Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Ξαφνικά ξύπνησε απότομα από το προσωπικό του όνειρο. Ήταν εκείνη η κραυγή που τον τρόμαξε, μα τότε τη νόμισε εφιάλτη και δεν της έδωσε σημασία. Οι εφιάλτες, του είχαν πει κάποτε, ξεχνιούνται τ’ άλλο πρωί κι έτσι γινόταν πάντα μέχρι τότε, γιατί να είναι αυτός ο εφιάλτης διαφορετικός; Μόνο που το πρωί που ξημέρωσε, μετά από εκείνη την κραυγή που του τάραξε τον ύπνο, δεν ήταν σαν τα άλλα που είχαν περάσει, ούτε και σαν εκείνα που θα ερχόταν. Είχε κάτι άλλο εκείνη η μέρα ζωγραφισμένο στην παλάμη της και δεν έφταιγε η άνοιξη. Η άνοιξη δε σου πλακώνει την ψυχή. Ούτε αφήνει ζωντανούς τους εφιάλτες.
Ξαφνικά πάνω από το κεφάλι του άρχισαν να πετούν αόρατα αεροπλάνα, δεν έβλεπε την όψη τους, μα ο βόμβος τους διέλυε κάθε λογική, το λιμάνι γέμισε πλοία με στρατιώτες από την άλλη άκρη του κόσμου, που στα διαλείμματα για τσιγάρο χάζευαν το Λευκό Πύργο και τις κοπέλες με τα πολύχρωμα φορέματα που έκαναν βόλτα στην παραλία -όπως όλοι οι στρατιώτες του κόσμου σ’ όλα τα λιμάνια της γης- και στους δρόμους βάδιζαν πια μόνο θυμωμένοι άνθρωποι. Ξαφνικά εκείνο το πρωινό, μετά από εκείνη την κραυγή που του τάραξε τον ύπνο, είδε έντρομος το στόχο, που οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοί» του είχαν ζωγραφίσει πάνω στα Βαλκάνια, στη γειτονιά του μέσα και για να περνά ευχάριστα η ώρα τους άρχισαν να τον σημαδεύουν με έξυπνες βόμβες. Να σημαδεύουν ξεδιάντροπα το δικό του κόσμο. Επίθεση για να τιμωρήσουν τους κακούς και να προστατέψουν τους αδύνατους, είπαν, ανθρωπιστικό έργο. Αυτός το είπε απλά πόλεμο κι ας μην του άρεσε καθόλου αυτή η λέξη. Μα οι άνανδροι κυρίαρχοι από την άλλη άκρη της γης, οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοί» του, που χρίστηκαν μόνοι τους προστάτες των λαών, μόνο αυτόν τον τρόπο ήξεραν και μόνο έτσι μπορούσαν να επιβάλλουν το άδικο δίκιο τους. Με έξυπνες βόμβες και αόρατα αεροπλάνα!
Και ξεκίνησαν πάλι την αυγή αμέτρητοι άνθρωποι, όπως αιώνες πριν ή μόνο κάποια χρόνια, να φεύγουν από τις πατρίδες τους με τα παιδιά τους αγκαλιά. Κι αμέτρητοι άνθρωποι έγιναν πάλι πρόσφυγες, καθώς η ιστορία γραφόταν ξανά στις ίδιες σελίδες με τα ίδια λόγια. Έτσι απλά, έμαθε, γίνεσαι από άνθρωπος πρόσφυγας. Και οι πρόσφυγες δεν είναι άνθρωποι. Μπορεί να είναι θύματα, ξεριζωμένοι, επαίτες σε κάποιο δρόμο ή απειλή για την οικονομία του δικού του προηγμένου κόσμου, θέαμα ίσως για το τηλεοπτικό κοινό, που παρακολουθεί τον πόλεμο ανέκφραστο, όπως κι αυτός ή κινούμενοι στόχοι για τις έξυπνες βόμβες των υποτιθέμενων «συμμάχων» του, αλλά αιώνες τώρα οι πρόσφυγες δεν είναι άνθρωποι. Αυτό του το έκαναν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή που οι νέοι πρόσφυγες πήραν ξανά τα ίδια μονοπάτια, έτσι που αν τους συναντήσει ποτέ στο δρόμο του να μην τους δει σαν ανθρώπους. Θα τους λυπόταν και η λύπη δεν ταιριάζει στον πολιτισμό του.
Ύστερα, έμαθε από φήμες, πως αυτές οι έξυπνες βόμβες, που τους είχαν πει να καταστρέφουν μόνο τα οπλοστάσια των κακών, των δικών του γειτόνων, άρχισαν να κουράζονται -πράγμα περίεργο, τον είχαν διαβεβαιώσει πως ήταν ακούραστες- τα μάτια τους θόλωσαν από τους καπνούς και τα δάκρυα των αθώων κι άρχισαν να μπερδεύουν τους στόχους τους και να σκοτώνουν ανθρώπους. Ανθρώπους, που είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, γιατί είχαν γίνει πρόσφυγες κι άλλους ασήμαντους Βαλκάνιους. «Κατά λάθος», του είπαν τότε εκείνοι που έπαιζαν με τις βόμβες. Λυπήθηκαν όλοι πολύ κι ύστερα το ξέχασαν.
Ξαφνικά οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοί» του χώρισαν ξανά τον κόσμο του σε καλούς και κακούς. Βλέπετε οι παλιοί κακοί είχαν πια πεθάνει κι έπρεπε να βρεθούν καινούργιοι αντίπαλοι. Ύστερα οι «κακοί» στρατιώτες έκλαιγαν σαν ανυπεράσπιστα παιδιά πάνω στα άψυχα σώματα των αδελφών τους, που κατά λάθος σκότωσαν οι έξυπνες βόμβες κι ορκίζονταν εκδίκηση και το προηγούμενο κακό, αυτό που ήρθαν τάχα να διορθώσουν οι «καλοί» στρατιώτες από την άλλη άκρη της γης -αυτοί που μέχρι πριν λίγες μέρες ή ίσως λίγες ώρες χάζευαν το Λευκό Πύργο και τις κοπέλες με τα πολύχρωμα φορέματα που έκαναν βόλτα στην παραλία, όπως όλοι οι στρατιώτες του κόσμου σ’ όλα τα λιμάνια της γης- επαναλαμβανόταν με μεγαλύτερη μανία. Να πως ξαναγεννιούνται τα μίση των λαών! Από κάποια …λάθη κι από ένα αναμμένο σπίρτο που κάποιοι πέταξαν με θρασύτητα μες στα Βαλκάνια. Εδώ που ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ έλεγε πως είναι η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», έτοιμη να εκραγεί με κάθε νέα φλόγα. Και λένε πως το κάνουν για το καλό της ανθρωπότητας!
Ξαφνικά ο κόσμος του όλος άλλαξε και θα ορκιζόταν πως άκουγε κι αυτός τις σειρήνες, που ούρλιαζαν τα βράδια. Άκουγε κι αυτός τα κλάματα και τις προσευχές των προσφύγων, που είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, γιατί είχαν γίνει πρόσφυγες, μα δεν είχαν πάψει να πιστεύουν στο Θεό κι επειδή δεν μπορούσε να τ’ αντέξει όλα αυτά είχε κλείσει καλά τ’ αυτιά του κι είχε πιάσει σφιχτά από το χέρι τη μικρή κι ασήμαντη ζωή του, που ήξερε πάντα να τον τραβάει μακριά από κάτι τέτοια. Μα τα βράδια τον έβρισκαν πάλι με το ίδιο βάρος στην ψυχή, ένα επιπλέον βάρος από τη μέρα που άρχισαν οι σειρήνες να ουρλιάζουν. Ύστερα έβλεπε πάλι τα παιδιά του πολέμου και των προσφύγων, που είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, κρεμασμένα στο λαιμό της μητέρας τους, μοναδικής τους προστασίας στα ερείπια του κόσμου τους. Έχουν ένα βλέμμα αυτά τα παιδιά... Πρώτη φορά έβλεπε τόση απόγνωση σ’ ένα παιδικό βλέμμα! Κι όλα να ψάχνουν απεγνωσμένα για μια καλή νεράιδα, μια τόση δα ασήμαντη, καλή νεράιδα, που θ’ αγγίξει με το μαγικό ραβδάκι της τον κόσμο τους και θα γιατρέψει τις πληγές. Μα οι καλές νεράιδες δε ζούνε πια στα γκρεμισμένα σπίτια τους και τα παιδιά με το απελπισμένο βλέμμα νομίζουν πως τα εγκατέλειψαν κι αυτές. Ύστερα βλέπουν πάλι τα μάτια της μητέρας τους πνιγμένα στα δάκρυα -άλλα κενά, άδεια από ελπίδα βλέμματα αυτά- και δακρύζουν και τα παιδιά. Βάζουν τα κλάματα και σαστισμένοι οι φωτογράφοι όλου του κόσμου κι οι κάμερες όλων των λαών παίρνουν το δάκρυ τους και το στέλνουν μακριά, μέσα στα σπίτια των άλλων, εκείνων που υπερηφανεύονται ότι είναι ακόμα άνθρωποι και μόλις κουραστούν από το πολύ αίμα, απλά αλλάζουν κανάλι. Μέσα και στο δικό του σπίτι. Ποτέ δεν πίστευε ότι πληγώνει τόσο το δάκρυ ενός μικρού παιδιού. Και το μόνο που ευχήθηκε ήταν να υπήρχε πράγματι μια καλή νεράιδα σαν αυτές που ζουν στα παραμύθια. Μια τόση δα ασήμαντη, καλή νεράιδα που θα ερχόταν και θ’ άγγιζε με το μαγικό ραβδάκι της τον παράλογο κόσμο του και θα γιάτρευε όλες τις πληγές, θα τιμωρούσε τους άνανδρους ανθρώπους, θα σταματούσε τις έξυπνες βόμβες και τ’ αόρατα αεροπλάνα. Θα έκανε μαργαριτάρι το δάκρυ των παιδιών. Όμως, τι ατυχία! Αυτός εδώ και καιρό είχε μεγαλώσει και του είχαν μάθει να λέει πως καλές νεράιδες πια δεν υπάρχουν.
Ξαφνικά ο κόσμος του όλος άλλαξε και δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Φταίνε οι σειρήνες που ουρλιάζουν κάθε φορά που σκοτεινιάζει και τα δάκρυα των μικρών παιδιών, που έχουν πάψει να πιστεύουν σε καλές νεράιδες. Φταίει εκείνη η κραυγή που τον ξύπνησε απότομα, αρχή της άνοιξης, από το προσωπικό του όνειρο. Τώρα οι εφιάλτες μένουν ζωντανοί σαν ξημερώσει και η άνοιξη σου πλακώνει την ψυχή. Κλείνει τ’ αυτιά του, μα οι φωνές δε σταματούν. Έχουν εγκατασταθεί μες στο κεφάλι του και του θυμίζουν συνεχώς την ύπαρξή τους. Κι αυτός είναι μικρός κι αδύναμος, ασήμαντος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σιωπήσουν και κάθε μέρα η αδικία και ο παραλογισμός τον πληγώνουν όλο και πιο πολύ. Τον τρελαίνουν. Κι οι φωνές αυξάνουν, πληθαίνουν, δυναμώνουν και του ματώνουν την καρδιά. Αχ, πώς πονάει τώρα η καρδούλα του! Και το μόνο που μπορεί να κάνει, μήπως και σταματήσει κάπως ο πόνος της καρδιάς του, είναι να φωνάξει. Να ουρλιάξει, μήπως και τρομάξουν οι έξυπνες βόμβες και τ’ αόρατα αεροπλάνα και πάψουν να σκοτώνουν ανθρώπους. Μήπως και ξυπνήσει τις καλές νεράιδες, μήπως τον ακούσει και κάποιος θεός και κάνει ένα θαύμα. Γιατί στα θαύματα των ανθρώπων έχει πάψει πια να ελπίζει.
Κάποτε αυτός ο πόλεμος, όπως όλοι οι πόλεμοι, θα τελειώσει. Και για πρώτη φορά στη ζωή του θα ήθελε να είναι με τους νικημένους.

Θεσσαλονίκη, Μάιος 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου