Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

«Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΗΤΣΑΣ»

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ

Το παρακάτω αφήγημα του Κοζανίτη δικηγόρου και πεζογράφου Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη (1882-1938) δημοσιεύτηκε στην ετήσια έκδοση του ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ της εφημερίδας ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΛΛΑΣ των Σταύρου Θεοδοσιάδη και Δημητρίου Γκαβανά το 1934. Αυτή ήταν και η μόνη δημοσίευση του.
Στις έξι σελίδες της αφήγησης του ο συγγραφέας διηγείται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο την ιστορία της καταστροφής της Καλογρίτσας από τους Αρβανίτες, όπως του τη διηγήθηκε «ο Λάμπρος ο αγωγιάτης από το Βυθό», τη μέρα που τον οδηγούσε μέσα από το δάσος του Βοΐου και τα χαλάσματα της Καλογρίτσας στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Όταν το χωριό καταστράφηκε, κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα (1700-1750), οι κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο γειτονικό Βυθό, όπου και δημιούργησαν τη συνοικία Μαρκατάδες και μία μόνο οικογένεια στον Αυγερινό.
Αιτία της καταστροφής υπήρξε, σύμφωνα με την παράδοση που ο Τσιτσελίκης καταγράφει, η προσβλητική συμπεριφορά του Λιαμτσιό-Βέη, του Αρβανίτη μπέη της Χρούπιστας, που, καταχρόμενος τη φιλοξενία του γερο-Ανατόλη, του Καλογριτσιώτη άρχοντα, το βράδυ του γάμου του γιου του, προσέβαλε τη νύφη. Ο γαμπρός, ο λεβέντης Θανάσης, έξαλλος από θυμό, για να προστατέψει την τιμή της συζύγου του, σκότωσε το μπέη και μια εβδομάδα αργότερα, όπως πάλι ο Λάμπρος ο αγωγιάτης διηγείται, οι Αρβανίτες ήρθαν και κατέστρεψαν την έρημη πλέον από κατοίκους Καλογρίτσα.
Από αυτή την τοπική παράδοση παίρνει αφορμή ο Τσιτσελίκης και γράφει το 1933 ένα από τα ωραιότερα και ίσως αυθεντικότερα διηγήματά του.

Για την αντιγραφή: Κ.Μ.Μ.









ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΪΟΥ

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΗΤΣΑΣ

ΥΠΟ κ. ΚΩΝ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ

Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκεν ο Λάμπρος ο αγωγιάτης από το Βυθό, όταν περνούσαμε τα ώμορφα δάση και τα χαλάσματα της Καλογρήτσας γυρίζοντας από τον Αηλιά του Ζουπανιού.
- Που λες, αφεντικό, το χωριό αυτό είνε η Καλογρήτσα! Χαλάστηκεν εδώ και 150-200 χρόνια, όταν ο γυιος του Ανατόλη, του πλούσιου τσέλιγκα της Καλογρήτσας μαχαίρωσε τον άγριο Σπαχή της Χρούπιστας, την πρώτη νύχτα του γάμου του όταν ο Λιαμτσό-Βέης θέλησε να του πάρη με το ζόρι τη νύφη και σε μια βδομάδα έφτασαν οι Αρβανίτες, βάλαν φωτιά στο χωριό, άρπαξαν τα κοπάδια και σκόρπισαν στον άνεμο τους δυστυχισμένους κατοίκους της Καλογρήτσας, από τότες δεν ξανακτίσθηκεν το χωριό μα και κανένας άλλος Σπαχής δεν τόλμησε να κάμη χρήσι του δικαιώματος της πρώτης νύχτας σε κανένα ελληνικό τσιφλίκι της Μακεδονίας όπως ήταν κακομαθημένοι μερικοί απ’ αυτούς τους Βέηδες και τους Σπαχήδες από τα Βουλγαροχώρια της Καστοριάς, της Φλώρινας και των Σκοπίων.
Μα θα σου πω απ’ την αρχή την ιστορία της Καλογρήτσας αφεντικό, όπως την άκουσα απ’ τον πατέρα μου κι’ εκείνος από τον πάππο του, μια που δεν έχουμε τίποτας άλλο να πούμε, ως που να φτάσουμε στο Μοναστήρι της Αγιατριάδας. Μόνο βάρε καμιά με τη βέργα σου το μουλάρι γιατί θα μας νυχτώση και δος μου ν’ ανάψω κ’ ένα τσιγάρο από τα δικά σου για να μη στρίβω, είπεν ο Λάμπρος ο αγωγιάτης από το Βυθό και χούιαζε δυνατά:
- Ντε, Μηρτζάνη! Άιντε μας νύχτωσε!!
Άναψε το τσιγάρο του, έφτυσε μια φορά στο διπλανό δένδρο και ξανάρχισε την ιστορία.
Βροχηρός ήτανε εκείνο το βράδυ ο καιρός, που ταξείδευεν ο Λιαμτσιό-Βέης, βιαστικά από τη Χρούπιστα με τον Καρά του σκεπασμένος με μια παχειά και καινούργια φλοκάτα, που σκέπαζε τα σελάχια με της φλοροκαπνισμένες πιστόλες, το γυριστό σπαθί του και το ντουφέκι δίπλα στην αγκαλιά του. Ως σαράντα χρονών ήταν ο Λιαμτσιό-Βέης, ψηλός, παχύς, με κάτι μακρυά ξανθά μουστάκια που έφταναν ως τ’ αυτιά του όταν τάστριβε. Προ παντός όμως ήταν ξακουστός για τα άγρια ένστικτά του, που τον έτρεμαν όλοι οι ραγιάδες όταν τύχαινε να περάση από τα πολλά τσιφλίκια του. Κέντρισε τον Καρά ο άγριος Σπαχής γιατί βιαζόταν να πιάση το βράδυ το Μοναστήρι της Αγιατριάδος και την άλλη μέρα να φθάση στα Γρεβενά. Εκεί θα γίνονταν ένα Συμβούλιο με τους άλλους Βέηδες, Σπαχήδες, και Σουμπασάδες, πόσους πεζούς και πόσους καβαλάρηδες θα έστελνεν ο καθένας τους στο Τοϊμή της Λάρισσας, για να χτυπήσουν τους Μωραΐτες που σήκωσαν κεφάλι ενάντια στον πολυχρονεμένο Σουλτάνο και ανταμώθηκαν με τα Μοσκοβίτικα πολεμικά καράβια του Ορλώφ.
Αυτά σκεφτόταν ο άγριος και τρομερός Λιαμτσό-Βέης περνώντας ένα λασπωμένο μονοπάτι, που βγαίνει στην Καλογρήτσα, μέσα από το πυκνό δάσος της οξυάς, όταν αναγκάστηκεν να σταματήση λιγάκι, για να περιμένη το Σεΐζη του που είχε μείνει πίσω μη μπορώντας να φθάση τον Καρά του Σπαχή.
- Τι λες, Ζουλφικάρ αγά, είπεν αρβανίτικα, θα μας ανοίξη ο καλόγηρος απόψε μ’ αυτόν τον καιρό, τόσο αργά που θα φτάσωμε στο Μοναστήρι, ή να σταματήσουμε στην Καλογρήτσα που είνε σιμότερα;
- Όπως διατάξη η αφεντιά σου, Βέη μου! Μα μου φαίνεται θα κουραστή πολύ και ο Καράς αν εξακολουθήσουμε το ταξείδι μ’ αυτόν τον παληόκαιρο και καλά θα είνε να κάνουμε κονάκι στην Καλογρήτσα.
- Καλά λες, ορέ Ζουλφικάρ αγά. Καλοί είνε κ’ οι ραγιάδες μας της Καλογρήτσας. Τράβα μπροστά εσύ και βάρα την πόρτα του Γέρω-Ανατόλη. Θα περάσωμε καλά και θα κοιμηθούμε καλά… Μόνο που γέρασε τώρα η μπάμπου η Ανατόλινα!…
Και λέγοντας μπήκαν στο χωριό. Τα σκυλιά της Καλογρήτσας άρχισαν να ουρλιάζουν, σαν να προαισθάνονταν το μεγάλο κακό που απειλούσε το χωριό, και ο Βορρηάς φυσούσε άγρια ανάμεσα από τις οξυές και τα κέδρα του δάσους. Οι δυο ταξειδιώτες σταμάτησαν μπροστά στη μεγάλο πόρτα του Ανατόλη. Από μέσα ακούσθηκαν τραγούδια και η σριγγιά φωνή ενός χωριάτικου βιολιού.
- Πε! ορέ Ζουλφικάρ-Αγά! Τι τρέχει; Μπας και παντρεύει ο Γέρω-Ανατόλης τον γυιο του το λεβέντη το Θανάση; Ρίξε μια τουφεκιά, για να μάθουν στο χωριό πως έφτασε ο Σπαχής και βάρα γλήγορα την πόρτα! Θα κάνουμε κι’ ημείς γλέντι απόψε!
Ο αντίλαλος της τουφεκιάς και τα ουρλιάσματα των σκυλιών ανακατεμένα με το άγριο βούισμα του βορηά ανάμεσα στα δασωμένα φαράγγια της Καλογρήτσας απ’ όπου κατέβαιναν πλημμυρισμένοι οι λάκκοι από τη βροχή της χινοπωριάτικης νύχτας, έδωκαν σημάδια του κακού που πλησίαζε στο αρχοντικό και ευτυχισμένο σπήτι του Γέρω-Ανατόλη, του πλούσιου τσέλιγκα της Καλογρήτσας.
- Κακά σημάδια, ρε παιδιά, είπε στους καλεσμένους του ο Ανατόλης. Ή κλέφτες ή αρβανίτες μπήκαν στο χωριό μας. Κύτταξε συ Μήτρο από την πολεμίστρα ποιος είνε και να κατεβούμε ύστερα ν’ ανοίξουμε.
Στο αναμεταξύ ακούστηκεν η φωνή του Σεΐζη, που την ήξερεν ο Γέρω-Ανατόλης. Τόσες φορές είχε πάει δώρα στο κονάκι του Σπαχή στη Χρούπιστα, βούτυρα, τυριά, μανούρια και σφαχτά.
- Ο Σπαχής ήρθε, ρε παιδιά! ο θεός να βάλη το χέρι του! Ο Γέρω-Ανατόλης βγήκε στην εξώπορτα να καλωσορίση τον Σπαχή στο ένα χέρι κρατώντας τον αναμμένο δαυλό και με το άλλο κάμνοντας τεμενά στο στήθος του με σκυμμένο κεφάλι, στολισμένο με ώμορφα άσπρα μακρυά μαλλιά σαν μπούκλες.
- Πολυχρόν’ τς Μπέη μου! Καλωσώρισες! Καλά, που έτυχε να κάμουμε σήμερα και τη χαρά του Θανάση για να γλεντήσης κ’ η αφεντιά σου! Κοπιάστε μέσα!
Δειλά, δειλά χαιρέτησε τους ξένους, όταν μπήκαν μέσα στο δωμάτιο η γρηά Ανατόλινα κι’ ο γαμπρός ο Θανάσης, ο Γέρο-Ανατόλης ήταν χλωμός σαν το κηρί. Μόνον αυτός ήξερε τι Θηριό, που ήταν ο Λιαμτσό-Βέης. Είχεν ακουστά τι είχε κάμει σ’ άλλα χωριά. Προ πάντων στα Βουλγαροχώρια της Καστοριάς. Και να η κακή η ώρα που τον έφερε στο χωριό τη μέρα του γάμου του Θανάση. Θα ήταν τρομερό να θελήση να κάμη ό,τι έκαμνε στ’ άλλα τα χωριά σε τέτοια περίσταση! Τι θα έκαμνεν ο αγαπημένος του μοναχογυιός, το παληκάρι της Καλογρήτσας, ο λεβέντης ο Θανάσης; Θα μπορούσε να υποφέρη την ατιμία αυτήν του Σπαχή; Θεέ μου βάλε το χεράκι σου απόψε στο σπήτι του Γέρω-ανατόλη και σώσε μας!
- Πω, ορέ Γερω-Ανατόλη να παντρεύης το γυιο σου και να μη μου στέλνεις ένα χαμπέρ! Πω! δεν τώκαμες καλά ορέ γέρω!
- Μας συμπαθάς, Μπέη μου! Φτωχοί άνθρωποι ημείς πώς να περιποιηθούμε την αφεντιά σου!
- Πού είνε το νύφη μωρέ να το γλέπουμε, να μας φιλάη το χέρι και να του δίνουμε ένα φλουρί πεσκέσι! Πού είνε και το βιολιτζή να βαραίνη ένα χαβά να γλεντούμε μωρέ και να χορεύη το νύφη με το γαμπρό!
Τα δυο κεριά του γάμου έκαιαν ακόμα δίπλα στα στεφάνια επάνω στο τζάκι και τα φώτα τους μεγάλωναν τις σκιές που πηγαινοέρχονταν στο δωμάτιο φοβισμένες από την ανεπάντυχη και ανεπιθύμητη επίσκεψη του Σπαχή. Οι λίγοι συμπέθεροι και συγγενείς που είχαν μείνει τη νύχτα στο σπήτι του γαμπρού και με τον ερχομό του άγριου Μπέη είχαν κρυφτεί στους σταύλους και στα κελάρια σαν κυνηγημένες όρνιθες, άρχισαν να βγαίνουν ένας ένας και να καλωσορίζουν το Μπέη με το δεξί χέρι στο στήθος.
- Πολυχρόν’ τς Μπέη μ’. Καλώς ώρισες!!.. κ’ έφευγαν πάλι όξω.
Βγήκε κι’ ο βιολιτζής με τόνα μάτι και με της τρεις χορδές του βιολιού κι’ άρχισε τρέμοντας να παίζη ένα μονότονο χωριάτικο σκοπό για να ευχαριστηθή ο Λιαμτσιό-Βέης∙ έπαιζε και τραγουδούσε κιόλας.
Γιν – Γιν – Γιν. Διώχνει ο Νένος το κακό
και το στέλνει σ’ άλλο χωριό! Γιν – Γιν – Γιν.
Ο Σπαχής κόλησεν ένα άσπρο στο μέτωπο του Βιολιτζή.
Επί τέλους. Η γρηά Ανατόλινα, η φτωχή μάνα του λεβέντη του Θανάση έφερε κρατώντας από τη μασχάλη την ώμορφη και χαμηλοβλεπούσα Κρουστάλω, τη μοναχοκόρη του παπά από το Κωνστάντσικο και την έβαλε τρέμοντας να προσκυνήση τρεις φορές το Σπαχή. Εκείνος την κύτταξε με ένα λάγνο μάτι κι’ άρχισε να ψαχουλεύη το σελάχι με τόνα χέρι για να βρη κάνα φλουρί και με τ’ άλλο έστριβε το μακρύ ξανθό μουστάκι του. τα μηλίγγια του Θανάση, που στέκονταν ορθός άρχισαν να χτυπούν δυνατά. Τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά του σηκώθηκαν ορθά∙ το αίμα του ανέβηκε στο μέτωπο και η φλέβες του γερού ηλιοκαμμένου λαιμού του φούσκωσαν.
Τρία ολάκερα χρόνια αγαπούσε ο λεβέντης ο Θανάσης του Ανατόλη την περδικόστηθη και μαυρομάτα Κρουστάλω’ την παπαδοπούλα από το Κωστάντσικο, που την είδε μια φορά μόνο στη μεγάλη σκεπαστή βρύσι του χωριού με τα τρία σωληνάρια να κουβαλάη νερό και από τότε λαχταρούσε να την κάμη δική του μια μέρα. Και να η μεγάλη αυτή μέρα ήρθε σήμερα! Από το πρωί είχε φορέσει τα γαμπριάτικά του, την άσπρη φουστανέλλα, τις χιονάτες χολέβες, το κόκκινο σελάχι του με τες πολλές δίπλες και την πιστόλα με τ’ αργυρά μανίκια, το χρυσομάνικο μαχαίρι του τσέλιγκα, τα σταυρωτά χαμαϊλιά με το δικέφαλο Βυζαντινό αετό και της ασημένιες αλυσίδες με της κόπτσες επάνω στα δασειά νεανικά στήθια του και καβαλίκεψε το άσπρο άλογό του να πάη με τους φίλους και μπρατίμους του να πάρη με το φλάμπουρο τη νύφη από το Κωστάντσικο, να ακούση ύστερα μέσα στην εκκλησία το «στέφεται ο δούλος του Θεού Αθανάσιος με την δούλην του Θεού Κρουστάλω», να ανάψη όλη η Καλογρήτσα από το γλέντι της χαράς και του γάμου του και την ώραν αυτήν, που περίμενε να φύγουν οι καλεσμένοι να μείνη μόνος με την ώμορφη Κρουστάλω, τη δικιά του γυναικούλα, να έρθη ξαφνικά το θηρίο αυτό ο άγριος Σπαχή να κυττάζη έτσι την ντροπαλή Κρουστάλω και να στρίβη το μουστάκι του!! Του φάνηκεν ότι αναποδογύριζεν κόσμος. Σφυριά κι’ αμμόνια χιλιάδες χτυπούσαν μέσα στο κεφάλι του και λογιών λογιών, πλήθος χρυσές μυίγες περνούσαν ανεβοκατεβαίνοντας από τα μάτια του.
- Κάτσε ορέ νύφη εδώ σιμά μου και βάλε να μας κεράσης ένα ρακί να πιούμε με τον πεθερό σου και με τον άνδρα σου: Άιντε και συ, ορέ Ανατόλινα να μας φέρνης μεζέ να γλεντούμε! Ε! ορέ Θανάση, γεια σου! Γιατί δεν πίνεις ορέ; πού έχεις το νου σου; στο νύφη; Πω! ορέ Θανάση! ώμορφο γυναίκα πήρες να σου ζήση! Έχει και χρυσά δαχτυλίδια. Ποιος τα έδωκεν αυτά στο νύφη ορέ; Να του δίνω εγώ διαμάντια ορέ, να στέλνω αύριο το Σεΐζη μου να φέρνει ένα τέτοιο από το χαρέμι! Κράξε ορέ Θανάση το Σεΐζη να έρχεται εδώ να τον παραγγέλνω για το δαχτυλίδι! και λέγοντας ρούφηξε και το δέκατο ρακί και άπλωσε το χέρι του να πιάση το παχουλό χεράκι της Κρουστάλλως.
Τα χείλια του Θανάση κιτρίνισαν. Ένας πυρετός τον έπιασε και τα δόντια του χτυπούσαν ακράτητα. Τινάχθηκε σαν αλαφιασμένος.
- Πού πας ορέ Θανάση, ρώτησε ο Λιαμτσιό-Βέης ζαλισμένος από το ρακί και τα ώμορφα μάτια της Κρουστάλλως που η καρδιά της χτυπούσε σαν σκλαβωμένου άγριου μικρού πουλιού.
- Πάω να φωνάξω το Σεΐζη, είπεν ο Θανάσης και σε μια στιγμή ώρμησεν επάνω στο Σπαχή και του έχωσε όλο το μαχαίρι, ως τα μανίκια, μέσα στο στήθος του.
Σταμάτησε λαχανιασμένος από την περπατησιά και τη διήγησι ο Λάμπρος ο αγωγιάτης από το Βυθό γιατί είχαμε μπη στο Μοναστήρι της Αγιατριάδας και βγήκεν ο ηγούμενος ο Σεραφείμ να μας καλωσορίση στην καλιγωμένη αυλή.
- Δεν σου τελείωσα όλη την ιστορία, αφεντικό, είπε σε μια διακοπή της κουβέντας μας με τον ηγούμενο ο Λάμπρος. Αύριο θα σου πω, πως χάλασεν ύστερα από μια βδομάδα η Καλογρήτσα και τι απογίνηκεν ο Θανάσης.
Μα για μένα η ιστορία είχε τελειώσει. Το Jus primae noctis δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στα Ρωμέικα χωριά.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1933
Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου