Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (5)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κυριακή


Ξύπνησε
με τη γλυκιά γεύση που αφήνει στα χείλη το πιο όμορφο όνειρο και για λίγο, πριν ακόμα ανοίξει τα μάτια και επιστρέψει στην πραγματικότητα, απογοητεύτηκε. Τώρα θα ξυπνούσε και το γλυκό της όνειρο θα χανόταν, γιατί τι άλλο πέρα από όνειρο, ένα υπέροχο όνειρο, μα όνειρο μόνο, θα μπορούσε να είναι όλη αυτή η ιστορία, που τις προηγούμενες μέρες είχε ζήσει; Βλέπετε, τότε ακόμα η Λήδα δεν πίστευε πως και τα όνειρα ακόμα μπορούν καμιά φορά να γίνουν πραγματικότητα. Το κατάλαβε μόνο, όταν άνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε το παλιό, ξύλινο ταβάνι του δωματίου.
- Επιτέλους, ξύπνησες, άκουσε την Έρη από κάπου εκεί κοντά, ν’ ανοίγει διάπλατα τις κουρτίνες και να γεμίζει το δωμάτιο ήλιο και φως.
Άρα καλή διάθεση.
- Τι κάνεις εσύ εδώ πρωί-πρωί, ξαφνιάστηκε η Λήδα κι ας μην ήξερε καν πόση βάση είχαν τα λόγια της, πόσο δηλαδή πρωί-πρωί ήταν ακόμα.
- Κατ’ αρχάς, δεν είναι πια πρωί-πρωί, ανέλαβε να λύσει την απορία της η Έρη. Το ρολόι της πλατείας πριν από λίγο χτύπησε 11 και μισή. Και για σένα, που ξυπνάς κάθε μέρα από τ’ άγρια χαράματα, σαν τον κόκορα της κυρά-Βασιλικής δίπλα, 11 και μισή η ώρα είναι μεσημέρι. Τόσο πολύ ξαφνιαστήκαμε με την κυρά-Σεβαστή με τον ύπνο σου, που ερχόμασταν κάθε λίγο να δούμε αν αναπνέεις! Και κατά δεύτερον, γλύκανε τη φωνή της και κάθισε δίπλα στη φίλη της στο ψηλό κρεβάτι, είμαι εδώ, γιατί είμαστε φίλες και νοιάζομαι για σένα. Με τρόμαξες πολύ προχθές, μωρέ! Αν και τώρα, απ’ ό,τι βλέπω, ξαναβρήκες το χρώμα σου.
- Το είχα χάσει, ε;
- Αν έβλεπες πως είχες γίνει, όταν ήσουν λιπόθυμη, θα τρόμαζες, απάντησε απόλυτα σοβαρή η Έρη κι η Λήδα έβαλε τα γέλια.
- Είναι αδύνατο να δει ένας άνθρωπος τον εαυτό του, όταν λιποθυμάει ο ίδιος, διόρθωσε, γελώντας δυνατά, τη φιλενάδα της.
- Αν μπορούσες όμως, συνέχισε, το ίδιο σοβαρή εκείνη, σίγουρα θα σου κοβόταν τα γόνατα! Έλα, σήκω τώρα. Έχεις επισκέψεις.
- Εγώ; Ποιον, ρώτησε η Λήδα και με μία άκρη του μυαλού της, που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε, ευχήθηκε ο απρόσμενος επισκέπτης του πρωινού της Κυριακής να ήταν ο Ανδρέας κι ας είχε έρθει μόλις την προηγούμενη μέρα.
- Τον κούκλο τον αδελφό σου, απάντησε με πονηρό χαμόγελο η Έρη κι η Λήδα πετάχτηκε από το κρεβάτι σα να τη χτύπησε κεραυνός.
- Ο Ορέστης!
Ο Ορέστης! Είχε έρθει ο Ορέστης εδώ, ο δικός της Ορέστης, ο αδελφός της στις αρχές του επόμενου αιώνα; Τι δουλειά είχε ο αδελφός της σ’ αυτή την ιστορία; Σε μια δική της ιστορία. Πέταξε τα σκεπάσματα στο πάτωμα, φόρεσε άτσαλα τη ρόμπα της και, ξυπόλυτη ακόμα, βγήκε τρέχοντας στη σκάλα κι έσκυψε με αγωνία πάνω από τα πρώτα σκαλοπάτια. Στο σαλονάκι η κυρά-Σεβαστή είχε πιάσει κουβέντα μ’ έναν καλοντυμένο νεαρό, που, καθισμένος στη μέση του βελούδινου καναπέ, έτρωγε το γλυκό του κουταλιού -πορτοκάλι μάλλον ή ίσως κολοκύθα- που του είχαν προσφέρει. Κι ήταν πράγματι ο Ορέστης αυτός, ο αδελφός της.
- Ορέστη!
Φωνάζοντας δυνατά τ’ όνομά του, πήρε να κατεβαίνει τρέχοντας την ψηλή, ξύλινη σκάλα κι όρμισε στην αγκαλιά του, πετώντας κάτω το πιατάκι με το γλυκό που εκείνος κρατούσε και σφίγγοντας τον τόσο δυνατά, που ο Ορέστης έβαλε τις φωνές.
- Σιγά! Θα με πνίξεις!
Ο αδελφός της, ο Ορέστης, ήταν πάντα η μεγάλη της αδυναμία. Από τότε που έπαψε να τον ζηλεύει, δηλαδή. Δεν τον είχε δει με καθόλου καλό μάτι, όταν ξαφνικά στα 3 της χρόνια ήρθε από το πουθενά κι εγκαταστάθηκε μέσα στο σπίτι τους, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον και τα χάδια όλων. Ακόμη κι αυτού του μπαμπά της, που, όπως και να το κάνουμε, της είχε πάντα μια αδυναμία. Όταν όμως η πρώτη ζήλια πέρασε και η Λήδα άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται τα οφέλη της μεγαλύτερης αδελφής, άρχισε να το αγαπάει αυτό το πλασματάκι, που ξεμάλλιαζε χωρίς κανένα λόγο τις κούκλες της κι έκλαιγε με κάθε αφορμή και σε κάθε ευκαιρία. Ούτως ή άλλως, είχαν μόνο 3 χρόνια διαφορά. Κι αν και στα παιδικά τους χρόνια τον περνούσε εκείνη τουλάχιστον ένα κεφάλι, τώρα ήταν ο Ορέστης αυτός που της έριχνε αρκετούς πόντους.
Τουλάχιστον τότε, στην άλλη της ζωή. Κι αφόρητα όμοιος τώρα, 40 χρόνια πριν. Πανύψηλος πλέον, με σφιχτά μπράτσα, ξανθός και γαλανός σαν άγγελος, καμία σχέση μ’ εκείνη, που είχε αντιγράψει τα καστανά μαλλιά και τα σκούρα μάτια του πατέρα. Ο Ορέστης είχε πάρει τ’ ανοιχτά, μακεδονίτικα χρώματα της μητέρας τους. Όταν έφυγε από τη μεγάλη πόλη δίπλα στην απέραντη γαλάζια θάλασσα γι’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία, ακολουθώντας το δρόμο που ο διορισμός της της έδειξε, εκείνος της είχε λείψει περισσότερο. Σ’ όλες τις δεκαετίες και σ’ όλους τους αιώνες, όσες ζωές κι αν ζούσε, πάντα ο Ορέστης θα της έλειπε περισσότερο απ’ όλους και η Λήδα, που όλα αυτά ήρθαν στο μυαλό της, χωρίς καν να τα σκεφτεί, αντιλήφθηκε ξαφνικά πως και οι δύο ζωές της και στη δεκαετία του ‘60 και 40 χρόνια αργότερα, ήταν αφόρητα όμοιες. Ή τουλάχιστον υπερβολικά παρόμοιες. Η λύση στην απορία της πιθανόν να ερχόταν μαζί με τη λύση του μυστηρίου του ταξιδιού της σ’ αυτό τον κόσμο -αν βρισκόταν ποτέ κάποια λύση- κι έτσι έπαψε πια να την ψάχνει.
- Είσαι καλά, ρώτησε με αγωνία ο Ορέστης, όταν κατόρθωσε -με κόπο, στ’ αλήθεια- να …απελευθερωθεί από το ασφυκτικό αγκάλιασμά της αδελφής του. Η Έρη είπε πως ήσουν στο νοσοκομείο, λιποθύμησες λέει. Τι έγινε;
- Τίποτα, μωρέ, ανέλαβε να τον καθησυχάσει η Λήδα, αφού το μυαλό της μόνο η λιποθυμία της δεν απασχολούσε. Μια ξαφνική κι εντελώς ασήμαντη υπόταση, που την ξέχασα κιόλας. Απλά πέρασα ένα βράδυ στο νοσοκομείο, πήρα και δύο μέρες άδεια από το σχολείο και τώρα, όπως βλέπεις, είμαι μια χαρά. Η μαμά, ο μπαμπάς, τι κάνουν; Τα γατάκια μου; Τα προσέχεις καθόλου;
- Η μαμά κι ο μπαμπάς είναι μια χαρά κι εσύ γατάκια δεν είχες ποτέ. Είσαι αλλεργική στις γάτες. Το ξέχασες;
Μάλλον σ’ αυτό οφειλόταν τα κόκκινα εξανθήματα στα χέρια της και τα φταρνίσματά της μετά από το χθεσινό πρωινό στην αυλή παρέα μ’ όλες τις γάτες της γειτονιάς, μα ήταν ελάχιστη η διαφορά ανάμεσα στις δύο δεκαετίες κι έτσι η Λήδα την προσπέρασε με αξιοπρέπεια.
- Μάλλον, χαμογέλασε άτσαλα. Περίμενε μια στιγμή να ντυθώ και θα έρθω να πάμε μια βόλτα στην πόλη. Έχω να σου πω πολλά.
- Είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά, ρώτησε, ανήσυχος ακόμα, ο Ορέστης.
- Σιγουρότατη, αδελφούλη μου. Σιγουρότατη.
Κι ανέβηκε τρέχοντας και ξυπόλυτη, όπως ακριβώς είχε κατέβει, τη μεγάλη, ξύλινη σκάλα.

Ήταν Κυριακή της μικρής Αποκριάς, δηλαδή μια μέρα γιορτινή και στην κεντρική πλατεία είχαν αρχίσει από νωρίς οι προετοιμασίες για την υποδοχή του βασιλιά καρνάβαλου. Από το πρωί ξεσκόνιζαν και γυάλιζαν σχολαστικά το θρόνο του. Η μπάντα του δήμου, η ΠΑΝΔΩΡΑ, ντυμένοι μασκαράδες κι αυτοί, έπαιζαν τ’ αποκριάτικα κι ο κόσμος γέμιζε αχόρταγα τους δρόμους. Βλέπετε, το είπαμε και πριν, σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία, οι απόκριες ήταν πάντα μεγάλη γιορτή. Το κέφι, που ξεκίνησε την Τσικνοπέμπτη, θα κορυφωνόταν την επόμενη Κυριακή, το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, όταν θ’ άναβαν όλοι οι φανοί, ένας σε κάθε γειτονιά, κατάλοιπα της αρχαίας λατρείας του ήλιου και άλλων παρόμοιων δοξασιών -μα αυτό κανείς δεν το ήξερε, ήταν σε μία πόλη χωρίς ιστορία και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ψάξει να βρει τα υπολείμματά της- για να χορέψουν ύστερα τριγύρω απ’ τη φωτιά και να γλεντήσουν όλοι, παρέα με γλυκό κρασί, λαχταριστούς μεζέδες και ατέλειωτο γλέντι μέχρι τ’ άλλο πρωί, που θα ξεκινούσε το αλάδωτο σαρανταήμερο της Σαρακοστής.
Η Λήδα κι ο Ορέστης περπάτησαν στην κεντρική πλατεία, ανακατεύτηκαν με τον κόσμο που γλεντούσε και τραγουδούσε και γέλασαν και τραγούδησαν κι αυτοί μαζί με τους μασκαράδες και χειροκρότησαν με κέφι την είσοδο του βασιλιά καρνάβαλου με τη μεθυσμένη μύτη, που κάθισε περήφανος στον φρεσκογυαλισμένο και φρεσκοξεσκονισμένο θρόνο του, ενώ τριγύρω ο κόσμος χόρευε κυκλικούς, διονυσιακούς χορούς. Με βήματα αργά και πιασμένοι από το χέρι, άφησαν πίσω τους τις φωνές και τους χορούς της κεντρικής πλατείας και πήραν το δρόμο για μια πιο ήσυχη γειτονιά. Η Λήδα είχε πράγματι να του πει πολλά.
- Λοιπόν, ρώτησε ο Ορέστης, φτάνοντας στο πάρκο, απέναντι από την αρχαία εκκλησία, με ιστορία παλιότερη από την ανύπαρκτη ιστορία της πόλης και σταμάτησε να πάρει ανάσα κάτω από μία κάτασπρη, ολάνθιστη αμυγδαλιά. Τι έχεις να μου πεις και μ’ έφερες μέχρι εδώ πάνω; Και τι σχέση έχει αυτό με την προχθεσινή λιποθυμία σου, γιατί, για να πω την αλήθεια, μόνο άρρωστο άνθρωπο δε μου θυμίζεις.
- Σου είπα, αυτό δεν ήταν τίποτα, τον καθησύχασε ξανά η Λήδα. Μια άσχετη υπόταση, που δεν καταλαβαίνω γιατί τη συζητάμε ακόμα. Κι έπειτα θα σ’ έφερνα σε τόσο όμορφα μέρη, για να μιλήσουμε για αρρώστιες;
- Και για τι πρέπει να μιλάμε στα τόσο όμορφα μέρη, χαμογέλασε ο Ορέστης και είχε κιόλας μαντέψει την απάντηση της αδελφής του.
Η Λήδα του εκμυστηρευόταν πάντα τα πάντα, ακόμη και τα πιο τρελά της όνειρα. Και σ’ εκείνη και στην άλλη της ζωή.
- Μα για την αγάπη και τον έρωτα, Ορέστη. Μόνο γι’ αυτά πρέπει να μιλάμε κάτω από μία ολάνθιστη, ανοιξιάτικη αμυγδαλιά. Ξέρεις… γνώρισα κάποιον.
- Ειδύλλιο;
- Δεν ξέρω, αλλά όταν κάποιος λέει ότι θα ξανάρθει μόνο και μόνο για να σε δει κι ανυπομονείς κι εσύ να τον ξανασυναντήσεις, τι σημαίνει;
- Μάλλον πως είσαι ερωτευμένη, αδελφούλα, χαμογέλασε ο Ορέστης. Τουλάχιστον, με τους περισσότερους ανθρώπους, έτσι γίνεται. Και για λέγε, ποιος είναι ο τυχερός νέος;
- Τον λένε Ανδρέα κι είναι ανιψιός της σπιτονοικοκυράς μου, της κυρά-Σεβαστής. Στην ηλικία μου πάνω-κάτω και πολύ-πολύ όμορφος.
- Η κυρά-Σεβαστή σου τον σύστησε, ρώτησε καχύποπτος πάντα ο αδελφός της.
Η μεγάλη προίκα της αδελφής του τον έκανε πάντα επιφυλακτικό απέναντι σε κάθε υποψήφιο γαμπρό. Ειδικά τότε, στη ζωή του ’60. Η προίκα έπαιζε τότε σημαντικό ρόλο στη μελλοντική αποκατάσταση κάθε γυναίκας και όλοι οι άνδρες θα ήθελαν μία γυναίκα με την προίκα της Λήδας. Ακόμα και άνδρες που δεν της άξιζαν και δε θα την τιμούσαν.
- Όχι. Όχι, μην ανησυχείς, ανέλαβε να τον καθησυχάσει η Λήδα, που ήξερε τους φόβους του και δεν τους συμμεριζόταν.
Τουλάχιστον για τον Ανδρέα.
- Η κυρά-Σεβαστή δεν ξέρει καν για τη γνωριμία μας. Τυχαία γνωριστήκαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα σε μία γιορτή, στο σπίτι ενός κοινού μας φίλου.
Δεν ήξερε αν αυτό που του διηγούνταν ήταν αλήθεια ή ψέμα, μα της φάνηκε η πιο αληθοφανής δικαιολογία και ίσως έτσι να είχε γίνει πράγματι.
- Έτυχε να τον βρούμε και προχτές, που λιποθύμησα στην πλατεία, συνέχισε. Αυτός με πήγε στο νοσοκομείο, η Έρη μάλλον είχε πανικοβληθεί τόσο, που δεν μπορούσε να σκεφτεί ή να κάνει τίποτα. Κι αν και την Παρασκευή δεν τον είδα κι ίσως και να μη τον θυμόμουν καν, πέρασε χτες από το σπίτι να δει τι κάνω, πώς είμαι. Ανησυχούσε, είπε. Είναι απόφοιτος της Σχολής Πολέμου, αξιωματικός, έτοιμος για την πρώτη του μετάθεση, κάπου στα βόρεια σύνορα και απλά υπέροχος.
- Έχετε σχέση;
- Όχι, όχι, σου είπα, τίποτα τέτοιο. Απλά έτυχε να γνωριστούμε και αναπτύχθηκε μεταξύ μας μία …αμοιβαία συμπάθεια. Αυτό είναι όλο.
- Γιατί, αν θυμάσαι καλά, ο πατέρας μας δεν τα συμπαθεί και πολύ αυτά. Αυτές τις … «αμοιβαίες συμπάθειες» εννοώ.
- Δε σε καταλαβαίνω. Τι θέλεις να πεις, ρώτησε με έκπληξη η Λήδα.
Δε θυμόταν ποτέ ο πατέρας της να έχει τέτοιους φόβους. Τουλάχιστον τότε, στην άλλη της ζωή, στη ζωή του μέλλοντος.
- Λήδα, δεν αναρωτήθηκες, γιατί ήρθα τόσο ξαφνικά, ρώτησε ο Ορέστης και της φάνηκε πως το βλέμμα του έχασε ξαφνικά τη λάμψη του.
Σοβάρεψε απότομα.
- Θεώρησα δεδομένο πως, ήρθες τόσο ξαφνικά, απάντησε η Λήδα, διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις, γιατί με πεθύμησες και ήθελες να με δεις, όπως και κάθε άλλη, προηγούμενη φορά που έχεις έρθει. Γι’ αυτό δεν ήρθες, Ορέστη;
- Ήρθα και γι’ αυτό. Πρωτίστως γι’ αυτό. Αλλά και για κάτι άλλο. Κάτι που θέλει να σου ζητήσει ο πατέρας μας.
- Τι δηλαδή, ρώτησε ανήσυχη εκείνη κι απ’ το μυαλό της πέρασαν μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο δέκα χιλιάδες σκέψεις.
Όλες κακές. Ήταν κι εκείνη σαν τον αδελφό της -από γεννησιμιού της- πάντα καχύποπτη.
- Μια πρόταση γάμου, πολύ …συμφέρουσα, που θα ήθελε πολύ να δεχτείς. Κι επειδή ξέρει πως αντιδράς σε κάτι τέτοιες προτάσεις, ειδικά όταν δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τις δεχτείς, έστειλε πρώτα εμένα να σου μιλήσω. Μ’ εκείνον, το ξέρεις, είναι αδύνατο να συζητήσετε τέτοια θέματα. Ειδικά όταν είναι απ’ αρχής του κόσμου σίγουρο πως δεν έχετε καμία πρόθεση να συμφωνήσετε. Ίσως εγώ, σκέφτηκε ο πατέρας μας, να καταφέρω να σου μιλήσω, χωρίς να μου θυμώσεις.
- Και από ποιον είναι αυτή η τόσο συμφέρουσα πρόταση γάμου, ρώτησε με ειρωνεία η Λήδα κι ήταν πράγματι πολύ περίεργη να μάθει το όνομα του υποψήφιου γαμπρού.
- Από τον Αχιλλέα Παπαδάκη, το γιο του βιομηχάνου. Τον θυμάσαι, ρώτησε ο Ορέστης κι η Λήδα ένιωσε σ’ ένα λεπτό χίλιες εικόνες να πλημμυρίζουν το μυαλό της και να μπαίνουν η κάθε μία στην από πάντα οριζόμενη θέση της.
Ναι, τον θυμόταν τον Αχιλλέα Παπαδάκη, έναν αντιπαθητικό, νεαρό τεντιμπόη, που νόμιζε πως όλος ο κόσμος απλωνόταν στα πόδια του, επειδή είχε λεφτά. Τα λεφτά του πατέρα του, δηλαδή, που φρόντιζε πάντα να ξοδεύει, χωρίς σοβαρό λόγο και χωρίς καμία αφορμή, γιατί το χρήμα, έλεγε και μόνος του γελούσε, πρέπει να ρέει. «Κολλούσε» με ανόητα αστεία σε όλες τις κοπέλες, δεσμευμένες ή όχι δεν τον ενδιέφερε και είχε τολμήσει κάποτε να φλερτάρει κι εκείνη, σ’ ένα πάρτι που τυχαία είχανε βρεθεί. Τον απόφυγε σχετικά εύκολα. Άλλωστε ο Αχιλλέας Παπαδάκης ποτέ δεν επέμενε, ειδικά σε θέματα γυναικών. Είχε συνηθίσει να του γίνονται πάντα όλα τα χατίρια. Έτσι νόμιζε πως θα του γίνει κι αυτό. Ο μπαμπάς τον έλεγε «τεμπέλη» και «χαραμοφάη» κι είχε απόλυτο δίκαιο και στα δύο. Αντιπαθέστατος και θρασύτατος ήταν ο νεαρός, στ’ αλήθεια.
- Εκείνον που ο μπαμπάς αποκαλεί τεμπέλη και χαραμοφάη, επανέλαβε απόλυτα φυσική η Λήδα τα λόγια του πατέρα τους. Συμφέρουσα πρόταση απ’ αυτόν;
- Τον θυμάσαι καλά, βλέπω, χαμογέλασε ο Ορέστης και ήλπισε η καλή διάθεση της αδελφής του να διευκολύνει την κουβέντα τους.
Δεν ήθελε εκείνος να της μιλήσει για όλα αυτά, την ίδια χείριστη εντύπωση είχε κι αυτός για το νεαρό Αχιλλέα Παπαδάκη κι αν ήταν στο χέρι του δε θα της έλεγε τίποτα. Δε θα της το ανέφερε καν. Μα έπρεπε να εκτελέσει τη διαταγή του πατέρα.
- Απ’ αυτόν ακριβώς. Ήρθε προχτές, επίσημα τάχα, με τη μητέρα του και ζήτησαν το χέρι σου. Ο μπαμπάς βέβαια τους είπε πως δεν μπορεί να τους απαντήσει τίποτα, αν δε το συζητήσει πρώτα μαζί σου και, στ’ αλήθεια, τους κακοφάνηκε πάρα πολύ αυτό, που θέλει δηλαδή να ζητήσει και τη γνώμη σου για ένα θέμα που αφορά καταρχάς εσένα, μα ο μικρός είπε πως τάχα σ’ αγαπάει πολύ και αν και η μάνα του πατούσε στο κεντρί για παρεξήγηση και καβγά, εκείνος δεν ήθελε να πάρει το λόγο του πίσω. Ο μπαμπάς στ’ αλήθεια χάρηκε πολύ και θα ήθελε να δεχτείς, μα αν εσύ δε θέλεις ή αν σκέφτεσαι κάποιον άλλον, δεν πρόκειται να σε πιέσει να κάνεις κάτι. Το ξέρεις. Όπως ξέρω κι εγώ πως, αυτή τη φορά τουλάχιστον, προσεύχεται να του κάνεις το χατίρι και να πεις το ναι.
- Κι αν εγώ δε θέλω;
- Τότε διαβιβάζουμε την άρνησή σου στον κύριο Παπαδάκη, που για να σου δείξει την αγάπη του και τη ανωτερότητά του τάχα -ποια ανωτερότητα; Όλα τα μέλη της οικογένειας Παπαδάκη κατωτάτου επιπέδου ήταν πάντα- ο ερωτοχτυπημένος νεαρός Παπαδάκης λοιπόν είπε ότι θα δεχτεί με αξιοπρέπεια κάθε σου απάντηση και συνεχίζουμε τη ζωή μας. Με την πλήρη δυσαρέσκεια του πατέρας μας, βέβαια. Που τον θεωρεί την καλύτερη τύχη.
- Αυτόν που πριν από λίγο καιρό αποκαλούσε τεμπέλη και χαραμοφάη.
- Τώρα μάλλον άλλαξε γνώμη.
- Εγώ όμως, Ορέστη, δεν άλλαξα γνώμη, σοβάρεψε ξαφνικά η Λήδα. Συνεχίζω να έχω την ίδια χείριστη εντύπωση που πάντα είχα για τον Αχιλλέα Παπαδάκη και την οικογένειά του. Κι αφού με αγαπάει τόσο και θα δεχτεί, «με αξιοπρέπεια» φυσικά, κάθε μου απάντηση, πείτε του ότι τον ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνει, που εδώ που τα λέμε δε με τιμάει και τόσο, αλλά δυστυχώς η απάντησή μου είναι όχι. Η πρότασή του δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Αν μ’ αγαπάει τόσο όσο λέει, θα καταλάβει. Άλλωστε δε θα δυσκολευτεί και πολύ να βρει την αντικαταστάτρια μου.
- Ο Ανδρέας σου είναι καλύτερος;
- Για μένα, ναι. Για μένα ο Ανδρέας δεν είναι απλώς καλύτερος. Για μένα ο Ανδρέας είναι ο άριστος.
- Και για τον πατέρα;
Για τον πατέρα τους μάλλον ο Ανδρέας δεν ήταν τίποτα κι ας ήταν καλόβολος άνθρωπος.
- Δεν περίμενα ποτέ ο μπαμπάς να φερθεί έτσι, είπε η Λήδα με πίκρα.
- Δε «φέρθηκε έτσι», Λήδα. Δε φέρθηκε με κανέναν τρόπο, όχι ακόμα. Ίσα-ίσα. Η πρόταση του νεαρού Παπαδάκη τον γοήτευσε βέβαια και θα ήθελε πολύ να τη δεχτείς, πάρα πολύ, μα δεν είπε τίποτα αντίθετο από τη γνώμη σου. Για την ακρίβεια δεν είπε τίποτα απολύτως. Κι αν εσύ δε θέλεις, το ξέρεις, δε θα επιμείνει. Πολύ περισσότερο αν σκέφτεσαι κάποιον άλλο άνδρα κι αν αυτός ο κάποιος άλλος είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας…
- Και των χρημάτων που επενδύονται στην πρωτότοκη κόρη!
- Μη τα σκέφτεσαι όλα έτσι, σε παρακαλώ.
- Σωστά. Εγώ δεν τα σκέφτομαι όλα έτσι. Για την ακρίβεια εγώ δεν τα σκέφτομαι ποτέ έτσι. Εσείς τα σκέφτεστε όλα έτσι. Μόνο έτσι.
- Λήδα…
- Άκου, Ορέστη, θύμωσε η Λήδα και δεν τον άφησε να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε να λέει. Δε μπορείς να φανταστείς τι πέρασα τις τελευταίες μέρες κι ειλικρινά δεν έχω καμία απαίτηση να με καταλάβεις και να σου πω την αλήθεια, δε με νοιάζει κιόλας. Είμαι όμως πλέον πολύ ευτυχισμένη και πολύ ερωτευμένη μ’ έναν άνθρωπο για μένα ξεχωριστό και είμαι σίγουρη, πως μ’ αγαπάει και με σκέφτεται κι εκείνος, όσο κι εγώ κι ίσως και περισσότερο και μην έχεις την παραμικρή υποψία ότι θα τον αφήσω για να γίνω κυρία Παπαδάκη, ένας χαζός και ανούσιος τίτλος, που ούτε μου πάει, ούτε μου αξίζει. Κι αν ο πατέρας μας δε θέλει να το δεχτεί, ας μη το δεχτεί ποτέ. Δε με νοιάζει ούτε η περιουσία του, ούτε η προίκα που μου δίνει, ούτε τα λεφτά του. Ας μη μου δώσει τίποτα, δε με νοιάζει. Και να είναι σίγουρος πως δε θα του τα ζητήσω ποτέ. Δυο χρόνια τώρα που ζω και δουλεύω σ’ αυτή την πόλη δε ζήτησα ποτέ -κι εσύ τουλάχιστον το ξέρεις πολύ καλά αυτό- ούτε μια δεκάρα από το σπίτι μας. Έχω το μισθό μου και πίστεψε με, μου είναι αρκετός. Υπεραρκετός. Έτσι θα συνεχίσω να ζω και με τον άνδρα που θα επιλέξω να κάνω άνδρα μου και μακάρι ο άνδρας αυτός να είναι ο Ανδρέας. Αυτή είναι η απόφασή μου κι αυτά να πεις στον πατέρα μας.
Κάτι προσπάθησε να πει ο Ορέστης, μήπως και την γαληνέψει -η Λήδα πάντα θύμωνε έτσι ξαφνικά, σαν τη απέραντη, γαλάζια θάλασσα της πόλης τους- μα εκείνη δεν έμεινε να τον ακούσει. Πήρε το καπέλο της στο χέρι κι έφυγε βιαστική, χωρίς να δει την παρέα των νεαρών αξιωματικών, που καθόταν ώρα τώρα πίσω από τα δέντρα, καπνίζοντας και λέγοντας αστεία κι ας την κοιτούσε συνέχεια ο ένας.
Στο μεσημεριανό τραπέζι ήταν απίστευτα σιωπηλή.

Ο Ορέστης έφυγε νωρίς τ’ άλλο πρωί με το πρώτο λεωφορείο της γραμμής, πριν ακόμα φύγει η Λήδα για το σχολείο, μα δεν τον συνόδευσε ως το σταθμό των λεωφορείων. Ήταν ακόμα θυμωμένη μαζί του κι ας μην έφταιγε ο Ορέστης, αυτός ο ανόητος ο Αχιλλέας ο Παπαδάκης έφταιγε, μα στ’ αλήθεια, αν το έκανε, δε θα προλάβαινε και το κουδούνι της πρώτης ώρας.
- Μην ανησυχείς, τη χάιδεψε ο Ορέστης τρυφερά στην πλάτη την ώρα που χώριζαν. Θα μιλήσω εγώ στον πατέρα μας. Κι αν ο Ανδρέας σου είναι τόσο ξεχωριστός όσο λες…
Της χαμογέλασε, μήπως και καταφέρει και σπάσει τον πάγο, μα η Λήδα παρέμεινε σιωπηλή κι ανέκφραστη. Ήξερε πως ο πατέρας τους μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός, όταν θύμωνε. Όπως ακριβώς κι εκείνη.
- Να προσέχεις, του ψιθύρισε μόνο την ώρα που έμπαινε στο πίσω κάθισμα του γκρίζου ταξί κι ο Ορέστης της χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου