του
Μιχάλη Πιτένη
Ας
είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Η δημοσκόπηση της Metron Analysis που
δημοσιεύτηκε πριν μερικές μέρες στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ και έδειχνε πως το 30% των Ελλήνων πολιτών πιστεύει
πως ζούσε ή ζούσαμε όλοι μας, καλύτερα επί Χούντας (1967-1974) απ’ ό,τι ζει σήμερα, ούτε σοκ πρέπει
να μας προκαλεί, αλλά ούτε και δέος (σ.σ. αυτές τις βαρύγδουπες και
ευτελισμένες απ’ την υπερβολική και άσκοπη χρήση λέξεις επέλεξαν στον τίτλο
τους πολλά μέσα ενημέρωσης που αναπαρήγαγαν το θέμα).
Καταγράφει απλώς αυτό που πολλές φορές έχουμε ακούσει να λέγεται από
νεοέλληνες (σ.σ. από μας τους ίδιους, από γνωστούς και φίλους; Δεν έχει σημασία
από ποιους, αλλά ότι λεγόταν...), όχι μόνο τώρα που βιώνουμε αυτή την
πρωτόγνωρη και τόσο σκληρή κρίση, αλλά και παλιότερα όταν όλα φαινόταν να είναι
καλά και ανθηρά.
Προσωπικά πίστευα πως απ’ όσους μιλούσαν με θαυμασμό για την επτάχρονη
δικτατορία, οι περισσότεροι είτε ήταν απλώς ανιστόρητοι, είτε είχαν ξεχάσει. Οι
υπόλοιποι δε πως ήταν άνθρωποι που ωφελήθηκαν απ’ αυτή.
Η
πεποίθηση μου αυτή άρχισε να κλονίζεται τουλάχιστον ένα χρόνο πριν, όταν άκουγα
αρκετούς νέους ανθρώπους να μιλάνε με θαυμασμό για τον αλήστου μνήμης δικτάτορα
Παπαδόπουλο και το καθεστώς που εγκατέστησε με τους συνεργάτες του, καταλύοντας
όχι μόνο τη δημοκρατία, αλλά και κάθε έννοια ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Έκπληκτος, διαπίστωσα πως ο βασικός λόγος που γεννούσε το θαυμασμό ήταν η άποψη
ότι επί Χούντας δεν ήταν απλώς όλα καλά, αλλά και άγια, καθώς τη χώρα κυβερνούσαν
πραγματικοί πατριώτες που απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ εργάζονταν μόνο για το
καλό του λαού. Παρ’ ότι δεν δέχομαι πως 40 χρόνια μετά την
πτώση της Απριλιανής δικτατορίας μπορεί να υπάρχει Έλληνας πολίτης που δεν
γνωρίζει τα δεινά που δημιούργησε αυτή η άθλια και γελοία συμμορία των
Συνταγματαρχών, θέλησα να δικαιολογήσω τη στάση των νέων αυτών ανθρώπων,
αποδίδοντας τη στην απογοήτευση που ένιωθαν για το σημερινό πολιτικό μας
προσωπικό. Μια στάση, όμως, που στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις (Μάιος
και Ιούνιος 2012) έγινε πολιτική επιλογή και ψήφος και αν πιστέψουμε τις
τελευταίες σφυγμομετρήσεις παραμένει όχι απλώς σταθερή αλλά και ενισχυόμενη.
Ειλικρινά,
δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η στάση των μεσήλικων ή μεγαλύτερων σε ηλικία,
πολιτών που τροφοδοτούν μια δημοσκόπηση με την άποψη πως επί χούντας ζούσαν
καλύτερα. Ανήκουν, όπως και ανήκω, στη γενιά που θυμάται σίγουρα τι ακριβώς
ήταν και τι έκανε ο θίασος των Συνταγματαρχών. Δηλαδή, γνωρίζει από πρώτο χέρι.
Αν, λοιπόν, αυτή η γνώση οδηγεί κάποιους σε τέτοια συμπεράσματα, τι να πω;
Με
ενδιαφέρει, όμως, και μάλιστα πάρα πολύ το τι εισπράττουν οι νέοι, πώς το
αξιολογούν και τι τελικά αποφασίζουν. Εμάς, τους μεγαλύτερους, κάποιες
αποφάσεις μπορεί να μην μας επηρεάσουν και τόσο πολύ. Για τους νέους θα είναι
καθοριστικές. Λυπάμαι και ανησυχώ, όταν βλέπω να αξιολογούν έτσι ανώμαλες και
δύσκολες περιόδους, οι οποίες αποδεδειγμένα οδήγησαν τη χώρα σε πολλά δεινά και
οπισθοδρόμηση, προκαλώντας και κάποια απ’ τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ακόμα
και σήμερα. Κι ας πέρασαν 40 χρόνια...
Γι’
αυτό, προς όλους αυτούς τους νέους που θαυμάζουν τη Χούντα και σπεύδουν να
τιμήσουν και να στηρίξουν με την ψήφο τους τους σημερινούς υμνητές και
διαφημιστές της, θα παραθέσω μόνο ένα παράδειγμα.
Μια
απ’ τις πληγές που άνοιξε η Απριλιανή δικτατορία στην ελληνική κοινωνία ήταν το
αίσθημα του φόβου, του ενός για τον άλλο. Για επτά χρόνια, μπορούσες πολύ
εύκολα να βρεθείς στο αστυνομικό τμήμα ή την ασφάλεια, κατηγορούμενος ακόμα και
με την πιο απίθανη ή γελοία κατηγορία και αυτός που σε κάρφωσε, να είναι ο επί
μια ζωή γείτονας σου, επειδή πολύ απλά δεν σε χώνευε. Οι συνέπειες αυτού του
καρφώματος μπορεί να επηρέαζαν τη ζωή σου λίγο ή να την άλλαζαν και εντελώς. Το
σίγουρο ήταν πως μετά απ’ αυτό δεν θα ήταν ίδια και το κυριότερο, δεν θα την
όριζες εσύ.
Φυσικά αυτή η τακτική δεν επινοήθηκε επί Χούντας, αλλά αποτελεί βασικό
συστατικό κάθε φασιστικού και απολυταρχικού καθεστώτος (σ.σ. όσοι μελέτησαν τα
αρχεία της περιβόητης ναζιστικής αστυνομίας, της Γκεστάτο, έπαθαν σοκ
διαπιστώνοντας πως πάνω απ’ το 35% των εγγράφων της, αφορούσε υποθέσεις κατά
τις οποίες γείτονες αλλά και συγγενείς κάρφωναν κάποιον για ασήμαντο λόγο.
Κάποιοι δε απ’ αυτούς τους «τρομερούς εγκληματίες» κατέληξαν και στα γνωστά
στρατόπεδα συγκέντρωσης, απ’ όπου δεν γύρισαν ποτέ)! Για επτά χρόνια έγινε
σταθερή και απαρέγκλιτη τακτική του επίσημου ελληνικού κράτους, στρέφοντας
ουσιαστικά τον έναν εναντίον του άλλου.
Κάτι ανάλογο επιχειρούν σήμερα και οι υμνητές αυτού του καθεστώτος,
αξιοποιώντας βέβαια τα προνόμια που τους παρέχει η δημοκρατία. Αυτοί τη δουλειά
τους κάνουν και συντηρούν το λόγο ύπαρξης τους. Το θέμα είναι γιατί να πέφτουν
σ’ αυτή την παγίδα οι νέοι. Είναι θέμα λογικής αλλά και της ίδιας της ζωής.
Αργά ή γρήγορα η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί και η χώρα θα μπει στο δρόμο της
ανάπτυξης, τον οποίο, πρωτίστως, οι νέοι θα βαδίσουν. Είναι σημαντικό να τον
βαδίσουν ενωμένοι και όχι κοιτώντας με φόβο και χωρίς εμπιστοσύνη ο ένας τον
άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου