Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Οι Προέλληνες
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι όταν οι Αθηναίοι «καθάριζαν» τη Δήλο, απομακρύνοντας όλους τους θαμμένους σ’ αυτήν νεκρούς, διαπίστωσαν πως οι περισσότεροι ήταν Κάρες. Η αναφορά αυτή γίνεται και από άλλους συγγραφείς και σε άλλα έργα. Παραδόσεις και συγγραφείς μνημονεύουν, εκτός από τους Κάρες, και Πελασγούς, Λέλεγες, Τέμμικες, Ύαντες, Ωγύγιους, Έκτηνες, Άονες, Αίμονες, Δρύοπες, Καύκωνες, Πρωτοαχαιούς, Τυρρηνούς κ.ά.
Όλοι αυτοί οι λαοί, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, μπορούν να μεριστούν σε δύο γλωσσικές ομάδες· τους Ινδοευρωπαίους Προέλληνες του ελληνικού χώρου και τους μη Ινδοευρωπαίους, συνδεόμενους με τους λεγόμενους Μεσογειακούς λαούς. Για τους Λέλεγες ενδείξεις πείθουν ότι ήταν συγγενείς με τους Χάττι, αρχαιότατο λαό της Μ. Ασίας. Εξάλλου ο επώνυμος ήρωάς τους, Λέλεξ, συνδέεται με τη Λακωνική (είναι βασιλιάς της χώρας και πατέρας του Ευρώτα) και τη Μεγαρίδα, όπως και με την Ιωνία ή τα νησιά του Αιγαίου. Στην Ιωνία ο Στράβωνας αναφέρει ότι υπήρχαν «λελέγεια» κτίσματα, ενώ η Μίλητος αποκαλούνταν Λελεγηίς. Στη βορειότερη Τρωάδα ήδη από την αρχαιότητα πολλοί χαρακτήριζαν διάφορα τοπωνύμια ως λελεγικά (Γάργαρα, Άντανδρος, Άσσος, Λάμψακος κτλ.). Σε ό,τι αφορά την παρουσία τους στην κυρίως Ελλάδα, ο Αριστοτέλης την εντοπίζει στη Δυτική Πελοπόννησο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία, στη Λοκρίδα και, όπως ήδη προαναφέρθηκε στη Μεγαρίδα. Ο Ηρόδοτος πάλι τους συνδέει με τις Κυκλάδες. Στην Ήπειρο, κατά το Στέφανο Βυζάντιο, ήταν γείτονες με τους Μολοσσούς. Στη μ.Χ. εποχή, ο Φίλιππος από τα Συάγγελα, σε έργο του για τους Κάρες, τους ονομάζει δούλους των Καρών και επιπλέον τους παρομοιάζει με τους Είλωτες της Σπάρτης. Πολλοί υποθέτουν σήμερα ότι πιεζόμενοι από τους Χάττι ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ όσοι έμειναν στη Μ. Ασία υποτάχτηκαν στους Κάρες. Η σταδιακή αφομοίωση των δύο αυτών λαών (Καρών και Λελέγων) ίσως ήταν ο λόγος που πολλοί στην αρχαιότητα έκαναν σύγχυση αυτών.
Οι Τυρρηνοί συνδέονται με τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τη Μακεδονία, ιδίως την Ελυμιώτιδα/Ελίμεια, όπου κατά τις παραδόσεις εγκαταστάθηκε ο βασιλιάς τους Ελύμας. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Τυρρηνοί ήταν Λυδοί, που εγκατέλειψαν τη χώρα τους σε καιρό λιμού και εγκαταστάθηκαν σε άλλους τόπους υπό την ηγεσία του Τυρρηνού, γιου του Άτυος. Άλλοι τους συνέδεσαν με την πόλη Τύρρα της Λυδίας. Ωστόσο πέρα από κάθε αμφιβολία δεν υπήρξε συγγένεια μεταξύ Λυδών και Τυρρηνών.
Οι Έκτηνες συνδέονται με τη Βοιωτία, της οποίας ήταν αρχαιότατοι κάτοικοι. Οι Κυλικράνες κατοικούσαν στην Κεντρική Ελλάδα, στην Τραχίνα (της Φθιώτιδας) και ήδη από την αρχαιότητα θεωρούνταν λαός αλλόφυλος. Βασιλιάς τους, κατά τη μυθολογία, ήταν ο Εύρυτος, περίφημος τοξότης, την πρωτεύουσα του οποίου Οιχαλία κατέστρεψε ο Ηρακλής, εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της. Το όνομά τους σήμαινε ότι με στίγματα (τατουάζ) σχημάτιζαν μια κύλικα στο βραχίονά τους. Άλλη παράδοση υπαινίσσεται ότι ο Ηρακλής, αφού υπηρέτησε την Ομφάλη, φεύγοντας από τη Μ. Ασία έφερε στην Ελλάδα μαζί του δούλους, τους Κυλικράνες, να υπηρετούν αυτόν και τους απογόνους του.
Οι Κάρες δε συνδέονται με την κυρίως Ελλάδα. Οι σχετικές αναφορές που σημειώνουν κάτι τέτοιο κρίνονται σήμερα λαθεμένες. Προφανώς οφείλονται σε σύγχυση του λαού αυτού με τους Λέλεγες.
Εκτός όμως από τους Λέλεγες, τους Τυρρηνούς, τους Έκτηνες και τους Κυλικράνες, που αποτελούσαν το μεσογειακό υπόστρωμα των Προελλήνων, σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και ορισμένοι λαοί τους οποίους μπορούμε να συνδέσουμε με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομοεθνία. Στους Ινδοευρωπαίους Προέλληνες περιλαμβάνονται οι Αίμονες, οι Άονες, οι Φοίνικες, οι Δρύοπες, οι Καύκωνες, οι Πελασγοί, οι Τέμμικες, οι Ύαντες.
Οι Δρύοπες ανήκουν στους πρώτους λαούς που κατοίκησαν την Ελλάδα, και μάλιστα την εντός του Ισθμού, σύμφωνα με το Στράβωνα. Ο Στέφανος Βυζάντιος, πάντως, βασιζόμενος σε αρχαιότερη πηγή γράφει ότι αρχικά αυτοί κατοικούσαν στην Οίτη και τον Παρνασσό, απ’ όπου πιεζόμενοι έφυγαν για να διασπαρούν στην Εύβοια, την Κύθνο, την περιοχή της Κυζίκου και της Αβύδου στη Μ. Ασία, την Κύπρο, την Πελοπόννησο κ.α. Επώνυμος ήρωάς τους ήταν ο Δρύοπας, γιος του Απόλλωνα, ή η Δρυόπη, κόρη του Ευρύπυλου. Ονομάτισαν πάντως Δρυοπία την περιφέρεια της Τραχίνας, ενώ κατ’ άλλους Δρυοπίδα για ένα διάστημα αποκαλούνταν η Ήπειρος. Πάντως, όπως η επωνυμία τους μαρτυρεί, ήταν Ινδοευρωπαίοι.
Οι Αίμονες, το όνομα των οποίων συνδέεται είτε με τη λέξη αίμα είτε με το όρος Αίμος, έδωσαν το όνομα Αιμονία στη βόρεια Θεσσαλία, το οποίο επιζούσε εν μέρει και ως τη μ.Χ. εποχή, αφού το αναφέρει ο Αθηναίος στους «Δειπνοσοφιστές». Αιμονία ή Αιμονίες πόλη αναφέρεται ότι υπήρχε και στην Αρκαδία, κατά τον περιηγητή Παυσανία, κτίσμα του Αίμονα, γιο του Λυκάονα. Κατά το Στέφανο Βυζάντιο, ο γενάρχης τους Αίμονας ήταν γιος του Χλώρου, γιου του Πελασγού, και πατέρας του Θεσσαλού. Ίσως αυτό να υπαινίσσεται συγγένεια με ένα άλλο ινδοευρωπαϊκό φύλο, τους Πελασγούς. Κατά τους μύθους ο Αίατος, βασιλιάς των Αιμόνων, εισέβαλε στη βόρεια Θεσσαλία, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός που αποχώρησε την Όσσα από τον Όλυμπο, προσφέροντας διέξοδο στα λιμνάζοντα νερά του Πηνειού, που πλημμύριζαν τη θεσσαλική πεδιάδα.
Οι Άονες, κατά το Στέφανο Βυζάντιο, ήρθαν μαζί με τους Τέμμικες και από κοινού με αυτούς, τους Ύαντες και τους Λέλεγες κατοίκησαν στη Βοιωτία, ώσπου την περιοχή κατέλαβαν οι Φοίνικες του Κάδμου (οι Καδμείοι). Ο Παυσανίας ο Περιηγητής, στα «Βοιωτικά» του, αναφέρει ότι στον ίδιο χώρο προϋπήρχαν οι Έκτηνες, τους οποίους αποδεκάτισε «λοιμός». Τότε ήρθαν στον τόπο Άονες και Ύαντες και τελικά οι Άονες, νικημένοι από τους Φοίνικες, έμειναν εκεί, αφού υποτάχτηκαν στους νέους κυρίαρχους της χώρας, ενώ οι Ύαντες έφυγαν από τη Βοιωτία. Με τον καιρό αναμείχθηκαν με τους Φοίνικες (Καδμείους). Το όνομά τους πάντως δόθηκε στη χώρα (Αονία), ενώ επέζησε ως επωνυμία της πεδιάδας που εκτείνεται από τη Θήβα ως την Υλίκη (Αόνιο πεδίο).
Οι Φοίνικες για πολύ καιρό συγχέονταν με τους Σημίτες της Φοινίκης. Ωστόσο τόπος προέλευσής τους ήταν η πόλη Φοινίκη της Ηπείρου και η περιοχή της, όπου παραπόταμος του Θύαμη, ο Κάδμος, έφερε όνομα συγγενικό με το άλλο δικό τους όνομα (Καδμείοι). Εξάλλου το όνομα Φοίνικες συνδέεται με την ελληνική λέξη φοινός ή φοινικούς (= κόκκινος). Την επωνυμία Φοινατοί είχε επίσης ένα ηπειρωτικό φύλο ως τους ιστορικούς χρόνους. Κατά τους μύθους, ο Κάδμος συνδέεται άρρηκτα με την Ήπειρο· αφού βασίλεψε αρκετό καιρό στη Βοιωτία, έρχεται μαζί με την Αρμονία στην περιοχή αυτή, στα γεράματά του, γίνεται βασιλιάς των Θεσπρωτών, νικά τους Βρύγες και αποκτά τον Ιλλυριό, πρόγονο του αντίστοιχου λαού.
Καύκωνες μνημονεύονται στην Τριφυλία, όπου κατοικούσαν την πόλη Μάκιστο, κατά το Στέφανο Βυζάντιο. Η παράδοση ωστόσο λέει ότι ο πρόγονός τους Καύκωνας ήταν γιος του Αρκάδα. Ο Ηρόδοτος τους συνδέει με την Πύλο, την Αθήνα και τη Μίλητο, υπονοώντας ότι αναμείχθηκαν με τους Ίωνες και δηλώνοντας πως οι Μιλήσιοι «απόκτησαν βασιλιάδες Καύκωνες, απόγονους του Κόδρου, γιου του Μελάνθου». Ο Στράβωνας πάλι θεωρεί ολόκληρη την Ηλεία και τη Μεσσηνία χώρα των Καυκώνων και τις αποδίδει το όνομα Καυκωνία. Ο ίδιος αναφέρει ότι Καυκωνίτες ζούσαν στην περιοχή της Παφλαγονίας. Μαζί του συμφωνεί και ο Όμηρος, ο οποίος τους τοποθετεί κοντά στον Παρθένιο ποταμό και τους χαρακτηρίζει συμμάχους των Τρώων. Ίσως το ινδοευρωπαϊκό αυτό φύλο, μετά την κάθοδο των Ελλήνων στις ελληνικές χώρες, εν μέρει να υποτάχτηκε και να αναμείχθηκε μαζί τους και εν μέρει -ένα τμήμα του- να μετοίκησε στη ΒΔ Μικρά Ασία.
Οι Ύαντες, όπως ήδη σημειώθηκε, κατοικούσαν στη Βοιωτία, αλλά εντοπίζονται και στη Φωκίδα, τη Δυτική Λοκρίδα και την Αιτωλία. Μ’ αυτούς ολοφάνερα συνδέεται και η Υάμπολη των ιστορικών χρόνων.
Οι Τέμμικες από ορισμένους συνδέονται με το μεσογειακό υπόστρωμα, αλλά το όνομά τους αποδεικνύει ότι ήταν Ινδοευρωπαίοι. Ο Στράβωνας τους τοποθετεί στην Ανατολική Αττική· εκεί ζούσαν πριν μετοικήσουν στη Βοιωτία, μαζί με τους Άονες.
Οι Πελασγοί επί δεκαετίες συνιστούσαν ένα μεγάλο πρόβλημα. Άλλοι υπέθεταν ότι το όνομα ήταν γενικό και κάλυπτε διάφορα προελληνικά έθνη. Ορισμένοι τους έβλεπαν ως μεσογειακό λαό, που κατοικούσε όλα τα παράλια του Ευξείνου ή τουλάχιστον τα δυτικά κτλ. Σήμερα ωστόσο οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι το όνομα συνδέεται με ένα προελληνικό ινδοευρωπαϊκό φύλο, ο επώνυμος ήρωας του οποίου σχετίζεται με την Αρκαδία (είτε ήταν πατέρας του Λυκάονα, προγόνου του Αρκάδα, είτε ήταν γεννημένος από τη γη, δηλαδή «αυτόχθονας»). Παράλληλα, ωστόσο, ο Πελασγός σχετίζεται και με τη Θεσσαλία και ήταν αδελφός του Αχαιού και του Φθίου, επωνύμων ηρώων των αντίστοιχων ελληνικών φύλων. Απ’ αυτόν μάλιστα ονομάστηκε ένα τμήμα της Πελασγιώτιδα. Κατά τους μύθους του Πελοποννησιακού Άργους, ζούσε εκεί και φιλοξένησε στο Άργος τη Δήμητρα, όταν αυτή γύρευε την Περσεφόνη. Ήταν μάλιστα ο πατέρας της ηρωίδας Λάρισας, που έδωσε το όνομά της στην ακρόπολη του Άργους. Λάρισα όμως ονομαζόταν και μία από τις κυριότερες πόλεις της Θεσσαλίας. Ο Όμηρος αναφέρει επίσης Πελασγικό Άργος (έτσι ονομάζει τη Θεσσαλία), αλλά στην Οδύσσεια υποστηρίζεται ότι Πελασγοί κατοικούσαν στην Κρήτη, ενώ Πελασγοί επίσης, που ζούσαν στην Τρωάδα, ήταν σύμμαχοι των Τρώων (στην Ιλιάδα). Κατά τον Ηρόδοτο Πελασγοί ήταν οι Αιολείς και οι Ίωνες, και, όπως είναι γνωστό σήμερα, οι Ίωνες ζούσαν κάποτε στην περιοχή του Ίωνα, παραπόταμου του Πηνειού, ενώ πατρίδα των Αιολέων γενικώς θεωρούνταν η Θεσσαλία. Ο Έφορος υποστηρίζει ότι οι Πελασγοί ξεκινώντας από την Αρκαδία σκόρπισαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Πελασγικός επίσης ονομάζεται από τον Όμηρο ο Δίας της Δωδώνης, ενώ πελασγικά χαρακτηρίζονται διάφορα αρχαία τείχη ή άλλα κτίσματα. Ο Ηρόδοτος μας παρέχει την πληροφορία ότι μιλούσαν μη ελληνική, δηλαδή βάρβαρη, γλώσσα. Πελασγοί ωστόσο επέζησαν σε διάφορους τόπους, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στη Χαλκιδική, την Κρηστωνία και την Προποντίδα. Ορισμένοι υποθέτουν ότι και οι Ευρυτάνες μιλούσαν την πελασγική γλώσσα, στους ιστορικούς χρόνους, ενώ οι Πελασγοί της Χαλκιδικής εκτός από τη μητρική τους γλώσσα μιλούσαν και την ελληνική. Απ’ όλα αυτά, καθώς και από γλωσσικές ή αρχαιολογικές έρευνες, συμπεραίνεται ότι οι Πελασγοί ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκός, με όνομα ινδοευρωπαϊκό, και όχι μια ομοεθνία ή ομάδα βάρβαρων λαών.
Τα πρώτα ελληνικά φύλα
Αχαιοί, Δαναοί, Άβαντες είναι τα πρώτα ελληνικά φύλα που κάνουν την εμφάνισή τους και ακούγονται στην Ελλάδα. Οι Αχαιοί των μυκηναϊκών χρόνων είναι αναμφίβολα Έλληνες, και το όνομά τους συνδέεται με το στοιχείο «αχ», το οποίο απαντάται σε πολλά ονόματα ποταμών (Ίναχος, δύο ποτάμια με αυτό το όνομα, Αχελώος, Αχήτης κτλ.), ενώ εντοπίζεται και στο όνομα Αχιλλέας· ίσως ο ήρωας να ήταν κάποτε θεότητα του υγρού στοιχείου, γι’ αυτό μάλλον παρουσιάζεται και ως γιος της Νηρηίδας Θέτιδας.
Οι πρώτοι Αχαιοί κατοίκησαν σε πολλούς ελληνικούς τόπους, ξεκινώντας μάλλον από τη Φθιώτιδα Αχαΐα, ενώ ενδέχεται να ζούσαν και στην Αθαμανία, στην Πελοπόννησο, και σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Η διασπορά τους σ’ όλο τον ελληνικό χώρο είναι η αιτία που το όνομά τους επιβάλλεται στην πρώτη επική ποίηση ως γενική επωνυμία των φύλων της Ελλάδας.
Από τα ελληνικά φύλα που αναφέρονται πρώιμα, εκτός από τους Αχαιούς, είναι οι Δαναοί και οι Άβαντες. Οι Δαναοί εικάζεται ότι κατοικούσαν στην περιοχή της Λέρνης, όπως αναφέρουν οι σχετικοί μύθοι. Οι Άβαντες μνημονεύονται από τον Όμηρο ως κάτοικοι της Εύβοιας, ενώ αναφέρεται ότι τμήμα τους ζούσε και στην Ιλλυρία.
Περί το 2000 π.Χ. ελληνικά φύλα (Αρκάδες) κατοικούν στην περιοχή του Αλιάκμονα (Δυτ. Μακεδονία). Γι’ αυτό ίσως οι μύθοι μνημονεύουν το Λυκάονα ως βασιλιά της Ημαθίας. Αργότερα βέβαια ωθούνται ως την Πελοπόννησο, αφήνοντας τμήματά τους στον άνω ρου του Αχελώου και την περιοχή του Σπερχειού. Στην περιοχή του Γράμμου, του Βοΐου εν μέρει, του Σμόλικα και της Τύμφης ζουν, την ίδια περίοδο, διάφορα δυτικά ελληνικά φύλα, ενώ οι Ίωνες καταλαμβάνουν το χώρο νοτίως των Αρκάδων, στην περιοχή του Ίωνα ποταμού, όπως ήδη έχει ειπωθεί, ενώ τμήμα τους ίσως είχε προωθηθεί ως την Πελοπόννησο, στον Αλφειό, που παλαιότερα λεγόταν Ίωνας.
Οι μετακινήσεις προς το νότο των ελληνικών φύλων συμπαρασύρουν και τους Προέλληνες, αν και οι Λέλεγες στη Λοκρίδα, οι Δρύοπες στην κοιλάδα του Σπερχειού, οι Κάδμιοι/Φοίνικες της Βοιωτίας επιβιώνουν ως τα τέλη της ύστερης χαλκοκρατίας. Οι Μινύες πιθανώς ήταν εγκαταστημένοι αρχικά στην περιοχή του Ολύμπου και των Τεμπών, ενώ αργότερα εντοπίζονται στην Κωπαΐδα και τον Ορχομενό. Τα ονόματα του ήρωα Άλμωνα και της Αλμωνίας (πόλης) σχετίζονται με τη Μακεδονία, ενώ η πόλη Αλμωνία ταυτίζεται με τη Μινύα. Στη Μακεδονική Αλμωνία, αναφέρεται στους μύθους, εγκαταστάθηκε μετά τη φυγή του από την Τροία ο Αινείας.
Ο Όμηρος μνημονεύει τους Περραιβούς και τους Αινιάνες ως συνεργαζόμενα φύλα, προσθέτοντας ότι συμμετείχαν στα τρωικά υπό κοινό αρχηγό. Πιθανολογείται επιπλέον ότι ο χώρος εγκατάστασής τους ήταν το βόρειο τμήμα της ιστορικής Περραιβίας, όπου υπήρχε και η πόλη Βωδώνη/Δωδώνη, της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους επιτομείς του Στράβωνα, μετακινήθηκαν δυτικότερα σε κατοπινούς χρόνους (στο χώρο της ιστορικής Δωδώνης). Σύγχυση, ωστόσο, επικρατεί σχετικά με το χώρο που κατείχαν τα δύο αυτά φύλα, γιατί από τον Όμηρο αυτός προσγράφεται στους Λαπίθες.
Οι Λαπίθες κατοικούσαν στο πλέον δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας, προς την Πίνδο, και κατείχαν κατά τον Όμηρο τις πόλεις Ολοοσσώνα, Γυρτώνη, Όρθη, Ηλώνη, αν και ορισμένοι κατοπινοί συγγραφείς θεωρούν ότι και η Λάρισα ήταν στην κατοχή τους, όπως και το όρος Ομόλη (τμήμα της Όσσας). Παρουσία Λαπιθών εντοπίζεται βέβαια και σε άλλα μέρη, π.χ. γένος Περιθοιδών (και δήμος) στην Αττική –ο Πειρίθους ήταν ήρωας των Λαπιθών–, ενώ την Κορώνεια ίδρυσε ο Λαπίθης Κόρωνος. Από την άλλη μεριά, οι Κυψελίδες της Κορίνθου υποστήριζαν ότι ήταν Λαπίθες. Λαπίθες ήρωες επίσης παρουσιάζονται να δρουν στη Λακωνία (Άμπυκας, Έλατος, Λαπίθης).
Οι Φλεγύες ήταν εγκαταστημένοι στη Δαυλίδα της Φωκίδας, αλλά ο Όμηρος δεν τους περιλαμβάνει στα ελληνικά φύλα που έλαβαν μέρος στα τρωικά. Ίσως είχαν απορροφηθεί από άλλα φύλα στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Συνδέονται πάντως με τη Θεσσαλική Γυρτώνα, απ’ όπου ενδεχομένως μετανάστευσαν στη Σικυώνα και τη Στερεά.
Στη Θεσσαλία αναφέρεται ότι ζούσαν Φθίοι, Δόλοπες, Μυρμιδόνες, Έλληνες. Οι Μυρμιδόνες, οι Έλληνες και οι Φθίοι παρουσιάζονται από τον Όμηρο ως λαοί στους οποίους βασίλευε ο Πηλέας, με κέντρο του κράτους του τη Φθιώτιδα Αχαΐα. Η μετοίκηση του Πηλέα στο τέλος των τρωικών στην Ήπειρο ίσως εξυπονοεί μετακίνηση αυτών των φυλών προς τα δυτικά. Δόλοπες εντοπίζονται επίσης βόρεια του Τυμφρηστού και αργότερα στη νήσο Σκύρο, με την οποία συνδέεται και ο Αχιλλέας άλλωστε (κρύβεται εκεί για να μη συμμετάσχει στον τρωικό πόλεμο, παντρεύεται την κόρη του βασιλιά της νήσου Δηιδάμεια κτλ.).
Οι Αθαμάνες, φυλή της οποίας επώνυμος ήρωας ήταν ο Αθάμαντας, πατέρας του Φρίξου και της Έλλης, πρέπει να ήταν εγκαταστημένοι νοτιότερα, στη Φθιώτιδα Αχαΐα, όπως δηλώνουν οι μύθοι οι σχετικοί με τον Αθάμαντα και την Ινώ. Αργότερα μετοίκησαν στην ιστορική Αθαμανία, όπου προϋπήρχαν Αχαιοί (ποταμός της περιοχής, παραπόταμος του Αχελώου ήταν ο Ίναχος).
Οι Κεφαλλήνες κατείχαν την ιστορική Ακαρνανία και τα νησιά Κεφαλληνία, Ιθάκη και Ζάκυνθο, όπως υπαινίσσεται η Οδύσσεια. Ορισμένοι μύθοι ωστόσο τους συνδέουν και με τη Θεσπρωτία· οι σχετικές αναφορές όμως μπορεί να εξυπονοούν μόνο την ύπαρξη καλών σχέσεων με τους Θεσπρωτούς, οι οποίοι κατείχαν τα παράλια της Ηπείρου. Στους Θεσπρωτούς πάντως βασιλεύει, σύμφωνα με το χαμένο έπος «Θεσπρωτίδα», ο Οδυσσέας, βασιλιάς και ήρωας των Κεφαλλήνων, που παντρεύεται τη βασίλισσά τους, Καλλιδίκη, μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη και το φόνο των μνηστήρων.
Οι Πίερες, φύλο ελληνικό που έδωσε αρχικά το όνομά του στην Πιερία, δεν πρέπει να συνδέονται με τους Πίερες Θράκες, αυτούς που αργότερα απώθησαν από την Πιερία οι Μακεδόνες και μετεγκαταστάθηκαν στον Πιερικό κόλπο, γύρω από το Φάγρητα. Συνδέονται, σύμφωνα με τους μύθους, με τους Μάγνητες, και οι πηγές υπαινίσσονται εγκατάστασή τους στις Θεσπιές. Τους Μάγνητες πάλι ορισμένοι θεωρούν συγγενείς των Μακεδόνων ή μακεδονικό φύλο. Κατά τον Ηρόδοτο (απόσπασμα από το χαμένο έπος του «Ηοίες»), Μακεδών και Μάγνης ήταν αδέλφια, γιοι της Θυίας, θυγατέρας του Δευκαλίωνα, και του Δία (επομένως πρώτα ξαδέλφια του Έλληνα) και «κατοικούσαν γύρω από την Πιερία και τον Όλυμπο, σε κατοικίες δοξασμένες».
Το όνομα των Βοιωτών σχετίζεται βέβαια με το όρος Βοίον (Βόιο) και εντοπίζεται μια δηλωμένη συγγένεια του φύλου αυτού με τα δυτικά ελληνικά φύλα, καθώς και με τους Αιολείς, πράγμα που μαρτυρείται και από τη διάλεκτό τους. Η εγκατάστασή τους στη Βοιωτία προϋποθέτει μια πρωιμότερη στη Θεσσαλία, απ’ όπου πιεζόμενοι αργότερα από τους Θεσσαλούς ήρθαν στην Καδμεία, στην οποία έδωσαν και το όνομά τους.
Παρουσία Αιολέων μαρτυρείται και στη Φθιώτιδα Αχαΐα. Ωστόσο, ο κύριος όγκος τους αργότερα βρίσκεται εγκαταστημένος στη Θεσσαλία και περιορίζει ή εγκολπώνει διάφορα άλλα φύλα (Περραιβούς, Αινιάνες, Λαπίθες κτλ.). Το όνομά τους, που σημαίνει ποικίλος, ίσως μαρτυρεί την ανάμειξη φύλων, και η συγγένεια της αιολικής διαλέκτου με τη βοιωτική και τη θεσσαλική των ιστορικών χρόνων προς τα εκεί οδηγεί. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Θεσσαλοί έρχονται από τη Θεσπρωτία να κατοικήσουν την Αιολίδα γη, δηλαδή κατευθύνονται από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Ο Στράβωνας πάλι υποστηρίζει ότι οι Βοιωτοί διώχτηκαν (εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας) από την Άρνη, όπου κατοικούσαν ως τότε, από τους Θεσσαλούς και ήρθαν στην Καδμηίδα χώρα. Αυτό ίσως εξηγεί τη γλωσσική συγγένεια Βοιωτών και Αιολέων. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι τμήμα της Αιτωλίας (αυτό γύρω από την Πλευρώνα και την Καλυδώνα) ονομαζόταν παλαιότερα Αιολίδα και προσθέτει ότι όλα τα ελληνικά φύλα αποκαλούνταν Αιολείς κάποτε, εκτός από τους Αθηναίους, τους Μεγαρείς και τους Δωριείς του Παρνασσού. Η λατρεία του Αιόλου, ήρωα αρχικά των Αιολέων και έπειτα θεού των ανέμων, η τόσο διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα, μαρτυρεί τη διασπορά τους σ’ όλο τον ελληνικό χώρο. Πολλοί ήρωες, π.χ. στην Πελοπόννησο κ.α., εμφανίζονται ως Αιολείς, όπως ο γεννημένος στην Κόρινθο Σίσυφος.
Οι ανατολικοί και δυτικοί Λοκροί χωρίζονταν από τους Φωκείς γεωγραφικά, και κατά τις παραδόσεις τους είναι ντόπιοι, δεν έχουν έρθει από άλλους τόπους, πράγμα που μαρτυρεί την πρωιμότητα της εγκατάστασής τους στη δυτική και ανατολική Λοκρίδα και τη Φωκίδα.
Αιτωλοί και Επειοί πρέπει να ήταν φύλα συγγενικά, αφού ο Επειός, επώνυμος ήρωας των δεύτερων, ήταν γιος του Ενδυμίωνα, ήρωα των πρώτων. Ο Όμηρος τοποθετεί, πάντως, τους Αιτωλούς στο χώρο που αυτοί κατείχαν στους ιστορικούς χρόνους, ενώ για τους Επειούς αναφέρει ότι κατοικούσαν το Βουπράσιον, την Ήλιδα, την Υρμίνη, τη Μύρσινο κ.ά. πόλεις, από τις οποίες έφυγαν με 40 πλοία για να πάρουν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Ο ήρωας Αιτωλός, πάλι, παρουσιάζεται ως γιος του Ενδυμίωνα και αδελφός του Επειού σε πολλούς μύθους. Ωστόσο ο Στράβωνας αναφέρει ότι ο Εκαταίος ξεχώριζε τους Ηλείους από τους Επειούς, και αυτό ίσως μαρτυρεί εγκατάσταση των δεύτερων σε χώρο που κατείχαν οι πρώτοι. Σύμφωνα με άλλες πηγές, τους Δωριείς οδηγούν στην Πελοπόννησο Αιτωλοί, οι οποίοι όμως κρατούν για τον εαυτό τους την Ηλεία (εδώ υπονοείται άμεση συγγένεια Επειών και Αιτωλών). Άλλοι ωστόσο θεωρούν ότι οι Ηλείοι ήταν απλώς οι Αιτωλοί που οδήγησαν τους Δωριείς στην Πελοπόννησο.
Στην περιοχή της Δωδώνης ο Όμηρος τοποθετεί τους Σελλούς/Ελλούς, μάντεις και προφήτες του Δωδωναίου και Πελασγικού Δία. Ο Ησίοδος στην ίδια περιοχή τοποθετεί την Ελλοπία, πόλη και περιφέρεια των Ελλόπων σύμφωνα με ορισμένους, κατά τους οποίους οι τύποι Σελλοί και Ελλοί αποτελούν συγκεκομμένη εκδοχή του ονόματος Ελλόπιοι. Ελλοπία ωστόσο ονομάζεται και η Εύβοια, είτε ολόκληρη είτε το βόρειο τμήμα της, ενώ οι Ελλόπιοι αλλού είναι θεσσαλικό φύλο. Κατά μία εκδοχή, το όνομα Έλλην επίσης προέρχεται από το Σελλάς/Ελλάς.
Κατά τους μύθους, οι Γραικοί ή Γραίοι (ή Γραίκες) ήταν φύλο ελληνικό που ζούσε στη Δυτική Θεσσαλία και το όνομά τους έφεραν όλοι οι Έλληνες κάποτε, ώσπου, σύμφωνα με τους μύθους, βασίλεψε σ’ όλα τα φύλα ο Έλληνας, γιος του Δευκαλίωνα, το όνομα του οποίου πήραν και οι ως τότε αποκαλούμενοι Γραικοί. Ο επώνυμος ήρωας του φύλου, πάντως, κατά τον Ησίοδο ήταν γιος του Δία και της Πανδώρας, θυγατέρας του Δευκαλίωνα. Κατά τον Αριστοτέλη, οι Γραικοί κατοικούσαν το χώρο όπου έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Ο ίδιος επίσης τοποθετεί αυτόν το χώρο στην περιοχή της Δωδώνης (εκεί «κατοικούσαν οι Σελλοί και οι ονομαζόμενοι τότε Γραικοί και τώρα Έλληνες»).
Ο Ηρόδοτος, και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, αναφέρουν ότι οι Μακεδνοί ζούσαν στην Πίνδο, όπου βρισκόταν και η τετράπολή τους (Βοιός, Ερινεός, Κυτίνιον και Πίνδος). Οι Μακεδνοί αυτοί, φύλο πολυπλάνητο, κατά τον ίδιο, ήρθαν στη συνέχεια στη Δωρίδα, απ’ όπου μετοίκησαν στην Πελοπόννησο έπειτα από πολλές απόπειρες. Η παραμονή τους στη Δωρίδα, συμπεραίνεται σήμερα, τους χάρισε το κατοπινό όνομά τους, Δωριείς. Ο Όμηρος αγνοεί τους Δωριείς, εκτός από μια περίπτωση στην Οδύσσεια, όπου τους κατονομάζει ως ένα από τα φύλα που ζούσαν στην Κρήτη. Οι Δωριείς της ιστορικής εποχής διαιρούνται σε τρεις φυλές, τους Υλλείς, τους Δυμάνες και τους Πάμφυλους. Ένα χαμένο σήμερα έπος, ο «Αιγίμιος», αναφερόταν στον ομώνυμο βασιλιά των Μακεδνών, τον οποίο βοηθάει ο Ηρακλής στον πόλεμό του εναντίον των Λαπιθών. Κατά τον Έφορο (το απόσπασμα διασώζει ο Στέφανος Βυζάντιος), ο Αιγίμιος ή Αιγιμιός «είχε δυο γιους, τον Πάμφυλο και το Δυμάνα, ενώ τον Ύλλο, γιο του Ηρακλή, έκανε τρίτο παιδί του (τον υιοθέτησε δηλαδή) ως ανταπόδοση της χάρης που χρωστούσε στον Ηρακλή για τα όσα έπραξε αυτός για λόγου του». Η παράδοση εξηγεί τη διαίρεση σε τρεις φυλές των Δωριέων και την πρόσδεσή τους με τους Ηρακλείδες. Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Ηρακλής εκδιώκει τους Δρύοπες από τη γη τους και φέρνει σ’ αυτήν τους ως τότε ονομαζόμενους Μακεδνούς, υπηκόους του Αιγιμιού, οι οποίοι στη συνέχεια παίρνουν το όνομα Δωριείς. Ο μύθος αποκαλύπτει επίσης τη δημιουργία μιας συμμαχίας, στην οποία αργότερα προστέθηκαν οι Υλλείς, εγκαταστημένοι στη Στερεά. Η μετακίνηση προς το νότο των Μακεδνών συμπίπτει με μια άλλη, αυτή των Μολοσσών, ή μέρους τους, στην Αττική, τη Σικυωνία και την Αρκαδία.
Λίγο αργότερα οι Μακεδόνες, εναπομείναντες στην ανατολική Πίνδο Μακεδνοί, προωθούνται προς την Πιερία και τη μακεδονική πλευρά του Ολύμπου, απ’ όπου στη συνέχεια απλώνονται στην Ημαθία και τη Βοττιαία.
Για τους Ακαρνάνες παραδίδεται ότι ως μια περίοδο ονομάζονταν Κουρήτες. Ο επώνυμος ήρωάς τους, ο Ακαρνάν, ήταν γιος του Αλκμέωνα, κυρίου προσώπου της «Αλκμεωνίδας», ενός χαμένου σήμερα έπους. Την παράδοση αναφέρει ο Θουκυδίδης, ο οποίος εξηγεί μ’ αυτόν τον τρόπο την εμφάνιση (ή μάλλον τη μετονομασία αυτού του φύλου). Ο Στράβωνας θεωρεί ότι οι Κουρήτες καταλάμβαναν το ανατολικό τμήμα της Ακαρνανίας και οι Λέλεγες το δυτικό. Συγγενείς προς αυτούς ήταν και οι Αμφιλόχιοι, κυριότερη πόλη των οποίων ήταν το Αμφιλοχικόν Άργος, που το όνομά του δηλώνει την παρουσία αχαϊκού στρώματος στην περιοχή.


C:\Εγκυκλοπαίδεια Μαλλιάρης 2005\Media\12000\00011867.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου