόλης, ήταν ωστόσο αναγκαία, λόγω του χαμηλού της εκκλησίας και του
σκοτεινού εσωτερικού χώρου, που ταλαιπωρούσε τους ιερείς κατά την εξάσκηση των
ιερών καθηκόντων τους. Ο Φώτιος ήταν γέρος, με σοβαρά προβλήματα όρασης και ο
σκοτεινός Άγιος Νικόλαος τον ταλαιπωρούσε πολύ, κατά την τέλεση της Θείας
Λειτουργίας.
Στις 6 Νοεμβρίου 1926 ο ναός κηρύχτηκε
αρχαιολογικό διατηρητέο μνημείο και έκτοτε καμία αλλαγή εσωτερική ή
εξωτερική δεν μπορεί πλέον να γίνει και δεν έγινε στο ιερό κτίσμα, εκτός από
τις απαραίτητες και αναγκαίες εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
Συχνά κατά τη διάρκεια των χρόνων της λειτουργίας
του, φιλοξενώντας βασιλιάδες και σπουδαίους πνευματικούς και πολιτικούς ηγέτες,
ο ιερός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου έγειρε πολλές συζητήσεις περί
αντικατάστασης ή έστω επιδιόρθωσής του. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των
χρόνων της Τουρκοκρατίας, με ευθείς ή πλάγιους τις πιο πολλές φορές τρόπους, οι
Κοζανίτες κατάφερναν να εξασφαλίζουν από την Υψηλή Πύλη άδειες για την επισκευή
της εκκλησίας, αποβλέποντας στην κατεδάφιση του παλιού και στην ανέγερση νέου
ναού, συζητήσεις που συνεχίστηκαν και μετά το 1912 και την απελευθέρωση
της Κοζάνης. Το 1926 ο ναός κηρύχτηκε αρχαιολογικό διατηρητέο μνημείο, οπότε
κάθε σκέψη για κατεδάφιση και εκ νέου ανέγερσή του δεν μπορούσε πλέον να
πραγματοποιηθεί. Ωστόσο οι σκέψεις δημιουργίας νέου ναού συνεχίστηκαν, κυρίως
λόγω του χαμηλού της εκκλησίας και του σκοτεινού εσωτερικού χώρου, που
ταλαιπωρούσε τους ιερείς κατά την εξάσκηση των ιερών καθηκόντων τους. Οι
προσπάθειες αυτές έφτασαν σε ένα τελικό στάδιο το 1961 επί μακαριστού Μητροπολίτου
Διονυσίου και το έργο ανέγερσης νέου ναού, πάνω από τον παλιό
επρόκειτο να ξεκινήσει το 1970, δεν πραγματοποιήθηκε όμως ποτέ,
καθώς συντριπτικά μεγάλη μερίδα Κοζανιτών διαφώνησε, κυρίως για την τύχη του
καμπαναριού, διότι το πρόπλασμα που είχε εκτεθεί προέβλεπε την κατεδάφισή του
και την ανέγερση νέου, μικρότερου στο βορειοδυτικό άκρο του ναού.
Το 1986 πραγματοποιήθηκε η αποξήλωση, ο
καθαρισμός και η κατασκευή νέας στέγης και ο καθαρισμός των τοιχογραφιών, που
είχανε μαυρίσει από τα χρόνια και την αιθάλη των κεριών, που μέχρι πρόσφατα οι
πιστοί άναβαν μέσα στο ιερό ναό κι όχι στον πρόναο, όπως σήμερα συνηθίζεται. Η
αποκατάσταση του καμπαναριού άρχισε το 1995 με την ευθύνη του Δήμου
Κοζάνης και ολοκληρώθηκε κατά ευτυχή συγκυρία λίγο πριν τον
απρόσμενα μεγάλο για την περιοχή μας σεισμό των 6,6R της 13ης Μαΐου
1995.
ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Άδεια ανέγερσης κωδωνοστασίου δόθηκε το 1728
επί Σουλτάνου
Αχμέτ Γ΄ για ν’ αποκτήσει η εκκλησία «σήμαντρα σιδερένια και ξύλινα»4. Προγενέστερα, το 1721 με την ανακαίνιση (ή
μάλλον την εκ θεμελίων νέα ανέγερση) της εκκλησίας είχαν τοποθετηθεί σ’ αυτή
μεγάλες καμπάνες, αλλά ο ήχος τους ενοχλούσε τους μουσουλμάνους κατοίκους των
τριγύρω από την πόλη χωριών, οι οποίοι ζήτησαν και πέτυχαν την απαγόρευση της
κωδωνοκρουσίας5. Ένα σουλτάνικο
φιρμάνι του 1729, που σώζεται στη Δημοτική
Βιβλιοθήκη Κοζάνης, απαγορεύει στους Κοζανίτες να χρησιμοποιούν καμπάνες, αλλά
επιτρέπει τα σήμαντρα. Ωστόσο για πολύ λίγο χρόνο χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα
σήμαντρα. Η απαγόρευση σύντομα ξεχάστηκε και οι Κοζανίτες ξαναχτύπησαν τις δύο
βροντερές καμπάνες όταν, το 1730, ιστορήθηκε η εκκλησία. Από τότε
δεν φαίνεται να σταμάτησαν να χτυπούν οι καμπάνες στην Κοζάνη, τοποθετημένες αρχικά
σε ένα μικρό κωδωνοστάσιο δίπλα στην εκκλησία6.
Την εποχή που δεν επιτρεπόταν η κωδωνοκρουσία και καθώς ο ήχος των σημάντρων
δεν έφτανε αρκετά μακριά, οι πιστοί καλούνταν στις θείες λειτουργίες από το
νεωκόρο ή ειδικό κράχτη.
Το 1855 οι Κοζανίτες αποφασίζουν να
χτίσουν ένα ψηλό και επιβλητικό καμπαναριό, τετράγωνο, εμβαδού 42 m2,
ψηλότερο τότε και μέχρι πρόσφατα από κάθε άλλο κτίριο στην πόλη, με
προσανατολισμό τέτοιο ώστε κάθε μία από τις τέσσερις πλευρές του ν’ αντιστοιχεί
σ’ ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με 6 ορόφους και 26 μέτρα ύψος, για
την εποχή του πύργος σωστός, από τον κάλφα (= πρωτομάστορα) Ανδρέα
από τη Σέλιτσα
(= τη σημερινή Εράτυρα του Βοΐου), όπως μαρτυρεί και η επιγραφή στον
ανατολικό τοίχο του ισογείου, επάνω και δεξιά. Το καμπαναριό, που είναι από
τότε και μέχρι σήμερα εμφανές σημείο και σήμα κατατεθέν της Κοζάνης και δεν
κατάφεραν να λαβώσουν ή να ταράξουν ούτε ο πόλεμος του 1940, ούτε ο
βομβαρδισμός της πόλης από τα γερμανικά στούκας τον Απρίλη του 1941, που
ισοπέδωσε ολοκληρωτικά το δεύτερο όροφο του Δημαρχείου δίπλα, ούτε ο μεγάλος
σεισμός των 6,6R το Μάιο του 1995.
Το πρώτο μέρος του κωδωνοστασίου χτίστηκε, όπως βεβαιώνουν
και οι εγγράμματες αναφορές στις τέσσερις όψεις του, το 1855 με συνολικό κόστος 62.152
γρόσια και 37 παράδες, χρήματα που αρχικά είχαν συγκεντρωθεί για την
ανέγερση σχολείου και η παροχή τους στην κατασκευή του καμπαναριού ξεσήκωσε
πολλές διαμαρτυρίες. Στην κορυφή του τρούλου, αντί σταυρού, που απαγορευόταν
(αν και οι Κοζανίτες στην αρχή προσπάθησαν και για λίγο καιρό πέτυχαν να
παραβλέψουν την απαγόρευση7)
τοποθέτησαν ένα μεταλλικό περιστέρι με ανοιχτές φτερούγες, που από μακριά έδινε
την εντύπωση σταυρού.
Το 1904 οι Κοζανίτες καταφέρνουν, με τη
βοήθεια συνεισφορών συμπατριωτών τους της Θεσσαλονίκης -στη μακεδονική
πρωτεύουσα έδρευε πάντα, ακόμη και πριν την απελευθέρωση και μέχρι σήμερα, μία
πολυπληθής και ιδιαίτερα δραστήρια κοινότητα Κοζανιτών- να αποκτήσουν μία
τεράστια καμπάνα, βάρους πολλών οκάδων, την οποία βιαζόταν να τοποθετήσουν στο
κωδωνοστάσιο για να ακούγεται ο ήχος της από μακριά. Έστειλαν τότε επιστολή
προς τον Μητροπολίτη Κωνστάντιο, ο οποίος, σα μέλος της Ιεράς Συνόδου,
βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και τον πληροφορούσαν για τη
βιασύνη τους να τοποθετήσουν στο καμπαναριό τη νέα μεγάλη καμπάνα. Ο
Κωνστάντιος τους προέτρεψε να μη βιαστούν και να περιμένουν μέχρι να γυρίσει
και ο ίδιος στην Κοζάνη το Μάρτιο του 1905 για να είναι παρών στην
πρώτη κρούση της και ν’ αποφευχθούν πιθανόν δυσάρεστα επεισόδια από πλευράς των
Τούρκων της περιοχής.
Το πρώτο ρολόι του κωδωνοστασίου, μίας μόνο όψεως,
ήταν δωρεά του Ηλία Κουτσιμάνη και τοποθετήθηκε στην ανατολική πλευρά κάποια
στιγμή πριν το 1867 (χρονιά θανάτου του δωρητή του). Το 1939
προστέθηκε ο έβδομος όροφος, όπου και τοποθετήθηκε το νέο ρολόι τεσσάρων όψεων,
δωρεά του Κωνσταντίνου Μαμάτσιου, άξιου τέκνου και μεγάλου ευεργέτη της
πόλης. Από τότε οι Κοζανίτες χαριτολογώντας ονομάζουν το ρολόι τους Μαμάτσιο,
το όνομα δηλαδή του δωρητή του και περιμένουν με αγωνία, αλλά και αγαλλίαση
κάθε χτύπημά του. Οι πρώτοι χτύποι του νέου ρολογιού των τεσσάρων όψεων
ακούστηκαν στις 00:00 της 31ης Δεκεμβρίου 1939. Τον Απρίλιο
του 1941 μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (6
Απριλίου 1941) και τον βομβαρδισμό λίγες μέρες αργότερα της Κοζάνης (10 Απριλίου 1941), ο
πρώτος όροφος του Δημαρχείου δίπλα καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Από τα θραύσματα
η ανατολική και η νότια πλευρά των τριών πάνω ορόφων του κωδωνοστασίου υπέστη
επιπόλαια, ανεξίτηλα ωστόσο, τραύματα, το ίδιο όμως παρέμεινε ακλόνητο.
Την ώρα του βομβαρδισμού, το απόγευμα της Πέμπτης
10 Απριλίου 1941, προπαραμονή της γιορτής του Λαζάρου, στην
εκκλησία τελούνταν εσπερινός κι ήταν κατάμεστη από κόσμο. Παρότι ο πρώτος
όροφος του Δημαρχιακού Μεγάρου επλήγει από τις βόμβες και καταστράφηκε
ολοκληρωτικά, κανένα από τα θραύσματα δεν έπληξε το κωδωνοστάσιο ή τον ιερό ναό
του Αγίου Νικολάου και οι κάτοικοι μίλησαν αμέσως για το θαύμα του «παππού»
τους Αϊ-Νικόλα, που άπλωσε το χέρι του και προστάτεψε την πόλη, όπως την
προστάτευε πάντα και δεν άφησε ποτέ ούτε Οθωμανούς, ούτε Εβραίους ή άλλους προδότες
και αλλόθρησκους να εγκατασταθούν στην Κοζάνη, ούτε φυσικές καταστροφές ή ανθρώπινες
λεηλασίες να την καταστρέψουν.
Ο Άγιος Νικόλαος αναγνωρίσθηκε ως πολιούχος της πόλης
της Κοζάνης με το Βασιλικό Διάταγμα της 9ης Απριλίου 1953 και φέρει
όλα αυτά τα χρόνια της συνύπαρξής μας τον τίτλο του στοργικού και πάντα
προστάτη παππού της Κοζάνης.
1
Σύμφωνα με μαρτυρία που διασώζεται στο ανέκδοτο χειρόγραφο οθωμανικό φορολογικό
κατάστιχο Mufassal tahrir defteri αρ.385, που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη
«Κύριλλος
και Μεθόδιος» της Σόφιας στη Βουλγαρία, καταγράφονται τα φορολογικά
έσοδα ενός οικισμού με το όνομα Κιρτόρνη ή Κριτόζιλη ή Άγιος Νικόλας στον καζά
Σερβίων. Το χωριό αυτό εκτείνονταν στην κοιλάδα του μέσου Αλιάκμονα στην
αριστερή του όχθη από το Σαρτακλή (σημ. Σπάρτο) ως το Ακσακλή (σημ. Λεύκαρα),
στην περιοχή των σημερινών οικισμών Σπάρτο, Πύργος, Ανατολή, Βαθύλακκος,
Μεσιανή, Ροδίτης, Λεύκαρα. Το χωριό εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του υπό
άγνωστες συνθήκες για να εγκατασταθούν εκεί Γιουρούκοι και ραγιάδες Τούρκοι
έποικοι. Η διπλή ονομασία του οικισμού πιθανότατα σημαίνει ότι το πρώτο ήταν το
όνομα του οικισμού (τοπωνύμιο) και το δεύτερο το όνομα του πολιούχου αγίου, του
οποίου ο ναός θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, για να δώσει ένα δεύτερο όνομα στον
οικισμό. Ίσως οι κάτοικοι της Κιρτόρνης (ή ένα μέρος τους), εκδιωκόμενοι από τον
οικισμό τους με την άφιξη των Γιουρούκων και των Ραγιάδων, να κατέφυγαν στην
Κοζάνη. Εκεί εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους προϋπάρχοντες μικροοικισμούς της
περιοχής σχηματίζοντας τον κεντρικό πυρήνα της μετέπειτα πόλης γύρω από έναν
αρχικό ναό του Αγίου Νικολάου, τον οποίο έχτισαν αφιερώνοντάς τον στο όνομα του
εφεστίου αγίου του οικισμού προέλευσης τους. Αν συνέβησαν αυτά, ο ναός του
Αγίου Νικολάου Κοζάνης πρωτοκτίστηκε κατά τον 15ο αιώνα και η
ανέγερσή του το 1664 μετά από την άδεια που εξασφάλισε ο Χαρίσης Τράντας, όπως
ο Παναγ. Λιούφης και οι μετέπειτα ερευνητές αναφέρουν, θα ήταν ανέγερση
μεγαλύτερου στη θέση του παλαιότερου και προφανώς φθαρμένου, λόγω παλαιότητας ναού.
Η παραπάνω υπόθεση ωστόσο παραμένει προς το παρόν ατεκμηρίωτη. (Γεωργίου
Τσότσου. Οι οικισμοί της περιοχής
Κοζάνης-Σερβίων σε κατάστιχο του 1528. ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ, Ιούνιος 2010, αρ.τ: 64, σελ. 60-97).
2 «Η Κοζάνη κατά το Διάταγμα υπήγετο εις τας κώμας
και πόλεις τας υπό την δικαιοδοσίαν και προστασίαν της Σουλτανομήτορος· ην δηλ.
Μαλικιανές. Το διάταγμα εχορήγει
προνομίας τη πόλει, ας εκ των παραδόσεων των αρχαιοτέρων παρελάβωμεν»
(Παναγ. Ν. Λιούφη. Ιστορία της Κοζάνης, σελ. 45).
3 «Εκ του δάσους δε, όπερ ην κατά τον ναόν του αγ. Νικολάου, υλοτόμησαν οι εκ Κτενίου
έποικοι εις ανέγερσιν οικιών». (Παναγ. Ν. Λιούφη, όπ.π., σελ. 46).
6
Μιχ. Παπακωνσταντίνου. Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία-Ιστορία
της Κοζάνης (1400-1912), σελ: 43-46.
7 Οι Κοζανίτες, όταν έχτισαν το καμπαναριό, παρέβλεψαν
την παραπάνω απαγόρευση και τοποθέτησαν στην κορυφή του κανονικά σταυρό,
γεγονός που όταν αντιλήφθηκε το μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής, δεν
μπορούσε φυσικά να ανεχτεί. Διαμαρτυρήθηκε έντονα και απαίτησε να κατέβει
αμέσως ο σταυρός. Έτσι, ύστερα από πιέσεις και διαμαρτυρίες του Αγά του
Μπουτζακίων προς την Τουρκική διοίκηση, οι Τούρκοι κατάφεραν να κατεβάσουν το
σταυρό από τον τρούλο του κωδωνοστασίου, με την προϋπόθεση όμως, που οι Κοζανίτες
τους έθεσαν, να χτυπούν ελεύθερα οι καμπάνες. (Γιώργου Χαρισίου Παφίλη. Το χτύπημα της καμπάνας στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας. ΠΡΩΙΝΟΣ
ΛΟΓΟΣ, 23 Δεκεμβρίου 2005, σελ: 8-9).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου