Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

στον Αν.Μ.

Τον έλεγαν Ανδρέα. Έτσι απλά, σφίγγοντας της απαλά το χέρι και χαμογελώντας της, της συστήθηκε, λέγοντας μόνο το μικρό του όνομα, που ήχησε κάπως περίεργα μες στο σκοτάδι, μα τότε ακόμα δεν έδινε σ’ αυτά σημασία και το μόνο που της έκανε εντύπωση πάνω του ήταν το χρώμα των ματιών του: Βαθύ πράσινο, ένα περίεργο χρώμα, που είχε χρόνια να συναντήσει και σίγουρα δεν του ταίριαζε καθόλου, μα είπε πως θα το ξεχνούσε κι αυτό μαζί με τ’ όνομά του μέχρι τ’ άλλο πρωί κι ας της θύμισε ένα άλλο, απόλυτα όμοιο, πράσινο βλέμμα. Συστήθηκε κι εκείνη μ’ ένα αχνό χαμόγελο, σφίγγοντας του απαλά το χέρι και λέγοντας μόνο το μικρό της όνομα -δισύλλαβο κι ασήμαντο το δικό της- και βιάστηκε να κρυφτεί ξανά πίσω από τη λάμψη του φίλου της.
Όταν η νέα της γνωριμία χάθηκε μέσα στη σκιά που έριχνε στο σπάταλα φωτισμένο κήπο ένα βαριεστημένο φεγγάρι, ανάμεσα σε δύο ώριμες καλοβαλμένες κυρίες με πολύχρωμα, εξώπλατα φορέματα, ο φίλος της της είπε πως ο Ανδρέας ήταν «διάσημος συγγραφέας». Θα είχε διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του, ήταν πολλά κι εκείνη είχε πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη της, θα είχε σίγουρα και κάποιο δικό του, αυτός τα είχε ήδη συλλέξει όλα κι ας μη βρήκε ακόμα το χρόνο να κόψει τις ενωμένες σελίδες, μα εκείνη ήταν σίγουρη, πως στη δική της βιβλιοθήκη βιβλίο συγγραφέα με το όνομα Ανδρέας δεν υπήρχε. Και του το είπε. Κι ο φίλος της αναστέναξε, απογοητευμένος από την …«πνευματική της κενότητα» κι άρχισε να ψάχνει τριγύρω, μήπως και βρει κάπου εκεί κοντά κάποια άλλη παρέα «ανωτέρων πνευματικά ατόμων», από τους πολλούς, που στεκόταν στο σπάταλα φωτισμένο κήπο μ’ ένα ποτήρι ποτό στο χέρι, ακίνητοι ωσάν αγάλματα, συζητώντας για τις τάσεις της μόδας στο Μιλάνο οι γυναίκες και για τις τιμές των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια οι άνδρες. Αυτές του είχαν πει πως είναι οι συζητήσεις των «ανωτέρων πνευματικά ατόμων» κι επειδή εκείνος πάντα πίστευε άκριτα ό,τι οι πολλοί έλεγαν, δεν έψαξε ποτέ να βρει αν όντως έτσι ήταν. Βρήκε την «ανώτερη πνευματικά παρέα», που με αγωνία αναζητούσε, τη χαιρέτησε από μακριά για να κατοχυρώσει τη θέση του δίπλα της και βιάστηκε να τη συναντήσει. Περίμενε πως το ίδιο θα έκανε κι εκείνη, μα εκείνη, για κάποιο περίεργο λόγο, είχε ριζώσει στο χώμα. Δεν το πρόσεξε. Τόσο σίγουρος ήταν πως θα ‘τρεχε ξοπίσω του.
Το γκαρσόνι, που στάθηκε προσοχή μπροστά της, της πρόσφερε, επιτακτικά σχεδόν, ποτό κι ένιωσε υποχρεωμένη να το δεχτεί. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ» που μόλις ακούστηκε και η ώριμη κυρία με το υπερβολικό μακιγιάζ και το νεαρό συνοδό, που στεκόταν παραδίπλα, την κοίταξε ξαφνιασμένη. Πού ακούστηκε να λεν ευχαριστώ στα γκαρσόνια, απόρησε. Τη δουλειά τους κάνουν, αυτή είχε πολλά γκαρσόνια στη δούλεψή της και της έφερναν συνέχεια ποτά κι ό,τι άλλο επιθυμούσε, αλίμονο αν έλεγε ευχαριστώ στον κάθε έναν. Ο φίλος της είχε πιάσει κουβέντα με τις ίδιες ώριμες καλοβαλμένες κυρίες με τα πολύχρωμα, εξώπλατα φορέματα, που είχαν κρύψει νωρίτερα κάπου μέσα στη σκιά του βαριεστημένου φεγγαριού τον Ανδρέα, κάτι τους έλεγε και γελούσαν και οι δύο δυνατά, μάλλον κάποιο από τα γνωστά, «γουστόζικα» κατ’ αυτόν και μόνο, αστεία του, τα διηγούνταν πάντα, πάντα με την ίδια σειρά και πάντα με τα ίδια λόγια και γελούσαν πάντα οι ίδιοι, κάποιοι από υποχρέωση, μαζί κι αυτός, αυτός περισσότερο, ήθελε να προλαβαίνει τα γέλια των άλλων. Πάντα ήθελε να προλαβαίνει τον κάθε άλλο. Ο Ανδρέας δεν ήταν μαζί τους, μα δεν τη στεναχώρησε η απουσία του, ούτε έψαξε να τον βρει. Ήταν άλλωστε σίγουρη πως θα είχε κολλήσει, όπως ο φίλος της, σε κάποια άλλη παρέα «ανωτέρων πνευματικά ατόμων», το ποτό τη ζάλιζε κι αποφάσισε να φύγει. Άφησε το ποτήρι της στο δίσκο του ίδιου ξαφνιασμένου γκαρσονιού, που της το είχε προσφέρει, φώναξε «ευχαριστώ», τρομάζοντας την ώριμη κυρία με το υπερβολικό μακιγιάζ και το νεαρό συνοδό, που στεκόταν παραδίπλα κι έψαξε για την έξοδο κινδύνου. Στο φίλο της δεν είπε τίποτα. Ήταν πολύ …απασχολημένος με τις δύο ώριμες καλοβαλμένες κυρίες, που ξεκαρδίζονταν επιδεικτικά στα γέλια με τ’ αστεία του, δεν ήταν ανάγκη να τον διακόψει. Θα θύμωνε, δε θα καθόταν να την ακούσει και θα μάλωναν και μετά, πάλι εκείνη θα έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα για να τον γλυκάνει. Μα όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει τ’ όνομά της, καθώς απομακρύνονταν, νόμισε πως ήταν η φωνή του και από φόβο μόνο σταμάτησε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, μα το χέρι που ακούμπησε στον ώμο της δεν ήταν το δικό του. Ποτέ δεν την άγγιξαν με τόση τρυφερότητα τα δικά του χέρια.
- Φεύγεις;
Ο Ανδρέας πλημμύρισε το πρόσωπό της με το βαθύ πράσινο βλέμμα του, που δεν του ταίριαζε καθόλου και για πρώτη φορά σκέφτηκε, μήπως έκανε λάθος. Μήπως δηλαδή δεν ήταν πράσινα τα μάτια του, μήπως πράσινα ήθελε και τα έβλεπε εκείνη, αναπολώντας ένα άλλο αφόρητα όμοιο, πράσινο βλέμμα, που είχε χρόνια να συναντήσει κι είχε στ’ αλήθεια επιθυμήσει, μα άλλο χρώμα δεν έβλεπε και το χέρι του ήταν αυτό που είχε σταθεί στο γυμνό της ώμο. Τώρα ήταν η σειρά της να μιλήσει.
- Είναι αργά και δουλεύω πρωί αύριο, δικαιολογήθηκε κοιτάζοντας το χώμα κι ελπίζοντας να έχει πει αρκετά πειστικά το πρόχειρο ψέμα της.
- Στο σχολείο, ρώτησε ο Ανδρέας κι εκείνη τρόμαξε, γιατί δεν του είχε πει ότι ήταν η δασκάλα της Α΄ τάξης στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς της.
Πώς λοιπόν το ήξερε;
- Πού αλλού, χαμογέλασε ανόητα εκείνη.
- Μα αύριο είναι Κυριακή.
Η ψέμα της διαλύθηκε σ’ ένα απότομο γύρισμα της ανοιξιάτικης νύχτας κι ο Ανδρέας της πρόσφερε το μπράτσο του να στηριχτεί.
- Αν και μεταξύ μας, δεν έχεις κι άδικο, ψιθύρισε συνωμοτικά δίπλα στ’ αυτί της κι ήταν τόσο ήρεμη η φωνή του, τόσο γαλήνια, που της έδωσε ένα απίστευτο θάρρος.
Ο φίλος της τη φώναξε από μακριά, μα δεν τον άκουσε. Πράξη εντυπωσιασμού ήταν άλλωστε για να θυμίσει στον «πνευματικά ανώτερο» Ανδρέα την παρουσία του στο χώρο και να περηφανεύεται μετά ότι μίλησε σ’ έναν διάσημο συγγραφέα. Τι κι αν κανείς δεν του απάντησε; Ακούστηκε η φωνή του. Αυτό είχε σημασία.
- Ξέρεις, μόλις θυμήθηκα ότι έχω κι εγώ σχολείο αύριο το πρωί, της είπε ο διάσημος συγγραφέας και πνευματικά ανώτερος Ανδρέας και τα χείλη του σχημάτισαν ένα πονηρό χαμόγελο. Να σε συνοδεύσω;

Δε χαιρέτησαν ούτε καν τους οικοδεσπότες. Στηριγμένη στο μπράτσο του εκείνη, ξαφνιασμένη και αμήχανη, μα μ’ ένα απίστευτο πια θάρρος, που η φωνή του της είχε χαρίσει, χαμογελαστός πάντα ο Ανδρέας, πέρασαν στητοί τη βαριά αυλόπορτα, καληνύχτισαν με ευγένεια κι ένα γενναίο φιλοδώρημα το νεαρό που τους έφερε το αυτοκίνητο από το γκαράζ και …έφυγαν. Τόσο απλό ήταν τελικά. «Τι λες να γίνει, όταν ανακαλύψουν ότι λείπουμε», τον άκουσε να λέει, καθώς έβγαιναν στην εθνική, με το βαθύ πράσινο βλέμμα του να φωτίζει σχεδόν σπάταλα το δρόμο μπροστά τους και φαντάστηκε το φίλο της να τους ψάχνει έντρομος ανάμεσα στους καλεσμένους και τις δύο καλοβαλμένες κυρίες με τα πολύχρωμα, εξώπλατα φορέματα να τον ρωτάνε, τρομαγμένες τάχα, τι έγινε κι εκείνος να μη ξέρει τι να τους απαντήσει και να τα ‘χει τελείως χαμένα. Πάντα τα έχανε, όταν δεν είχε καμία προφανή απάντηση έτοιμη. Της φάνηκε τρομερά γελοία η εικόνα του χαμένος ανάμεσα στον κόσμο, «πανικός θα γίνει», είπε ο Ανδρέας με το πονηρό χαμόγελο και το φωτεινό πράσινο βλέμμα και έβαλαν τα γέλια.
Την επόμενη στιγμή βρέθηκαν καθισμένοι στα βράχια δίπλα στο ποτάμι, τρώγοντας ένα περιέργου σχήματος σάντουιτς, εξαιρέτου ωστόσο γεύσεως, που τους είχε προσφέρει η αυτοσχέδια καντίνα πάνω στη μεγάλη γέφυρα, στενή φίλη των ψαράδων και κάποιων περιστασιακών εραστών, δαγκώνοντας άτσαλα μεγάλα κομμάτια, σκορπίζοντας τα καρυκεύματα στις μπλούζες τους και γελώντας με αστεία, που ίσως να μην είχαν πλέον κανένα νόημα, μα τα πάντα εκείνο το βράδυ, ακόμη και τα πιο ασήμαντα, είχαν πάρει ξαφνικά μια άλλη, πιο ελκυστική και απείρως ωραιότερη μορφή. Ίσως, σκέφτηκε, γιατί είχε πολλά χρόνια να γελάσει έτσι αβίαστα και της είχε λείψει αφάνταστα το γέλιο. Ίσως, γιατί ο Ανδρέας φώτιζε γενναιόδωρα με το βαθύ πράσινο βλέμμα του το πρόσωπό της. Του είπε πως της τον σύστησε ο φίλος της, που μόλις εκείνη τη στιγμή είχε αντιληφθεί την απουσία της κι έψαχνε να τη βρει έντρομος ανάμεσα στον κόσμο κι ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια. Διάσημος συγγραφέας κι αηδίες. Ναι, είχε γράψει κάποια βιβλία και ναι, τα διάβασε πολύς κόσμος και είπαν πολλοί και κάποιοι αξιόλογοι άνθρωποι ότι τελικά «γράφει καλά αυτός ο Ανδρέας» κι ίσως να είναι και συγγραφέας, αλλά αυτό μόνο. Διάσημος συγγραφέας «ανωτάτου πνευματικού επιπέδου», όπως ο φίλος της διέδιδε, δεν ήταν. Από ένα ηπειρώτικο χωριό ήταν, από αυτά των 50 κατοίκων στις κορυφές της Πίνδου, που τα λεν και μαστοροχώρια και που οι Τούρκοι κι ο Αλής δεν τα πάτησαν ποτέ χωρίς αγώνα. Αυτά που οι «ανωτάτου πνευματικού επιπέδου» συνδαιτυμόνες τους, στη δεξίωση που βιάστηκαν να εγκαταλείψουν, βρίσκουν πολύ χαριτωμένα και μακάρι να ζούσαν κι αυτοί εκεί και ν’ ανάσαιναν κάθε μέρα τον καθαρό αέρα του βουνού και το καλοκαίρι θα πάνε σίγουρα, μα κανείς δεν κάνει την αρχή, γιατί το καλοκαίρι όλοι πεθυμούν τη θάλασσα και αποβιβάζονται κατά δεκάδες στη Μύκονο. Αυτός όμως εκεί πάνω είχε μεγαλώσει και δεν πεθυμούσε αναγκαστικά κάθε καλοκαίρι τη θάλασσα. Κι όταν πήρε το χαρτί, όπως ο παππούς του έλεγε το πτυχίο, από το πανεπιστήμιο της παρακείμενης μεγάλης πόλης και το απολυτήριο του ενδόξου ελληνικού στρατού, στο χωριό του ζήτησε να τον στείλουν, καθηγητή της ελληνικής στα δικά τους παιδιά, μα τα παιδιά που εκείνος είχε αφήσει στα θρανία είχαν πλέον μεγαλώσει και μετακόμισαν όλα στην παρακείμενη μεγάλη πόλη και τα δικά τους παιδιά είχανε τώρα εκεί μεγάλα και μοντέρνα σχολεία, αφήνοντας το δικό τους σχολειό, αυτό που με κόπο είχαν χτίσει οι παππούδες μετά το μεγάλο κι έναν άλλο, παράλογο πόλεμο, μόνο κι έρημο. Στην παρακείμενη μεγάλη πόλη κατέλυσε κι αυτός, καθηγητής της ελληνικής στο πρώτο αριθμητικά γυμνάσιό της κι ίσως να μη διέφερε σε τίποτα απ’ όλους τους άλλους καθηγητές της ελληνικής όλων των άλλων γυμνασίων της πόλης αν ένα πρωί δεν έμπαινε σ’ έναν εκδοτικό οίκο. Έτσι έγινε διάσημος συγγραφέας κι ας μην είχε διαβάσει ποτέ εκείνη, που είχε πράγματι χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη της, ούτε ένα βιβλίο του. Ένιωσε αφάνταστη ντροπή γι’ αυτή της την άγνοια και του το είπε.
- Δεν πειράζει, της χαμογέλασε. Δε θα γινόσουν έτσι καλύτερος άνθρωπος.
Κι εκείνη δασκάλα ήταν, όχι από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου, μα από μία ανερχόμενη, μακεδονίτικη πόλη, χτισμένη ανάμεσα σε άγρια και κακοτράχαλα βουνά, που είχαν ταχθεί προστάτες των Ελλήνων από αρχής της δημιουργίας τους. Για ‘κείνη το επάγγελμά της -που παρέλειψε να ρωτήσει πως το μάντεψε ο Ανδρέας- ήταν μία φυσική επιλογή. Ο παππούς και η μητέρα ήταν δάσκαλοι κι ο μπαμπάς καθηγητής φιλόλογος, γυμνασιάρχης βγήκε στη σύνταξη. Δεν μπορούσε λοιπόν να επιλέξει κάτι άλλο. Την επανάσταση την έκανε ο αδελφός της και μπάρκαρε σε κάποιο καράβι με γυναικείο όνομα μ’ έναν ασήμαντο βαθμό κι ας μην ήξερε καν κολύμπι, μα εκείνη ήταν η πρωτότοκη. Δεν ήταν δυνατό να επιλέξει εκείνη κάτι άλλο. Έγινε δασκάλα κι οι μικροί της μαθητές την αγαπούσαν πολύ. Κατά τ’ άλλα έμενε ακόμα στο πατρικό σπίτι στην ανερχόμενη, μακεδονίτικη πόλη της, ανάμεσα στα βουνά, που οι φίλοι της έλεγαν ότι τους έπνιγαν, μα εκείνης περιέργως δεν της έκλεισαν ποτέ τον ορίζοντα. Έγραφε κι εκείνη, του αποκάλυψε γελώντας, γιατί της φάνηκε τρομερά γελοίο να μιλάει σ’ έναν συγγραφέα για τις δικές της, ασήμαντες συγγραφικές προσπάθειες, μα εκείνη δεν ήθελε να γίνει συγγραφέας. Απλά έψαχνε έναν τρόπο να ηρεμεί την ψυχή της και τον ρώτησε γιατί άραγε έγραφε εκείνος.
- Για να ξορκίσω τη μοναξιά, της απάντησε και την ξάφνιασε με την ποίηση των λόγων του, μα αμέσως θυμήθηκε πως ήταν συγγραφέας και μάλιστα αληθινός, άρα άνθρωπος ευαίσθητος.
Δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει μ’ αυτή τη μοναξιά, που είχε τολμήσει να ξεστομίσει, θυμήθηκε τις παρέες του στο σπάταλα φωτισμένο κήπο και της φάνηκε περίεργο να μιλάει για μοναξιά ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, μα δεν τολμούσε να ρωτήσει.
- Μιλάς σαν ποιητής, του είπε μόνο.
- Δεν είμαι όμως ποιητής.
- Είσαι συγγραφέας.
- Όχι, ούτε συγγραφέας είμαι. Είναι πολύ βαρύς αυτός ο τίτλος και δεν μπορώ ακόμα να τον σηκώσω στους ώμους. Ένας απλός καθηγητής της ελληνικής είμαι, χωρίς γερά μπράτσα, που έγινα καθηγητής, γιατί στο γυμνάσιο είχα ερωτευτεί την καθηγήτρια των αρχαίων και νόμιζα πως έτσι, αν γινόμουν κι εγώ καθηγητής, θα με πρόσεχε λίγο και θα μ’ ερωτεύονταν κι εκείνη και θα πηγαίναμε μαζί να διδάξουμε στα παιδιά του τόπου μας και να μην ερημώσουν τα σχολειά μας. Δεν τα κατάφερα. Όταν επέστρεψα στον τόπο μου βρήκα την πόρτα του σχολείου μου σφραγισμένη με βαριές αμπάρες.
- Κι εκείνη;
- Η καθηγήτρια; Αμφιβάλλω αν με σκέφτηκε ποτέ. Αρραβωνιάστηκε το ίδιο καλοκαίρι της αποφοίτησής μας το γυμνασιάρχη, ένα στριμμένο γεροντοπαλίκαρο της πρώτης τρίτης ηλικίας, που λίγο πριν την τέταρτη επέτειό του γάμου τους την άφησε χήρα, χωρίς παιδιά, αμέτρητες καταθέσεις και σχεδόν τη μισή πόλη δική της. Ύστερα, έμαθα, υπέβαλε παραίτηση και δε ζει πλέον πολύ στην Ελλάδα. Ταξιδεύει, είπαν.
- Κι εσύ τότε τι έκανες;
- Εγώ ερωτεύτηκα το Σεπτέμβρη μία συμφοιτήτρια μου και σε διάφορες άλλες εποχές και διάφορες άλλες γυναίκες, μα ο έρωτας δεν προλάβαινε ποτέ να γίνει αγάπη και μια φορά που έτσι νομίσαμε, είχαμε κάνει τελικά λάθος. Το καταλάβαμε ευτυχώς νωρίς. Και κλάψαμε μόνο το πρώτο βράδυ.
Τα μάτια του έλαμπαν κι άστραφτε το ποτάμι από το βαθύ πράσινο βλέμμα του, που δεν του ταίριαζε καθόλου κι ασυναίσθητα θυμήθηκε πάλι εκείνο το άλλο, αφόρητα όμοιο, πράσινο βλέμμα, που είχε χρόνια να συναντήσει κι είχε στ’ αλήθεια επιθυμήσει κι ας βούρκωνε με την αδυναμία του τα δικά της μάτια.
- Ξέρεις πως μόνο η ελληνική γλώσσα έχει άλλη λέξη για τον Έρωτα κι άλλη για την Αγάπη, της είπε εντελώς ξαφνικά, με το βλέμμα ακόμα στο ποτάμι κι ήταν σα να ονειροπολούσε. Σ’ όλες τις άλλες γλώσσες των ανθρώπων, ο Έρωτας κι η Αγάπη έχουν το ίδιο όνομα. Στους Έλληνες όμως, δεν έφτανε μόνο μία λέξη και πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Έστησαν βλέπεις ολόκληρο δεκαετή Τρωικό πόλεμο για τα μάτια μιας Ωραίας Ελένης. Θα τους έφτανε μία μόνο λέξη, η ίδια λέξη, για την Αγάπη και τον Έρωτα;
- Ίσως γιατί οι Έλληνες, αιώνες πριν οι σύγχρονες γλώσσες των ανθρώπων γεννηθούν, είχαν ήδη κάνει τον Έρωτα θεό, καρπό της παράνομης και παθιασμένης σχέσης της πανέμορφης Αφροδίτης με τον Άρη, το θεό του πολέμου. Ειρωνεία δεν είναι; Ο θεός του πολέμου γέννησε το θεό του έρωτα.
- Ίσως γι’ αυτό έρωτας και πόλεμος μοιάζουν τόσο.
- Μοιάζουν, απόρησε.
- Πληγώνουν και οι δύο πολύ, δε νομίζεις;
- Τόσο πολύ σε πλήγωσε εσένα αυτός ο έρωτας;
- Αυτός ο συγκεκριμένος έρωτας με την καθηγήτρια των αρχαίων με πλήγωσε μόνο για ένα βράδυ και τον ξέχασα τ’ άλλο πρωί. Ήρθαν όμως από τότε κι άλλοι έρωτες και κάποιοι ήξεραν να πληγώνουν. Βαθιές πληγές, για ν’ αργήσω να τους ξεχάσω κι ευτυχώς που έμαθα να γράφω.
- Μιλάς σαν ποιητής, του είπε ξανά.
- Δεν είμαι όμως ποιητής, της απάντησε με χαμόγελο και γύρισε το βλέμμα του στο πρόσωπό της κι είδε τα μάτια του να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού και σκέφτηκε πως μάλλον είχε κάνει λάθος.
Μάλλον δεν ήταν πράσινο το βλέμμα του.
- Ένας φτωχός καθηγητής της ελληνικής είμαι, που ξενυχτάω δίπλα στο ποτάμι και στη γλυκιά δασκάλα της Α΄ δημοτικού, μιλώντας της για την αγάπη και τον έρωτα, μήπως και την παρασύρω και μ’ ερωτευτεί κι εκείνη.
- Κι εκείνη να προσπαθεί απ’ την αρχή της νύχτας ν’ ανακαλύψει τ’ αληθινό χρώμα των ματιών σου, του αποκάλυψε εκείνη κι είχε ήδη γίνει κατακόκκινη σαν παπαρούνα από τις εξομολογήσεις τους κι ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια.
- Εσύ τι χρώμα θέλεις να έχουν τα μάτια μου, ψυχή μου;
- Αυτό που δεν πληγώνει. Υπάρχει τέτοιο χρώμα;
- Το ροζ το φτιάχνουν το κόκκινο και το άσπρο και δύο άνθρωποι μαζί βρίσκουν το δρόμο στη ζωή πιο εύκολα από τον έναν. Έτσι αποκτά η ζωή τους νόημα και το κάθε βιβλίο το νόμιμο αναγνώστη του.
- Μιλάς σαν ποιητής, του είπε πάλι γελώντας.
Δεν της απάντησε, ούτε προσπάθησε ξανά να αποποιηθεί τον τίτλο. Μόνο έκλεισε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του.

Όταν την άφησε μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού της είχε ήδη ξημερώσει, μα ήταν άνοιξη, Μάης κι οι νύχτες του Μάη είναι μικρές και λίγες, δε χωρούσαν τις ώρες που πέρασαν μαζί. Ο φίλος της είχε καλέσει όλη τη νύχτα αμέτρητες φορές τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου και είχε αφήσει άλλα τόσα ξαφνιασμένα στην αρχή, οργισμένα μετά μηνύματα στον τηλεφωνητή της, μα το τηλέφωνο ήταν όλο το βράδυ στην τσάντα της κι η τσάντα της πεσμένη μέσα στο αυτοκίνητο του Ανδρέα κι αυτοί πέρασαν όλη τη νύχτα δίπλα στο ποτάμι, πολύ μακριά από το ευτελές δέντρο, όπου το είχαν ακουμπήσει. Το τελευταίο μήνυμά του ήταν το ρήμα «τελειώσαμε», που ήθελε να το κάνει να ακούγεται σαν απειλή, μα όταν εκείνη το άκουσε έβαλε τα γέλια και πέταξε το κινητό στο ποτάμι.
Την ώρα που χώριζαν μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού της έψαξε πάλι για το βλέμμα του, εκείνο το βαθύ πράσινο βλέμμα, που τη φώτιζε όλη νύχτα και που τελικά, διαπίστωσε, είχε κάνει λάθος, δεν ήταν πράσινο, εκείνη το είχε δει πράσινο, μα τώρα δε θυμόταν το γιατί και για να σιγουρευτεί ρώτησε κι εκείνον.
- Τι χρώμα έχουν τελικά τα μάτια σου, είπε απροειδοποίητα και απόλυτα σοβαρή κι ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια.
- Καστανά, ψυχή μου. Καστανά. Σαν τα δικά σου.

Κοζάνη, Ιανουάριος 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου