Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (8)

Κατερίνα Μ. Μάτσου

Στην πόλη χωρίς ιστορία…
8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

βράδυ Σαββάτου


Η
γιορτή των αρραβώνων ξεκίνησε νωρίς. Με τη φωταγώγηση, αμέσως μόλις ο ήλιος αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, όλου του τριώροφου σπιτιού και του μεγάλου κήπου του δικαστού. Οι καλεσμένοι δε θα ήταν πολλοί, λίγοι μόνο στενοί συγγενείς και κάποιοι καλοί φίλοι, μα οι οικοδεσπότες ήθελαν όλα να είναι τέλεια. Για τη μοναχοκόρη τους γινόταν όλα. Και της Λήδας της ταίριαζε μόνο η τελειότητα.
Από το πρωί η μαμά επιθεώρησε άπειρες φορές -τόσες, που η Λήδα έπαψε πια να τις μετράει και να τις υπολογίζει- την καθαριότητα κάθε γωνιάς του σπιτιού και την προετοιμασία των φαγητών για το βραδινό τραπέζι κι έδωσε αυστηρές οδηγίες στις υπηρέτριες και στη μαγείρισσα -που ειδικά για την ημέρα εκείνη είχαν έρθει- να έχουν τα μάτια και το νου τους τετρακόσια! Σήμερα αρραβωνιαζόταν η μοναχοκόρη της. Έπρεπε όλα να είναι τέλεια. Το μεσημέρι, μετά από ένα ελαφρύ γεύμα και λίγες στιγμές ξεκούρασης, οι γυναίκες του σπιτιού σηκώθηκαν για τις προσωπικές τους ετοιμασίες. Αυτές κρατούσαν πάντα περισσότερο κι από τον καθαρισμό όλου του μεγάλου σπιτιού. Τότε ήταν που λιποθύμησε η Λήδα.
Ψάχνοντας λίγες στιγμές ξεκούρασης η Λήδα, μετά το φαγητό, ξάπλωσε στο δωμάτιο της, με τον Ανδρέα πάντα στα όνειρά της κι ίσως και να κοιμόταν, όταν την τάραξε ένας ξαφνικός κι ανεξήγητος πονοκέφαλος και μια έντονη μυρωδιά, σαν από κύμινο ή ίσως αμμωνία, αμμωνία σίγουρα, άρχισε να της γαργαλάει τα ρουθούνια και να της μπλέκει το στομάχι. Με τα μάτια ακόμη κλειστά, σηκώθηκε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Στο μυαλό της άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν μπερδεμένες σκηνές απ’ αυτή κι από την άλλη της ζωή, τότε, στις αρχές του επόμενου αιώνα, που τόσες μέρες τώρα είχε ξεχάσει κι έλεγε πως δεν είχε ζήσει ποτέ, γιατί αυτή η ζωή ήταν μια ζωή στο μέλλον και το μέλλον δεν το είχαν ζήσει ακόμα, το μέλλον τότε δεν το φανταζόταν καν. Σκηνές μπερδεμένες με τους γονείς και τον αδελφό της, την Έρη και τον Ανδρέα στο παλιό, ψηλό αρχοντικό της κυρά-Σεβαστής και στους δρόμους της πόλης που τους φιλοξενούσε, της πόλης χωρίς ιστορία, τότε και τώρα, πριν και μετά. Πριν και μετά από τι και ποιο ήταν το πριν και το μετά σ’ αυτή την ασύλληπτη ιστορία; Δεν καταλάβαινε τι έβλεπε και τι δουλειά είχαν όλα αυτά στο μυαλό της τώρα, λίγες ώρες μόνο πριν τον αρραβώνα της και τρόμαξε. Μια φλέβα στο λαιμό της άρχισε να χτυπάει δυνατά και γρήγορα, ακανόνιστα, κόβοντας της την ανάσα. Ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια προσπάθησε να φωνάξει κάπως, κάποιον για βοήθεια, για ένα ποτήρι νερό, κάποιον άνθρωπο να της πει μια άλλη κουβέντα, μήπως και ξεκολλήσει το μυαλό της από την απραγματοποίητη ακόμα ζωή του μέλλοντος, μα φωνή ανακάλυψε πλέον δεν είχε και έντρομη σηκώθηκε και πήγε ως την πόρτα του δωματίου. Το στομάχι της γύριζε, ζαλιζόταν και τα πόδια της λύγιζαν σε κάθε βήμα. Ως εκεί, ως την πόρτα του δωματίου της μόνο κατόρθωσε να φτάσει και να την ανοίξει, πριν σωριαστεί αναίσθητη στα φρεσκοσφουγγαρισμένα πατώματα.
Χαμένη σ’ ένα μαύρο όνειρο, άκουσε την αναστάτωση που προκάλεσε η λιποθυμία της στο σπίτι, τη μητέρα της και την Έρη -που είχε έρθει με το πρώτο μεσημεριανό λεωφορείο- να σκύβουν και οι δύο με αγωνία από πάνω της και να φωνάζουν τ’ όνομά της κι ύστερα κάποιον, τον αδελφό ή τον πατέρα της, δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει το άρωμά του, να την σηκώνει αγκαλιά και να την ξαπλώνει στο κρεβάτι της και τότε μόνο χάθηκε. Σ’ ένα περίεργο, μπερδεμένο μαύρο όνειρο στη ζωή της του μέλλοντος με ανθρώπους άγνωστους να χορεύουν τριγύρω χορούς ξέπνοους κι έναν άνδρα με άσπρο πουκάμισο και πολύχρωμη γραβάτα να της πιάνει το χέρι. Πετάχτηκε πάνω, ψάχνοντας να βρει την τουαλέτα.
Πέρασε το επόμενο μισάωρο πεσμένη πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας, ξερνώντας ό,τι από το πρωί είχε τολμήσει να φάει. Ο θείος της, ο γιατρός, που έφτασε πρώτος, νωρίτερα από τους άλλους καλεσμένους, για να βοηθήσει η γυναίκα του τη μαμά στις ετοιμασίες του τραπεζιού -η θεία ήταν φημισμένη για τα τραπέζια που συχνά-πυκνά διοργάνωνε, είχε κάποτε καλεσμένο τον ίδιο τον υπουργό Εθνικής Αμύνης και πολλούς άλλους υπουργούς και βουλευτές- ο θείος, ο γιατρός το απέδωσε στο στρες και στην κούραση της ημέρας, χωρίς να τρομάξει ιδιαίτερα και της συνέστησε, πάνω απ’ όλα, ηρεμία και χαλάρωση. «Αν δε συμβαίνει κάτι άλλο…», τόνισε με νόημα, κλείνοντας πονηρά το μάτι στην Έρη, που μάλλον το βρήκε πολύ αστείο, γιατί έσκασε στα γέλια και η Λήδα ξανάπεσε στη λεκάνη. Μισή ώρα αργότερα ήταν καλύτερα κι από πριν κι ούτε που θυμόταν πια το περίεργο όνειρο για τη ζωή του μέλλοντος. «Το άγχος έφταιγε», είπε στην Έρη, που τη βοηθούσε να ταιριάξει το χτένισμα της. «Αν δε συμβαίνει κάτι άλλο, είπε ο θείος», επανέλαβε εκείνη τα λόγια του γιατρού κι έσκασε ακόμη μια φορά στα γέλια.

Οι καλεσμένοι άρχισαν να έρχονται λίγο πριν τις 7 και πριν τις 7 και μισή ήταν ήδη όλοι εκεί. Ο Ανδρέας και οι δικοί του, δηλαδή η μητέρα του, η θεία Σεβαστή και ο θείος Νικήτας, ο μοναδικός αδελφός του πατέρα που του είχε απομείνει, θα ερχόταν στις 8. Αυτοί θα ήταν και οι μοναδικοί δικοί του άνθρωποι, μα δεν ήταν ποτέ μεγάλη οικογένεια. Όταν έφτασαν οι τέσσερίς τους μπροστά στην καγκελωτή αυλόπορτα του φωταγωγημένου σπιτιού του δικαστού, ο Ανδρέας άφησε τους άλλους να προχωρήσουν μπροστά, ένδειξη τάχα σεβασμού κι έμεινε αυτός τελευταίος. Ψέματα. Ένδειξη δειλίας ήταν. Μία προσπάθεια να βάλει σε κάποιο ρυθμό τους άστατους χτύπους της καρδιάς του. Η μητέρα κατάλαβε. Γύρισε πίσω, τίναξε την ανύπαρκτη σκόνη από τους ώμους του γιου της, του χάρισε το πιο ζεστό και πιο αστραφτερό της χαμόγελο και στηρίχτηκε περήφανη στο μπράτσο του. Από το χαμόγελό της πήρε ο Ανδρέας το θάρρος να συνεχίσει. Έψαξε το δαχτυλίδι στη μεταξωτή θήκη στη τσέπη του, το ‘σφιξε μέσα στη γροθιά του, μήπως και πάρει λίγο θάρρος και χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Η οικογένεια της Λήδας και οι καλεσμένοι τους, τους υποδέχτηκαν με φωνές επιδοκιμασίας και ενθουσιασμού. Έκανε θριαμβευτική είσοδο ο Ανδρέας στο σαλόνι του δικαστού, υπέροχος μες στη μεγάλη του στολή, πανύψηλος και γεροδεμένος, πανέμορφος σα θεός κι οι ξαδέλφες της Λήδας ζήλεψαν την καλή της τύχη. Έδωσε με χέρια που έτρεμαν την ανθοδέσμη με τα κόκκινα τριαντάφυλλα στην αρραβωνιαστικιά του κι εκείνη τον ευχαρίστησε μ’ ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.
- Μη φοβάσαι, του ψιθύρισε. Να θυμάσαι πως εγώ σ’ αγαπώ!
Και πέρασαν όλοι μαζί στο μεγάλο σαλόνι.
Πριν καθίσουν στο τραπέζι άλλαξαν βέρες κι αντάλλαξαν τα δώρα του αρραβώνα. Ένα χρυσό ρολόι ο πατέρας και το μενταγιόν με την Παναγία η μητέρα, μια χρυσή αλυσίδα για το χέρι ο αδελφός της και η Λήδα το σταυρό. Η κυρά-Σεβαστή τους έδωσε, κλαίγοντας από συγκίνηση, δύο χρυσές λίρες, μία γι’ αυτήν και μια για το μακαρίτη τον άνδρα της και μία υπέροχη, μεταξωτή εσάρπα για τη Λήδα κι ο θείος Νικήτας μια χρυσή αλυσίδα για τη νύφη και διάφορα άλλα δώρα, που είχαν φέρει οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Όταν ήρθε η σειρά της μητέρας του, πλησίασε κοντά τους, έβγαλε από το λαιμό της το χρυσό σταυρό, το σταυρό που φορούσε από τη μέρα του αρραβώνα της, όταν της τον έκανε δώρο ο χαμένος της άνδρας και δεν τον έβγαλε από τότε ποτέ, τον πέρασε στο λαιμό της νύφης της και τους φίλησε και τους δύο με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
- Να ‘στε καλά, παιδιά μου, ψιθύρισε με φωνή κομμένη από συγκίνηση.
Από αγάπη.
- Να ‘στε καλά.
Μόνο τότε ο Ανδρέας έβγαλε από τη τσέπη του τη βελούδινη θήκη με το δαχτυλίδι της γιαγιάς, που δυο βράδια πριν είχε ξεθάψει από τη ρίζα της μεγάλης, γέρικης αμυγδαλιάς στην αυλή της κυρά-Σεβαστής. Δεν ήξερε ότι τον είχε δει η Λήδα. Εκείνος δεν το υποψιαζόταν καν και η Λήδα δεν του το είχε αποκαλύψει. Δεν είχαν βρεθεί μόνοι μετά από εκείνο το βράδυ, δεν είχαν βρεθεί καθόλου μέχρι το Σάββατο του αρραβώνα, μα ακόμη κι όταν θα έβρισκαν τις δικές τους στιγμές, δε θα του το αποκάλυπτε ποτέ. Τουλάχιστον όχι τώρα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή, στο μέλλον… Τώρα πια είχαν όλο το μέλλον, γνωστό και άγνωστο, δικό τους.
- Αυτό το δαχτυλίδι, είπε ο Ανδρέας περνώντας το στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της αγαπημένης του, ήταν της γιαγιάς μου. Της το χάρισε η δική της γιαγιά το βράδυ του αρραβώνα της, που κι εκείνη το ‘χε απ’ τους δικούς της γονείς. Ο πατέρας μου το έδωσε στη μητέρα μου και τώρα το προσφέρω κι εγώ σε σένα, για να το δώσουμε κι εμείς κάποια μέρα στα δικά μας παιδιά. Και σου υπόσχομαι, αγαπημένη μου, στη λάμψη αυτού του δαχτυλιδιού, αγάπη και λατρεία αιώνια.
Άστραψε το χρυσό δαχτυλίδι στο φως των πολυελαίων κι οι καλεσμένοι έκαναν ένα βήμα πίσω, τυφλωμένοι από τη λάμψη.
- Είναι πολύ όμορφο, είπε ευτυχισμένη η Λήδα, που στ’ αλήθεια, τώρα που το ‘βλεπε κι από κοντά, ανακάλυπτε πως δεν υπήρχε άλλο ωραιότερο απ’ αυτό δαχτυλίδι στον κόσμο κι ας είχε πάντα πολλά δαχτυλίδια να στολίζουν τα δάχτυλά της. Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου. Σ’ ευχαριστώ πολύ.
- Εγώ σ’ ευχαριστώ. Για τη χαρά και την ομορφιά που δίνεις στη ζωή μου.
Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα και το μόνο που μπορούσε να κάνει η Λήδα, μήπως και ηρεμήσει λίγο τη φωτιά της καρδιάς του, ήταν να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει γλυκά στα χείλη. Κι εκείνη είχε δακρύσει, μα εκείνη ήταν γυναίκα. Ήταν επιτρεπτά για εκείνη τα δάκρυα.
Έκατσαν όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι και τσούγκρισαν με ευχές τα ποτήρια.

Έφαγαν με όρεξη και τα πιάτα άδειασαν γρήγορα, με όλους να επαινούν τη μαγειρική τέχνη της μαμάς, που χαμήλωνε με συστολή τα μάτια σε κάθε νέο κοπλιμάν. Η απογευματινή αδιαθεσία της Λήδας είχε πια ξεχαστεί κι όλη η άλλη ζωή της είχε γίνει τώρα το σύννεφο, που διαλυόταν αργά πάνω από τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Η Λήδα την άλλη της ζωή δεν τη σκεφτόταν πλέον, δεν τη θυμόταν καν, δεν την είχε ζήσει ποτέ, ούτε σκεφτόταν πια πως θα γυρίσει πίσω, αν και αυτό μάλλον δεν το σκέφτηκε ποτέ. Τώρα μπροστά της ανοιγόταν μια άλλη ζωή, μια νέα ζωή δίπλα στον Ανδρέα. Στο δικό της Ανδρέα. Και μόνο αυτή τη ζωή άξιζε να ζήσει.
Άρεσε πολύ στους καλεσμένους του δικαστού ο γαμπρός του. Ήταν ωραίος νέος και αν και αυτό το πρόσεξαν κυρίως οι κυρίες της συντροφιάς, οι κύριοι στάθηκαν στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ήταν στρατιωτικός, αξιωματικός με ανερχόμενη πορεία και μορφωμένος κι αυτό τότε, το επάγγελμά του μόνο κι όχι τόσο η μόρφωση ήταν μεγάλο προσόν. Κι αν δεν είχε τη δική τους οικονομική άνεση, τι πείραζε; Κι αυτοί με κόπο και από το μηδέν ξεκίνησαν και να που με σκληρή δουλειά και ίδρωτα έφτασαν κάπου και τώρα τους έλεγαν «απεκατεστημένους». Ίσως και «ευκατάστατους». Κι ο Ανδρέας, εκτός από έξυπνος, ήταν και νέος. Και στους νέους πρέπει πάντα να δίνουμε μια ευκαιρία. Την πρώτη ευκαιρία.
Όταν το γεύμα τελείωσε, πέρασαν ξανά στο σαλόνι, οι κύριοι άναψαν πούρο και πρόσφεραν και στο θείο Νικήτα, που αν και δεν είχε ξαναδοκιμάσει, του άρεσε πάρα πολύ και παρήγγειλε στον ανιψιό του να του πάρει μερικά, για να εισπράξει ως δώρο από τον πατέρα της Λήδας όλο το κουτί και οι κυρίες, καθισμένες παραδίπλα, επιδοκίμαζαν και επαινούσαν τα κάλλη και την προίκα της νύφης και των θυγατέρων τους. Η Έρη άλλαζε δωμάτια περιτριγυσμένη από μία μόνιμη αυλή θαυμαστών, που, όπου και να πήγαινε, ήταν πάντα άφθονοι. Εκείνη βέβαια δεν έδινε ποτέ σε κανέναν το δικαίωμα να ελπίσει σε κάτι περισσότερο, μα ήταν όμορφη κοπέλα και τόσο σκερτσόζα. Κανένας δεν μπορούσε να της αντισταθεί.
- Οι νέοι στη βεράντα, φώναξε κάποιος και η Έρη έπιασε αγκαζέ δύο από τους συνοδούς της και βγήκαν μαζί γελώντας.
Η Λήδα στηρίχτηκε στο μπράτσο του αρραβωνιαστικού της.
- Ευτυχισμένη, ρώτησε ο Ανδρέας.
- Πολύ. Απόψε μου έκανες το ωραιότερο δώρο.
- Το δαχτυλίδι εννοείς, της χαμογέλασε, έτσι για να την πειράξει.
- Την καρδιά σου.
- Κι εσύ, καλή μου. Κι εσύ, είπε σιγά ο Ανδρέας και φίλησε γλυκά τα δυο της χέρια.
Τα παιδιά στη βεράντα έβαλαν δυνατά μουσική, ο ξάδελφός της, ο Περικλής που διέθετε μία πλουσιότατη δισκοθήκη -ο ίδιος που της είχε δώσει τότε το δισκάκι με τη Μυρτιά του Θεοδωράκη που εξόργισε τον πατέρα- είχε φέρει σχεδόν όλα τα 45άρια του, σέικ και άλλα της εποχής και κάποια παλιότερα «all time classic» τα έλεγε εκείνος κι άρχισαν να χορεύουν με ντάμες την Έρη και τις ξαδέλφες της Λήδας, την ώρα που εκείνη έμπαινε στη βεράντα στηριγμένη στο μπράτσο του Ανδρέα.
- Πότε θα φύγεις για πάνω, ρώτησε η Λήδα.
Μόλις το πρωί είχαν μάθει ότι η μετάθεσή του είχε εγκριθεί και τον έστελνε στην άκρη της Θράκης, κάπου στα σύνορα με την Τουρκία.
- Για τον Έβρο, ρώτησε ο Ανδρέας. Μάλλον την επόμενη εβδομάδα. Πρώτη του μήνα πρέπει να παρουσιαστώ εκεί.
- Τι κρίμα να μην μπορώ να έρθω μαζί σου.
- Μα θα έρθεις. Το καλοκαίρι, μόλις τελειώσει το σχολείο. Θα βρούμε τότε ένα μεγάλο, φωτεινό σπίτι στην Αλεξανδρούπολη, θα το επιπλώσουμε με τα ωραιότερα έπιπλα και θα κανονίσουμε το γάμο μας.
- Ναι, αλλά πώς θ’ αντέξω ως τότε μακριά σου, έκανε παιχνιδιάρικα η Λήδα κι ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια.
- Εγώ πώς θα αντέξω μακριά σου να σκέφτεσαι, της έκανε παρατήρηση εκείνος κι έσπευσε να τη φιλήσει.
Οι μικρότερες ξαδέλφες της απέναντι έσκασαν στα γέλια με το φιλί τους, τους είδαν εκείνοι, κάτι ψιθύρισε η Λήδα στον Ανδρέα κι εκείνος πήγε κι έκανε μια μεγάλη υπόκλιση μπροστά τους. «Δεσποινίδες μου, ποια θα μου κάνει την τιμή να μου χαρίσει αυτό το χορό» και οι μικρές έγιναν πιο κόκκινες κι από τις κόκκινες παπαρούνες. Η πιο τολμηρή του πρόσφερε με χαμηλωμένα μάτια ένα γαντοφορεμένο χεράκι.
Η Λήδα έμεινε να χαζεύει το χορό τους από την απέναντι άκρη της βεράντας και για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε, ναι, τώρα τολμούσε να το πει, ευτυχισμένη. Απόλυτα κι αληθινά ευτυχισμένη. Και σ’ αυτή και στην άλλη της ζωή, μα η άλλη ζωή της πλέον δεν υπήρχε. Είχε χαθεί, σαν εκείνο το σύννεφο, που διαλύθηκε αργά, την ώρα που σκοτείνιαζε, πάνω από τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Ο Ανδρέας της έκλεισε πονηρά το μάτι κι έκανε μια εντυπωσιακή φιγούρα στην ξαδέλφη της, που έσκασε στα γέλια.

Έκανε ζέστη στη βεράντα και η Λήδα σκέφτηκε ν’ ανοίξει την πόρτα της αυλής, μήπως και δροσίσει, εκείνη είχε ζεσταθεί πολύ, πόσο μάλλον τα παιδιά που χόρευαν. Άνοιξε την πόρτα της τζαμαρίας και βγήκε στην αυλή. Έκανε κρύο ακόμα, ήταν Φλεβάρης, δεν είχε περάσει ακόμα ο χειμώνας, μα η νύχτα ήταν πεντακάθαρη. Εκείνη το κρύο πλέον δεν το ένιωθε. Τόσο πολύ είχε ζεσταθεί μες στη βεράντα. Είδε τη βέρα να γυαλίζει στο αριστερό της χέρι, μαζί με το χρυσό δαχτυλίδι του Ανδρέα στο δεξί και χαμογέλασε. Ναι, ήταν απόλυτα ευτυχισμένη και μόνο αυτό μετρούσε τώρα κι ας μην ήξερε καν πώς βρέθηκε σ’ αυτό τον κόσμο. Όμως αυτό πια δεν την απασχολούσε. Μόνο που, να, τόσες μέρες τώρα, σα να είχε πεθυμήσει λίγο εκείνη, την άλλη της ζωή και μάλλον θα της έλειπε. Για λίγο, μέχρι να την ξεχάσει τελείως. Άλλωστε, θα τα ξαναζούσε όλα κάποια στιγμή στο μέλλον κι αν δεν ήταν πια τότε 25 χρόνων, τι πείραζε; Τώρα θα είχε κοντά της για πάντα τον Ανδρέα, τον δικό της Ανδρέα και το κοινό τους μέλλον στα χέρια τους. Αυτό μόνο μετρούσε.
Ο αέρας που φύσηξε από τη θάλασσα, σήκωσε χώμα και η Λήδα έκλεισε τα μάτια σαν τρομαγμένη. Η μουσική από τη βεράντα ξαφνικά σταμάτησε, τα φώτα τρεμόπαιξαν για λίγο κι ύστερα έσβησαν εντελώς και, καθώς ο αέρας σταμάτησε, μια απόλυτη ησυχία απλώθηκε τριγύρω. Ο πονοκέφαλός της άρχισε ξανά, τώρα πιο δυνατός και πιο επίμονος από πριν, ένας αόρατος κι απροσδιόριστος φόβος την έκανε να τρέμει και γύρισε να μπει μέσα στο σπίτι και στην αγκαλιά του Ανδρέα, να προστατευτεί, μα, καθώς γύρισε προς την πλευρά της βεράντας, είδε πως σπίτι πλέον δεν υπήρχε. Μόνο δένδρα, αμέτρητα δένδρα, πανύψηλα δένδρα, πεύκα κι έλατα παντού τριγύρω κι απόλυτο σκοτάδι. Ένα τεράστιο δάσος κι η Λήδα χαμένη μέσα στο πουθενά. Ένα νυχτοπούλι πέρασε από δίπλα της, αγγίζοντας με την άκρη των φτερών του τα μαλλιά της και την τρόμαξε κι άρχισε να τρέχει. Να τρέχει μέσα στο δάσος και στο σκοτάδι, μέσα στο πουθενά με προορισμό το πουθενά και δεν ήξερε πού ήταν, δεν ήξερε τι είχε γίνει, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει και το κεφάλι της πονούσε, πονούσε αφόρητα. Έτρεχε στο σκοτάδι, γλιστρούσε κι έπεφτε στο χώμα και σηκωνόταν ξανά για ν’ αρχίσει πάλι να τρέχει, γιατί και για που δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να σκεφτεί. Το μυαλό της είχε αδειάσει από σκέψεις και χιλιάδες εικόνες τριγύριζαν μπροστά στα έντρομα μάτια της. Εικόνες μπερδεμένες από αυτήν κι από την άλλη της ζωή, από αυτό κι απ’ όλα τ’ άλλα βράδια, ο Ανδρέας μπροστά της και ξαφνικά χανόταν κι έβρισκε τον Ορέστη να της απλώνει το χέρι για να τη σώσει για να χαθεί κι αυτός και να δώσει τη θέση του στο Σταύρο με το λαμπερό χαμόγελο, λίγο πριν χαθεί κι εκείνος. Πού χανόταν όλοι; Πού είχαν πάει όλοι; Πού πήγαινε εκείνη; Σε ποιον εφιάλτη ήταν χαμένη; Και το κεφάλι της πονούσε, πονούσε αφόρητα.
Μια αστραπή έσκισε στα δύο τον ουρανό κι άρχισε να βρέχει από έναν ουρανό χωρίς σύννεφα και το φεγγάρι στεκόταν ολόλαμπρο, μια φωτεινή χειμωνιάτικη πανσέληνος, στη μέση τ’ ουρανού. Το φόρεμά της, σκονισμένο, έγινε μούσκεμα ξαφνικά κι ας μη την άγγιζε η βροχή κι η Λήδα συνέχιζε την τρελή της πορεία μέσα στο άγνωστο δάσος, μέσα στο σκοτάδι, μέσα σε μία υπέροχη, ολόλαμπρη νύχτα, χωρίς ίχνους σύννεφου στον ουρανό και μια ατέλειωτη βροχή, μα δεν ήξερε που μπορούσε να πάει για να προφυλαχτεί. Κάπου γλίστρησε κι έπεσε στις λάσπες. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα προσπάθησε να σηκωθεί και τότε είδε πως το δαχτυλίδι, το χρυσό δαχτυλίδι των αρραβώνων του Ανδρέα, δεν ήταν πια στα δάχτυλά της. Θα της είχε γλιστρήσει κάπου στο ατέλειωτο κυνήγι από αόρατους κυνηγούς μέσα στο άγνωστο δάσος. Τρομοκρατήθηκε. Δεν ήταν δυνατό να χάσει αυτό το δαχτυλίδι. Δεν ήταν δυνατό να χάσει τώρα τον Ανδρέα.
Έπεσε στα γόνατα στο βρεγμένο χώμα κι άρχισε να ψάχνει. Δεν έβλεπε, με τα χέρια μόνο ό,τι ένιωθε μέσα στο χώμα, μέσα στη λάσπη, μα το δαχτυλίδι δεν ήταν πουθενά και το κεφάλι της πονούσε, πονούσε αφόρητα. Λίγο ακόμα και θα έσπαγε κι εκείνη πεσμένη στα γόνατα στο χώμα έψαχνε τριγύρω πανικόβλητη. Δεν έπρεπε να χάσει αυτό το δαχτυλίδι. Ήταν σα να ‘χανε τον Ανδρέα τον ίδιο. Προσπάθησε να σηκωθεί, να το βάλει πάλι στα πόδια, μήπως και βρει κάπου μια προστασία, μα τα πόδια της άλλο δεν την κρατούσαν και τα γόνατά της λύγιζαν κάθε φορά που προσπαθούσε να σταθεί όρθια. Τι συνέβαινε; Σε ποιον εφιάλτη ήταν χαμένη, γιατί εφιάλτης ήταν όλο αυτό που ζούσε, να βρέχει χωρίς σύννεφα κι η πανσέληνος να λάμπει ολόφωτη στη μέση ενός ξάστερου ουρανού, ένας παράλογος εφιάλτης, μα δεν έβρισκε τρόπο να ξυπνήσει.
- Βοήθησε με, Θεέ μου, μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει. Βοήθησε με.
Έκλεισε τα μάτια και ξαφνικά, μέσα σε δευτερόλεπτα, το κρύο κι η βροχή έπαψαν να τη μαστιγώνουν κι από κάπου μακριά, άκουσε κάποιον να φωνάζει τ’ όνομά της. Κι ήταν, λες και τη φώναζε ο Θεός ο ίδιος.
- Λήδα! Λήδα;
Κάποιο χέρι ακούμπησε στον ώμο της κι η Λήδα άνοιξε φοβισμένη τα μάτια. Ήταν ο Ανδρέας. Ήταν δακρυσμένη, ένιωθε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της, μα δεν ήταν πια στο πελώριο δάσος. Ήταν στη βεράντα, είχε αποκοιμηθεί σε κάποια από τις πολυθρόνες του αιθρίου, λίγο πιο πέρα τα παιδιά χόρευαν ακόμα. Κοίταξε τρομαγμένη τα χέρια της. Το χρυσό δαχτυλίδι του Ανδρέα έλαμπε στα δάχτυλά της.
- Τι έγινε; Τι συνέβη, μπόρεσε μόνο να ρωτήσει κι ανακάλυψε πως η φωνή της έτρεμε.
- Μάλλον αποκοιμήθηκες στις πολυθρόνες του αιθρίου, καλή μου, της χαμογέλασε ο Ανδρέας κι ύστερα παρατήρησε το χλωμό της πρόσωπο και τα δάκρυα στα μάγουλά της και τρόμαξε. Τι συμβαίνει, καρδούλα μου; Τι έγινε;
- Τίποτα, είπε η Λήδα κι ίσως το τίποτα να ‘ταν η μόνη αλήθεια. Μόνο… μόνο ένα κακό όνειρο.
Το κεφάλι της πονούσε ακόμα κι οι φρικτές σκηνές της περιπλάνησης της στο άβατο δάσος στοίχειωναν ακόμα το μυαλό της.
- Ένα κακό όνειρο, που πέρασε, είπε ξανά και ζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά του.
Κι εκείνος την έπιασε τρυφερά από τη μέση και πέρασαν στο σαλόνι, όπου η κουβέντα είχε ανάψει.

Κάποιος είχε ξεκινήσει μία συζήτηση για την κούρσα κατάκτησης του διαστήματος, που επιχειρούσαν την εποχή εκείνη οι Η.Π.Α. και η Ε.Σ.Σ.Δ. Οι δύο υπερδυνάμεις, οι μοναδικές υπερδυνάμεις του πλανήτη μετά τη διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αφού επούλωσαν όπως-όπως τις πληγές τους και χώρισαν τον κόσμο σε προηγμένη δύση και κομμουνιστική, άρα υποανάπτυκτη ανατολή ή, αν θέλετε, σε καλούς και κακούς, ανάλογα με το ποια από τις δύο ο καθένας τρίτος λαός υποστήριζε, αντίπαλες πια -όπως άλλωστε ήταν πάντα, απλά τώρα βρήκαν την ευκαιρία να το φανερώσουν- είχαν επιδοθεί τα τελευταία χρόνια σ’ έναν ανελέητο αγώνα για την κατάρριψη του τελευταίου συνόρου: Την κατάκτηση της σελήνης και των άστρων. Την πρώτη θέση κρατούσαν προς το παρόν οι Σοβιετικοί με το Γιούρι Γκαγκάριν*6. Οι Αμερικανοί ωστόσο δεν έχαναν το πάθος τους και έβαζαν τώρα μακρύτερα και τολμηρότερα σχέδια, που αυτοί, προφήτευαν, θα υλοποιούσαν πρώτοι: Την κατάκτηση της Σελήνης. Έπρεπε να πάρουν τη ρεβάνς.
- Δηλαδή για να καταλάβω, έλεγε με πάθος ο ξάδελφος Κωστής, που δεν πίστευε τίποτα απ’ όλα όσα για την κατάκτηση της σελήνης και των άλλων πλανητών και άστρων λεγόταν. Εσύ το πιστεύεις αυτό;
- Ποιο, ρώτησε ο Θωμάς, ο μεγαλύτερος γιος του θείου του γιατρού, που στ’ αλήθεια δεν είχε καταλάβει σε τι η ερώτηση του ξαδέλφου του αναφερόταν.
- Όλα αυτά τα …τρελά. Ότι τάχα ο άνθρωπος θα πατήσει κάποτε στο φεγγάρι κι άλλες τέτοιες ανοησίες.
- Φυσικά και τα πιστεύω, απάντησε με κάθε ειλικρίνεια ο Θωμάς και έτσι ήταν πράγματι.
Ήταν πάντα ειλικρινής και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Σίγουρα ονειροπόλος.
- Όπως τα πιστεύει και τα περιμένει κάθε σύγχρονος άνθρωπος, που παρακολουθεί τις εξελίξεις και πιστεύει στην αέναη ανάπτυξη της επιστήμης και του ανθρώπου. Έχουμε πλέον κάθε μέσο κι όλες τις δυνατότητες για να το πετύχουμε. Ταξιδέψαμε ήδη όχι μόνο μία, αλλά πολλές φορές πέρα από τα σύνορα της γης. Μέχρι και σκυλιά έστειλαν οι Σοβιετικοί στο διάστημα*7, αποδεικνύοντας πως κάθε έμβιο ον μπορεί να επιβιώσει έξω από την ατμόσφαιρα της γης. Τι πιο φυσικό από το να επαναλάβουμε τον άθλο τους, να βελτιώσουμε τα διαστημόπλοιά μας και να πατήσουμε μια μέρα στο φεγγάρι; Κι όχι απλά να ταξιδέψουμε ως τη σελήνη και τους άλλους πλανήτες, αλλά και να χτίσουμε εκεί τις νέες μας πολιτείες.
- Ε, αυτό πια είναι παρατραβηγμένο!
- Καθόλου παρατραβηγμένο, ξάδελφε. Να είσαι σίγουρος πως θα έρθει μία μέρα, όχι πολύ μακρινή, που θα έχουμε αποικίες στο φεγγάρι. Κι όχι μόνο εκεί, όχι μόνο στη Σελήνη, αλλά και σε άλλους, ακόμα πιο μακρινούς πλανήτες. Και στον Άρη και στην Αφροδίτη κι ακόμη πιο μακριά. Ακόμη και πέρα από το ηλιακό μας σύστημα. Ακόμη και δίπλα στα σύνορα του σύμπαντος.
- Και πώς θα γίνει αυτό, τον αμφισβήτησε πάλι ο Κωστής. Αφού, στο φεγγάρι τουλάχιστον κι άσε τους άλλους πλανήτες στην ησυχία τους, στο φεγγάρι λοιπόν, όπως λένε οι σοφοί επιστήμονες, δεν υπάρχουν, ούτε νερό, ούτε οξυγόνο. Πώς θα ζήσει εκεί πάνω ο άνθρωπος; Για να μην αναφέρω τις απίθανες αποστάσεις, που πρέπει να διανύσει, για να φτάσει μέχρι εκεί.
- Αυτές οι απίθανες, όπως τις χαρακτηρίζεις, αγαπητέ μου, αποστάσεις θα είναι παιχνιδάκι για τα οχήματα του μέλλοντος. Τα πρώτα αυτοκίνητα έτρεχαν με 4 χλμ. την ώρα. Τα σημερινά υπερβαίνουν τα 100 και σε λίγα χρόνια θα υπερβούν και τα 200. Κι έπειτα δεν είμαστε 100% σίγουροι ότι δεν υπάρχει νερό και οξυγόνο στη Σελήνη. Όπως είπες κι εσύ, κανείς δεν έχει πάει ακόμα εκεί για να μας πει τι ακριβώς συμβαίνει. Ίσως να υπάρχει και νερό και οξυγόνο και απλά εμείς να μην τα έχουμε ανακαλύψει ακόμα. Αν θυμάσαι μια μικρή λεπτομέρεια, τη σκοτεινή πλευρά*8 του φεγγαριού δεν την έχουμε δει ακόμα.
- Και δε νομίζω πως θα τη δούμε ποτέ. Από κοντά τουλάχιστον.
- Αν θυμάσαι τα σοβιετικά διαστημόπλοια, που μπήκαν σε τροχιά την έχουν ήδη φωτογραφήσει.
- Φωτογραφίες θολές, που δε δείχνουν τίποτα απολύτως, εκτός από έρημο.
- Για εμάς, τους απλούς ανθρώπους. Οι επιστήμονες θα δουν κι έχουν ήδη δει αυτές τις θολές, όπως λες, φωτογραφίες κάπως αλλιώς.
- Και γιατί δε λένε και σ’ εμάς τι είδαν, μήπως και ξεστραβωθούμε;
- Γιατί οι σοφοί επιστήμονες δε λένε κι ούτε έλεγαν ποτέ όλα τα μυστικά τους σε μας, τους απλούς ανθρώπους. Φαντάζεσαι τι θα γίνει, αν οι απλοί άνθρωποι μάθουν ότι στη Σελήνη ανακαλύφθηκε ένας νέος κόσμος, ανεκμετάλλευτος και γι’ αυτό πλούσιος σε κοιτάσματα σιδήρου, πετρελαίου, ίσως και χρυσού; Μία νέα γη της επαγγελίας. Η δεύτερη ανακάλυψη της Αμερικής. Και θα έχεις διαβάσει πως έτρεχαν οι άνθρωποι τότε στην Αμερική.
- Τη σκοτεινή πλευρά, απόρησε η θεία, η μεγάλη αδελφή του πατέρα, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και ίσως και λίγο ξαφνιασμένη τη συζήτηση των ανιψιών της.
- Τη σκοτεινή πλευρά, θεία μου, ανέλαβε να της εξηγήσει ο Θωμάς, την πλευρά εκείνη της Σελήνης που, λόγω της ταυτόχρονης περιστροφής και των δύο ουράνιων σωμάτων, δε βλέπει ποτέ τη Γη, άρα δεν την έχουμε δει ποτέ κι εμείς. Δεν ξέρουμε ακόμα τι υπάρχει εκεί πίσω. Οι φωτογραφίες των σοβιετικών διαστημοπλοίων πολύ λίγα αποκάλυψαν.
- Πιθανόν τίποτα, διαφώνησε πάλι μαζί του ο Κωστής.
- Πιθανόν. Πιθανόν όμως κι ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας νέος κόσμος, μια νέα γη με παρθένα δάση κι ανεκμετάλλευτες θάλασσες, γόνιμα λιβάδια και ίσως, που ξέρεις, ακόμη και πόλεις.
- Ναι, και φεγγαράνθρωπους να μας περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες, τον ειρωνεύτηκε δυνατά ο ξάδελφός του. Μα τι λες τώρα;
- Μη το γελάς. Δε θυμάσαι τι έγραψε ο Λουκιανός*9.
- Φαντασίες 2.000 χρόνια πριν έγραψε ο Λουκιανός. Στην αρχαία Ελλάδα.
- Μόνο που οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξέρεις σοφοί, άσχετα αν εμείς, οι σύγχρονοι απόγονοί τους δεν τους μοιάζουμε ούτε λίγο. Κι αν σου φαίνεται πολύ παλιός ο Λουκιανός, τότε σου θυμίζω τον «Πόλεμο των κόσμων» του Herbert George Wells*10 ή, ακόμα καλύτερα, τον Ιούλιο Βερν. Δεν μπορεί, θα έχεις διαβάσει το «Από τη γη στη σελήνη». Ήταν το αγαπημένο παιδικό ανάγνωσμα όλων μας. Μάθε λοιπόν πως οι επιστήμονες σ’ αυτό το φανταστικό έργο βάσισαν τις μελέτες τους για τα ταξίδια στο διάστημα. Κι αν θυμάσαι εκεί οι πρωταγωνιστές κατάφεραν πράγματι όχι μόνο να ταξιδέψουν στη Σελήνη, αλλά και να επιστρέψουν στη Γη*11.
- Ναι, έχω διαβάσει τον Ιούλιο Βερν, όπως λες, πήρε πάλι το λόγο ο Κωστής. Έχω όμως διαβάσει και το Βαρώνο Μυνχάουζεν*12. Κι αν θυμάσαι ένα τέτοιο ταξίδι στη Σελήνη έκανε κι ο μεγαλύτερος ψεύτης όλων των εποχών.
- Αυτό όμως, παρενέβη στη συζήτηση η θεία, δεν είναι λίγο… Πώς να το πω; Δεν είναι λίγο… βλάσφημο; Δηλαδή θα μπορούμε να τριγυρνάμε από πλανήτη σε πλανήτη, σα να ‘μαστε θεοί;
- Καλή μου θεία, δεν ψάχνουμε τρόπο να καταστρέψουμε την παντοδυναμία του καλού Θεού μας κι αν Εκείνος, ο φιλεύσπλαχνος Πατέρας, δεν ήθελε το παιδί Του, ο άνθρωπος να μαθαίνει νέα πράγματα -που δεν το υπαινίχτηκε ποτέ καμία θρησκεία στον κόσμο- δε θα του έδινε νόηση. Δε θα τον προίκιζε με μυαλό.
- Σε καταλαβαίνω, παιδί μου, όμως… πώς να το πω; Όλα αυτά, εμένα τουλάχιστον, μου φαίνονται…
- Όλα αυτά μπορεί να συμβούν, τράνταξε με την βροντερή φωνή του το δωμάτιο ο πατέρας κι όλες οι συζητήσεις σταμάτησαν.
Τα βλέμματα των καλεσμένων έψαξαν με αγωνία να βρουν τον οικοδεσπότη.
- Όλα αυτά, που τώρα συζητάτε, συνέχισε εκείνος, έκανε δυο ακόμη βήματα και στάθηκε μπροστά τους, ίσως να γίνουν. Τώρα ή στο μέλλον. Κι ίσως πράγματι να ταξιδέψουμε μια μέρα στο φεγγάρι και στ’ αστέρια και στα έγκατα της γης, όπως πάλι ο Ιούλιος Βερν ονειρεύτηκε*13 κι ίσως να φτάσουμε και ν’ αγγίξουμε τα σύνορα του σύμπαντος. Κανείς όμως δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. Και όποιος πει πως είναι σίγουρος ότι όλα αυτά πράγματι θα συμβούν, θα πει ένα μεγάλο ψέμα.
- Γιατί, ρώτησε η Λήδα.
Όλοι ξαφνιάστηκαν με την ερώτησή της. Δεν ήταν συνηθισμένο, την εποχή εκείνη τα κορίτσια να φέρνουν αντίρρηση στα λόγια του πατέρα, μα η Λήδα δεν έφερε καμία αντίρρηση. Απλά είχε μια απορία. Κι ήθελε μια απάντηση.
- Τι θες να πεις, Λήδα, ρώτησε εκείνος και στ’ αλήθεια τον είχε ξαφνιάσει η αμφισβήτηση της.
Ίσως και να τον είχε θίξει.
- Ρωτάω, πατέρα, πως είστε τόσο σίγουρος ότι όλα αυτά που τώρα συζητάμε δε θα συμβούν ποτέ;
- Μα δεν είμαι σίγουρος ότι όλα όσα ονειρεύεστε δε θα συμβούν ποτέ! Αν το πω αυτό, θα πω ένα μεγάλο ψέμα. Είμαι άνθρωπός και πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου. Είμαι σίγουρος για τις δυνατότητες του. Είμαι όμως επίσης σίγουρος ότι ο άνθρωπος δεν είναι κι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ παντοδύναμος. Δε θα γίνει ποτέ Θεός. Όσες φορές αυτό τόλμησε, ακολούθησαν κατακλυσμοί.
- Κι όμως, πατέρα μου, συνέχισε η Λήδα, με τη γνώση του μέλλοντος καλά φυλαγμένη στην άκρη του μυαλού της, εγώ είμαι σίγουρη, ότι μία μέρα θα καταφέρουμε τα πάντα. Όλα όσα τώρα ονειρευόμαστε και προσδοκούμε μία μέρα, όχι μακρινή, θα γίνουν πραγματικότητα.
- Προσωπικά, έχω αντίθετη άποψη, είπε ο πατέρας και ήθελε να σταματήσει την κουβέντα τους εκεί, μα η Λήδα δεν τον άφησε.
- Δεν αγαπάτε τα όνειρα, πατέρα;
- Προτιμώ να πατάω γερά τα πόδια μου στη γη, Λήδα. Πίστευα πως θα το είχες καταλάβει 25 χρόνια τώρα που είμαστε οικογένεια.
- Τότε γιατί δεν παραδέχεστε ότι ο κόσμος πάει μπροστά και όλα αυτά που τώρα ονειρευόμαστε, κάποτε ίσως να γίνουν πραγματικότητα. Κάποτε σίγουρα θα γίνουν πραγματικότητα. Όπως τα έργα του Ιουλίου Βερν. Πόσες από τις απίθανες εφευρέσεις, που εκείνος πρώτος προφήτευσε και οραματίστηκε και θεωρούνταν τότε φαντασίες, υπέροχες φαντασίες, μα όνειρα μόνο, δεν έχουν γίνει σήμερα πραγματικότητα; Δεν υπάρχουν σήμερα υποβρύχια, σαν το Ναυτίλο του Κάπταιν-Νέμο ή αεροπλάνα, σαν το τρομερό αερόπλοιο του Ροβύρου του Κατακτητή; Κάποτε, ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες ήτανε άθλος. Στοίχημα που δεν κέρδιζες ποτέ. Ακόμα και ο ίδιος ο Φιλέας Φογκ είχε πιστέψει ότι το είχε χάσει. Αν θυμάσαι τελευταία στιγμή κατάλαβε το παιχνίδι που του έπαιξε η γη και ο χρόνος. Τότε που οι ιστορίες αυτές γράφτηκαν, 100 χρόνια πριν, ήτανε φαντασίες μόνο. Σήμερα, με τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα ο γύρος του κόσμου είναι παιχνιδάκι. Σκέψου και τα σχέδια του Νταβίντσι και τις θεωρίες του Νεύτωνα. Τα δικά τους σχέδια δεν προφήτευσαν απλά το μέλλον μας;
- Ναι, σε λίγο θα τους κάνουμε και εικόνισμα στις εκκλησίες να τους προσκυνάμε, ειρωνεύτηκε ο Κωστής, μα τώρα πια κανείς δεν του έδωσε σημασία.
Άκουγαν όλοι, σχεδόν χωρίς ανάσα, τα λόγια της Λήδας.
- Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό, ρώτησε ο πατέρας και το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει, μα η Λήδα, παρασυρμένη από την ορμή των λόγων της, δεν το πρόσεξε.
- Θέλω να πω, πατέρα μου, πως ο κόσμος μας προχωράει μπροστά, η επιστήμη κάθε μέρα κάνει απίστευτα άλματα και στα χρόνια που θα έρθουν, θα καταφέρει πράγματα, που λίγα χρόνια πριν, δεν φανταζόμασταν καν.
- Και με τα άλματα αυτά θα πάμε στο φεγγάρι;
- Και στο φεγγάρι και στον ήλιο και πράγματι θα φτάσουμε και θ’ αγγίξουμε τα όρια του σύμπαντος. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει πολλά, πάρα πολλά, θα το δεις. Θα το δείτε.
- Μακάρι να μπορούσα να συμμεριστώ την αισιοδοξία σου, Λήδα, μα δεν ξέρω αν όλα αυτά που ονειρεύεσαι, μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Αν θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα! Ο άνθρωπος δε θα γίνει ποτέ τόσο σοφός και τόσο παντοδύναμος, ώστε να ταξιδεύει στ’ αστέρια, λες και πρόκειται για μια απλή εκδρομή στην εξοχή. Κι ούτε ήρθε ποτέ κανένας άνθρωπος από το μέλλον για να μας το επιβεβαιώσει, γιατί εγώ τουλάχιστον δε γνώρισα κανέναν.
- Πού ξέρεις; Ίσως να γίνει κι αυτό μια μέρα.
- Πώς, απόρησε ο πατέρας. Με τη χρονομηχανή του Wells;
- Με καμία μηχανή. Με τη μεγαλύτερη δύναμη απ’ όλες. Τη δύναμη του παντοδύναμου μυαλού μας. Και μια ευχή σ’ ένα αστέρι που πέφτει, επανάλαβε η Λήδα τα λόγια που είχαν τολμήσει να φανερώσει λίγες μέρες πριν στον Ανδρέα κι οι καλεσμένοι της τρόμαξαν.
Τα λόγια αυτά την εποχή εκείνη κι ίσως σε όλες τις εποχές του αέναου χρόνου ήταν σχεδόν βέβηλα.
- Μπορεί, είπε ο πατέρας κι ήταν στ’ αλήθεια θυμωμένος. Μα αυτό, εγώ τουλάχιστον, δεν το ξέρω, Λήδα. Και απορώ πώς είσαι τόσο σίγουρη εσύ για κάτι τέτοιο!
- Ναι, Λήδα. Πώς το ξέρεις;
Ο Ανδρέας ήρθε κοντά της και τα μάτια του, σαν τα μάτια του πατέρα, ήταν γεμάτα σύννεφα κι η Λήδα μόνο τότε τρόμαξε. Δεν ήξερε τι να του πει, τι να απαντήσει στην ερώτηση τους. Ίσως γιατί δεν είχε καμία απάντηση έτοιμη. Κι είχε ήδη πει πάρα πολλά. Μέχρι και το μυστικό της είχε τολμήσει, έστω και με κεκαλυμμένες λέξεις, να αποκαλύψει.
- Προχτές μου μιλούσες για τα ταξίδια στο χρόνο, είπε ο Ανδρέας, τα ταξίδια που θα κάνουμε μια μέρα στο χτες και στο αύριο με τη δύναμη του παντοδύναμου μυαλού μας και μια ευχή σ’ ένα αστέρι που πέφτει και, παρότι με ξάφνιασες, δεν έδωσα άλλη σημασία. Πίστεψα πως ήταν φαντασίες, ο αγαπημένος σου συγγραφέας, μόλις τώρα το αποκάλυψες, είναι ο Ιούλιος Βερν, ίσως να γράφεις κι εσύ φαντασίες σαν εκείνον, γιατί μόνο φαντασίες και όνειρα είναι όλα αυτά που λες. Ή μήπως όχι;
- Λέω απλά πως η επιστήμη προχωράει μπροστά και…
- Και είσαι απόλυτα σίγουρη για το τι θα συμβεί! Πώς μπορεί να τα ξέρεις όλα αυτά; Πώς μπορείς να μιλάς με τόση σιγουριά για το μέλλον;
- Δεν τα ξέρω. Και δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Απλά…
- Από πού έχεις έρθει, Λήδα;
Όλοι πια την κοιτούσαν στα μάτια και το κεφάλι της άρχισε πάλι να πονάει, να πονάει αφόρητα. Όλοι την κοιτούσαν και περίμεναν από εκείνη μια απάντηση, μα τι να τους πει; Είχαν μαντέψει το μυστικό της. Μόνη της τους το αποκάλυψε. Και το έβλεπε στα μάτια τους, δεν την ήθελαν πια στον κόσμο τους. Αυτή ανήκε σε μία άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο. Με ποιο δικαίωμα ήταν εκεί, ανάμεσα τους; Με ποιο δικαίωμα διεκδικούσε την αγάπη του Ανδρέα; Δεν έβλεπε ότι θα ‘ταν αταίριαστο ένα τέτοιο ζευγάρωμα; Έψαξε τριγύρω με το βλέμμα μήπως και τον βρει κάπου κοντά της. Είχε φύγει μακριά της, στην άλλη άκρη του σαλονιού. Του άπλωσε τα χέρια: «Σε παρακαλώ, μη με ξεχνάς τώρα», ψιθύρισε, μα εκείνος δεν της απάντησε. Ίσως και να μη την άκουσε καν. Έσκυψε το κεφάλι και της γύρισε την πλάτη. Ο πατέρας ήρθε δίπλα της και την τράβηξε με δύναμη από το μπράτσο. Τόσο δυνατά, που την πόνεσε κι ο πατέρας σε καμία από τις δύο ζωές της, δεν την είχε πονέσει ποτέ.
- Πού είναι η κόρη μου, φώναξε θυμωμένος.
- Μπροστά σου, πατέρα. Εγώ είμαι η κόρη σου.
- Όχι, δεν είσαι η κόρη μου εσύ. Μπορεί να της μοιάζεις, να είσαι ίδια μ’ εκείνη, μα δεν είσαι εσύ η κόρη μου. Μια άγνωστη είσαι, που εκμεταλλεύτηκες την ομοιότητά σας. Ήρθες εδώ, εγκαταστάθηκες μέσα στο σπίτι μου, ποιος ξέρει με τι σκοπούς και πίστευες πως δε θα καταλαβαίναμε. Δε θα σε ανακαλύπταμε ποτέ και πράγματι στην αρχή το πέτυχες. Μα τώρα προδόθηκες. Απ’ τις μεγάλες κουβέντες και τα μεγάλα όνειρά σου προδόθηκες.
- Πατέρα μου, εγώ…
- Μη με λες, πατέρα. Δεν είμαι ο πατέρας σου και πες μου τώρα αμέσως πού είναι η κόρη μου, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία.
- Εγώ είμαι η κόρη σου. Είτε το πιστεύεις, είτε όχι, εγώ είμαι η Λήδα. Εγώ είμαι η κόρη σου. Εγώ είμαι η κόρη σου, τώρα και για πάντα.
- Ορέστη, φώναξε στο γιο του, τηλεφώνησε στη χωροφυλακή. Λέγε, πού είναι η Λήδα; Τι της έκανες;
- Τίποτα δεν της έκανα. Εγώ είμαι η κόρη σου κι ας μη με πιστεύεις. Εγώ είμαι η κόρη σου και το μόνο μου σφάλμα μου είναι πως γεννήθηκα σε μία άλλη εποχή, σ’ αυτό που λέτε τώρα μέλλον και εκεί ζούσα μέχρι χτες. Ώσπου ένα βράδυ, για τη χάρη ενός άνδρα, αυτού του άνδρα -κι έδειξε με την άκρη του χεριού της τον Ανδρέα- έκανα μια ευχή σ’ ένα αστέρι και τ’ άλλο πρωί ξύπνησα στον κόσμο αυτό. Στο δικό σας κόσμο κι ας ήταν τότε αυτό για μένα παρελθόν, μα πίστεψα πως εκείνος ο κόσμος του μέλλοντος ήταν το όνειρο και η ζωή που ζω τώρα η αλήθεια.
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά, κοπέλα μου;
- Δε σου λέω ψέματα, πατέρα μου. Την αλήθεια σου λέω. Τη μόνη αλήθεια.
Ο πατέρας δεν την πίστευε, κανείς δεν την πίστευε, ούτε καν ο Ανδρέας κι ας κατέφυγε σ’ αυτόν τελευταία ελπίδα.
- Ανδρέα, γιατί δε μιλάς; Ούτε εσύ με πιστεύεις;
- Εσύ θα με πίστευες αν σου έλεγα κάτι τέτοιο;
Κι είχε κάθε δίκιο. Ήταν πάντα ειλικρινής άνθρωπος. Έλεγε ό,τι ένιωθε κι ας πονούσε. Κάποιες φορές, αυτή τη φορά, αφόρητα. Η φωνή του δεν είχε πια ψυχή.
- Νόμιζα πως μ’ αγαπούσες.
- Ναι, πράγματι. Αγαπούσα κάποια Λήδα, αλλά όχι εσένα. Εσύ… εσύ είσαι απλά ένα ψέμα.
Ήρθε με μεγάλα βήματα κοντά της και άρπαξε τα χέρια της μέσα στα δικά του.
- Κι αυτό το δαχτυλίδι δεν είναι για σένα.
Και τράβηξε με δύναμη το χρυσό δαχτυλίδι από το δεξί της χέρι κι η Λήδα κοίταξε έντρομη τα άδεια της δάχτυλα. Γύρισε στον κόσμο, που την είχε κυκλώσει. Την κοίταζαν όλοι με μίσος. Δεν είχε θέση στον κόσμο τους. Δεν μπορούσε ούτε ν’ αναπνεύσει κι ήθελε μόνο να φύγει, μα τα πόδια της είχαν ριζώσει στη γη κι οι καλεσμένοι συνέχιζαν να την κυκλώνουν και να την κοιτούν με μίσος κι εντελώς ξαφνικά, από έναν άδειο ουρανό, μες στο μεγάλο σαλόνι κι ας ήταν ψέμα, άρχισε να βρέχει. Με το θόρυβο μιας αστραπής, όλα τα φώτα έσβησαν, το σπίτι κι οι καλεσμένοι χάθηκαν κι η Λήδα βρέθηκε πάλι στο δάσος, που είχε και νωρίτερα χαθεί κι άρχισε πάλι να τρέχει μέσα στη βροχή και στο σκοτάδι.
Το χάος, που ανοιγόταν μπροστά της, δεν υπήρχε. Ξαφνικά άνοιξε και η Λήδα στο επόμενο βήμα της χάθηκε στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου