Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Έντεχνη είναι η μουσική που γίνεται με τέχνη

ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗΣ: «Έντεχνη είναι η μουσική που γίνεται με τέχνη»
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Βρέθηκε στο τραγούδι μάλλον τυχαία, για ν’ αποδείξει σύντομα με τη μετέπειτα πορεία και σταδιοδρομία του ότι κάθε βήμα του στη μουσική σκηνή κάθε άλλο, παρά σύμπτωση, ήταν. Ο δικός μας Μανώλης Χατζημανώλης πήρε το ρίσκο πριν από κάποια χρόνια, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει τον αποχωρήσαντα τραγουδιστή της κομπανίας, που εμφανιζόταν στο κέντρο του πατέρα του, στην ίδια κομπανία που κι αυτός συμμετείχε από τα 13 του χρόνια ως μουσικός. Σήμερα, κάποια χρόνια μετά, μπορεί να μιλάει με περηφάνια για την προσωπική του πορεία στο χώρο του τραγουδιού και για τις συνεργασίες του με μεγάλους συνθέτες και καταξιωμένους συναδέλφους.
Σεμνός και χαμηλών τόνων ο Μανώλης περηφανεύεται μόνο για ό,τι με την αξία του έχει καταφέρει, διαλέγοντας να υπηρετήσει ένα ιδιαίτερο και ίσως «δυσανάγνωστο» για τους πολλούς μουσικό είδος. Το τελευταίο του cd με τον τίτλο «Αμφίβολες μέρες» κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα με 15 τραγούδια, μουσικά κομμάτια στο γνωστό στυλ που από την αρχή της καριέρας του επέλεξε χωρίς βία να υπηρετήσει. Δεν κατατάσσει τον εαυτό του στους υπερασπιστές της έντεχνης μουσικής και δίνει το δικό του ορισμό στον όρο. «Έντεχνη είναι η μουσική που γίνεται με τέχνη», υποστηρίζει και μιλάει με πάθος για τη νέα του δουλειά, που έρχεται μετά από ένα μακρύ διάστημα εκούσιας και ακούσιας αποχής από τα μουσικοφιλικά δρώμενα.

- Μανώλη, το νέο σου cd οι «Αμφίβολες μέρες» κυκλοφορεί πόσο καιρό μετά την τελευταία σου δουλειά;
- Από το 2001. Η τελευταία μου δουλειά ήταν τότε, το 2001 με το Γιάννη Μαρκόπουλο. Μετά έκανα κάποιες δουλειές, τα έσοδα των οποίων δόθηκαν για την ανέγερση ενός σχολείου στην Αφρική, «Οι πύλες του ουρανού» και «Η μαρμαρυγή των άστρων». Εδώ, στη μαρμαρυγή των άστρων δηλαδή, συμμετείχε κι ο Ηλίας Κλωναρίδης και ο Βασίλης Λέκκας. Τα οχτώ τραγούδια όμως σ’ αυτό το cd τα λέω εγώ. Ετοιμάστηκαν όμως και κάποιες άλλες δουλειές, η μία σε μορφή demo, με πιο ελαφρολαϊκά τραγούδια, που ταίριαζαν πιο πολύ στις πρώτες μου δουλειές σαν το «Απόψε άργησα», το «Θέλω μια αγάπη», το «Μέγα Ανατολικό». Από τότε πάγωσαν τα πράγματα και τώρα ξαφνικά ήρθε αυτό, λες και ήρθε από το πουθενά. Εμένα με φωνάξανε κάποια στιγμή, με πήρε τηλέφωνο κάποιος φίλος μου που είχε ακούσει τα τραγούδια και θεώρησε ότι μου ταιριάζουν, τα άκουσα κι εγώ και είπα ναι. Μέσα σε 15 μέρες τα έμαθα, κατέβηκα και τα ‘γραψα.
- Ο τίτλος είναι «Αμφίβολες μέρες». Πόσο αμφίβολο τελικά είναι αυτό το βήμα για σένα;
- Εννοείς μήπως αν είναι ρίσκο αυτό που έκανα; Δεν θεώρησα ότι ήτανε ρίσκο, γιατί ήταν ακούσματα με τα οποία μεγάλωσα αυτά. Δηλαδή είναι να πούμε ένας ροκ ήχος; Δεν ξέρω. Έχει μια ροκ απόχρωση ο δίσκος αυτός και είναι κοντά σε μένα. Εμένα τα πρώτα μου ακούσματα δεν ήτανε λαϊκά. Τα πρώτα μου ακούσματα ήτανε Beatles, ήτανε Pink Floyd, ήτανε Deep Purples, ήταν αυτός ο χώρος. Οπότε η δουλειά αυτή ήταν συγγενής μ’ όλα αυτά. Και δε σου κρύβω ότι ήθελα πολλές φορές από πολλά χρόνια να τραγουδήσω κάτι τέτοιο. Οπότε για μένα δεν ήτανε ρίσκο. Το πίστεψα και το ‘κανα. Άλλωστε ο δίσκος μέσα έχει και κάποια κομμάτια τα οποία ταιριάζουν σε παλιότερες μου αναφορές. Τα δύο πρώτα τραγούδια, ας πούμε. Δεν είμαι ροκ τραγουδιστής. Μου ταιριάζει όμως πάνω στη σκηνή, γιατί τα έχουμε δοκιμάσει τα κομμάτια, τα έχουμε παρουσιάσει live στην Αθήνα και σου δίνουν μια απελευθέρωση. Τα τραγουδάμε με μια μεγάλη απελευθέρωση, δίνομαι πιο πολύ. Έχουν μια δύναμη αυτά τα κομμάτια. Θα ‘λεγα ότι στις προηγούμενες μου δουλειές στο live ήμουν λίγο πιο συντηρητικός, είμαι λίγο πιο συντηρητικός όταν βγαίνω να πω λαϊκό. Εδώ δίνω κι άλλον εαυτό. Κι είναι σημαντικό αυτό για έναν καλλιτέχνη.
- Είναι ένα στάδιο κι αυτό της ψυχοθεραπείας που λέγαμε κάποτε;
- Ψυχοθεραπεία γενικότερα είναι η μουσική η ίδια. Όταν την ερμηνεύεις ή τη δημιουργείς, είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Γι’ αυτό και με τόσα προβλήματα που κουβαλάμε, δεν έχουμε αποτρελαθεί. Έχουμε τη μουσική, η οποία λειτουργεί σαν ισορροπία.
- Γιατί αυτός ο τίτλος, γιατί «Αμφίβολες μέρες»;
- Γιατί, αν ψάξεις το στίχο, όλα τα κομμάτια βγάζουν μια αμφιβολία. Αμφιβολία στον έρωτα, υπάρχει τραγούδι το οποίο αναφέρεται στον έρωτα ο οποίος είναι αμφίβολος σήμερα. Κανείς δεν ανοίγεται, φοβάται ν’ ανοιχτεί, στη νεολαία δε διαπιστώνεις τον πραγματικό έρωτα, τα παιδιά είναι τόσο καταπιεσμένα που δεν ξέρω αν έχουν το χρόνο να ερωτευτούν, αν και το νέο δεν τον κρατάς εύκολα, αλλά προσπαθούν να τους συμπιέσουν τόσο πολύ, με φροντιστήρια, μαθήματα, υποχρεώσεις, έχουν πολλές υποχρεώσεις σ’ αυτή την ηλικία που δε νομίζω ότι τους ταιριάζουν. Αμφίβολες οι μέρες που ζούμε. Οικονομικά όλοι λίγο πολύ έχουμε δυσκολίες. Ζούμε μ’ ένα στρες, ένα κυνηγητό για το πουθενά, δουλεύουμε για να τα βγάλουμε πέρα. Πόλεις οι οποίες καθημερινά σε διώχνουν με το καυσαέριο τους, με το τσιμέντο τους. Σ’ όλα αυτά κάνει αναφορά ο δίσκος. Ότι καταπνίγονται τα συναισθήματα μας μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο παγκοσμιοποίησης. Και χαίρομαι πάρα πολύ που τραγουδάω τέτοιο στίχο, χτυπάει τα σημεία των καιρών.
- Πάντως δεν τραγουδάς εύκολο στίχο. Το έχεις αποδείξει μ’ όλες τις δουλειές σου μέχρι τώρα και μ’ αυτήν ακόμη περισσότερο. Δεν είσαι του εύκολου στίχου, αν και θα μπορούσες να το κάνεις πολύ εύκολα. Κι ίσως και με μεγαλύτερες οικονομικές αποδοχές…
- Βεβαίως, είναι πανεύκολο, αλλά δεν είναι αυτός ο αυτοσκοπός μας, να κάνουμε λεφτά. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η τέχνη, να ‘χουμε να πούμε κι εμείς κάτι, να κάνουμε μία κοινωνική προσφορά μέσα απ’ αυτή την τέχνη, παρά να γίνουμε οι εμπορικοί τραγουδιστές. Αν αυτό ταυτόχρονα γίνει εμπορικό δε λέω ότι δεν το δέχομαι και θα το υποστηρίξω όσο μπορώ περισσότερο, γιατί αυτός είναι ο χώρος μου, αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν θέλω όμως να κάνω πράγματα ευτελή, άτεχνα. Γιατί εγώ το έντεχνο έτσι το διαχωρίζω. Το διαχωρίζω από το άτεχνο. Όχι έντεχνο με τον όρο που το μάθαμε μέσα από τα τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, που μελοποίησαν ποίηση, γι’ αυτό και το ονόμασαν έντεχνο τραγούδι. Εγώ το έντεχνο το θεωρώ ότι δεν είναι άτεχνο, είναι καλοφτιαγμένο απ’ όλες τις πλευρές. Κι απ’ τη δικιά μου μεριά καλά ερμηνευμένο.
- Είναι έντεχνη η ελληνική μουσική σήμερα;
- Βέβαια, υπάρχουν πολλοί δημιουργοί που προσπαθούν να κάνουν τέχνη, αλλά δεν αφήνουν αυτό το τραγούδι να βγει προς τα έξω. Δεν τους ενδιαφέρει. Αυτοί που διακινούν τα νήματα εννοώ. Αυτοί που διαχειρίζονται τις δισκογραφικές εταιρίες. Άμα το επιδιώξουν θα το πετύχουν. Είναι ζήτημα διαφήμισης. Στοχεύουν όμως στην ευτέλεια, στο να μη σκέφτεται κανείς, γιατί θέλουν να πνίξουν τη μόρφωση και τη γνώση. Εγώ αυτό πιστεύω. Γι’ αυτό τόσο σκυλάδικο στην εποχή μας. Εύκολο, ευτελές και πρόχειρο. Εγώ αυτό αποκαλώ σκυλάδικο. Σκυλάδικο υπάρχει και στο χώρο μας, εύκολο τραγούδι. Σε μεγάλο βαθμό. Εύκολο στίχο, που να φτιάχνει σουξέ κι η μουσική απλώς πεπατημένη οδός.
- Μήπως γιατί ξαφνικά θέλουμε όλοι να γίνουμε τραγουδιστές;
- Αυτό είναι άλλο. Όλοι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί και τραγουδιστές. Η μισή Ελλάδα. Τώρα θέλει περισσότερος κόσμος, γιατί μέσα απ’ αυτά που μας προβάλουν τα Μ.Μ.Ε. και ειδικά η τηλεόραση, ένα μικρό παιδί το οποίο δεν έχει κρίση και δεν ξέρει να εκτιμήσει πως αποκτιέται το υψηλό επίπεδο, αρχίζει και θαυμάζει το κάθε Big Brother και το πόσο εύκολο είναι να γίνεις σταρ μες απ’ αυτές τις εκπομπές κι ας είσαι θεόφαλτσος. Πάνε πολλά παιδιά εκεί. Τα περισσότερα παιδιά πάνε έτοιμα. Δε γίνονται εκεί μέσα. Βέβαια, τους δίνουμε κι εμείς πολλή αξία, όταν συζητάμε γι’ αυτό το πράγμα. Ας κάνουμε εμείς τη δουλειά μας όσο καλύτερα μπορούμε κι αν δεν προβάλλεται τόσο πολύ, τι να κάνουμε, τόσο μπορούμε να το προβάλουμε, διότι άλλοι κινούν τα νήματα.
- Ο τίτλος του δίσκου είναι «Αμφίβολες μέρες», που είναι κι ένα από τα τραγούδια της συλλογής. Πώς καταλήξατε και επιλέξατε αυτό τον τίτλο;
- Ο τίτλος του δίσκου έπαιξε και έπαιζε μέχρι την τελευταία στιγμή ανάμεσα στο «Πόρτες μυστικές» και στο «Αμφίβολες μέρες». Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ξέραμε ποιο από τα δύο να βάλουμε. Εγώ επέμενα για τις «Αμφίβολες μέρες» κι ας έλεγαν κάποιοι τρίτοι ότι είναι πολύ extreme.
- Μα και το «Πόρτες μυστικές» είναι extreme νομίζω… Και μια που το αναφέραμε εσύ έχεις βρει μια μυστική πόρτα στη ζωή σου;
- Όχι ακόμα.
- Την ψάχνεις; Ελπίζεις ότι υπάρχει κάπου;
- Τώρα άσ' το αυτό. Θα πάει αλλού η συζήτηση και δε θέλω. Θα γίνει μεταφυσική και δεν είναι ανάγκη. Μου φαινόταν πολύ μεταφυσικός αυτός ο τίτλος. Εκεί με οδηγούσε. Ενώ το «Αμφίβολες μέρες» είναι πιο γήινος τίτλος. Πιο των καιρών μας.
- Εγώ νομίζω ότι είναι πιο ποιητικός. Και σε όλα τα cd σου οι τίτλοι των τραγουδιών είναι πάντα ποιητικοί.
- Κοίταξε στο μεγαλύτερο μέρος γι’ αυτό δεν αποφασίζω εγώ. Για τον τίτλο εννοώ. Γιατί κάποια στιγμή έκανα πίσω κι εγώ, είπα εντάξει, αν θέλετε «Πόρτες μυστικές», «Πόρτες μυστικές», μα τελικά δικαιώθηκε το «Αμφίβολες μέρες».
- Αλήθεια, με το cd που είχαν ετοιμάσει τα παιδιά στο Γυμνάσιο-Λύκειο Βελβεντού, όπου και διδάσκεις ακόμα, τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα», μια παράσταση που είχε διακριθεί και στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Καλλιτεχνικούς Αγώνες το 2001, τι γίνεται;
- Δε βρέθηκε ακόμα ο χρηματοδότης να μας δώσει τα χρήματα για να το τελειώσουμε. Έχει δώσει βέβαια κάποια λεφτά το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, το μεγαλύτερο ποσό που χρειάστηκε για να τελειώσει ηχοληπτικά αυτή η δουλειά το έδωσε η Νομαρχία Κοζάνης επί Πασχάλη Μητλιάγκα και ψάχνω να βρω κάποια χρήματα ακόμη. Ξέρεις όμως τι φοβάμαι; Μήπως είναι πλέον πολύ αργά. Γιατί η μία υποχρέωση έρχεται και συμπληρώνει την άλλη. Είμαι γεμάτος από υποχρεώσεις αυτή τη στιγμή. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή δε θα ’χω το μεράκι να το τελειώσω. Αυτό έπρεπε να έχει τελειώσει πριν από τρία χρόνια τουλάχιστον. Βασικά όλη αυτή η δουλειά ήταν μια τρέλα. Μπήκαμε σ’ αυτή την τρέλα και χορέψαμε όλοι. Κι εγώ και οι συνάδελφοι καθηγητές. Ίσως εγώ λίγο περισσότερο. Κι ήταν δύσκολο να φτιαχτεί από παιδιά. Φτιάχτηκε όμως. Δουλεύτηκε έναν ολόκληρο χρόνο κι ήταν και η φουρνιά εκείνη των παιδιών ιδανική για να το φτιάξει αυτό το πράγμα. Αν δε συμπληρωθεί το παζλ από κάποιους, δε μπορείς να τα κάνεις αυτά, δε μπορώ να τα κάνω τώρα. Αλλά η μεγαλύτερη τρέλα ξέρεις πια ήτανε; Επειδή συνεργαζόμουνα τότε με τη Νομαρχία, είχαμε κάνει το χριστουγεννιάτικο cd*, λέω θα μπω και θα ξεκινήσω να κάνω αυτό. Είναι μιας ώρας δουλειά ξέρεις. Σε πληροφορώ ότι χρειάστηκαν πάνω από 300-350 ώρες για να ετοιμαστεί. Και η μεγαλύτερη τρέλα ήταν το να μπω στο studio να το φτιάξουν τα παιδιά. Διότι εγώ έχω μια επαγγελματική συνείδηση, όχι όμως τα παιδιά. Κι όταν δεν μπορείς να έχεις το ίδιο αποτέλεσμα, μπορείς να πάρεις το καλύτερο που μπορείς. Και τα παιδιά έχουν ένα καλό: Γνήσιο πάθος. Το ένστικτό τους δουλεύει και αν σε βλέπουν ότι γουστάρεις και τραβάς, ακολουθούν από πίσω. Όλοι αυτοί που έπαιξαν τότε, τώρα είναι φοιτητές. Κι είναι σημαντικό ότι ηχογραφήθηκε αυτό το πράγμα, γιατί θα το ακούνε μια ζωή και θα θυμούνται. Αν δεν το ηχογραφούσαμε θα το έσβηνε ο χρόνος.
- Τα μελλοντικά επαγγελματικά σου σχέδια, ποια είναι;
- Έχω τη μεγάλη τιμή φέτος το χειμώνα να κάνω κάποιες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής, μια ορχήστρα την οποία δημιούργησε ο Σταύρος Ξαρχάκος μαζί με το Θάνο Μικρούτσικο, μία δωδεκαμελής εκπληκτική ορχήστρα ελληνικής μουσικής, όπου κατά καιρούς αναλαμβάνει έργα διαφόρων συνθετών. Αυτό το χειμώνα συνεργάζεται με το Μάριο Τόκα και κάνει μια αναδρομή σε όλη τη μουσική του πορεία μέχρι σήμερα. Η παράσταση ονομάζεται «Τα τραγούδια της παρέας», μία σημαντική εμπειρία, διαφορετική από τη μέχρι τώρα δουλειά μου, αλλά είναι πολύ σημαντικό να συνεργάζεσαι με μία τέτοια ορχήστρα και με το Μάριο Τόκα φυσικά. Είναι εκπληκτικοί μουσικοί όλοι τους, με πάρα πολλές εμπειρίες και είναι σκηνή, μάτια μου, δεν είναι πάλκο.

«Τελικά», διαπιστώνει ο Μανώλης, «τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή έρχονται τυχαία». Όπως και η πρόταση για τον καινούργιο του δίσκο. «Δεν είναι καλό να τα οργανώνουμε όλα», μου λέει, μαντεύοντας την τελευταία μου ερώτηση. «Ξαφνικά έπεσε ένα τηλέφωνο και μου λένε αυτό κι αυτό. Στείλτε μου, τους είπα, να τα ακούσω. Όταν πλέον είχα ηρεμήσει και δεν αγχωνόμουν για το τι και πότε θα το κάνω. Κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου άφησε τα. Άσ’ τα, χαλάρωσε. Και μετά από τρεις τέσσερις μήνες έφτασε αυτό, μόνο του. Είναι να συνωμοτήσει το σύμπαν για να τα καταφέρεις».


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Κοζάνης ΜΟΧΛΟΣ, Φεβρουάριος 2006, αρ.τ. 1, σελ. 26-27, 31.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου