Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Ο ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

στον Βασ. Β.

Της είπε: «Ό,τι ζήσουμε θα το ξέρουμε μόνο εσύ, εγώ κι ο ουρανός». Και της έδειξε με χέρι σταθερό ένα τυχαίο άστρο που φώτιζε δειλά την αυγουστιάτικη νύχτα. Σήκωσε κι εκείνη τα μάτια και κοίταξε το άστρο από το μακρινό γαλαξία, που ανέλαβε να στολίσει τη νύχτα τους. Ένας διάττοντας έκοψε στα δύο τον ορίζοντα και χαμογέλασε. Σημείωσε προσεχτικά και χωρίς ορθογραφικά λάθη τα λόγια του στα πιο κρυφά ντουλαπάκια του μυαλού της κι ορκίστηκε να τα φυλάξει αιώνια ή για όλη τη θνητή ζωή της εκεί και να τα προστατεύει πάντα από κάθε επίδοξο κλέφτη ονείρων.
Τελικά, διαπίστωσε, δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Οι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι, αιώνες τώρα, έχουν πάψει να εμπιστεύονται τα μυστικά τους στ’ αστέρια. Οι απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι λένε πως είναι ευτυχισμένοι μόνο όταν περπατούν και πατούν γερά στη γη και δεν κοιτούν πλέον τον ουρανό. Λένε πως από τότε που πάτησε ένας άνθρωπος στο φεγγάρι, καταστρέφοντας τα όνειρα των ρομαντικών ζευγαριών, που μιλούν για έρωτα μαζί με τη σελήνη, ο ουρανός δεν έχει τίποτα καινούργιο να τους προσφέρει. Μα αυτή ήταν σίγουρη πως οι άνθρωποι δεν κοιτούν πλέον τον ουρανό, γιατί φοβούνται. Φοβούνται τη δύναμη του σύμπαντος και τη δική τους αδυναμία Αυτός όμως δε φοβόταν. Αυτός δε φοβήθηκε ποτέ. Αυτός απλά πίστευε. Πίστευε στη δύναμη όλων των κόσμων που δεν είχε την τιμή να γνωρίσει και δεν μπορούσε να κατανοήσει. Το άγνωστο τον γοήτευε πάντα.
Άγνωστος ήταν κι αυτός για ‘κεινη μέχρι που τον γνώρισε. Τυχαία, στ’ αλήθεια, χωρίς οργανωμένο σχέδιο, μα υπήρχε ένας κοινός γνωστός. Ως τότε εξ’ όψεως μόνο τον ήξερε κι όταν τον συναντούσε τυχαία στο δρόμο, φρόντιζε πάντα ν’ αλλάζει στενό. Μάλλον τον φοβόταν, σίγουρα τον φοβόταν κι ας μην ήταν άγριος άνθρωπος. Καλός ήταν, γλυκός κι αληθινός κι αυτή η αλήθεια του την γοήτευσε. Και της γέννησε από την πρώτη στιγμή τόσες πολλές ερωτήσεις, τόσες αμέτρητες ερωτήσεις, που τριγύριζαν καθημερινά στο μυαλό της και ζητούσαν απεγνωσμένα μιαν απάντηση. Όταν βρέθηκαν κοντά, τίποτα δεν τόλμησε να τον ρωτήσει. Όταν βρέθηκαν κοντά οι απορίες της έγιναν πολύχρωμες πεταλούδες και ξέφυγαν από τις χαραμάδες της πόρτας προς το παλάτι του ήλιου. Δεν τις συνάντησε ποτέ ξανά.
Δεν επεδίωξε εκείνος να την προκαλέσει, ούτε εκείνη περίμενε πως θα την προκαλούσε αυτός ο συγκεκριμένος άνδρας. Όχι γιατί δεν ήταν ωραίος, απλά… δεν υπήρχε λόγος να συμβεί κάτι τέτοιο. Μα συνέβη. Απροειδοποίητα, όπως όλα τα ωραία. Και τη γοήτευσε μ’ έναν τρόπο που δεν μπορούσε ούτε η ίδια να εξηγήσει. Μάλλον γιατί κανένας άνδρας δεν την είχε γοητεύσει ποτέ πριν, ποτέ ξανά μ’ αυτό τον τρόπο. Όχι, δεν τον είχε ερωτευτεί, δεν μπορούσε να ονομαστεί έρωτας ο υπέρμετρος ενθουσιασμός και θαυμασμός της, ο έρωτας μοιραία κάποια στιγμή περνάει, τελειώνει κι αυτοί ήθελαν ότι ζουν τώρα να το ζουν για πάντα. Δεν ήταν έρωτας, αλήθεια, αν και θα ήθελε να νιώσει τη γεύση από το φιλί του στα χείλη της, μα μόνο αυτό. Και μόνο ως εκεί. Τίποτα περισσότερο και τίποτα επιπλέον. Ένα φιλί, ένα μόνο φιλί του, άρωμα φράουλα και κεράσι, άρωμα άνοιξης, ανακατεμένο με μια ιδέα νικοτίνης, ένα φιλί του στα χείλη της στο φως του φεγγαριού. Μόνο αυτό της αρκούσε.
Βέβαια, εκείνος δεν το ήξερε αυτό. Δεν του το είχε πει κι ούτε τολμούσε να του το ζητήσει. Πώς θα μπορούσε να του ζητήσει κάτι τέτοιο, ένα δικό του φιλί, ένα φιλί με άρωμα κεράσι και φράουλα και μία ιδέα νικοτίνης, δώρο στα δικά της χείλη; Εκείνος έλεγε πως αυτό που τους ενώνει είναι ένας βαθύτερος ψυχοπνευματικός έρωτας -ήταν πλέον η αποκλειστική ψυχοπνευματική του μούσα, έτσι την έλεγε κι εκείνη γελούσε και του άρεσε τόσο πολύ το χαμόγελό της- και φρόντιζε πλέον να τη συναντά συχνά. Ο έρωτας, ψυχοπνευματικός ή σαρκικός, είναι όμορφο συναίσθημα και σε ξεσηκώνει, κάπως έτσι ξεσήκωσε κι εκείνους κι ανυπομονούσαν κάθε φορά για την επόμενη συνάντηση τους. Οι απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι, που δεν καταλάβαιναν κι ούτε θα καταλάβαιναν ποτέ τη μεγαλοπρέπεια του πνεύματός του, τη μεγαλοπρέπεια της διαφορετικότητάς του, της έλεγαν πως ήταν τάχα φευγάτος κι άλλες εκφράσεις, καθόλου κολακευτικές, μα είχε πειστεί για τα ψέματα των λόγων τους κι έτσι, μετά την πρώτη στεναχώρια, δεν τους έδωσε άλλη σημασία. Δεν ήταν φευγάτος, ούτε περίεργος, όπως οι απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι έλεγαν. Διαφορετικός απ’ τους πολλούς ήταν, μα αυτό οι απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Ούτε καν να το υποψιαστούν. Ίσως να τον μισούσαν κιόλας, γιατί αυτός είχε τολμήσει να πετάξει πάνω από τα σύννεφα, είχε τολμήσει ν’ αγγίξει τον ήλιο και τα φτερά του δεν έλιωσαν, αυτός είχε καταφέρει να βγει από την κινούμενη άμμο που απειλούσε να πνίξει την καθημερινότητά τους. Μαζί και την ανία τους. Και είχε επιζήσει. Οι άλλοι οι απλοί, συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι δεν είχαν προσπαθήσει ούτε καν να έχουν έναν τιμημένο θάνατο. Τελικά, διαπίστωσε, ζούσαν σε μια εποχή που οι άνθρωποι μισούσαν κάθε τι το διαφορετικό. Όχι στην εμφάνιση, μισούσαν κάθε τι το διαφορετικό στη σκέψη. Οι άνθρωποι με διαφορετική σκέψη είναι επικίνδυνοι, αναγκάζουν τους άλλους, τους πολλούς, συνηθισμένους, καθημερινούς ανθρώπους να σκεφτούν λίγο παραπάνω και οι άνθρωποι έχουν πάψει εδώ και χρόνια να σκέφτονται λίγο παραπάνω. Η πολλή σκέψη σας κουράζει, λένε δικαιολογία αυτοί που κανονίζουν τις τύχες των λαών, οι λεγόμενοι ηγέτες τους, τάχα ενδιαφέρονται για τη γαλήνη των υπηκόων τους. Δεν τους ένοιαξε ούτε στιγμή η γαλήνη τους. Οι απλοί άνθρωποι είναι αναλώσιμο είδος. Απλά η πολλή σκέψη κάνει τους ανθρώπους επικίνδυνα έξυπνους κι αυτό δε συμφέρει τους ρυθμιστές της παγκόσμιας τάξης, γιατί τότε οι άνθρωποι, οι πολλοί, οι συνηθισμένοι, οι καθημερινοί άνθρωποι, αν σκεφτούν λίγο παραπάνω, αν γίνουν έξυπνοι, θα δουν τα λάθη των ηγετών τους. Και θα τους γκρεμίσουν στον Καιάδα. Έτσι, αν κάποιοι άνθρωποι σκεφτούν διαφορετικά ή λίγο περισσότερο και κινδυνεύσουν να ξυπνήσουν και τους άλλους, τους λένε απλά φευγάτους και περίεργους και συμβουλεύουν τους υπόλοιπους απλούς, συνηθισμένους, καθημερινούς ανθρώπους να τους αποφεύγουν. Κι αυτοί υπακούουν πάντα στις διαταγές των ηγετών τους ή απλά στις συνήθειες των πολλών και τους αποφεύγουν πάντα. Μα αυτή αγαπούσε πάντα το ρίσκο. Το πήρε και τώρα. Και δεν την ένοιαξε αν ήταν φευγάτος ή όπως αλλιώς οι ανίδεοι άνθρωποι τον αποκαλούσαν. Μαζί του ένιωθε απλά καλά. Κι ήταν αυτό αρκετό.
Με κεκαλυμμένες λέξεις του αποκάλυψε και του εκμυστηρεύτηκε τους φόβους της, τι έλεγαν οι απλοί, καθημερινοί, συνηθισμένοι άνθρωποι γι’ αυτόν. Ίσως και για ‘κείνη. Τα ήξερε, διαπίστωσε. Το κατάλαβε απ’ το χαμόγελό του. Και ξεχωριστός κι αλλιώτικος όπως πάντα ήταν, σήκωσε το χέρι του και της έδειξε εκείνο το τυχαίο αστέρι από το μακρινό γαλαξία που στόλιζε το βραδινό ουρανό και φώτιζε τη νύχτα τους. «Ό,τι ζήσουμε θα το ξέρουμε μόνο εσύ, εγώ κι ο ουρανός», της είπε. Κι έκλεισε τα χέρια της μέσα στις χούφτες του.

Βυθός Κοζάνης, Αύγουστος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου