Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Η ΚΟΖΑΝΗ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ ΚΑΙ ΔΕΚΑ ΤΟΥΡΚΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ

Η ΚΟΖΑΝΗ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ ΚΑΙ ΔΕΚΑ ΤΟΥΡΚΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

«Όχι, ρε, εσείς θα κάνετε τους Τούρκους και μετά θα ‘ρθουμε εμείς, οι Έλληνες, με τα σπαθιά και θα σας σκοτώσουμε». Ο διάλογος αυτός γινόταν παραμονή του Δεκαπενταύγουστου σε κάποιο χωριό του Βοΐου. Τέσσερις μπόμπιρες του δημοτικού, ηλιοκαμένοι και ξανθοί, με τα γόνατα και τους αγκώνες χτυπημένους διαφωνούσαν για το ποιοι θα ήταν οι κακοί Τούρκοι και ποιοι οι καλοί και γενναίοι Έλληνες. Καθόμουν ακριβώς απέναντι και τους έβλεπα και τους άκουγα καθαρά. (Η ηρεμία των χωριών του Βοΐου επιτρέπει κάτι τέτοιες μικρές, λαθραίες εκμυστηρεύσεις). Δε μου έκαναν εντύπωση τα λόγια τους. Πιθανόν να τα είχα πει κι εγώ κάποια στιγμή στη ζωή μου και σίγουρα τα είχα ξανακούσει από κάποια άλλη παρέα παιδιών, σε κάποια άλλη γωνιά της Ελλάδας, κάποιο άλλο καλοκαίρι, πού ή πότε δεν έχει σημασία. Στα παιδικά παιχνίδια ο κακός είναι πάντα Τούρκος και ο καλός και γενναίος Έλληνας. Φαίνεται πως οι εν λόγω μπόμπιρες που τάραζαν γλυκά όλα τα φετινά μου μεσημέρια στο Βυθό του Βοΐου δεν τα βρήκαν στην κατανομή των ρόλων, γιατί την επόμενη φορά που τους είδα είχαν δέσει κορδέλες στο μέτωπο και απομάκρυναν με κινήσεις «νίντζα» τους αόρατους αντιπάλους τους. Είχαν αλλάξει παιχνίδι. Γι’ αυτούς ήταν ακόμη εύκολο.
«Μα γιατί τόσο μένος για την Τουρκία», με ρώτησε κάποτε με τα σπασμένα αγγλικά του ο Σαμίρ από την Αίγυπτο. Πρέπει να ήταν την εποχή κάποιων «θερμών» επεισοδίων στο Αιγαίο κι ο Σαμίρ δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί πρέπει να τρωγόμαστε συνεχώς με τους γείτονες μας. Εγώ φυσικά του εξήγησα με ίδια σπασμένα αγγλικά, που δεν υπάκουαν σε κανένα γραμματικό ή συντακτικό κανόνα, εκτός από τους βασικούς, πως εμείς δε φταίμε, εκείνοι προκαλούν και αμφισβητούν συνεχώς την κυριαρχία μας στο Αιγαίο και στη Θράκη και του κατέθεσα ολόκληρη σχεδόν τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Για τα 400 και πλέον χρόνια σκλαβιάς, για τους διωγμούς, τους φόνους και τις ταπεινώσεις των Ελλήνων, για όλα εκείνα που υπέμειναν από τους Τούρκους δυνάστες, πριν ξεσηκωθούν εναντίον τους. Δεν ξέρω αν με κατάλαβε, σπάνια καταλαβαίνουμε τις ευαισθησίες και τις ιδιαιτερότητες ενός άλλου λαού. Ο Σαμίρ και οι φίλοι του εκεί κάτω στην Αλεξάνδρεια γνωρίζουν την ελληνική ιστορία μέχρι το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αυτοί, ευτυχώς, τον αναγνωρίζουν ως Έλληνα. Από ‘κει και μέχρι τον Καβάφη υπάρχει ένα μεγάλο κενό, ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ο Σαμίρ, δε μου το είπε, μα δεν κατάλαβε ποτέ αυτό το «μένος» για την Τουρκία. Άλλωστε, με αμφισβήτησε φανερά, αυτά συνέβησαν παλιά και με άλλες χώρες έχετε πολεμήσει και τώρα είστε σύμμαχοι, γιατί να μην είστε σύμμαχοι και με την Τουρκία και μήπως, εν τέλει, μήπως φταίτε λίγο και ‘σεις; Άφησα την τελευταία ερώτηση να περάσει χωρίς σχόλιο και τον δικαιολόγησα. Ίσως, σκέφτηκα, οι Αιγύπτιοι, λόγω θρησκείας, να νιώθουν πιο κοντά στην Τουρκία, παρά στην Ελλάδα. Σίγουρα, όμως, παρακολουθούν ατάραχοι και με την ψυχραιμία του τρίτου τα «ελληνοτουρκικά», τις παραβιάσεις και τα θερμά επεισόδια κι ούτε μια ερώτηση δε μου έκανε ξανά γι’ αυτό το «μένος» για την Τουρκία.
Όταν έμαθα, απρόσμενα και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ότι στην Κοζάνη είχαν έρθει δέκα Τούρκοι φοιτητές της ελληνικής φιλολογίας από το πανεπιστήμιο της Άγκυρας δε φαντάστηκα τι εντύπωση θα έκανε αυτό και μόνο το γεγονός στα Μ.Μ.Ε. Τούρκοι φοιτητές της ελληνικής φιλολογίας είχαν έρθει και πρόπερσι (το καλοκαίρι του 1996) στην Κοζάνη, μα τότε κανείς ή ίσως σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Έφταιγε ο καιρός ή η ελλιπής ενημέρωση των δημοσιογράφων; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι φέτος λίγες μέρες μετά την άφιξη τους στην πόλη μας, μας περικύκλωσαν τα media. Εφημερίδες, τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης ήρθαν στην Κοζάνη να καλύψουν το «αξιοπερίεργο»: την επίσκεψη 10 Τούρκων φοιτητών σε μία σχεδόν ασήμαντη, επαρχιακή (άνω της Λάρισας), αλλά ελληνική πόλη. Ίσως το γεγονός αυτό να περνούσε στα «ψηλά», αν όλα αυτά δε γινόταν μέσα στον Αύγουστο, την εποχή που η μισή Ελλάδα έλειπε διακοπές και η άλλη μισή αναπολούσε τις διακοπές που πέρασαν ή τις διακοπές που θα ερχόταν κι αν οι καημένοι οι δημοσιογράφοι είχαν κάτι άλλο πιο ενδιαφέρον να καλύψουν. Τον Αύγουστο δεν υπάρχουνε ειδήσεις! Και οι διάφοροι σημαντικοί και ασήμαντοι ρεπόρτερ που -σύμφωνα με τους δασκάλους της δημοσιογραφικής τέχνης- δεν κάνουν διακοπές ποτέ, έτρεχαν αλαφιασμένοι και ιδρωμένοι πάνω-κάτω στον πεζόδρομο κυνηγώντας δέκα Τούρκους φοιτητές της ελληνικής φιλολογίας, που ξαφνικά βρέθηκαν στα κεντρικά δελτία ειδήσεων και στις μέσα σελίδες των εφημερίδων κι ας μην το επεδίωξαν οι ίδιοι. Και όλοι με την ίδια ερώτηση στα χείλη: «Αν η πατρίδα σου κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα (λες και δε μπορεί να συμβεί το αντίθετο) θα πολεμήσεις»; Αλίμονο, αν όλοι οι ξένοι λάτρεις της Ελλάδας δεν πολεμούσαν για χατίρι της, πόσους πολέμους θα είχαμε γλιτώσει! Μόνο που τους πολέμους δεν τους φτιάχνουν οι λαοί, οι λαοί δεν αγαπούν τον πόλεμο. Τους φτιάχνουν οι συγκυρίες και τα συμφέροντα. Ή απλά, όπως συνηθίζει ο λαός να λέει, η κακιά η ώρα.
Τους δέκα Τούρκους φοιτητές τους συνάντησα κι εγώ. Όχι για ρεπορτάζ ή για ανταπόκριση, αλλά για μία «ενημερωτική συζήτηση» -έτσι το χαρακτήρισε ο κος Καραγιάννης- για τις εφημερίδες της Κοζάνης. Στην αρχή τρόμαξα. Όχι για τη συζήτηση, ήξερα τι θα τους έλεγα, αλλά γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα πως θα βρισκόμουν απέναντι σε δέκα από εκείνους που θεωρούσα πάντα εχθρούς μου και, καθώς πήγαινα στη βιβλιοθήκη εκείνο το πρωινό, ένιωθα πολύ περίεργα. Φοβόμουν; Ίσως. Μα το φόβο τον αντιμετωπίζεις μόνο κοιτάζοντας τον στα μάτια, κάτι ήξερε γι’ αυτό ο κος Καραγιάννης και με άφησε μόνη σε μία από τις αίθουσες της βιβλιοθήκης -σε ‘κείνη που είναι αφιερωμένη στον εκλιπόντα μητροπολίτη Διονύσιο- απέναντι σε δέκα Τούρκους φοιτητές. Συνομήλικοι μου, περίπου σαν εμένα, στο ντύσιμο, στην εμφάνιση, στη σκέψη. Κι εκτός από λίγο τρακ και άγχος ούτε καταπίεση ένιωσα, ούτε φόβο. Βέβαια κι εκείνοι, οι κοπέλες, πανέμορφες όλες, δε φορούσαν φερετζέ, όπως ίσως να περίμεναν κάποιοι και τ’ αγόρια δε φορούσαν σαρίκι. Ούτε σπαθιά είχαν ζωσμένα στη μέση. Δεν ήρθαν ως κατακτητές. «Ήρθαμε χωρίς να φοβόμαστε», μου είπαν. Και λύθηκε η γλώσσα μου. Κάποια στιγμή στο περιθώριο της άλλης υποχρέωσης μου τους ρώτησα γιατί σπουδάζουν ελληνική φιλολογία. «Μα γιατί όλα γεννήθηκαν εδώ», μου απάντησε αυθόρμητα η πάντα ομιλητική Όσγκε. «Η ποίηση, το θέατρο, η λογοτεχνία, όλα γεννήθηκαν εδώ, στην Ελλάδα». Μου άρεσε αυτό που είπε. Ποιος άλλος ξένος έχει παραδεχτεί κάτι τέτοιο;
Δεν έμεινα πολύ ώρα μαζί τους, ούτε μπορέσαμε να πούμε πολλά. Ο κος Καραγιάννης μπαινόβγαινε συνεχώς στην αίθουσα αλλάζοντας συνεχώς τη ροή της συζήτησης, που ήταν αυστηρά αφιερωμένη στις εφημερίδες και τα περιοδικά της Κοζάνης. Εγώ αμφισβήτησα ακόμα μια φορά το δημοσιογραφικό μου μέλλον και για πρώτη φορά τη σχεδόν από αρχής της ύπαρξης μου πεποίθηση για τον ανατολικό-οθωμανικό κίνδυνο. «Τουρκαλάδες», έλεγε υποτιμητικά ο παππούς μου, που μέχρι τα δώδεκα του χρόνια έζησε με αυτούς κατακτητές των βουνών του. Κι εγώ δίπλα του ζωγράφιζα τσολιάδες και ελληνικές σημαίες.
Δεν μπορώ να ξέρω τι θα σκέφτονται τα παιδιά μου για τους Τούρκους κι ούτε αν θα λένε τα ίδια λόγια μ’ εκείνους τους τέσσερις μπόμπιρες στο χωριό παραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Ξέρω μόνο από «πρώτο χέρι» πως, εκείνο το πρωινό στη βιβλιοθήκη, είδα ανθρώπους σαν εμένα. Παιδιά με φιλοδοξίες και όνειρα, λάτρεις της Ελλάδας και όχι απαραίτητα εχθροί της. Δεν ήρθαν εδώ σαν κατακτητές, ούτε φοβούνται τους Έλληνες, όπως και οι Έλληνες, μου είπαν, δεν πρέπει να φοβούνται στην Τουρκία. Οι λαοί μας δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Γιατί, το είπαμε και πριν, τους πολέμους δεν τους φτιάχνουν οι λαοί.
Δεν ξεγράφω, ούτε αμφισβητώ το παρελθόν. Δεν ξεχνώ όλα αυτά που μας πλήγωσαν και μας πληγώνουν, ούτε προπαγανδίζω την αρχή μιας νέας εποχής, χωρίς μίση και πάθη. Εγώ είμαι Ελληνίδα κι είμαι περήφανη γι’ αυτό κι ας θέλουν να μας κάνουν να ντρεπόμαστε οι δυτικοί «φίλοι» μας και η αιώνια ηττοπάθεια μας. Κι εκείνοι και οι δέκα που στεκόταν απέναντι μου ήταν Τούρκοι κι ήταν κι αυτοί, παράδοξα σαν κι εμένα, περήφανοι για την καταγωγή τους. Θα πολεμάμε αιώνια; Μάλλον, γιατί όσο και να το ευχόμαστε αν μία μέρα σβήσει η Τουρκία από το χάρτη, εμείς οι Έλληνες θα πεθάνουμε από μοναξιά. Προχωράμε μαζί εδώ και αιώνες. «Ό,τι και να κάνουμε ζούμε δίπλα-δίπλα. Είμαστε μαζί», είπε η Όσγκε και έσκυψε πάλι το βλέμμα της στις παλιές, κοζανίτικες εφημερίδες.

Κοζάνη, Σεπτέμβριος 1998

1 σχόλιο:

  1. -Γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1998, με αφορμή την επίσκεψη στην Κοζάνη δέκα Τούρκων φοιτητών της Ελληνικής φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή