Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΣΕΡΒΙΩΝ & ΚΟΖΑΝΗΣ

Προσπάθεια σκιαγράφησης μιας ιστορίας
της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Κατά την προχριστιανική αρχαιότητα η επικρατούσα θρησκεία στην περιοχή της μετέπειτα πόλης της Κοζάνης και του ευρύτερου μακεδονικού βασιλείου της Ελιμείας -όπου εκτείνεται σήμερα η Ιερά Μητρόπολη μας- ήταν το Δωδεκάθεο, με τις κατά τόπους εξέχουσες θεότητες, όπως και σε όλο τον υπόλοιπο ελλαδικό και μακεδονικό χώρο. Οργανωμένες ανασκαφές, μα κυρίως τυχαίες ανακαλύψεις, έφεραν στο φως, σε αρκετά μέρη της επαρχίας, ίχνη σημαντικών πόλεων (όπως στην Αιανή), καθώς και υπολείμματα -και μέσα στην πόλη ακόμα- αρχαίων οικισμών με κατοικίες, βωμούς, ναούς και άλλα μνημεία προχριστιανικής λατρείας.
Πότε ακριβώς και πώς εκχριστιανίστηκε η περιοχή της Κοζάνης, αλλά και πότε και πώς οργανώθηκε η τοπική εκκλησία στα πρώτα της βήματα δεν είναι γνωστό, αφού καμία γραπτή ή προφορική μαρτυρία ή παράδοση δεν έχει διασωθεί. Η είσοδος της νέας θρησκείας στην περιοχή πρέπει να χρονολογηθεί αμέσως μετά την έλευση και διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου στη γειτονική Βέροια γύρω στα 50-51 μ.Χ. Οι κάτοικοι των δύο όμορων περιοχών, της Κοζάνης και της Βέροιας -της Ελιμείας και της Ημαθίας- είχαν πάντα, από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, στενές σχέσεις και συχνή και συνεχή επικοινωνία και κατ’ επέκταση δεν ήταν καθόλου δύσκολο, αλλ’ αντίθετα ιδιαίτερα εύκολο και σίγουρα αναμενόμενο, η αποστολική διδασκαλία να εξαπλωθεί και στις τριγύρω της Βέροιας περιοχές.
Η νέα θρησκεία έβαλε γερές ρίζες στο γόνιμο έδαφος του λεκανοπεδίου της Ελιμείας και εξαπλώθηκε γρήγορα, ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου και το διάταγμα του Μεδιολάνου (313), που έπαυσε τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών και αναγνώρισε το χριστιανισμό σαν ίση με τις άλλες θρησκείες της εποχής. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, άνθρωπος έξυπνος και δεινός στρατιωτικός νους, κατάλαβε εύκολα πως το μέλλον, αλλά και η ενότητα της αυτοκρατορίας του μπορούσε να κρατηθεί πιο εύκολα αποποινικοποιώντας και υιοθετώντας τη νέα θρησκεία, που ούτως ή άλλως ήταν ήδη διαδεδομένη στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου βρισκόταν πλέον η έδρα του κράτους του, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη το 330. Έτσι θέσπισε μία σειρά μέτρων υπέρ της, με τα οποία σταματούσαν οι διώξεις κατά των χριστιανών και ο χριστιανισμός αναγνωριζόταν σαν ίση με τις υπόλοιπες θρησκείες της εποχής.

Κατά τον 5ο αιώνα συντελείται η πρώτη σχηματοποίηση και οργάνωση σε σώμα της εκκλησίας στην περιοχή της Ελιμείας, καθώς ο πάπας Ιννοκέντιος Α΄ διορίζει ως βικάριο (= τοποτηρητή επισκόπου) τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης για όλη την περιφέρεια του Ιλλυρικού, δηλαδή για τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Νοτίου Ελλάδος, της Αλβανίας και της Κρήτης.
Η πρώτη Επισκοπή στην περιοχή ιδρύθηκε κατά τον 5ο αιώνα (431-551) στην Καισαρεία με έδρα την Καισαρεία, ιστορικό χωριό του νομού Κοζάνης, με ιστορία από τα ρωμαϊκά ακόμη χρόνια, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Λαρίσης με πρώτο Επίσκοπο το Μακεδόνιο1, όπως αναφέρεται και στους καταλόγους μητροπόλεων και επισκόπων, που παραθέτει ο Γεράσιμος Κονιδάρης στη μελέτη του «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος» (τομ. α΄, σελ. 513-515), κατέχοντας την 8η θέση μεταξύ των επισκοπών της μητροπόλεως αυτής. Η ύπαρξη της Επισκοπής Καισαρείας μαρτυρείται και από δύο μαρμάρινες επιγραφές, που βρέθηκαν στο Παλαιόκαστρο2, ορεινό χωριό του νομού Κοζάνης, στις βορειοδυτικές πλαγιές του Μπούρινου όρους, ΝΑ της Σιάτιστας. Ο ακριβής χρόνος συστάσεως της είναι άγνωστος, σίγουρα όμως πρέπει να υπήρχε από τον 4ο αιώνα, αφότου έπαυσαν οι διωγμοί κι επιχειρήθηκε η πρώτη οργάνωση της τοπικής εκκλησίας.
Δεν είναι γνωστό από πότε μέχρι πότε λειτούργησε η Επισκοπή Καισαρείας. Άγνωστα επίσης είναι και τα όρια δικαιοδοσίας της, οι διακονήσαντες Επίσκοποι -πλην του πρώτου, του Μακεδόνιου- και κάθε τι άλλο σχετικό με τη ζωή και τη δράση της. Πέρα από την επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στο Παλαιόκαστρο και τις πληροφορίες του Κονιδάρη -που δανείζεται από το Συνέκδημο του Ιεροκλή- ως μνημειακές πληροφορίες μπορούν να θεωρηθούν τα διασωθέντα δάπεδα των παλαιοχριστιανικών εκκλησιών της Αγίας Παρασκευής, του Βοσκοχωρίου και της Ακρινής, που οι ειδικοί αξιολογούν ως κτίσματα του 4ου και του 5ου αιώνα. Στην Επισκοπή Καισαρείας ασφαλώς υπάγονταν όλα τα προς νότο χωριά της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας Σερβίων & Κοζάνης. Τα βόρεια σύνορά της επίσης δεν είναι γνωστά. Θα πρέπει όμως να θεωρείται βέβαιο ότι ολόκληρη η περιοχή της σημερινής Επαρχίας υπαγόταν σ’ αυτή την επισκοπή.

Καθ’ όλο τον 6ο και 7ο αιώνα παρατηρείται στις περιοχές της Μακεδονίας, παντοτινό βόρειο σύνορο του βυζαντινού κράτους, η εισβολή των νεοφερμένων από τη δυτική Ρωσία και Ουκρανία σλαβικών φυλών, που καθώς δεν είχαν εκχριστιανιστεί ακόμα, επιδόθηκαν σε γενικότερους διωγμούς κι ανατροπές του ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου. Στην εισβολή των Σλάβων και στην αναστάτωση που αυτή επέφερε στο βυζαντινό κράτος πρέπει να οφείλεται και η διάλυση της Επισκοπής Καισαρείας, που παύει να αναφέρεται στα κείμενα τον 9ο αιώνα, όταν εμφανίζεται η Επισκοπή Σερβίων.
Πρώτη αναφορά γι’ αυτή μας παρέχει η Γεγονοία Διατύπωσις του αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού (βασ. 886-912), που κάνει λόγο για «Επισκοπή Σερβίων, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης». Δε γνωρίζουμε αν η νέα αυτή Επισκοπή είναι συνέχεια της Επισκοπής Καισαρείας ή κάποια άλλη προϋπάρχουσα ή νεοσύστατη. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για συνέχεια εκείνης της πρώτης Επισκοπής, η έδρα της οποίας μεταφέρθηκε κάποια στιγμή πριν τον 9ο αιώνα και για άγνωστους λόγους από την Καισαρεία στα Σέρβια, σε κάποια εποχή που η Καισαρεία υποβαθμιζόταν και τα Σέρβια αναπτύσσονταν. Επίσης η σύσταση μίας νέας επισκοπής σ’ αυτή την περιοχή μαζί με την Επισκοπή Καισαρείας δεν είναι δυνατό να συνέβη, όταν η απόσταση ανάμεσα στα δύο χωριά είναι λίγα μόνο χιλιόμετρα. Ένα ακόμα ενισχυτικό στοιχείο για την άποψη αυτή είναι η διαπίστωση, ότι από την εποχή που εμφανίζεται η Επισκοπή Σερβίων παύει να αναφέρεται στα κείμενα η Επισκοπή Καισαρείας.
Ωστόσο άλλα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Αν πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο, αν δηλαδή η νέα Επισκοπή είναι συνέχεια της Επισκοπής Καισαρείας, θα έπρεπε να διατηρήσει και τον πρώτο τίτλο της, να ονομάζεται δηλαδή Επισκοπή Καισαρείας & Σερβίων (όπως ονομάζεται σήμερα η Μητρόπολη μας Ιερά Μητρόπολη Σερβίων & Κοζάνης) και θα έπρεπε να διατηρηθεί υπό την επίβλεψη της Μητρόπολης Λαρίσης, αφού η παραχώρηση μίας Επισκοπής από Μητρόπολη σε Μητρόπολη δε γινόταν εύκολα. Πρώτος γνωστός Επίσκοπος Σερβίων αναφέρεται ο Μιχαήλ3.
Το 1018 με 1020, μετά τη συντριβή των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τη διάλυση του κράτους Σαμουήλ, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος (βασ. 976-1025) με διάταγμά του, θέλοντας να ενισχύσει τη θέση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στις παπικές επιβουλές, αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Α΄ Ιουστινιανής, δηλαδή της Αρχιεπισκοπής Αχριδών και με χρυσόβουλό του υπήγαγε στη δικαιοδοσία της 16 νέες Επισκοπές, ανάμεσα τους και την Επισκοπή Σερβίων, ένα διάταγμα που παρ’ όλα αυτά παρέμεινε ανενεργό και δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Δύο αιώνες αργότερα, το 1219 ο αρχιεπίσκοπος Α΄ Ιουστινιανής Δημήτριος Χωματιανός (1214-1235) τοποθετεί στα Σέρβια δικό του Επίσκοπο, όταν ένεκα της εισβολής και εγκατάστασης των Φράγκων στην περιοχή, ο Επίσκοπος εκδιώχθηκε και η έδρα του παρέμεινε κενή. Καθώς ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης βρισκόταν κι αυτός για τους ίδιους λόγους μακριά από την έδρα του, δεν ήταν δυνατό να φροντίσει εκείνος για την πλήρωση της επισκοπικής έδρας των Σερβίων και για να μη μείνει ο λαός χωρίς Επίσκοπο, κινδυνεύοντας ν’ ακολουθήσει τις συνήθειες και τα δόγματα των Λατίνων, όπως αναφέρει ο Χωματιανός απολογούμενος προς το Πατριαρχείο γι’ αυτή του την πράξη, χειροτόνησε και εγκατέστησε στα Σέρβια δικό του Επίσκοπο, χωρίς να έχει καμία διάθεση σφετερισμού της Επισκοπής από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Το 1216 εκδιώχθηκαν οι Φράγκοι από τα Σέρβια και το 1223 με την απομάκρυνσή τους και από τη Θεσσαλονίκη και την επανεγκατάσταση εκεί του οικείου Μητροπολίτη, η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Σερβίων επανήλθαν κανονικά στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου ουσιαστικά δεν είχαν αποσπαστεί ποτέ.

Κατά τα πρώτα χρόνια της κατάληψης της πόλης των Σερβίων από τους Τούρκους (1393 ή 1420-1430), ο ελληνικός πληθυσμός ήταν πολλαπλάσιος του τουρκικού και στην πόλη είχε εγκατασταθεί η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση των κατακτητών. Οι μουσουλμάνοι των Σερβίων όμως αυξάνονταν με γοργό ρυθμό και σύντομα έγιναν πλειοψηφία και οι χριστιανοί κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη4. Η αλλαγή αυτή πρέπει να συνέβη μετά τον 17ο αιώνα. Όπως αναφέρει για τα Σέρβια ο Εβλιγιά Τζελεμπί, Τούρκος περιηγητής, σε μία περιοδεία του στην Ελλάδα από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη, στα Σέρβια το 1667 υπήρχαν «έξι μουσουλμανικές συνοικίες, οχτώ συνοικίες Ελλήνων απίστων και μια Εβραϊκή». Ωστόσο, οι Εβραίοι τον 18ο αιώνα έφυγαν από την πόλη, λόγω της σκληρής συμπεριφοράς και των αρπαγών των περιουσιών τους, που υφίσταντο από τους Τούρκους.
Η συμπεριφορά των Τούρκων στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα δυναστική για τους Έλληνες κατοίκους, τόσο στην πόλη των Σερβίων, όσο και στα τριγύρω χωριά, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν μετατραπεί σε τσιφλίκια των μπέηδων. Η συμπεριφορά αυτή των κατακτητών και η αυταρχική μεταχείριση των υποδούλων δημιούργησαν για τους χριστιανούς μία αφόρητη κατάσταση, που δεν μπορούσαν από ένα σημείο και μετά να ανεχτούν. Γι’ αυτό όσοι μπορούσαν και είχαν την ευκολία και τα χρήματα εγκατέλειπαν τα Σέρβια και κατέφευγαν σε άλλους τόπους με μεγαλύτερη ασφάλεια και ησυχία. Τέτοιος τόπος ήταν η γειτονική, μεγαλύτερη πόλη της Κοζάνης με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, που ευνοούνταν σημαντικά με τα όσα προνόμια είχε αποκτήσει μετά την ανακήρυξή της σε μαλικιανέ στα μέσα του 17ου αιώνα.
Η άποψη ότι στην περιοχή και στην πόλη των Σερβίων επικρατούσε στις αρχές του 18ου αιώνα αθρόος και συνεχώς αυξανόμενος εξισλαμισμός δε φαίνεται να ευσταθεί. Ούτε η τοπική ιστορία και παράδοση αναφέρει κάποιο τέτοιο γεγονός, ούτε οι ενθυμήσεις και οι αναφορές σε άλλα αρχειακά στοιχεία καταγράφουν κάποια τέτοια μαρτυρία. Όμως η συνεχώς αυξανόμενη τάση των τουρκικών οικογενειών, που έγιναν ξαφνικά πολύ περισσότερες και πολύ πολυπληθέστερες των χριστιανικών, ανάγκασαν στα μέσα του 18ου αιώνα τον Επίσκοπο Σερβίων να αποφασίσει και να ζητήσει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την άδεια για τη μεταφορά της έδρας της Επισκοπής από τα Σέρβια στην Κοζάνη, όπου το χριστιανικό στοιχείο υπερτερούσε και ούτε Τούρκοι, ούτε Εβραίοι είχαν εγκατασταθεί ποτέ. Η μεταφορά αυτή τελικά επιτεύχθη το 1745 επί Επισκοπίας Μελετίου του Κατακάλου του Θεσσαλονικέως, ο οποίος πάσχισε πολύ για την ανέγερση στην Κοζάνη Επισκοπικού Μεγάρου. Με δικά του χρήματα και έναντι 550 γροσίων αγόρασε από τον δευτερεύοντα ιερέα Γεώργιο Στεφανή τον κήπο του και με τη συμπαράσταση των ιερέων και της πόλης όλης οικοδόμησε το Επισκοπικό Μέγαρο. Η προαγωγή της Επισκοπής Σερβίων & Κοζάνης σε Μητρόπολη πραγματοποιήθηκε έναν αιώνα περίπου αργότερα, το 1882 επί Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ με πρώτο Μητροπολίτη τον Ευγένιο, υπαγόμενη απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το καθεστώς αυτό εξάρτησης της Ιεράς Μητρόπολης Σερβίων & Κοζάνης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρήθηκε από το 1882 μέχρι το 1912 και την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της προσάρτησής της στο νέο ελληνικό κράτος, όταν μετά από μία σειρά μεταρρυθμίσεων και ανακατατάξεων με το Συνοδικό τόμο του 1928 υπήχθη στην Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος, ως μία εκ των Επαρχιών των λεγόμενων Νέων Χωρών. Έκτοτε συναριθμείται στις Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και λειτουργεί κατά το κρατούν εκκλησιαστικό καθεστώς.

Από της υπάρξεως της τοπικής εκκλησίας ως επισκοπής και αργότερα ως μητρόπολης μέχρι σήμερα είναι γνωστοί 7 Μητροπολίτες Σερβίων & Κοζάνης με έδρα την Κοζάνη και 39 Επίσκοποι εκ των οποίων 33 ως Σερβίων με έδρα τα Σέρβια, 1 ως Καισαρείας με έδρα την Καισαρεία και 5 ως Σερβίων & Κοζάνης με έδρα την Κοζάνη.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε έχουμε την πρώτη αναφορά στην Επισκοπή Σερβίων μέχρι την παρουσία του Μιχαήλ περί το 1200 δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο ή κάποια μαρτυρία για ονόματα Επισκόπων. Αλλά και από το 1200 και έπειτα υπάρχουν μεγάλα κατά περιόδους κενά.

Οι παλαιότερες χριστιανικές εκκλησίες της επαρχίας που σώζονται είναι τα προ ετών αποκαλυφθέντα δάπεδα και θεμέλια των παλαιοχριστιανικών ναών στο Βοσκοχώρι, την Ακρινή και την Αγία Παρασκευή. Σύμφωνα με την άποψη και τη μελέτη των ερευνητών και οι τρεις ανάγονται στον 5ο και 6ο αιώνα. Ο αμέσως επόμενος ναός, που βρίσκεται ωστόσο σε ερημώδη κατάσταση, είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου (Βασιλική) στα κάστρα των Σερβίων που η οικοδόμησή του τοποθετείται στον 11ο αιώνα και οι ιεροί ναοί της Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου Αιανής το 12ο. Οι αμέσως μεταγενέστεροι ναοί ανάγονται στον 16ο αιώνα (Σερβίων, Βελβεντού, Αιανής και Κοζάνης) για να μεταπηδήσουμε αμέσως μετά σε εκκλησίες του 19ου και 20ου αιώνα.
Το Επισκοπείο Σερβίων κάηκε το 1757, ενώ ως πρώτος καθεδρικός ναός αναφέρεται ο του Αγίου Δημητρίου στα Κάστρα των Σερβίων από το 17ο αιώνα και μέχρι το 1745, ο της Αγίας Κυριακής Σερβίων και από το 1745 μέχρι σήμερα ο του Αγίου Νικολάου Κοζάνης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Γνωστός από επιτύμβια στήλη σε τάφο επισκόπου που βρέθηκε στη Καισαρεία με επίγραμμα: «…προεδρίαν έλαχεν τη Εκκλησία Καισάρων πόλεως Μακεδόνιος έστιν ούτος ανήρ τα παντ’ εύφημος ος Επισκοπήσας έτη εν, μήνα ένα του τήδε βίου εκδημήσας μηνί Ιανουαρίω ΚΓ΄ Ινδικτιώνος ΙΑ προς Θεόν ενεδήμησεν…». Το επίγραμμα δε φέρει ακριβή χρονολόγηση, οι ειδικοί όμως το ανάγουν στην περίοδο του 5ου αιώνος. (www.imsk.gr/iermitrop.htm και www.imsk.gr/Diatelesantes.htm)
2 Η πρώτη είναι η επιτύμβια στήλη που αναφέρεται στο Μακεδόνιο (βλ. υποσ. 11) και η δεύτερη βρέθηκε το 1905, αλλά σήμερα δεν υπάρχει, διότι έχει κλαπεί από αρχαιοκάπηλους. Ήταν κατεστραμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της και σωζόταν μονάχα τα γράμματα «CAPEIAC EΠΙCKO (= ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ). (www.imsk.gr/iermitrop.htm)
3 Το όνομά του είναι γραμμένο σε παλιά εκκλησία των Σερβίων (Βασιλική), ως «δαπανήσας» για την αγιογράφηση του Αγίου Δημητρίου. Πρέπει να ήταν ο τελευταίος Επίσκοπος Σερβίων προ της Φραγκοκρατίας. Με την κατάληψη της πόλης από τους Φράγκους εγκατέλειψε την έδρα του και δεν επέστρεψε ποτέ, ούτε μετά την ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης. Τον διαδέχθηκε ο Ιλλύριος, πιθανόν το 1219. (Ιωάννου Δ. Δημόπουλου. Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, σελ. 58).
4 Βασίλη Αποστόλου. Η παύση του αρχιερατικού επιτρόπου Γρεβενών το 1878. Η προαγωγή της επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης σε Μητρόπολη. ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ, Ιούνιος 2007, αρ.τ. 58, σελ. 55.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βασίλη Αποστόλου. Η παύση του αρχιερατικού επιτρόπου Γρεβενών το 1878. Η προαγωγή της επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης σε Μητρόπολη. ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ, Ιούνιος 2007, αρ.τ. 58, σελ. 55-64. Θεσσαλονίκη : 2007.
2. Ιωάννου Δ. Δημόπουλου. Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά. Εκδ: Ιεράς Μητρόπολις Κοζάνης. Κοζάνη : 1994.
3. Βασιλικής Θ. Διάφα-Καμπουρίδου. Ο Κώδιξ της Επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης των ετών 1849-1868. Εκδ: ΙΝ.Β.Α. Κοζάνη : 2006.
4. Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Εγκυκλοπαίδεια. Εκδ: Ελευθερουδάκης Α.Ε. Αθήνα : 1927.
5. Ημερολόγιον 2005 Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων & Κοζάνης. Εκδ: Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων & Κοζάνης. Κοζάνη : 2004.
6. Β.Π. Καραγιάννη. Χρονολόγιο Κοζάνης (1392-1993). ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, έτος Ζ΄, σελ: 98-112. Κοζάνη : 1996.
7. Παναγ. Ν. Λιούφη δ.φ. Ιστορία της Κοζάνης. Εκδ: ΙΩΑΝ. ΒΑΡΤΣΟΥ. Αθήνα : 1924.
8. Μαλλιάρης-Παιδεία. Εγκυκλοπαίδεια. Εκδ: Μαλλιάρης-Παιδεία / Πήγασος Εκδοτική Α.Ε. Θεσσαλονίκη : 2005.
9. Χρήστου Μπέσα. Το χρονικό της Κοζάνης (1914-1919). Εκδ: ΙΝ.Β.Α. Κοζάνη : 1999.
10. Λάζαρου Αθ. Παπαϊωάννου. Η Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης (Μαρτυρίες και διαπιστώσεις). Κοζάνη : 1991.
11. Μιχ. Παπακωνσταντίνου. Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία-Ιστορία της Κοζάνης (1400-1912). Εκδ: ΕΣΤΊΑ. Αθήνα : 1992.
12. ΠΑΠΥΡΟΣ - ΛΑΡΟΥΣ - ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ. Εγκυκλοπαίδεια. Εκδ: Πάπυρος. Αθήνα : 1990.
13. Ξανθής Σαββοπούλου-Κατσίκη. Η ιστορία της Κοζάνης μέσα από τα εκκλησιαστικά της μνημεία. ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ, Ιούλιος 2007, αρ.τ: 58, σελ. 3-31. Θεσσαλονίκη : 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου