Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΓΚΡΑΝΤΙΤΣΚΑΣ


της Κατερίνας Μ. Μάτσου 

      ΓκραντίτσκαΔόντι, κατά την ελληνική ονομασία) ονομάζεται ο λόφος ανατολικά του Βυθού του Βοΐου, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλείου και του Αγίου Αθανασίου και πάνω από την κάτω συνοικία του γειτονικού Πενταλόφου. Η λέξη Γκραντίτσκα, σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες, είναι σερβική και σημαίνει το φρούριο, το κάστρο ή αλλιώς η ακρόπολη, όπως άλλωστε είναι ο λόφος της Γκραντίσκας με τον αναπεπταμένο ορίζοντα, το ψηλότερο σημείο σε όλη την τριγύρω περιοχή.
     Τα σερβικά τοπωνύμια είναι σήμερα τα μόνα κατάλοιπα της ολιγόχρονης σερβικής παρουσίας στην περιοχή. Υιοθετήθηκαν εύκολα από τους κατοίκους και καθιερώθηκαν πριν ακόμα από την κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς Τούρκους στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, εποχή δημιουργίας και των πρώτων οργανωμένων ελληνικών οικισμών στις πλαγιές και στην ευρύτερη περιοχή του Βοΐου, την ίδια εποχή που δημιουργήθηκε από καταδιωκόμενους Ηπειρώτες και η πόλη της Κοζάνης. Η ίδια η παλιά ονομασία του Πενταλόφου, το Ζουπάνι, είναι σερβική, αφού ζουπάνος ονομαζόταν ο αρχηγός των νομαδικών σερβικών φύλων, που πρωτοεμφανίστηκαν στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μάλιστα τους παραχώρησε και γη, μεταξύ του Δούναβη και της Αδριατικής, για να παραμείνουν με τα κοπάδια τους, με αντάλλαγμα τη βοήθεια τους σε καιρό πολέμου και πολλοί Σέρβοι προσλαμβάνονταν στην υπηρεσία βυζαντινών αρχόντων.
     Μια ιστορία διηγείται πως κάποτε, πάνω στη Γκραντίτσκα ήταν χτισμένο ένα κάστρο. Σε κάποιο πόλεμο άγνωστος εχθρός πολιορκούσε το κάστρο καιρό πολύ, μα όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να το καταλάβει. Οι πολιορκητές στρατιώτες πίστευαν πως αν επιμείνουν, σιγά-σιγά η πείνα, η δίψα και η εξάντληση, που λογικά θα έπλητταν τους πολιορκημένους, θα τους ανάγκαζαν να παραδοθούν. Όμως οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και το κάστρο της Γκραντίτσκας δεν έπεφτε. Η πείνα, η δίψα και η εξάντληση από την πολύκαιρη πολιορκία και τον πόλεμο, που λογικά έπρεπε να πλήξει τους πολιορκημένους, που καιρό τώρα δεν είχαν ξεμυτίσει από το κάστρο τους, κόντευε τώρα να πλήξει το δικό τους στρατόπεδο κι οι πολιορκητές στρατιώτες είχαν αρχίσει να κουράζονται και να παραπονιούνται, αφού πολεμούσαν καιρό πολύ χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα, μέσα στο κάστρο οι πολιορκημένοι έμοιαζαν να μην αντιμετωπίζουν κανένα απολύτως πρόβλημα και κάθε μέρα πολεμούσαν με την ίδια επιμονή και υπομονή, που στους πολιορκητές τους πια είχε αρχίσει να λιγοστεύει.
Ώσπου μια μέρα, σε κάποια ανάπαυλα της μάχης, την ώρα που οι πολιορκητές στρατιώτες έκατσαν να ξεκουραστούν μακριά από το κάστρο, δίπλα στο ποτάμι, που δρόσιζε τους πρόποδες του λόφου πάνω στον οποίο ήταν χτισμένος ο οικισμός, είδαν μια γάτα να λιάζεται ξαπλωμένη πάνω στις πέτρες του βουνού. Καθώς δεν είχαν κάτι άλλο να κάνουν έμειναν να τη χαζεύουν. Ήταν πολύ όμορφη γάτα και φαινόταν σπιτική, τι γύρευε στο δάσος; Εκείνη βέβαια δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί τους, ούτε ανταποκρίθηκε στα καλέσματά τους κι αφού ξεκουράστηκε ώρα πολλή πάνω στα βράχια και μάζεψε ήλιο, σηκώθηκε κι αφού τέντωσε τη ράχη της και ξεμούδιασε από την πολύωρη ξεκούραση, τους γύρισε επιδεικτικά την πλάτη και …χάθηκε πίσω από μια συστάδα θάμνων στη βάση του λόφου! Οι στρατιώτες τα έχασαν. Τι ήθελε η γάτα μέσα στα φύλλα και τα κλαδιά των θάμνων, αφού λογικά πίσω από αυτά δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τις πέτρες του βουνού; Εκτός αν οι φουντωμένοι θάμνοι έκρυβαν κάποιο μυστικό… Πήγαν κοντά, παραμέλησαν τα κλαδιά των θάμνων κι είδαν πως η γάτα είχε μπει μέσα σ’ ένα λαγούμι. Στο λαγούμι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι του κάστρου για να μπορούν να βγαίνουν και να προμηθεύονται όλα τα απαραίτητα, χωρίς να τους αντιλαμβάνονται οι πολιορκητές τους. Έτσι κατάφερναν να αντιμετωπίσουν την πολύκαιρη πολιορκία. Τα βράδια, με το σκοτάδι καλύτερο σύμμαχο, έβγαιναν από εκεί από το κάστρο τους και προμηθεύονταν όλα τα απαραίτητα. Από ‘κεί όρμησαν οι πολιορκητές στρατιώτες κι έτσι τελικά κατέλαβαν το κάστρο της Γκραντίτσκας.
     Την ιστορία αυτή τη διέσωσε ο παππούς μου, δάσκαλος επί 40 χρόνια στο Βυθό Χρίστος Κατσίκας, σε κάποιο από τα πολυπληθή χειρόγραφα του. Του τη διηγούνταν, γράφει ο δικός του ο παππούς, ο Πούλιος, έτσι σαν παραμύθι, χωρίς να του διευκρινίζει ποιοι ήταν οι πολιορκητές και ποιοι οι πολιορκημένοι ή πότε όλα αυτά συνέβησαν. Μάλλον γιατί  ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε.
Σήμερα πάνω στο λόφο της Γκραντίτσκας, όσο το γυμνό μάτι μπορεί τουλάχιστον να διακρίνει, δε διακρίνονται πουθενά ίχνη ή υπολείμματα κάστρου ή άλλου κτιρίου ή οικισμού. Σύμφωνα κυρίως με τυχαίες κι όχι τόσο οργανωμένες ανασκαφές οικιστικά λείψανα από διάφορες εποχές ανακαλύφθηκαν σε όλη την έκταση των επάλληλων πλατωμάτων με κλίση προς το βορρά, βορειοδυτικά και βορειοανατολικά, από την κορυφή ως χαμηλά στις ρεματιές, όπου υπάρχουν και πηγές πόσιμου νερού. Στην κορυφή παραμένουν ακόμα ενδείξεις τοίχων, στα δυτικά αμέσως κάτω από το Δόντι, τον ψηλότερο γυμνό βράχο με πλάτος 0,50 μ. Παρόμοιοι τοίχοι εντοπίστηκαν και βορειοανατολικά. Την άκρη του χαμηλότερου πλατώματος διατρέχει τοίχος σε μήκος 30 μ. περίπου με κατεύθυνση βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά, ενώ τοίχοι με μορφή ξερολιθιάς περιβάλλουν άλλες παρυφές. Είναι πιθανόν από τον οικισμό της Γκραντίσκας να λείπουν τα «κανονικά» τείχη με τη γνωστή μορφή και να υπάρχουν οι συνεχόμενοι ενισχυμένοι τοίχοι στις ακραίες κατοικίες του οικισμού.
     Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων ο χώρος έχει λιθολογηθεί σε καιρούς χαλεπούς. Βορειοανατολικά διακρίνονται χαρακώματα από τον τελευταίο πόλεμο και ακριβώς κάτω από το Δόντι, στα ανατολικά το βαθούλωμα μεγάλων διαστάσεων, που ερμηνεύεται από τους ντόπιους ως δεξαμενή, αποτελεί μάλλον κατασκευή των ιδίων χρόνων. Υπολείμματα και παλαιότερων του 13ου αιώνα οικισμών έχουν βρεθεί σε όλο το ύψος της Γκραντίσκας και επιβεβαιώνουν την υποψία και σύμφωνα με τους ιστορικούς μελετητές βεβαιότητα ότι όλοι οι οικισμοί του Βοΐου συνοικίστηκαν εκείνη την εποχή.
Ο θρύλος του τούνελ της Γκραντίσκας ξαναήρθε στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Συμμαχικά αεροπλάνα σε μία προσπάθεια να βοηθήσουν τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών κατακτητών έριχναν κάθε βράδυ με αλεξίπτωτα εφόδια και όπλα στην περιοχή. Οι άνθρωποι που πήγαιναν να τα μαζέψουν, άνθρωποι της εμπιστοσύνης των συμμάχων, κατέβαιναν από την κορυφή στους πρόποδες της Γκραντίσκας, νύχτα πάντα, κάποιοι, όπως αυτόπτες μάρτυρες διηγούνται, μέσω αυτού του τούνελ για να μην προκαλέσουν την προσοχή των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών (η περιοχή του Βοΐου ήταν υπό τη δικαιοδοσία των Ιταλών, αν και όπως και με τους Τούρκους κάποια χρόνια πριν, ούτε Ιταλοί, ούτε Γερμανοί κατακτητές πάτησαν ποτέ στα χωριά. Η παρουσία τους ήταν αρκετή κατά την αποχώρηση τον Ιούλιο του 1944 που πυρπόλησαν και κατέστρεψαν όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής). Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής άλλωστε είχε εγκατασταθεί στον Πεντάλοφο εγγλέζικη αντιπροσωπεία στην οποία συμμετείχε και ο φιλομακεδόνας καθηγητής και συγγραφέας Nikolas Hammond (1907-2001) με την ιδιότητα του Αξιωματικού SOE (Ειδικών Εκτελεστικών Εργασιών), δηλαδή σαμποτέρ. Η διευρυμένη κοινότητα Πενταλόφου το 1997 θέλοντας να τιμήσει το Nikolas Hammond για τον αγώνα του εναντίον του γερμανικού φασισμού τον ανακήρυξε επίτιμο Δημότη και τον προσκάλεσε το καλοκαίρι στο χωριό, μία πρόσκληση που αποδέχτηκε συγκινημένος για να δει ξανά, χρόνια μετά, τον τόπο και τους ανθρώπους που και τότε είχε συναντήσει. 
Το κάστρο της Γκραντίσκας κατέρρευσε και θάφτηκε κάτω από το χώμα του λόφου και των χρόνων, αφήνοντας στο σήμερα σαν παράδοση την ιστορία του. Κάθε παράδοση άλλωστε περιέχει ένα δείγμα αλήθειας. Αυτήν ψάχνουν να ανακαλύψουν οι ιστορικοί ερευνητές για να κατανοήσουν και να εξηγήσουν την ελληνική ιστορία. Και ο θρύλος του θα πετάει αιώνια μαζί με τους περήφανους αετούς πάνω από το Βυθό και τον Πεντάλοφο, πάνω απ’ όλο το Βόιο και την Ανασελίτσα για να θυμίζει και στις επόμενες γενεές μια ιστορία: Την ιστορία για το απάτητο γενναίο κάστρο, που ο άγνωστος εχθρός, αιώνες πριν, κατέλαβε εξαιτίας μιας γάτας!

Κοζάνη, Μάρτιος 2013 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου