Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ…

(…ΓΙΑΤΙ Η ΘΛΙΨΗ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ)
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Εις μνήμην Χρίστου Μπέσα

Δεν μπορώ ακόμη να εξηγήσω κι ας έχω πλέον μεγαλώσει και κάποιοι λένε ότι ωρίμασα, γιατί με ξαφνιάζει πάντα τόσο, σχεδόν με τρομάζει, η είδηση της αναπάντεχης, ξαφνικής φυγής ενός ανθρώπου, μέρους του μικρόκοσμου μου, μα όχι της στενής ή ευρύτερης οικογένειάς μου, αλλά του ευρύτερου χώρου μέσα στον οποίο κινούμαι κι ανασαίνω καθημερινά. Έτσι με ξάφνιασε και στ’ αλήθεια με τρόμαξε η είδηση της απρόσμενης φυγής -γιατί φυγή θα το λέω πάντα εγώ, θάνατο ποτέ- του Χρήστου Μπέσα, του φιλοσόφου γιατρού της πόλης μας, ενός ανθρώπου στ’ αλήθεια -το λέω και το πιστεύω απόλυτα- ξεχωριστού με πολύπλευρο ταλέντο σε πολλούς τομείς του επιστητού. Τον είχα γνωρίσει μόλις τα τελευταία χρόνια, την εποχή των σπουδών μου και των πρώτων δημοσιογραφικών και λογοτεχνικών μου προσπαθειών -αν και οι γονείς μου και η οικογένεια μου τον ήξεραν από παλιά, τον συμβουλευόταν για τις ιατρικές του γνώσεις, όπως οι περισσότερες οικογένειες της Κοζάνης- κι αμέσως έδειξε ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για το έργο μου. «Γράφεις ξεχωριστά», μου είπε. «Δροσερά». Και με αυτά τα λόγια και μόνο με γοήτευσε.
Το Χρήστο Μπέσα τον γνώρισα καλοκαίρι, λίγο πριν τον τελευταίο χρόνο των σπουδών μου, στο γραφείο ενός κοινού μας φίλου και το Νοέμβρη, την ημέρα της γιορτής μου, θυμάμαι πως με πήρε λαχανιασμένος, ξημερώματα σχεδόν, τηλέφωνο, ελπίζοντας να είναι ένας από τους πρώτους που μου εύχεται το χρόνια πολλά. Με συγκίνησε εκείνη η βιασύνη του. Δεν την είχα ξανασυναντήσει ποτέ πριν σε κανέναν άνθρωπο, δεν πίστευα ότι υπάρχει, μα μου άρεσε πολύ.
Την πρώτη φορά που πέρασα ως ασθενής την πόρτα του ιατρείου του, το επόμενο καλοκαίρι της γνωριμίας μας, θυμάμαι πως έκλαιγα. Με είχε τρομοκρατήσει το πρόβλημα που τότε πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου αντιμετώπισα με την όρασή μου -από τα δώδεκα μου με συνεχώς αυξανόμενη μυωπία- κι ο γιατρός, που είχα επιλέξει να με εξυπηρετήσει, δε μου είπε τίποτα ενθαρρυντικό. Για την ακρίβεια δε μου είπε τίποτα απολύτως. Έτσι έβαλα τα κλάματα στη μέση της πλατείας -αυτόματη αντίδραση το κλάμα σε κάθε στιγμή αναστάτωσης, το ξεπέρασα στα 25- και πήραμε την πρωτοβουλία να πάμε για μία δεύτερη γνώμη στο ιατρείο του Μπέσα. Κι εκείνος, μόλις του εξήγησα τι μου συμβαίνει, έβαλε τα γέλια. Τόσο απλό του είχε φανεί κι απλούστατο ήταν τελικά το ανυπέρβλητο για τον προηγούμενο γιατρό ιατρικό μου πρόβλημα. Κι έτσι πέρασε στην αιωνιότητα και στη λήθη την επόμενη κιόλας μέρα με το γέλιο του το καλύτερο φάρμακο.
Ίσως όλα αυτά που τώρα σας εξιστορώ να εμπίπτουν στον τομέα των προσωπικών δεδομένων και να μην έπρεπε να σας τα αποκαλύψω, μα προσπαθώ να σας εξηγήσω πως στάθηκε δίπλα μου ο Χρήστος Μπέσας. Ο θάνατός του έγινε αφορμή να ξεπηδήσουν απ’ το υποσυνείδητο διάφορες θύμησες και αναμνήσεις, της σύντομης έστω γνωριμίας μας, που είχα ξεχάσει ότι είχα και μάλλον κάπως έτσι έπρεπε να γίνει. Κάπως έτσι γίνεται πάντα με όλους τους ανθρώπους. Μετά τη μεγάλη πίκρα για έναν άδικο, νομίζω εγώ, χαμό, έρχεται η σειρά των αναμνήσεων. Όταν το πρώτο ξάφνιασμα περάσει και μπούμε σ’ ένα νέο στάδιο του πένθους και θυμόμαστε εκείνον που έφυγε χωρίς την αρχική μεγάλη θλίψη. Αναγκαστικά, όλους εμάς που μείναμε πίσω, η ζωή μας τραβάει άθελα κι ηθελημένα μαζί της και συνεχίζουμε να ζούμε. Κι όταν το κενό, το κομμάτι του κόσμου μας, που γκρεμίστηκε στο άκουσμα του θανάτου του, κάποτε καλυφθεί, τότε έρχεται η σειρά των αναμνήσεων. Αναμνήσεων που δε θυμάσαι καν ότι είχες και που πλέον δεν πληγώνουν. όταν ξυπνάνε στο νου, μα ο Θεός ξέρετε είναι σοφός και με σοφία εποίησε τον άνθρωπο.
Είχα πολύ καιρό να συναντήσω το Χρήστο Μπέσα κι όσα άκουγα για την υγεία του δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Δεν τολμούσα ωστόσο να του τηλεφωνήσω, φοβόμουν, μήπως δε με θυμηθεί, μήπως τον μπερδέψω και τώρα κατακρίνω σφόδρα τον εαυτό μου γι’ αυτή τη δειλία μου. Είμαι πάντα κι ό,τι και να γίνει αισιόδοξος άνθρωπος, πιστεύω κι ελπίζω μέχρι το τέλος σ’ ένα θαύμα, σ’ ένα θαύμα που τελικά για το Χρήστο Μπέσα δεν έγινε, μα, λέω και παρηγορούμαι, κάποιος άλλος κανονίζει τη ζωή μας κι όχι οι ελπίδες του κάθε ανθρώπου.
Δεν ξέρω τι πρέπει να πω για να τελειώσω. Δεν ξέρω ποτέ πως να τελειώσω ένα κείμενο κι ας λένε πολλοί κι ας έλεγε κι εκείνος πως έχω ιδιαίτερη έφεση στο γραπτό λόγο. Κι έτσι, σαν καταφύγιο, επιλέγω τα δικά του ποιητικά λόγια:
«Στην επόμενη δύση του ήλιου, περίμενε με αγάπη μου.
Στο κατώφλι αυτού του τρεμάμενου κόσμου,
λουσμένη καθώς είσαι, στο αλησμόνητο φως, ενός κόσμου που χάθηκε.
Να το ξέρεις, όμως, πως δεν υπάρχουν πλέον χρυσά χρόνια,
Και πως, παρόλα τα μυστήρια που σε τυλίγουν
για μένα θα είσαι πάντα κάτι σαν εξαίρεση και θρίαμβος μαζί.
Χωρίς ψυχρά κηρύγματα».


Καλό ταξίδι, λοιπόν, φιλόσοφε της πόλης μας. Νιώθουμε ευτυχείς που έστω λίγο σε γνωρίσαμε, που έστω λίγο σε ακούσαμε, που γέμισες με τα όνειρά σου τις πεζές ζωές μας. Αυτά θα φυλούμε πάντα, αιώνια στην καρδιά μας. Τις παραινέσεις σου και τα υπέροχα, πολύχρωμα, φωτεινά όνειρά που μας χάριζες.

Κοζάνη, Μάρτιος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου