Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (7)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Πέμπτη


Ο
Ορέστης και ο πατέρας ήρθαν απροειδοποίητα, Πέμπτη μεσημέρι. Το μεγάλο αυτοκίνητο της οικογένειας, που πρόσφερε πάντα άνετο ταξίδι, σταμάτησε με θόρυβο μπροστά στην αυλόπορτα του παλιού αρχοντικού της κυρά-Σεβαστής, σηκώνοντας σύννεφα τη σκόνη στο στενό χωματόδρομο και κάνοντας τα τζάμια των παραθύρων των τριγύρω σπιτιών να τρίζουν κι ο νεαρός, που βγήκε από τη θέση του οδηγού, χαιρέτησε μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο τη Λήδα και την Έρη, που διάβαζαν πίσω από το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού.
- Πες μου ότι ήρθε για χάρη μου, είπε η Έρη, μόλις είδε τον Ορέστη να βγαίνει από τη θέση του οδηγού κι η Λήδα σήκωσε ξαφνιασμένη τα μάτια από το βιβλίο που μελετούσε.
- Ο Ορέστης, απόρησε.
Την Κυριακή ήταν εκεί ο αδελφός της, τι ήθελε πάλι στην πόλη της και μόνο τότε είδε τον πατέρα τους δίπλα του. Ο Ορέστης κι ο πατέρας. Ο πατέρας ο δικός της, ο αυστηρός, συνταξιούχος δικαστικός, που δεν αγαπούσε καθόλου τα ταξίδια κι έλεγε με πείσμα πως δε θα ερχόταν ποτέ σ’ αυτή την πόλη χωρίς ιστορία, που του είχε κλέψει τη μοναχοκόρη του. Ή μήπως ήταν ο αδελφός της που τον είχε ξεσηκώσει;
Άφησε στην άκρη το βιβλίο, χωρίς να βάλει σελιδοδείκτη και βγήκε βιαστική στον κήπο, με την Έρη πάντα ένα βήμα πίσω. Οι δύο άνδρες είχαν ήδη περάσει στην αυλή και είχαν πιάσει κουβέντα με την κυρά-Σεβαστή, που άπλωνε στο φλεβαριάτικο ήλιο την πρωινή μπουγάδα. Κάτι έλεγαν και γελούσαν, απρόσμενα ευχάριστη διάθεση μετά από τόσο μεγάλο και τόσο κοπιαστικό ταξίδι. Τις είδαν, που βγήκαν να τους προϋπαντήσουν κι ο Ορέστης έτρεξε με μεγάλα βήματα κοντά τους.
- Τι συμβαίνει, Ορέστη, ρώτησε η Λήδα, την ώρα που τον αγκάλιαζε για το καλωσόρισμα.
- Τι να συμβαίνει, αδελφούλα, απάντησε με πονηρό χαμόγελο εκείνος. Απλά σε …πεθυμήσαμε κι ήρθαμε να σε δούμε.
- Μου λες αλήθεια, ρώτησε καχύποπτη η Λήδα.
- Υπάρχει λόγος να σου πω ψέματα;
Πράγματι, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να της πει ψέματα, μα με τον Ορέστη δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρη, ειδικά μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις της κι ο πατέρας ανέβηκε βαρύς τη φαρδιά σκάλα.
Λίγο αργότερα καθισμένοι όλοι στο καλό σαλόνι, που η κυρά-Σεβαστή άνοιγε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για εξαιρετικούς μόνο καλεσμένους, απολάμβαναν τον απογευματινό καφέ και τα σοκολατένια μπισκοτάκια με το αμύγδαλο.
- Τελικά, δεν είστε πολύ μακριά από την εθνική, έλεγε ο πατέρας, περιγράφοντας το ταξίδι τους. Πίστευα πως θα κάναμε περισσότερες ώρες, μα τελικά φτάσαμε γρήγορα.
- Σου είχα πει, πατέρα, τον διέκοψε ο Ορέστης. 120 χλμ. είναι μόνο. Απλά ο μισός δρόμος περνάει απ’ το βουνό κι οι στροφές εκεί πάνω δυσχεραίνουν το ταξίδι.
- Για λίγο καιρό ακόμα, Ορέστη, απάντησε αισιόδοξος ο πατέρας. Όπως γράφουν οι εφημερίδες, τώρα σχεδιάζουν το νέο δρόμο, δίπλα απ’ το ποτάμι, πάνω στα βήματα του δρόμου των αρχαίων Μακεδόνων. Μέσα στο χρόνο είπαν θ’ αρχίσει η κατασκευή του. Όταν αυτός δοθεί στην κυκλοφορία, πολύ σύντομα ελπίζω, θα συντομεύσει και η διαδρομή και η ταλαιπωρία.
Το χαμόγελο της Λήδας δεν τους απασχόλησε κι ίσως να μη το πρόσεξαν καν. Πολύ αισιόδοξος ήταν ο πατέρας της, μα δικαιολογούνταν. Δε φανταζόταν τότε τις αναβολές του μέλλοντος. Ο νέος δρόμος που ονειρευόταν τότε, τη δεκαετία του ’60, δόθηκε τελικά στην κυκλοφορία με μία …μικρή καθυστέρηση 40 χρόνων. Δηλαδή στη μελλοντική ζωή της. Το είχε ζήσει και ήξερε. Η διάνοιξή του τότε, στη ζωή του παρελθόντος, δεν ξεκίνησε ποτέ κι ας τον περίμεναν χρόνια και χρόνια οι κάτοικοι, ακόμα και πριν το μεγάλο πόλεμο*4.
- Δεν είχατε έρθει ξανά στην πόλη μας, κύριε δικαστά, ρώτησε η κυρά-Σεβαστή, περήφανη που της έγινε η τιμή να μιλήσει με έναν έστω και συνταξιούχο δικαστικό.
Πρώτη φορά γνώριζε τόσο σημαντικό και τόσο μορφωμένο άνθρωπο. Θα είχε πολλά να διηγηθεί στις γειτόνισσες. Κρίμα που δεν ήταν καλοκαίρι να κάνουν το βράδυ χωρατά*5. Τώρα θα ‘πρεπε να περιμένει μέχρι τον πρωινό καφέ.
- Όχι. Δεν έτυχε, απάντησε εκείνος.
«Δεν ήθελε, έπρεπε να πει», σκέφτηκε η Λήδα, μα σαν κόρη του, άρα όμοια μ’ εκείνον, ανέλαβε να τον δικαιολογήσει.
- Ο πατέρας δεν αγαπάει και πολύ τα ταξίδια, είπε μόνο.
- Απλά, Λήδα, δεν είχε έρθει ακόμα η κατάλληλη στιγμή, τη διόρθωσε ευγενικά ο πατέρας.
«Την οποία, κάθε φορά που σε πλησίαζε, φρόντιζες πάντα να αποφεύγεις», σκέφτηκε η κόρη, μα δεν είπε τίποτα κι η κυρά-Σεβαστή ανέλαβε να συνεχίσει την κουβέντα.
- Ελπίζουμε τότε, τώρα που μας γνωρίσατε, να σας βλέπουμε συχνότερα. Και να έρθει φυσικά και η κυρία σας κάποια στιγμή. Μου έχει πει τόσα η Λήδα για σας, που ανυπομονούσα να σας γνωρίσω. Να σας φιλοξενήσουμε και λίγες μέρες… Αν μας καταδέχεστε φυσικά.
- Αλήθεια, πώς δεν ήρθε μαζί σας η μαμά, ρώτησε η Λήδα.
Η απουσία της μαμάς της έκανε πράγματι αίσθηση. Εκείνη, αν αντιθέσει με τον άνδρα της, αγαπούσε τα ταξίδια κι ακόμη κι αν δεν είχε αυτή τη …μικρή αδυναμία, δε θα έχανε ποτέ την ευκαιρία να συναντήσει τη μοναχοκόρη της. Ειδικά τώρα, που είχε να τη δει από την Πρωτοχρονιά κι ας μην είχε περάσει και τόσος πολύς καιρός από τότε. Ήταν ακόμα το βουνό στη μέση κι οι εργασίες για το νέο δρόμο, που ο πατέρας ονειρευόταν, δεν είχαν καν αρχίσει. Έτσι, δεν αντάλλαζαν συχνά επισκέψεις.
- Κι εμείς έτσι ξαφνικά το αποφασίσαμε, πήρε πάλι το λόγο ο πατέρας. Η μητέρα σου δεν ήταν έτοιμη. Και νομίζω πως, στην αρχή τουλάχιστον, είναι καλύτερα να μιλήσουμε μόνοι.
Δε χρειαζόταν να πει τίποτα άλλο. Η Λήδα κατάλαβε. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος της ξαφνικής εμφάνισής τους. Ο αδελφός της του είχε πει για τον Ανδρέα. Δε γινόταν άλλωστε να μη το μάθει. Ήταν ο λόγος απόρριψης της πολύς συμφέρουσας πρότασης γάμου του αξιοτίμου κυρίου Παπαδάκη, έπρεπε να του εξηγήσει γιατί η αδελφή του έλεγε όχι. Η κυρά-Σεβαστή και η Έρη, συνεννοημένες με το βλέμμα, σηκώθηκαν και μάζεψαν βιαστικά τα φλιτζάνια και τα πιατάκια του καφέ στον ασημένιο δίσκο, τάχα να τα πάνε στην κουζίνα, αφορμή να τους αφήσουν μόνους. Ο λόγος, αντιλήφθηκαν, ήταν σοβαρός κι ας μην ήξεραν ακόμα τι ακριβώς είχε γίνει. Έφυγαν κλείνοντας σφιχτά πίσω τους την πόρτα.
- Ο Ορέστης, άρχισε ο πατέρας και στάθηκε όρθιος μπροστά στο μεγάλο παράθυρο του σαλονιού, χαζεύοντας τάχα τον κήπο και τα βουνά απέναντι, μου είπε κάποια πράγματα, που, για να σου πω την αλήθεια, με ανησύχησαν.
- Τι σας είπε δηλαδή και σας αναστάτωσε τόσο, απόρησε η Λήδα.
Οι λέξεις βγήκαν από τα χείλη της χωρίς να τις σκεφτεί. Τελικά, διαπίστωσε σ’ αυτή τη ζωή, μιλούσε πάντα στον πατέρα της στον πληθυντικό. Δείγμα σεβασμού, ίσως και ενός παλιομοδίτικου, υπέρμετρου θαυμασμού προς το άλλο φύλο. Δεν το είχε απαιτήσει ο πατέρας αυτό, μόνη της το επέλεξε, πώς ή πότε δε θυμόταν, μάλλον όταν ήταν ακόμα μικρό κοριτσάκι. Μπορεί να μη την είχε ζήσει ποτέ αυτή τη στιγμή, μα κάπως είχε υπάρξει. Μάλλον ήταν κι αυτή από εκείνες τις αναμνήσεις που υπήρχαν στη μνήμη της από πάντα κι ας μη θυμόταν πώς τις είχε αποκτήσει. Υπάκουσε πρόθυμα στο νέο της ρόλο και μίλησε στον πατέρα της στον πληθυντικό.
 Γιατί θα πρέπει να αναστατωθήκατε πολύ για ν’ αφήσετε έτσι εύκολα την πόλη σας για χάρη μου. Και μάλιστα χωρίς να μου πείτε προηγουμένως τίποτα.
- Για τη συζήτηση που είχαμε στο πάρκο, Λήδα, εξήγησε ο Ορέστης. Κι έπειτα, σου είπαμε και πριν. Έτσι ξαφνικά το αποφασίσαμε, μόλις σήμερα το πρωί. Δεν προλαβαίναμε να σε ειδοποιήσουμε.
- Α, μάλιστα, έκανε εκείνη, ξαφνιασμένη τάχα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο τηλέφωνο στο τραπεζάκι στη γωνία.
- Ήξερα βέβαια, πήρε πάλι το λόγο ο πατέρας, πως δε θα δεχόσουν ποτέ την πρόταση του Αχιλλέα Παπαδάκη, όσο δελεαστική κι αν είναι…
- Δελεαστική, ειρωνεύτηκε η Λήδα. Πόσο δελεαστική μπορεί να είναι μία πρόταση γάμου από τον Αχιλλέα Παπαδάκη;
- Άφησε με να τελειώσω, σε παρακαλώ. Ήξερα πως αυτόν το νεαρό δεν τον συμπαθείς καθόλου κι εδώ που τα λέμε ούτε κι εγώ τον συμπαθώ. Ένας χαραμοφάης είναι, που σκορπάει άσκοπα τα λεφτά του πατέρα του. Οπότε κάθε σκέψη μου να δεχτείς την πρότασή του, μόνο ουτοπική θα μπορούσε να ‘ναι. Ο Ορέστης μου το ‘πε βέβαια αυτό από την αρχή, μα ήθελα να μάθω τι σκεφτόσουν κι εσύ. Ίσως από περιέργεια. Γι’ αυτό του ζήτησα να έρθει να σου μιλήσει. Δεν ήθελα να έχεις αυτή τη συζήτηση μαζί μου, τουλάχιστον όχι την πρώτη κουβέντα. Δε θα καταλήγαμε πουθενά, θα μαλώναμε κι έτσι θα ήταν τελείως άσκοπη. Και ψυχοφθόρα. Είπες λοιπόν στην Ορέστη για κάποιο νέο που γνώρισες εδώ, κάποιον Ανδρέα. Αξιωματικό, αν θυμάμαι καλά. Απόφοιτο της Σχολής Πολέμου. Έχει αναπτυχθεί, λέει, ανάμεσά σας ένα έντονο φλερτ…
- Πιο πολύ μια αμοιβαία συμπάθεια, είπε ψέματα η Λήδα, μα όσα συνέβησαν στο σπίτι του Ανδρέα το απόγευμα της Δευτέρας, δε θα μπορούσε ποτέ να τα αποκαλύψει στον πατέρα της.
- Και… πού τον γνώρισες αυτόν τον περίφημο Ανδρέα;
- Στο σπίτι κάποιου κοινού μας γνωστού, απάντησε εκείνη, ψέματα πάλι, μα στ’ αλήθεια, αντίθετα μ’ όλες τις άλλες αναμνήσεις της, που μάλλον υπήρχαν στο μυαλό της από πάντα, δε θυμόταν πώς ή πού είχε γνωρίσει τον Ανδρέα.
Οπότε αυτή η δικαιολογία της φάνηκε η πιο αληθοφανής. Ίσως και η πιο πιθανή. Κάποια στιγμή θα αναλάμβανε να ρωτήσει εκείνον. Όταν πλέον θα την είχε μάθει και δε θα ξαφνιαζόταν με τις απορίες της.
- Δεν ερχόταν δηλαδή σπίτι; Γιατί, απ’ ό,τι είπες στον αδελφό σου, είναι ανιψιός της σπιτονοικοκυράς σου.
- Όχι, πατέρα, δεν ερχόταν σπίτι, απάντησε η Λήδα, ενοχλημένη από τα τελευταία του λόγια.
Είχε αρχίσει να προβλέπει μία πιθανή εξέλιξη της συζήτησής τους, την πιο δυσάρεστη. Το είπαμε, ήταν πάντα καχύποπτος άνθρωπος.
- Ο Ανδρέας, αν και ανιψιός της κυρά-Σεβαστής, δεν είχε έρθει ποτέ στο σπίτι μας. Ή, αν ήρθε, δεν τον συνάντησα εγώ. Κι επειδή ξέρω τι υποψιάζεστε, πως δηλαδή εκείνη μου τον σύστησε, βάζοντας φυσικά στο μάτι -τι άλλο;- την προίκα μου, σας διαβεβαιώ πως τίποτα τέτοιο δε συνέβη. Δύο χρόνια που ζω εδώ, δεν τον είδα σπίτι μας ούτε μια φορά. Τυχαία τον γνώρισα, φέτος, σε μια χριστουγεννιάτικη γιορτή. Αλήθεια λέω.
- Ξέρεις, Λήδα, δεν είναι κακό να προφυλάσσεσαι…
- Από ποιον, πατέρα μου, θύμωσε τώρα η Λήδα κι ο Ορέστης ανέλαβε να την ηρεμήσει.
- Λήδα, σε παρακαλώ. Άφησε τον πατέρα να τελειώσει.
- Μα γιατί να τον αφήσω να τελειώσει, Ορέστη, εξερράγη τώρα εκείνη. Αφού ξέρω τι θα μου πει. Πως το πιο πιθανό είναι ο Ανδρέας να είναι κάποιος προικοθήρας, που μου «τα ρίχνει» -κι ο πατέρας κι ο αδελφός της ξαφνιάστηκαν πολύ από την τελευταία της έκφραση, έκφραση του τέλους του 20ου αιώνα, που η Λήδα χρησιμοποίησε απλά 40 χρόνια νωρίτερα- απλά και μόνο γιατί έμαθε ότι έχω προίκα και θέλει να βολευτεί, οπότε εγώ θα πρέπει να κάνω πίσω, να πάρω και μια καλή μετάθεση κάπου κοντά στο σπίτι μας, για να με προφυλάσσει από τους πονηρούς ανθρώπους ή μάλλον, να μη δουλέψω και καθόλου και να παντρευτώ τον κύριο Παπαδάκη ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο κύριο Παπαδάκη βρεθεί στο δρόμο μου, που, σαν ευκατάστατος που θα είναι, αποκλείεται να με θέλει για την προίκα μου και μόνο, που μακάρι να μην είχα δεκάρα. Κι αν δεχτούμε πως αυτό είναι λάθος και πως ο Ανδρέας δεν είναι ο κακός προικοθήρας που ονειρεύεστε και πως μ’ αγαπάει, πάλι δεν είναι ο κατάλληλος γαμπρός για την εκλεκτή σας κόρη. Είναι βλέπεις φτωχός κι ασήμαντος ή, όπως το λες εσύ κομψά, «κατώτερης κοινωνικής τάξεως». Πώς θα μπορέσει λοιπόν αυτός ο φτωχός κι ασήμαντος νέος να μπει στην οικογένεια μας;
- Βιάζεσαι, Λήδα, απάντησε ήρεμα ο πατέρας. Βιάζεσαι πολύ. Δεν έχω κι ούτε είχα ποτέ σκοπό να σου πω τίποτα, απ’ όσα φαντάζεσαι κι αν ήρθα εδώ σήμερα, ήρθα γιατί απλά ήθελα να σου μιλήσω. Ήθελα ν’ ακούσω κι εγώ, ό,τι εμπιστεύτηκες στον αδελφό σου. Είναι σοβαρό ζήτημα το μέλλον σου, δε νομίζεις; Ο αδελφός σου έκρινε σωστό να μου εμπιστευτεί, όσα εσύ του αποκάλυψες και, αν και στην αρχή τρόμαξα, μετά αποφάσισα να εξετάσω πιο χαλαρά την υπόθεση.
- Μόνο που δεν είμαι δικαστική υπόθεση, πατέρα μου. Και δεν μπορείτε να βγάζετε ερήμην μου αποφάσεις για τη ζωή μου.
- Το ξέρω, Λήδα. Γι’ αυτό κι είμαι εδώ σήμερα. Για να μη βγάλω, όπως λες, ερήμην σου απόφαση για τη ζωή σου. Για ν’ ακούσω κι εσένα. Και πίστεψε με, ποτέ δεν είδα τα παιδιά μου σαν άψυχες δικαστικές υποθέσεις. Κι αν και δύο χρόνια πριν, όταν εγκρίθηκε ο διορισμός σου, εξοργίστηκα με την επιμονή σου να έρθεις σ’ αυτήν εδώ την άγνωστη πόλη, την πόλη χωρίς ιστορία, όπως τη λες εσύ, κατά βάθος μ’ έκανες περήφανο. Αλήθεια σου λέω. Κι εγώ το ίδιο θα ‘κανα. Πάντα ήξερα πως είμαστε ίδιοι. Απλά, πέρασαν τα χρόνια -και πέρασαν στ’ αλήθεια πολλά- κι είχα ξεχάσει πόσο πεισματάρης ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου. Τέλος πάντων, εγώ ήρθα εδώ σήμερα για να μιλήσω σε σένα και στο νεαρό και…
- Και, ρώτησε με αγωνία η Λήδα κι η καρδιά της χτυπούσε τώρα σαν τρελή.
- Και, αν τελικά το αίσθημα είναι τόσο σφοδρό και τόσο σοβαρό, εγώ δε θα ‘χω καμία αντίρρηση να προχωρήσουμε. Να το επισημοποιήσουμε, εννοώ. Λοιπόν, θα τον φωνάξει κάποιος εδώ αυτόν το νεαρό ή πρέπει να πάω να τον βρω εγώ ο ίδιος;
Κι η Λήδα ένιωθε σα να την είχε χτυπήσει κεραυνός.

Αποφάσισαν λοιπόν, ελλείψει τηλεφώνου στο δωμάτιο του νεαρού αξιωματικού, να φωνάξει τον Ανδρέα η Έρη, η οποία όμως για να μη την κακοχαρακτηρίσουν οι κουτσομπόλες της γειτονιάς, που θα την έβλεπαν να πηγαίνει μόνη στο σπίτι ενός εργένη, πήρε αγκαζέ τον Ορέστη κι η Λήδα δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που ζούσε ήταν τελικά αλήθεια ή ένα πολύ αληθινό ψέμα, όπως κι όλη αυτή η ιστορία την τελευταία εβδομάδα. Οι ώρες όμως σ’ αυτή την πραγματικότητα περνούσαν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως κι ο Ορέστης και η Έρη γύρισαν πολύ πριν προλάβει εκείνη να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς συνέβαινε. Ο Ανδρέας θα ερχόταν σε λίγο, τους είπαν, και ανέλαβαν να ανακοινώσουν τα νέα στην κυρά-Σεβαστή, που έπεσε ο ουρανός να την πλακώσει. «Είναι και το σπίτι χάλια, πότε θα τα προλάβω όλα», μουρμούριζε, λες κι ο αρραβώνας της Λήδας και του Ανδρέα ήταν μία αποκλειστικά δική της υπόθεση κι ο Ανδρέας χτύπησε το κουδούνι.
Είχε βάλει τη μεγάλη του στολή κι ήταν πιο κόκκινος κι από τα κόκκινα τριαντάφυλλα της αυλής τους, που σκαρφάλωναν κάθε άνοιξη στο φράχτη.
- Ανδρέα, ο πατέρας μου, τους σύστησε η Λήδα και οι δύο άνδρες έσφιξαν χαλαρά τα χέρια.
Τα υπόλοιπα θα τα έλεγαν οι δυο τους στο μεγάλο σαλόνι.

- Τι λες να λένε τόση ώρα, ρώτησε με αγωνία η Λήδα την κυρά-Σεβαστή, λίγη ώρα αργότερα, καθώς ετοίμαζαν οι δυο τους μεζέδες για το κρασί στην κουζίνα.
- Τα δικά τους, κορίτσι μου, προσπάθησε να την καθησυχάσει η ηλικιωμένη γυναίκα. Τα δικά τους.
- Τα οποία όμως είναι και δικά μου, μην το ξεχνάς.
- Δεν το ξεχνώ, καλή μου. Δεν το ξεχνώ, απάντησε εκείνη, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από τους μεζέδες που ετοίμαζε.
Ήταν πάντα τόσο ήρεμη.
- Δεν έχεις αγωνία;
- Όχι, κορίτσι μου. Δεν έχω αγωνία. Ξέρω πως ο πατέρας σου είναι σοφός άνθρωπος και θα πάρει τη σωστή απόφαση. Και πως σ’ αγαπάει πολύ. Δε θα ήθελε ποτέ να σε δει δυστυχισμένη. Κανένας πατέρας δε θέλει να βλέπει το παιδί του δυστυχισμένο. Και ξέρω και τον ανιψιό μου. Μα καλά, πότε τα μπλέξατε εσείς οι δυο σας, χαμπάρι δεν πήρα, άλλαξε, σα σοφή γυναίκα, θέμα συζήτησης.
- Ήταν μάλλον …ξαφνικό.
- Σωστά. Έτσι ξαφνικά γίνονται αυτά, χαμογέλασε η κυρά-Σεβαστή. Μη φοβάσαι. Ο Ανδρέας είναι καλό παιδί. Θα τον κρατήσει το λόγο του.
- Μα δε φοβάμαι, κυρά-Σεβαστή.
«Όχι αυτό που ζω», σκέφτηκε η Λήδα. «Φοβάμαι αυτό που δεν μπορώ να προβλέψω».
- Αλήθεια, πού είναι η Έρη;
- Η Ερμιόνη; Κάπου στο σαλόνι με τον αδελφό σου. Το ‘βαλε μάλλον σκοπό να συγγενέψετε. Τι κι αν τον περνάει τρία χρόνια; Τρία τουλάχιστον.
Η Έρη ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ του καθιστικού με τον Ορέστη στα πόδια της και γελούσε με κάθε του λέξη. Δεν το έκανε επίτηδες, ούτε είχε πονηρό σκοπό, όπως η κυρά-Σεβαστή φοβόταν. Έτσι ήταν κι έτσι φερόταν πάντα και οι άνδρες απλά τη λάτρευαν, μόνο όμως ως εκεί. Δεν τους υπόσχονταν ποτέ τίποτα, ούτε τους άφηνε ποτέ να ελπίσουν σε κάτι παραπάνω. «Να δω πότε επιτέλους θα σοβαρευτεί. Να βρει κι αυτή ένα καλό παιδί, να κάνει οικογένεια», είπε με αγωνία η κυρά-Σεβαστή, που αγαπούσε τις δύο νεαρές δασκάλες σαν κόρες της, μα η Λήδα ήξερε πως τα όνειρα της Έρης ήταν πολύ περισσότερα από έναν οποιοδήποτε γάμο. Ή τουλάχιστον έτσι ήταν τότε, στην άλλη της ζωή.
- Ορέστη…
Ο πατέρας φώναξε στο σαλόνι τον Ορέστη, που άφησε κακόκεφα τη συντροφιά της Έρης για να ανταποκριθεί στη διαταγή του πατέρα κι η Έρη, που αποφάσισε να συντροφεύσει τις άλλες δύο γυναίκες του σπιτιού στην κουζίνα, άρχισε να μαλώνει με την κυρά-Σεβαστή, γιατί είχε τσακίσει τους ζεματιστούς κουραμπιέδες, που μόλις προχτές είχαν φτιάξει κι η Λήδα κούρνιασε σε μια γωνιά του χωλ. Από εκεί μπορούσε να κρυφοκοιτάξει από το ανατολικό παράθυρο τη συζήτηση των ανδρών στο σαλόνι. Ήταν και οι τρεις πολύ ευχαριστημένοι, έτσι φαινόταν τουλάχιστον απ’ τα χαμόγελά τους κι ας στεκόταν ακόμα ο Ανδρέας προσοχή μπροστά στον πατέρα και τους είδε να σφίγγουν με συγκίνηση τα χέρια. Όλα ήταν πλέον καλά.

Ο Ανδρέας έφυγε για το χωριό και το πατρικό σπίτι της μητέρας το ίδιο κιόλας βράδυ -έπρεπε να ενημερώσει κι εκείνη για όσα είχαν αποφασίσει- και η Λήδα με τον πατέρα και τον Ορέστη θα έφευγαν για το δικό τους λιμάνι το άλλο πρωί. Μπορούσε να πάρει άδεια από το σχολείο, ήταν η εβδομάδα της Μεγάλης Αποκριάς και την Καθαρά Δευτέρα δεν είχαν μάθημα, οι μαθητές της δε θα της έκανα παρατήρηση, αν έλειπε λίγες μέρες, ίσα-ίσα θα το χαιρόταν ιδιαίτερα και η Έρη θα πήγαινε κι εκείνη αμέσως μετά το μάθημα του Σαββάτου. Η Λήδα ήταν η καλύτερή της φίλη. Δε θα μπορούσε ποτέ να λείψει από μία τέτοια μεγάλη στιγμή της ζωής της!

Ο Ορέστης κι ο πατέρας βολεύτηκαν στο δωμάτιο της Λήδας -αφού η κυρά-Σεβαστή δεν τους άφηνε με κανέναν τρόπο να πάνε στο ξενοδοχείο κι ας το πρότειναν πολλές φορές εκείνοι- και η Λήδα με την Έρη θα μοιράζονταν το δικό της δωμάτιο με θέα στις αμυγδαλιές της μπροστινής αυλής. Η αναστάτωση της μέρας ήταν αρκετή για να βυθίσει την Έρη σ’ ένα βαθύ ύπνο, αμέσως μόλις έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι, ενώ η Λήδα έμεινε να ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά τον Ανδρέα. Ένα όνειρο ακόμα μέσα στο όνειρο που μια βδομάδα τώρα ζούσε. Την άλλη της ζωή, αυτήν στις αρχές του επόμενου αιώνα, δεν τη σκεφτόταν πια, ούτε την είχε πεθυμήσει, απλά να, από περιέργεια μόνο, θα ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί. Πώς βρέθηκε από τα χρόνια του 2000, λίγο μετά το 1960 και ποιος ήταν τελικά ο σκοπός του ταξιδιού της σ’ αυτόν τον κόσμο.
Μάλλον είχε αποκοιμηθεί, όταν αναστάτωση στην αυλή, τάραξε τον ύπνο της. Η Έρη, που κοιμόταν στρωματσάδα δίπλα της, δεν άκουσε τίποτα. Κάτι ελάχιστο αναστάτωσε για λίγο τον ύπνο της, άλλαξε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται βαθιά.
Η Λήδα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Δίπλα στην αυλόπορτα, κάτω από τη μεγάλη, γέρικη αμυγδαλιά είδε τον Ανδρέα και την κυρά-Σεβαστή. Εκείνος έσκαβε κι η κυρά-Σεβαστή φώτιζε το χώρο μ’ ένα φανάρι. Άνοιξε σιγά κι αθόρυβα το παράθυρο.
- Είσαι σίγουρος ότι είναι εδώ, άκουσε την κυρά-Σεβαστή να ρωτάει χαμηλόφωνα τον ανιψιό της.
- Ναι, εδώ ακριβώς το είχα θάψει, θεία, κάτω απ’ τη μεγάλη αμυγδαλιά.
- Κι είναι ακόμα εκεί;
- Τόσα χρόνια τώρα δεν πείραξε κανείς τον κήπο. Σ’ αυτό το σπίτι μένατε πάντα ο θείος κι εσύ. Αν τα είχατε βρει, θα το μάθαινα. Και δε θα έψαχνα τώρα.
- Μα… πώς σου ήρθε και το ‘κρυψες εδώ; Γιατί;
- Γιατί φοβόμουν. Φοβόμουν μήπως μας τ’ αρπάξουν κι αυτό οι μαυραγορίτες κι αυτό το δαχτυλίδι δεν ήθελα να το χάσω. Είναι κειμήλιο από τη γιαγιά μου και πριν από ‘κεινη από τους δικούς της γονείς, το μόνο που απέμεινε από την περιουσία του πατέρα. Η μητέρα έλεγε πως το φυλούσε για να το δώσει στη γυναίκα μου. Μικρό παιδάκι ήμουν τότε, μα ήξερα πως δε θα δίσταζε να το πουλήσει κι αυτό αν χρειαζόταν, αν χρειαζόμασταν χρήματα για το σπίτι και την αρρώστια του πατέρα κι αυτό το δαχτυλίδι δε ήθελα να το χάσω. Δε γινόταν να το χάσω. Το πήρα λοιπόν κρυφά και το έφερα και το ‘κρυψα εδώ. Στην πιο τέλεια κρυψώνα. Εδώ που δε θα το έβρισκε ποτέ κανείς. Κάτω απ’ τη μεγάλη, γέρικη αμυγδαλιά.
- Κι εγώ τόσα χρόνια τώρα δεν πήρα χαμπάρι!
- Δεν αναρωτήθηκες ποτέ, γιατί ο θείος δε σ’ άφησε ποτέ να πειράξεις τον κήπο;
- Το ήξερε κι αυτός, ξαφνιάστηκε η κυρά-Σεβαστή.
- Χρειαζόμουν ένα σύμμαχο, θεία. Μικρό παιδί τότε, ούτε το φτυάρι δεν μπορούσα να σηκώσω. Πόσο μάλλον να σκάψω.
- Α, ο πονηρός. Κι εγώ νόμιζα πως δε με άφηνε να ασχολούμαι με τον κήπο, γιατί δεν ήθελε να κουράζομαι. Μα καλά, η μητέρα σου δεν αναζήτησε ποτέ αυτό το δαχτυλίδι; Πώς το πήρες έτσι; Δεν το έψαξε ποτέ;
- Η μητέρα. μετά το θάνατο του πατέρα, το ξέρεις, δεν φόρεσε ποτέ ξανά κανένα κόσμημα. Μόνο το χρυσό σταυρό. Το σταυρό που εκείνος της χάρισε την ημέρα του αρραβώνα τους. Όλα τ’ άλλα κοσμήματά της τα πούλησε στην κατοχή, όταν ο μπαμπάς ήταν στο βουνό κι όταν αρρώστησε, για να πληρώνει τους γιατρούς και τα φάρμακα. Ύστερα δεν είχε πλέον όρεξη για πολυτέλειες. Και το ξέχασε τελείως. Όταν της το θύμισα σήμερα, δεν ήξερε τι να πει.
Το φτυάρι έβγαλε ένα υπόκωφο ήχο κι ο Ανδρέας το ακούμπησε στο δέντρο.
- Να ‘το.
Έσκυψε στο έδαφος, καθάρισε με τα χέρια του το τελευταίο χώμα και πήρε στα χέρια του το ξύλινο κουτί με τη σκαλισμένη όψη, που είχε αποκαλύψει.
- Η παλιά κοσμηματοθήκη της μητέρας, είπε κι έψαξε με αγωνία το λουκέτο της κλειδαριάς.
Δεν ήταν δύσκολο να το ξεκλειδώσει. Είχε σκουριάσει από τα χρόνια και το χώμα, όπου δύο δεκαετίες ήταν κρυμμένο και διαλύθηκε, μόλις τόλμησε να το αγγίξει.
- Και το δαχτυλίδι της.
Ο Ανδρέας πήρε το κόσμημα στα χέρια του και μια χρυσή ακτίνα απ’ το φεγγάρι αποφάσισε να του χαρίσει λίγη από τη λάμψη της. Το έλουσε σπάταλα με το φως της και φωτίστηκε ο κόσμος όλος. Μέχρι το παράθυρο της Λήδας έφτασε η λάμψη του κι εκείνη μισόκλεισε τα μάτια για να μη την τυφλώσει το φως.
- Αυτό θα είναι το δώρο μου για τη Λήδα, άκουσε τον Ανδρέα να ψιθυρίζει ονειροπόλα. Γι’ αυτήν το φύλαγα τόσα χρόνια. Και ορκίζομαι, σ’ αυτό το δαχτυλίδι πως θα την κάνω την πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.

Το άλλο πρωί ο πατέρας ενημέρωσε το σπίτι και τη μαμά μ’ ένα ολιγόλογο τηλεγράφημα και η Λήδα τη διευθύντρια και το σχολείο μ’ ένα τηλεφώνημα και αφού εισέπραξε τις ευχές όλου του συμβουλίου κι όλων των μαθητών, ξεκίνησε μαζί με τον πατέρα και τον Ορέστη για το προσωπικό τους λιμάνι, τη μεγάλη πόλη δίπλα στην απέραντη γαλάζια θάλασσα. Η Έρη θα πήγαινε κι εκείνη το μεσημέρι του Σαββάτου, αμέσως μετά το σχολείο. Η Λήδα ήταν η καλύτερη της φίλη. Δε γινόταν να λείπει αυτή από μία τέτοια μεγάλη στιγμή της ζωής της.
Και οι λίγες ώρες που είχαν απομείνει ως το Σάββατο πέρασαν σαν σε όνειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου