Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ

Εις μνήμην Κοσμά Αγακίδου
Ιατροφιλοσόφου

Η σκιά του έπεσε επιβλητική πάνω στις σκονισμένες πλάκες της αυλής. Οι γάτες τυλίχτηκαν με παράπονα γύρω από τα πόδια του, ζητώντας την προστασία του από τα πειράγματα των εγγονών του, που συνήθιζαν να τις παραμονεύουν και να τραβούν τις ουρές τους μόνο και μόνο για να τις κάνουν να νιαουρίσουν. Από μακριά ακούγονταν χαρούμενες φωνές και τραγούδια -ήτανε Πάσχα και βρήκαν όλοι στο χωριό την ευκαιρία να γιορτάσουν- κι απέναντι, δίπλα στα πρώτα δέντρα του βουνού, σ’ ένα ύψωμα χωρίς πυκνή βλάστηση, που θα τους έκοβε τη θέα, είδε δυο Τούρκους να τους κοιτάζουν ξαφνιασμένοι. Πάντα τους ξάφνιαζαν τα γλέντια των Ελλήνων κι ας ήταν 400 χρόνια κατακτητές σ’ αυτό τον τόπο. Έμειναν για λίγο εκεί ψηλά, στην κορυφή του λόφου, χαζεύοντας τους Έλληνες που χόρευαν στις αυλές και στην πλατεία κι ύστερα γύρισαν την πλάτη και έφυγαν τάχα αδιάφοροι.
Ο γιατρός κλώτσησε τρυφερά τα γατάκια, που χαϊδεύονταν στα πόδια του και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της αυλής, με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη, θαυμάζοντας το βουνό και το δάσος τριγύρω. Κάποιοι χωριανοί, που πέρασαν από το δρόμο, τον χαιρέτησαν με σεβασμό.
- Καλή σου μέρα, γιατρέ. Χριστός Ανέστη!
«Αληθώς ο Κύριος», τους ανταπέδωσε κι εκείνος και χαμογέλασε, περήφανος για την αγάπη και το σεβασμό, που του ‘δειχναν οι χωριανοί του. Τον υπολόγιζαν και τον συμβουλευόταν πάντα και πάντα οι συμβουλές του έπιαναν τόπο. Γι’ αυτούς, για όλα τα χωριά εκεί ψηλά στα άγρια βουνά, που τους έσπρωξε η μοίρα και τα παιχνίδια των ανθρώπων, δεν ήταν μόνο γιατρός του σώματος, μα και γιατρός της ψυχής. Κι αυτός χρειαζόταν πολύ περισσότερο στις δύσκολες μέρες που περνούσαν.
Όλο το χωριό γιόρταζε το Πάσχα και στο σπίτι του γιατρού είχαν μαζευτεί και φέτος όλοι. Οι έξι θυγατέρες του, οι γαμπροί και τα εγγόνια του. Κάθε Πάσχα όλη η οικογένεια μαζεύονταν στο σπίτι του γιατρού. Όσοι δεν έλειπαν, βέβαια. Ο τόπος τους ήταν το βουνό κι όπως γινόταν πάντα στα μέρη εκείνα, που η γη, πέτρα όλη, δεν έδινε ψωμί και τα ζώα δεν έφταναν, οι άνδρες ξενιτευόταν. Ήταν όλοι μάστοροι, ξακουστοί χτιστάδες σ’ όλο τον κόσμο κι επειδή η δουλειά στα χωριά δεν έφτανε, ταξίδευαν. Άλλοι εποχιακά, άνοιξη και καλοκαίρι. Άλλοι όλο το χρόνο. Κάποιοι στην Ελλάδα και στην Τουρκία, κάποιοι, οι πιο τολμηροί, όπως οι δύο από τους έξι γαμπρούς του, στην Αμερική και στην Αυστραλία. Έβγαζαν ξακουστούς μαστόρους τα χωριά τους και τους ζητούσαν παντού. Ο άνδρας της μεγάλης του κόρης έλειπε στη Αμερική 10 χρόνια τώρα, από την επόμενη μέρα του γάμου του. Κι η γυναίκα του ζούσε 10 χρόνια τώρα με τη γριά πεθερά της και το γιο της, το παιδί που απέκτησε τη μόνη νύχτα που κοιμήθηκε στο πλευρό του άνδρα της. Ενός άνδρα που θυμόταν πια μόνο μέσα από σύντομα γράμματα και κάποιες ελάχιστες φωτογραφίες. Τώρα ήταν κι αυτή στο σπίτι του πατέρα της και προσπαθούσε σκληρά να μη ζηλέψει τις αδερφές της, που είχαν δίπλα τους τους άνδρες τους και πολλά πολλά παιδιά.
Ήταν άνοιξη, Πάσχα, ο ήλιος πιο φωτεινός από ποτέ έλουζε το βουνό κι έλαμπε ο τόπος, μα ο γιατρός δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί σήμερα, μέρα γιορτινή, που είχε δίπλα του όλες τις θυγατέρες και τα εγγόνια του, ένιωθε τόση πίκρα. Ίσως να ήταν γι’ αυτούς που έλειπαν. Ίσως για τους Τούρκους, που τριγυρνούσαν ακόμη στα βουνά τους κι ας μην κατέβαιναν ποτέ στα χωριά. Η κυριαρχία τους έφτανε μόνο μέχρι εκεί, μέχρι τα σύνορα κάθε οικισμού. Εκεί περίμεναν οι δημογέροντες τους φοροεισπράκτορες για να δέσουν στην άκρη της γκλίτσας τους με τον Άι - Γιώργη και το δράκοντα το πουγκί με το χρηματικό ποσό, που αντιστοιχούσε στο φόρο που πλήρωνε το κάθε χωριό και να τους το προσφέρουν έτσι, από μακριά, χωρίς καν να τους ζυγώσουν, όχι από φόβο, αλλά από περιφρόνηση. Τουλάχιστον τώρα η αυτοκρατορία τους έφτανε σε ένα τέλος, σύντομα θα έφευγαν κι από ‘δω, όπως κι από την Κάτω Ελλάδα. Ο γιατρός αναρωτήθηκε πως θα είναι το βουνό του, χωρίς τους Τούρκους. Σίγουρα ομορφότερο, «ελεύθερο», ψιθύρισε και χαμογέλασε με τη γλυκιά γεύση, που του άφησε η ελευθερία στα χείλη. Μετρημένα ήταν τα ψωμιά τους στη Μακεδονία. Γεμάτο αντάρτες ήταν το βουνό. Κάπου εκεί ήταν κι ο γιος του.
- Γιατρέ, θα ‘ρθεις να ευλογήσεις το τραπέζι μας;
Η γυναίκα του, η κυρά-γιατρίνα, δεν τον φώναζε ποτέ με το μικρό του όνομα. Τον έλεγε κι αυτή γιατρό, όπως όλοι στο χωριό, από την πρώτη μέρα του αρραβώνα τους. Τότε που ο πατέρας του, ο παπά-Τριαντάφυλλος, πήγε στο σπίτι της νύφης μαζί με τους προξενητάδες για να τη δει και να την εγκρίνει. Τους έκαναν το τραπέζι οι νοικοκυραίοι, παινώντας τα προσόντα της κοπέλας κι όταν, μετά το φαγητό, του ‘ριξε εκείνη νερό για να πλυθεί, καθώς έσκυψε δίπλα του, ο παπάς πρόσεξε με τρόπο, μην τυχόν μυρίζουν τα χνώτα της. Και μόνο όταν βεβαιώθηκε πως δε μυρίζουν, δείγμα υγείας και καθαριότητας, συμφώνησε για το γάμο.
Όταν ο γιατρός μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο το τραπέζι ήταν στρωμένο και τα εγγόνια και τα παιδιά του καθόταν τριγύρω και τον περίμεναν. Αυτός θα καθόταν στην κορυφή και θα έδινε την εντολή για την προσευχή, που την έλεγε πάντα ο πιο μικρός από τους εγγονούς του. Όταν εκείνος πήρε την εντολή από τον παππού σηκώθηκε όρθιος, σταύρωσε τα χεράκια του στη μέση κι άρχισε δυνατά να απαγγέλλει την προσευχή, που ειδικά γι’ αυτή τη μέρα είχε μάθει. Κι επειδή ήταν μικρούλης ακόμα και δε φαινόταν από την άλλη άκρη του τραπεζιού, τον ανέβασαν πάνω σε μια καρέκλα για να τον βλέπουν και να τον ακούνε όλοι.
Όλοι έκαναν σιωπή και χαμήλωσαν τα μάτια για να συμμετάσχουν στην ευλογία του τραπεζιού τους. Μόνο ο γιατρός ήταν ανήσυχος. Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος, όταν όλοι ηρέμησαν, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τριγύρω στο τραπέζι. Εκεί τριγύρω ήταν όλοι. Οι θυγατέρες, οι γαμπροί και τα εγγόνια του. Η συνέχειά του. Αυτό το έλεγαν ευτυχία κι ο γιατρός θα ήταν ακόμη πιο ευτυχισμένος, αν εκεί, γύρω από το πασχαλιάτικο τραπέζι, δεν υπήρχαν αυτές οι άδειες καρέκλες. Συνήθιζαν στο σπίτι του και σ’ όλα τ’ άλλα σπίτια στα χωριά τον καιρό εκείνο στο γιορτινό τραπέζι να ετοιμάζουν και τις θέσεις εκείνων που έλειπαν, σαν μια ελπίδα, ότι οι αγαπημένοι τους θα ξαναγυρίσουν μέρα γιορτής και πρέπει να βρουν τη θέση τους στο τραπέζι να τους περιμένει. Τόσα χρόνια όσοι έφευγαν, δεν έβρισκαν εύκολα το δρόμο της επιστροφής, μα λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και φέτος, στο σπίτι του γιατρού ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω από το πασχαλιάτικο τραπέζι, ο μικρότερος ψέλλιζε μια προσευχή, μα οι ξενιτεμένοι δεν είχαν γυρίσει ούτε και φέτος.
Ο γιατρός κοίταξε τρομαγμένος τις άδειες καρέκλες των γιων του. Έλειπαν κι εκείνοι, χρόνια τώρα, από το γιορτινό τραπέζι. Ο ένας, ο μεγαλύτερος, στο βουνό με τους αντάρτες κι ο άλλος, το στερνοπαίδι του, κάπου στον κόσμο, ίσως στην Αμερική. Γύρισε το βλέμμα στη γυναίκα του. Κοίταζε κι εκείνη με πίκρα τη θέση του μεγάλου της γιου και με την άκρη του χεριού της χάιδευε το ξύλο. Μα ήταν κρύο, σαν το χειμώνα στα βουνά της Πίνδου.
Ο γιατρός σήκωσε το βλέμμα στη γύρα του τραπεζιού κι έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας αυτή την εικόνα με τις θυγατέρες, τους γαμπρούς και τα εγγόνια του γύρω από το γιορτινό τραπέζι να την κρατήσει σαν τελευταία εικόνα της ζωής του. Και προσπάθησε εκεί στις άδειες καρέκλες να βάλει τους γιους και τους γαμπρούς του, τα παλικάρια του που έλειπαν χρόνια τώρα από τον πολύπαθο τόπο τους. Ορκίστηκε να κρατήσει την εικόνα αυτή βαθιά μέσα στο μυαλό και την ψυχή του μέχρι το θάνατο και πέρα από αυτόν.
- Αμήν!
Αντήχησαν τα γράμματα ένα-ένα πάνω στους πέτρινους τοίχους κι οι γαμπροί σήκωσαν τα ποτήρια να του ευχηθούν.
- Στην υγειά σου, πατέρα. Και του χρόνου να γιορτάσουμε Πάσχα μόνοι μας.
Εκείνα τα χρόνια αυτή ήταν η καλύτερη ευχή. Η ευχή για ελευθερία. Ο γιατρός -το είπαμε και πριν- ήξερε πως οι Τούρκοι δε θα ‘μεναν για πολύ ακόμη στη Μακεδονία. Εκείνος ίσως να μην πρόφταινε να τους δει να φεύγουν. Μα θα τους έβλεπαν τα παιδιά και τα εγγόνια του. Αυτοί ήταν οι τυχεροί. Αυτοί θα ζούσαν στη μεγάλη, ελεύθερη Ελλάδα.
- Να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, παιδιά μου, σήκωσε κι εκείνος το ποτήρι του. Να ζήσετε και να δείτε και τον άλλο αιώνα ν’ αλλάζει. Να ζήσετε ελεύθεροι και Έλληνες. Κι ο Θεός να μας φιλάει. Κι εμάς κι όλους όσους είναι μακριά.
Την ώρα που ένωναν τα ποτήρια το βλέμμα του έπεσε πάλι στις άδειες θέσεις των γιων του. Η γυναίκα του, η κυρά-γιατρίνα, κρατούσε με δυσκολία τα δάκρυα της. Αν δεν ήταν αυτές οι άδειες καρέκλες, όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα.
Ο γιατρός δεν έφαγε καθόλου εκείνο το μεσημέρι. Μόνο κρασί ήπιε καμαρώνοντας τις θυγατέρες του και τις οικογένειές τους, τη συνέχεια της δικής του γενιάς. Κι όταν άδειασαν οι κούπες, κρυφά απ’ όλους, κατέβηκε στο υπόγειο και πήρε ένα βαρελάκι διαλεχτό κόκκινο κρασί, που φύλαγε χρόνια τώρα για μια τέτοια ξεχωριστή στιγμή. Το ανέβασε στο σπίτι και το έστησε στη μέση του τραπεζιού. Από αυτό γέμισε ξανά όλα τα ποτήρια κι αυτά των μεγαλύτερων εγγονών του, που ήταν άνδρες πια, 13 χρόνων και δικαιούνταν να πιουν το πρώτο τους κρασί. Τι γλέντι έγινε τότε! Οι μάνες τάχα θύμωναν κι οι πατεράδες γελούσαν με τ’ αγόρια τους, που πρωτοδοκίμαζαν δειλά το νέκταρ των αμπελιών κι όλοι καμάρωναν τα νεαρά βλαστάρια. Ο γιατρός σήκωσε ξανά το ποτήρι να ευχηθεί στα εγγόνια του.
- Σε σας και στα παιδιά σας και στα εγγόνια σας. Σε σας που θα ζήσετε κι όταν εγώ θα έχω φύγει.
- Μην το λες αυτό, παππού.
Είδε τα ματάκια των μικρών να βουρκώνουν και σάστισε. Κάτι ψέλλισε η γιαγιά στις εγγόνες της κι εκείνες όρμησαν πάνω του. Έτρεξαν τότε όλα τα εγγόνια του και τον αγκάλιασαν και τους έκλεισε κι εκείνος όλους μέσα στα μεγάλα χέρια του. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα κι ας λένε πως οι άνδρες δεν κλαίνε ποτέ και για να ηρεμήσει τα παιδιά -και την ψυχή του- άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Το «Γέρο - Δήμο». Αντήχησε η φωνή του πάνω στις πέτρες και παρά τα 72 του χρόνια ήταν τόσο επιβλητική που πέρασε τους τοίχους, αντιλάλησε στο βουνό και τ’ άκουσε η Πίνδος όλη. Οι Τούρκοι, που χάζευαν στο ξέφωτο, ξαφνιάστηκαν κι ακόμα κι οι αετοί στάθηκαν στα δένδρα της αυλής του για να τον ακούσουν. Έπιασαν το τραγούδι όλοι, θυγατέρες, γαμπροί κι εγγόνια κι ο γιατρός καθισμένος στη θέση του, στην κορυφή του τραπεζιού, θαύμαζε την οικογένεια του. Τα μάτια του βούρκωσαν κι αυτός, που δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του, ένιωσε τώρα για πρώτη φορά, πως είναι να κυλούν τα δάκρυα στα μάγουλα του ανθρώπου. Τα σκούπισε βιαστικά, ήταν ντροπή να κλαίει ένας μεγάλος άνδρας, μα το κακό είχε ήδη γίνει. Ένα αόρατο χέρι είχε ανοίξει το μπαουλάκι των αναμνήσεών του, εκείνο που τόσα χρόνια έκρυβε επιμελώς στην πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού του και νόμισε πως το είχε πια ξεχάσει. Ξαφνικά τα θυμήθηκε όλα, ακόμα και αναμνήσεις, που νόμιζε πως δεν είχαν πια καμιά αξία.
Θυμήθηκε τον πατέρα του, τον παπα-Τριαντάφυλλο και τη μάνα του, που νόμιζε πως δεν υπάρχει άλλος κόσμος πέρα απ’ το χωριό τους. Θυμήθηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου μεγάλωσε και την Αθήνα. Την Αθήνα, που ήταν ελεύθερη και στους δρόμους της περπατούσαν Έλληνες μόνο. Είχε δει και το βασιλιά, το Γεώργιο, μια φορά στην Αθήνα, είχε δει και το μεγάλο ποιητή, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Γρηγορίου του Ε΄ να απαγγέλλει την Ωδή, το ποίημα που στη μνήμη του μεγάλου ιερέα είχε γράψει. Είχε επισκεφτεί με τους συμφοιτητές του τον Κανάρη τον πυρπολητή κι άκουσε τις περιπέτειές του. Θυμήθηκε την επιστροφή του στην πατρίδα κι εδώ πάνω την οργή των Τούρκων, που για να τον αφήσουν να εξασκεί το επάγγελμά του τον υποχρέωσαν να υπηρετήσει δύο χρόνια σ’ ένα τούρκικο στρατόπεδο στο Διδυμότειχο. Στη αρχή θύμωσε κι έλεγε πως θ’ αφήνει τους αρρώστους Τούρκους να πεθαίνουν. Μετά θυμήθηκε πως ήταν γιατρός και το χρέος του ήταν να βοηθάει τους ανθρώπους να ζήσουν κι ας ήταν Τούρκοι. Θυμήθηκε την επιστροφή του εδώ, στα γνώριμα βουνά της Πίνδου και τις νύχτες με το χιόνι και τη βροχή, που περπατούσε χιλιόμετρα μέσα στο κρύο, μες στο σκοτάδι για να βοηθήσει τους πληγωμένους αντάρτες της Μακεδονίας. Κρυφά, μέσα από το δάσος και μακριά από πολυσύχναστα μονοπάτια, χωρίς φώτα, χωρίς φωνές, σχεδόν χωρίς ανάσα, μη τους πάρουν μυρωδιά οι Τούρκοι κι ύστερα, όταν οι αντάρτες έφευγαν, να κάνουν το δάσος πιο άγριο από πριν, σα να ‘χουν χρόνια να περάσουν από εκεί άνθρωποι. Θυμήθηκε πως αποχωρίστηκε τα βιβλία του, τον πιο πολύτιμο θησαυρό του. Αυτά που έκρυψε στο μοναστήρι μη τα βρουν και τα κάψουν οι Τούρκοι. Όταν ήθελαν να τρομοκρατήσουν, ερχόταν κι έψαχναν στο σπίτι του γιατρού, σ’ αυτόν που ήταν άρχοντας και σοφός κι όλοι τον σεβόταν και τον άκουγαν, μήπως βρουν, έλεγαν, «επιλήψιμα έγγραφα». Τα «επιλήψιμα έγγραφα» που τάχα ζητούσαν δεν τα βρήκαν ποτέ και τα βιβλία του δεν τα καταλάβαιναν. Κάθε τι άγνωστο ήταν για τους κατακτητές επικίνδυνο κι έπρεπε να καταστραφεί. Τέσσερις φορές είχαν ψάξει στο σπίτι του. Τέσσερις φορές είχαν καταστρέψει τα πιο σπάνια και πιο πολύτιμα βιβλία του. Και για να μη του τα κάψουν ξανά τα ‘στειλε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Ο Ηγούμενος Σεραφείμ, άνθρωπος μορφωμένος και φιλόπατρις, ήταν φίλος του. Πολλές φορές έκρυψε αντάρτες στο μοναστήρι. Δέχτηκε να κρύψει και τα βιβλία του. Η νύφη του, η Ντούλινα, τα πήγε φορτωμένη στους ώμους μέσα σε μία νύχτα. Έλεγε πως θα πάει να τα πάρει αμέσως μόλις φύγουν οι Τούρκοι, όχι νωρίτερα, για να μη του τα κάψουν ξανά.
Τα παιδιά τραγουδούσαν ό,τι τραγούδι τους ερχόταν στο νου. Το κρασάκι τα είχε ζαλίσει. Οι μάνες τα καμάρωναν κι η γυναίκα του κοίταζε με πίκρα τις άδειες καρέκλες των γιων της. Αυτή η απουσία σκότωνε κι εκείνον. Γύρισε τα μάτια στο παράθυρο. Έξω ο ήλιος έλαμπε και μπροστά του απλωνόταν τα αιώνια και επιβλητικά βουνά της Πίνδου. Η πατρίδα. Ο τόπος του. Εκείνο το μικρό κομμάτι ψυχής, που ανάσαινε και θα ανάσαινε πάντα μέσα του και του ‘δινε τη δύναμη για να ανασάνει και ‘κείνος. Ο γιατρός πίστευε πως αν τον έπαιρναν μακριά απ’ αυτά τα βουνά θα πέθαινε. Τα βουνά ήταν το σπίτι του. Το άρωμά τους το άρωμα της ζωής του. Άνοιξε το παράθυρο διάπλατα για να ανασάνει το πιο μεθυστικό άρωμα του κόσμου.
- «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος», θυμήθηκε ο γιατρός τους στίχους του Κρυστάλλη κι αναστέναξε.
Ένιωθε πως αυτόν τον τόπο που λάτρεψε τόσο, δε θα τον χαιρόταν για πολύ ακόμα. Ασυναίσθητα και κρυφά κι από τον ίδιο του τον εαυτό, ο γιατρός έβλεπε πια ένα τέλος. Μα δεν το ομολόγησε ποτέ, ούτε καν στη γυναίκα του, που τώρα βλέποντας τα βουνά έξω από το παράθυρό τους θα προσπαθούσε να μαντέψει κάτω από πιο δένδρο ξεκουραζόταν το παλικάρι της.
Ο ήλιος έλουζε την άνοιξη και την ησυχία του μεσημεριού, που ταραζόταν μόνο από τα τραγούδια των εγγονών του. Το αίμα τους έβραζε. Ήταν τυχερά. Αυτά θα έβλεπαν τη Μακεδονία, την Αγία Πατρίδα ελεύθερη. Τώρα είχαν πιάσει άλλο τραγούδι. Τώρα τραγουδούσαν το «Έχε γεια, καημένε κόσμε» με δικούς τους όμως στίχους. «Έχε γεια, καημένε πάππο...», τραγουδούσαν, γιατί σε λίγες μέρες θα έφευγαν, ο καθένας για το χωριό του κι ήθελαν να τον αποχαιρετήσουν μ’ ένα τραγούδι. Χαμογέλασε όλο περηφάνια που τα εγγόνια του είχαν φτιάξει ιδιαίτερο τραγούδι για ‘κείνον. Χαιρόταν που ήταν όλοι εκεί κοντά του κι αν δεν ήταν και αυτές οι άδειες καρέκλες ανάμεσά τους θα ήταν απόλυτα ευτυχισμένος. Είδε ξανά τους Τούρκους στο ξέφωτο να καμαρώνουν την αυτοκρατορία τους κι η οργή του ξεχείλισε. Γύρισε προς τα εγγόνια που χόρευαν γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι.
- Τραγουδάτε, ωρέ, τους φώναξε για να τον ακούσουν τα βουνά, για να τον ακούσουν εκείνοι. Τραγουδάτε να μας ακούσει όλο το χωριό. Να μας ακούσουν κι οι Τούρκοι και να τρομάξουν. Να δουν ποιοι θα λευτερώσουν την Μακεδονία. Γιατί εσείς θα δείτε την Ελλάδα ελεύθερη. Κι η Ελλάδα πρέπει να ζήσει με τραγούδια. Με τραγούδια και χορούς.
Κι έπειτα έπιασε κι αυτός το χορό και το τραγούδι, μέχρι που τους άκουσε όλο το χωριό. Ήταν ξεχωριστό εκείνο το Πάσχα και όλοι οι χωριανοί θυμόταν για πολλά χρόνια μετά το γλέντι που είχε στηθεί εκείνη την άνοιξη στο σπίτι του γιατρού.
Οι θυγατέρες και τα εγγόνια έφυγαν δυο μέρες μετά. Ο γιατρός, όπως πάντα συνήθιζε, τους έδωσε από ένα συνοδό για να τους πάει ως τα σύνορα των δικών τους χωριών. Ήταν μακριά, γύρω στις πέντε με έξι ώρες πορεία μέσα από το δάσος το πιο μακρινό κι ο γιατρός ήθελε τα παιδιά του να φτάνουν στα σπίτια τους ασφαλή. Τους ξεπροβόδισε, όπως κάθε φορά συνήθιζε, μέχρι τα τελευταία σπίτια του χωριού. Εκεί τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους. Μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά, σα να έφευγαν στα ξένα και θα έκαναν χρόνια να ξαναϊδωθούν. Στάθηκε πάνω στο βράχο κοιτάζοντας τους μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια του πίσω από τα πυκνά δένδρα του βουνού κι ύστερα γύρισε σπίτι και ξάπλωσε στην πολυθρόνα της αυλής. Οι γάτες κούρνιασαν στα πόδια του κι ο γιατρός ξανάφερε μπροστά στα μάτια του την εικόνα των δικών του γύρω από το γιορτινό τραπέζι με τους γιους και τους γαμπρούς του στις άδειες θέσεις, με τ’ αδέρφια του και τα πρόωρα χαμένα παιδιά του, με τη μάνα του και τον πατέρα του, τον παπά-Τριαντάφυλλο και όλους εκείνους που είχαν φύγει άδικα, ξαφνικά κι απρόσμενα.
Ξαφνικά κι απρόσμενα και απόλυτα ήσυχα έφυγε κι ο γιατρός λίγες μέρες μετά ένα φωτεινό, μαγιάτικο πρωινό του 1910. Το θάνατό του θρήνησε ολόκληρη η Μακεδονία κι εκατοντάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν στο τελευταίο του ταξίδι. Τόσο αγαπητός ήταν! Δύο χρόνια αργότερα και μόνο τέσσερις μήνες μετά τη θυσία του μεγάλου του γιου στον υπέρτατο αγώνα για την Ελευθερία ο διάδοχος Κωνσταντίνος κι ο ελληνικός στρατός περνούσαν νικητές και επέκτειναν ως τη Θεσσαλονίκη και πέρα από αυτήν τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους. Η Μακεδονία, μετά από 500 και πλέον χρόνια σκλαβιάς, ήταν και πάλι ελεύθερη κι ο γιατρός, αν ζούσε, θα ένιωθε δάκρυα χαράς να κυλούν στα μάγουλά του και δε θα ντρεπόταν για να τα κρύψει. Οι θυγατέρες και οι γαμπροί του, που είχαν γυρίσει όλοι από την ξενιτιά, είπαν πως ήταν κρίμα να μη ζει και να μη χαρεί τη μέρα αυτή που τόσο συχνά προφήτευε και τόσο λαχταρούσε. Μα η γυναίκα του, η κυρά-γιατρίνα, την ώρα που καθόταν δίπλα στο παράθυρο, απ’ όπου ο άνδρας της ατένιζε το βουνό και τον τόπο τους, ήταν σίγουρη πως τον ένιωσε δίπλα της ολοζώντανο να της κρατάει το χέρι και να της ψιθυρίζει:
- Λευτερωθήκαμε, γυναίκα. Τώρα πια, λευτερωθήκαμε.

Κοζάνη, Δεκέμβριος 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου