Η δολοφονία του Γεωργίου του Α΄
(Θεσσαλονίκη – 1913)
της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Τρεις μόλις μέρες μετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης από τον τουρκικό ζυγό τον Οκτώβριο του 1912 ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄
μαζί με τη σύζυγό του βασίλισσα Όλγα εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της
Μακεδονίας, προκειμένου να κατοχυρώσει με την παρουσία του στην πόλη την
ελληνική κατοχή και να στεριώσει με το κύρος του την ένωση της Βορείου Ελλάδος με
την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο βασιλιάς φιλοξενήθηκε στην πολυτελή έπαυλη του Κλέωνα Χατζηλαζάρου,
αρχοντικό του 1890 στην πανέμορφη, μακριά από το κέντρο οδό Εξοχής, στο δρόμο που
φέρει σήμερα το όνομά του.
Λίγους μήνες μετά, την Τρίτη 5 Μαρτίου
1913 ο Γεώργιος, προγευματίζοντας με το φίλο και βιογράφο του Βάλτερ Κρίστμας, εξέφρασε
την επιθυμία του να παραιτηθεί από το θρόνο υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Πίστευε ότι είχε έρθει ο καιρός να αναλάβει τη βασιλεία ο γιος του, που μετά
από τις ένδοξες νίκες του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους είχε
πλέον καταξιωθεί στη συνείδηση του έθνους. Άλλωστε, τον ερχόμενο Οκτώβριο ο
Γεώργιος θα έκλεινε πενήντα χρόνια στον ελληνικό θρόνο από το 1863 που ανέλαβε,
μετά την έξωση του Όθωνα, τον ελληνικό θρόνο, ο μακροβιότερος βασιλιάς που
πέρασε από τη νεότερη ελληνική ιστορία. Τότε, στις 26 Οκτωβρίου, μετά τον
εορτασμό των πενήντα χρόνων βασιλείας του, σχεδίαζε να παραιτηθεί υπέρ του γιου
του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Το απόγευμα της 5ης Μαρτίου, είτε θέλοντας
να επισκεφτεί για λόγους εθιμοτυπικούς το Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν, είτε ακολουθώντας
τη συνήθεια του καθιερωμένου απογευματινού περιπάτου του στην παραλία της πόλης,
κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του
ταγματάρχης Φραγκούδης και δύο Κρητικοί χωροφύλακες που ακολουθούσαν λίγο πιο
πίσω. Βαδίζοντας επί της οδού Εξοχής, με κατεύθυνση προς τον Λευκό Πύργο, λίγο
πριν την οδό Αγίας Τριάδας, η συζήτηση των δύο ανδρών ήταν γύρω από την
βιογραφία του που ετοίμαζε ο Κρίστμας.
Περνώντας έξω από ένα μικρό κατάστημα, συζητώντας και
με απλούς πολίτες που συναντούσε στο δρόμο, γύρω στα διακόσια πενήντα βήματα
από το γενικό προξενείο της Αυστροουγγαρίας, ένα άτομο, που στεκόταν στην άκρη
του δρόμου, έτρεξε πίσω του και πυροβόλησε με ένα μικρό μαύρο περίστροφο το
βασιλιά στο μέρος της καρδιάς. Ο Γεώργιος έκανε μερικά βήματα τρικλίζοντας κι
έπεσε πάνω στην πόρτα του καταστήματος που άνοιξε από το βάρος του, ενώ οι
θαμώνες βιάστηκαν να τον βοηθήσουν.
Ο δολοφόνος προσπάθησε να διαφύγει προς τη θάλασσα,
αλλά τον πρόφτασε ο Φραγκούδης κι ας προσπάθησε να πυροβολήσει κι εκείνον και
αφού τον αφόπλισε, τον παράδωσε στους χωροφύλακες. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς,
σαστισμένος από το αναπάντεχο κακό. Μερικοί στρατιώτες και κάποιοι χωροφύλακες
σήκωσαν το βασιλιά στα χέρια και πήραν το δρόμο για το νοσοκομείο, ενώ σε λίγο
τους πρόλαβε ένα αυτοκίνητο. Ο Γεώργιος όμως, βαριά χτυπημένος, ξεψύχησε πολύ
πριν φτάσουν στο νοσοκομείο. Η σφαίρα, σύμφωνα με την έκθεση του ιατροδικαστή,
μπήκε από την κάτω δεξιά γωνία της ωμοπλάτης και βγήκε δια μέσου του στέρνου,
τέσσερα εκατοστά πάνω από την ξιφοειδή απόφυση, διαπερνώντας την καρδιά.
Αμέσως η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα
καταστήματα έκλεισαν και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Η
είδηση της δολοφονίας του βασιλιά, ενός από τους πιο αγαπητούς βασιλείς του
ελληνικού έθνους, προκάλεσε ξάφνιασμα, παγωμάρα και οργή σε όλο το λαό. Στρατιώτες
και χωροφύλακες πίστεψαν αρχικά ότι ήταν έργο βουλγαρικό. Αν απλωνόταν και στο
λαό αυτή η υποψία, τότε με την παραμικρή αφορμή όλοι θα στρεφόταν κατά των
Βουλγάρων στρατιωτών, που από τη μέρα της απελευθέρωσης της πόλης είχαν
στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλονίκη, εποφθαλμιώντας πάντα την πόλη και ελπίζοντας σε
μία νέα βουλγαρική κατάκτησή της. Την κατάσταση έσωσε ο πρίγκηπας Νικόλαος,
στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, που έδωσε εντολή να ανακοινωθεί στο
λαό ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας, κάποιος αναρχικός παράφρων, όπως έγραψε και
στο ημερολόγιό του για το θάνατο του πατέρα του. Και η ενέργεια του αυτή
πρόλαβε τραγικές και μοιραίες εξελίξεις.
Η είδηση της δολοφονίας του Γεωργίου έφτασε στην
Αθήνα αργά το ίδιο βράδυ, με τηλεγράφημα του πρίγκιπα Νικολάου, προς τον
πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πρωτεύουσα αναστατώθηκε, μόλις μαθεύτηκε η θλιβερή
είδηση της δολοφονίας του αγαπημένου βασιλιά από έναν «αλήτη, φθισικό και ανισόρροπο»,
όπως έλεγαν οι πρώτες πληροφορίες. Ο Βενιζέλος αμέσως,
κάλεσε τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και τους ανακοίνωσε επίσημα το
γεγονός. Με έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως έγινε η
αναγγελία του θανάτου του βασιλιά προς τον ελληνικό λαό. Σε ολόκληρη τη χώρα
για πολλές μέρες επικράτησε θλίψη, συγκίνηση και αναστάτωση.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος από τα Ιωάννινα όπου
βρισκόταν και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το Αργυρόκαστρο, πληροφορήθηκε το
θάνατο του πατέρα του από τον αρχηγό του επιτελείου Βίκτωρα Δούσμανη. «Συνεκινήθη
πολύ, έκλαυσε και έμεινε σιωπηλός», γράφει ο Δούσμανης. Αμέσως
αναχώρησε για την Αθήνα, αφού παρέδωσε τη διοίκηση του στρατού της Ηπείρου στον
υποστράτηγο Δαγκλή, «συγκινημένος και ωχρός», ενώ οι πάντες
τον συλλυπούνταν, αλλά και τον συνέχαιραν. Ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε βασιλιάς της Ελλάδος σε
έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής το πρωινό της 8ης Μαρτίου και αμέσως
αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, με την ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ, τη βασιλική θαλαμηγό για να
παραλάβει τη σορό του πατέρα του.
Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες
εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Θεσσαλονίκη. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά συνοδευόμενη
από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τη βασιλική οικογένεια και στις 20 Μαρτίου
κηδεύτηκε στο βασιλικό ανάκτορο του Τατοΐου Την εκφορά της σορού, που έγινε με
όλες τις τιμές, παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Ήταν η πρώτη φορά που η Αθήνα σαν
πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους γνώριζε τέτοια κοσμοσυρροή. Όλη η πρωτεύουσα
είχε πλημμυρίσει από ανθρώπους οι οποίοι, παρά τη γενικότερη διάθεση χαράς μετά
την πρόσφατη νίκη στους βαλκανικούς πολέμους και την εμπιστοσύνη που τους
ενέπνεε ο νέος βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσαν να κρύψουν τη θλίψη τους
για την απώλεια ενός συνετού και σώφρονος εστεμμένου, ο οποίος γνώριζε άριστα
τους Έλληνες και πάσχισε για το καλό της χώρας, αν και συχνά παρεξέκλινε από το
αυστηρό πνεύμα της κοινοβουλευτικής βασιλείας.
Αρχικά όλοι πίστεψαν ότι πίσω από το δολοφόνο του
βασιλιά Αλέξανδρο Σχινά κρυβόταν η Βουλγαρία. Λιγότεροι έβλεπαν γερμανικό
δάκτυλο, ενώ υπήρχαν και άλλοι που πίστευαν ότι ο Σχινάς ήταν απλά παράφρων. Το
μυστήριο που σκέπαζε τη δολοφονία του Γεωργίου, δεν έμελε να ξεδιαλύνει στα
χρόνια που ακολούθησαν. Στην αρχή ο Σχινάς, το μόνο που δήλωσε, ήταν ότι ήταν
σοσιαλιστής. Μετά άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς.
Ενοχοποιούσε Γερμανούς πράκτορες και τον ίδιο το Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν
προχωρούσε σε αποκαλύψεις κι ας έλεγε πως υπήρχαν άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά
και πιο υψηλά πρόσωπα πίσω από τη δολοφονία. Δέχτηκε να αποκαλύψει τα πρόσωπα
αυτά μόνο στη βασίλισσα Όλγα, η οποία ήρθε στο Διοικητήριο κι έμεινε ώρες μαζί
του. Τον επισκέφτηκε δύο ή τρεις φορές και την τελευταία φορά που έβγαινε από
το δωμάτιο που ο Σχινάς κρατούνταν, λένε όσοι τη συνάντησαν, πως ήταν ιδιαίτερα
ταραγμένη. Ακόμα κι αν ο Σχινάς της είχε αποκαλύψει ποιοι ήταν οι ηθικοί
αυτουργοί της δολοφονίας του συζύγου της, εκείνη με τη σειρά της δεν το
αποκάλυψε ποτέ και σε κανέναν. Οι ελληνικές αρχές είχαν καταλήξει
στο συμπέρασμα ότι ο δολοφόνος δεν ήταν παράφρων, αντίθετα ήταν πολύ καλά στα
μυαλά του, το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι υποστήριζε ο Αυστριακός πρόξενος που
είχε χαρακτηρίσει το Σχινά σαν ψυχονευρωτικό, ανισόρροπο και ηθικά διεφθαρμένο.
Λίγη ώρα μετά την αναχώρηση της βασίλισσας, σ’ εκείνη
την τελευταία συνάντησή τους, ο Σχινάς πήδησε από ένα παράθυρο του Διοικητηρίου
και σκοτώθηκε. Δόθηκε η επίσημη εξήγηση ότι αυτοκτόνησε.
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ;
Ο Αλέξανδρος Σχινάς ήταν Έλληνας αναρχικός. Η
καταγωγή του είναι ασαφής. Πιθανότατα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1870 από
πατέρα παντοπώλη από το Λιτόχωρο που άλλοτε λεγόταν Φλόκας. Η μητέρα του ήταν
μάλλον Βουλγάρα από τις Σέρρες. Η εμφάνισή του δεν συμβάδιζε με το μορφωτικό
του επίπεδο. Είχε κάνει σπουδές Ιατρικής στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο της
Αθήνας, για τις οποίες ήταν περήφανος και είχε και θείο γιατρό. Μιλούσε πολύ καλά
την καθαρεύουσα, η σκέψη του ήταν διαυγής και ήξερε πολύ καλά τα γαλλικά. Είχε
ταξιδέψει αρκετά και στο εξωτερικό. Είχε μόνιμη μανία καταδιώξεως και νόμιζε
ότι συνεχώς τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν. Όντας ομοφυλόφιλος, είχε συνάψει
σχέσεις με άνδρες από ποικίλες κοινωνικές τάξεις, τους οποίους εκβίαζε για να
βγάζει τα προς το ζην. Για τον ίδιο λόγο είχε κάνει μικροαπάτες και χαρτόπαιζε.
Δήλωνε σοσιαλιστής και διεθνιστής. Μια τουρκική εφημερίδα έγραψε ότι ήταν και
κομιτατζής, γνωστός ως Αλέξιος Κνιάζωφ, καταδικασθείς ερήμην εις θάνατον το
1902 από το Κακουργιοδικείο Μοναστηρίου.
Στις 5 του Μάρτη του 1913, γύρω στις 5 και τέταρτο το
απόγευμα, ο Σχινάς, που τότε ήταν περίπου 40 ετών, πυροβόλησε, χωρίς καμία
προηγούμενη προειδοποίηση το βασιλιά Γεώργιο Α΄ μία φορά, καθώς αυτός έκανε τη συνηθισμένη
απογευματινή του βόλτα στην περιοχή του Λευκού Πύργου. Η σφαίρα έπληξε την
καρδιά και τους πνεύμονες του μονάρχη, πληγώνοντάς τον θανάσιμα. Μέχρι να μεταφερθεί
στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκρός.
Ο Σχινάς συνελήφθει αμέσως από τον Φραγκούδη κι ας
προσπάθησε να πυροβολήσει και εναντίον του, αρνήθηκε όμως να πει οτιδήποτε για
τους λόγους της ενέργειάς του στους χωροφύλακες. Όταν ρωτήθηκε από έναν
αξιωματικό «αν δεν λυπάται καθόλου την πατρίδα του», αυτός απάντησε πως «είναι
ενάντια στα κράτη και τις κυβερνήσεις». Στις ανακρίσεις έδειχνε
ευφυΐα και θόλωνε τα νερά. Έφαγε πολύ ξύλο, μα δεν αποκάλυψε τίποτα, συνέχεια αποκάλυπτε
διάφορα ονόματα εραστών του. Κάποια στιγμή ειπώθηκε ότι το όπλο τού το έδωσε
Βούλγαρος αξιωματικός. Μετά ισχυρίστηκε ότι είχε συνάψει ερωτική σχέση και με
τον υπασπιστή του βασιλιά, αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Φραγκούδη! Ο Σχινάς -ο
οποίος υπέφερε από φυματίωση- βασανίστηκε κατά την διάρκεια της νύχτας που
ακολούθησε, στο τότε κτίριο του διοικητηρίου όπου κρατούνταν, αρνούμενος όμως να
αποκαλύψει ονόματα τυχόν συνεργών του. Κατά κάποιο τρόπο υπερηφανευόταν για τη
δολοφονία, η οποία θα του χάριζε έλεγε, μια θέση στην Ιστορία και δήλωσε ότι θα
πει την αλήθεια μόνο στη βασίλισσα Όλγα. Εκείνη πήγε να τον βρει στη φυλακή. Ο
Σχινάς της είπε, θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα νερά, ότι ιθύνων νους της
δολοφονίας ήταν ο ίδιος ο... Γεώργιος!
Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε πως ο δράστης ήταν
αλκοολικός και πυροβόλησε το βασιλιά με μοναδικό κίνητρο τη ληστεία. Στις 6
Μαΐου, λίγες βδομάδες μετά τη σύλληψή του και λίγο πριν οδηγηθεί στο
δικαστήριο, ο Σχινάς αυτοκτόνησε πηδώντας από το ανοιχτό παράθυρο του
διοικητηρίου. Αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία. Ο Σχινάς εκείνη τη μέρα «εκπαραθυρώθηκε»
από τη χωροφυλακή από το ανοιχτό παράθυρο. Αυτός που τον έσπρωξε έξω, σύμφωνα
με μια μαρτυρία του ανακριτή της υπόθεσης Βασίλη Κανταρέ, ήταν ένας ανώτατος
αξιωματικός της χωροφυλακής. Οι φάκελοι της ανάκρισης της υπόθεσης από την άλλη
καταστράφηκαν, όταν στο ατμόπλοιο ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το οποίο βρίσκονταν στο
λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στο οποίο φυλασσόταν για να μεταφερθούν στον
Πειραιά, εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Η πυρκαγιά κατέστρεψε κυρίως την καμπίνα όπου
φυλάσσονταν οι προανακριτικοί φάκελοι. Εικάζεται πως πίσω από αυτή την ενέργεια
βρισκόταν η κυβέρνηση σε μια προσπάθειά της να καλύψει τα πολιτικά κίνητρα της
υπόθεσης.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο Α΄. Ο ΣΥΝΕΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ήταν συνετός βασιλιάς ο Γεώργιος. Στο θρόνο της
Ελλάδας από τα 18 του χρόνια, προικισμένος με προσαρμοστικότητα και ρεαλισμό,
προσαρμόστηκε γρήγορα στην ελληνική πραγματικότητα. Στη μακρόχρονη βασιλεία
του, υπήρξαν στιγμές που χάνοντας την ψυχραιμία του ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει
το θρόνο, αλλά πάντοτε επικρατούσαν ωριμότερες σκέψεις. Με υπομονή και
ψυχραιμία αντιμετώπισε όλες τις εσωτερικές διενέξεις, αν και αρκετές φορές
αποπειράθηκε να ασκήσει εξουσία έξω από το πνεύμα της κοινοβουλευτικής
βασιλείας.
Χωρίς να είναι εξέχουσα προσωπικότητα, εν τούτοις
αναδείχτηκε σε καλό βασιλιά και βασίλεψε για πενήντα ολόκληρα χρόνια με
φρονιμάδα, καρτερία και αγαθότητα, κερδίζοντας εύκολα την αγάπη του ελληνικού
λαού. Διαβλέποντας το άστρο του Βενιζέλου τον στήριξε από την αρχή, στάθηκε στο
πλευρό του και τον βοήθησε να γίνει πανίσχυρος. Έχοντας εξάλλου πολλούς
συγγενικούς δεσμούς, προσωπικές φιλίες και γνωριμίες στο εξωτερικό, που τον
έκαναν εξαιρετικά συμπαθή σε εστεμμένους και μη, είχε τη δυνατότητα να προωθεί
πιο εύκολα τα συμφέροντα της χώρας στην Ευρώπη.
Ο Γεώργιος είχε γεννηθεί τον Δεκέμβριο του 1845 στην
Κοπεγχάγη, την πρωτεύουσα της Δανίας, δευτερότοκος γιος του βασιλιά της χώρας
Χριστιανού Θ΄ με πλήρες όνομα
Χριστιανός-Γουλιέλμος-Φερδινάνδος-Αδόλφος-Γεώργιος. Ο πατέρας του Χριστιανός Θ΄
αποκαλούνταν πεθερός της Ευρώπης, γιατί τέσσερα από τα παιδιά του είχαν
γίνει βασιλείς σε ευρωπαϊκές χώρες. Ο Γεώργιος ορίστηκε βασιλιάς της Ελλάδας
τον Οκτώβριο του 1863, μετά την εκθρόνιση του Όθωνα, του πρώτου βασιλιά του
νέου ελληνικού κράτους κι εκείνος, όπως και ο προκάτοχος του πριν ακόμα
συμπληρώσει τα δεκαοχτώ του χρόνια. Συνέδεσε την άφιξή του στην Ελλάδα με την
ένωση της Επτανήσου με το νέο ελληνικό κράτος, που έγινε με τη συνθήκη της 17ης
Μαρτίου 1864
ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία
και στο ελληνικό βασίλειο.
Από το γάμο του με τη δεκαεξάχρονη τότε μεγάλη
Δούκισσα Όλγα (1851-1926), ανιψιά του Τσάρου της Ρωσίας, Αλέξανδρου Β΄, που έγινε
τον Οκτώβριο του 1867 στην Πετρούπολη, απέκτησε συνολικά οχτώ παιδιά: τον μετέπειτα
βασιλέα Κωνσταντίνο (1868-1922), τον Γεώργιο (1869-1957), την Αλεξάνδρα
(1870-1890), τον Νικόλαο (1872-1936), την Μαρία (1876-1941), την Όλγα
(1881-1881), τον Ανδρέα (1882-1944) και τον Χριστόφορο (1888-1940).
Από την πρώτη στιγμή της ενθρόνισής του στον ελληνικό
θρόνο ο Γεώργιος έγινε πολύ αγαπητός στον απλό λαό, παρ’ όλη τη βορειοευρωπαϊκή
καταγωγή και τη βορειοευρωπαϊκή παιδεία που διέθετε. Αν και πολλές φορές έφτασε
στα όρια κι ήταν έτοιμος ακόμα και να εγκαταλείψει το θρόνο επέδειξε
αξιοθαύμαστη υπομονετικότητα, αναγκαία για να κυβερνήσει τον ελληνικό λαό κι
έμεινε μακριά από τα πολιτικά πάθη της εποχής που συντάραξαν τους Έλληνες και
αυτή η ουδετερότητα του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα. Ο Γεώργιος Α΄, αν του έπρεπε ένας
φυσιολογικός θάνατος, θα ήταν ο πιο ευτυχισμένος βασιλιάς της Ελλάδας. Πρόλαβε
να ζήσει και να χαρεί τον υπερδιπλασιασμό των εδαφών του βασιλείου του, τη δόξα
του μεγάλου του γιου στρατηλάτη Κωνσταντίνου, την κατάληψη θέσεων ηγετικών κι
από άλλους γιους του, όπως την ανάληψη της διοίκησης της Θεσσαλονίκης από τον
πρίγκιπα Νικόλαο κ.ά., χωρίς να λογαριάσουμε την αρμονική οικογενειακή ζωή του.
Στον τάφο του στο Τατόι η χήρα του, βασίλισσα Όλγα
ζήτησε να χαράξουν τα λόγια: «Έπεσεν υπέρ
Πατρίδος. Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής». Ο βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ της Αγγλίας,
όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του, έγραψε: «...πολύ τρομερόν. Ήμουν αφοσιωμένος
εις αυτόν, και θα είναι μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα». Όποιες και
αν είναι οι θεωρίες για τα κίνητρα του δολοφόνου του Γεωργίου του Α΄, του μακροβιότερου
βασιλιά της νεότερης ελληνικής ιστορίας, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Το γεγονός
της δολοφονίας του ανώτατου άρχοντα της χώρας, ενός βασιλιά ιδιαίτερα αγαπητού
στον ελληνικό λαό συντάραξε τους Έλληνες. Από πολλούς ο θάνατος του θεωρήθηκε
μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα. Η εκτίμηση ότι, αν ζούσε ο Γεώργιος, κατά την
έναρξη του A΄ Παγκόσμιου πολέμου, ίσως να είχε αποφευχθεί ο Διχασμός,
αποτελεί μια εκ των υστέρων δικαίωση. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν
με τον πιο δραματικό τρόπο την έκβαση της ελληνικής ιστορίας.
Κοζάνη, Απρίλιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου