Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ο «ΘΡΥΛΟΣ» ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑΣ

της Κατερίνας Μ. Μάτσου

Το αφήγημα του Κοζανίτη δικηγόρου και λόγιου Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη (1882-1938) «Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΗΤΣΑΣ» δημοσιεύτηκε στο ετήσιο Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας του 1934. Αυτή ήταν η μόνη δημοσίευση του. Στις έξι σελίδες της διήγησης του ο συγγραφέας αφηγείται μια ιστορία από τα χωριά του Βοΐου: Την καταστροφή της Καλογρίτσας, ενός μικρού χωριού της Ανασελίτσας, όπως του τη διηγήθηκε «ο Λάμπρος ο αγωγιάτης από το Βυθό», τη μέρα που τον οδηγούσε μέσα από το δάσος του Βοΐου στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, «όταν περνούσαμε τα ώμορφα δάση και τα χαλάσματα της Καλογρήτσας1».
Ο Τσιτσελίκης μάλλον δε γνώριζε την ιστορία της Καλογρίτσας πριν να του τη διηγηθεί, σ’ αυτό το μικρό τους ταξίδι από τον Αη-λια του Ζουπανίου στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, ο συνταξιδιώτης του. Το μικρό αυτό χωριό ήτανε χτισμένο 15 χλμ. ανατολικά του σημερινού Βυθού, με είκοσι περίπου σπίτια και εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όταν καταστράφηκε, στα μέσα του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι του βρήκαν καταφύγιο στο Ντόλο, το γειτονικό Βυθό και μόνο μία οικογένεια στον Αυγερινό2 κι ακόμη και σήμερα, πολλοί από τους κατοίκους του Βυθού, διατηρούν στο παλιοχώρι τα …κτήματα, που κληρονόμησαν από τους Καλογριτσιώτες πρόγονους τους!

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑΣ
Αιτία της καταστροφής της Καλογρίτσας υπήρξε, σύμφωνα με την παράδοση που και ο Τσιτσελίκης καταγράφει, η προσβλητική συμπεριφορά ενός Αρβανίτη μπέη που, καταχρόμενος τη φιλοξενία ενός Καλογριτσιώτη άρχοντα, το βράδυ του γάμου του γιου του, «ορέχτηκε» τη νύφη. Ο γαμπρός και η οικογένεια του σκότωσαν το μπέη και τη συνοδεία του και για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα, που δε θ’ αργούσαν, εγκατέλειψαν το χωριό. Μια βδομάδα αργότερα οι Αρβανίτες ήρθαν και κατέστρεψαν την έρημη πλέον Καλογρίτσα, ενώ οι κάτοικοι της είχαν καταφύγει, για ασφάλεια, στο δάσος και στα διπλανά χωριά.
Μια παραλλαγή της παραπάνω παράδοσης, που διασώζει ο δάσκαλος Χρίστος Γερ. Κατσίκας από το Βυθό, σε μία ανέκδοτη μελέτη του με τον τίτλο «Ντόλος Καλογρίτσα και Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος», αναφέρει ότι το μικρό αυτό χωριό «υπήγετο όπως όλα σχεδόν τα τότε χωριά σε Αλβανούς σιπαχήδες3», οι οποίοι απαιτούσαν από κάθε νιόπαντρο να παραδίδει τη νύφη στον αρχηγό τους την πρώτη νύχτα του γάμου ή να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό, σαν πρόστιμο, για την απροθυμία του στις διαταγές τους! Κάποιος νέος, «ελθών από την Πόλη», δε θέλησε να πληρώσει τους σιπαχήδες -γιατί φυσικά κανείς δεν τους έδινε τη σύζυγο του- κι όταν εκείνοι θέλησαν να την αρπάξουν με τη βία, οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν κι ύστερα, για ν’ αποφύγουν την εκδίκηση, εγκατέλειψαν το χωριό.
Την ίδια παράδοση αναφέρει και ο Βυθινός γιατρός Κοσμάς Αγακίδης. Ο Αγακίδης, η οικογένεια του οποίου κατέφυγε στο Βυθό από την Καλογρίτσα την εποχή της καταστροφής της, στη δεκασέλιδη χειρόγραφη μελέτη του σχετικά με την ιστορία της Καλογρίτσας και το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, διευκρινίζει ότι το γεγονός αυτό μπορεί να μην είναι η αληθινή αιτία ερήμωσης του χωριού, αλλά μια απλή παράδοση, αφού και στο Ντόλο, το γειτονικό Βυθό, που κατέφυγαν οι Καλογριτσιώτες, πάλι μπορούσαν να τους βρουν και να τους εκδικηθούν οι Αλβανοί. Το πιο πιθανό, κατά τον Αγακίδη, είναι πως οι κάτοικοι της Καλογρίτσας αλλά και άλλων χωριδρίων του Βοΐου εγκατέλειπαν τις εστίες τους εξαιτίας του άγονου και άγριου τόπου, αλλά και των όσων υπέφεραν από τους Αλβανούς, που οργανωμένοι σε συμμορίες κατέβαιναν και λεηλατούσαν τα χωριά4.

ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ & ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ
Η ιστορία του Βοΐου έχει να παρουσιάσει πολλές τέτοιες παραδόσεις για χωριά που εγκαταλείφθηκαν εξαιτίας του φόβου αντιποίνων από τους Αλβανούς, όταν οι κάτοικοι, για την τιμή κάποιας ή κάποιων γυναικών, με κάποιο τέχνασμα ή σε συμπλοκή, σκότωναν τους επίδοξους βιαστές τους. Κάπως έτσι, σύμφωνα με την παράδοση, γράφτηκε κι ο επίλογος στην ιστορία της Καλογρίτσας, εκεί κάπου στα μέσα του 18ου αιώνα, την εποχή που κύριοι του τόπου δεν ήταν ούτε οι Έλληνες κάτοικοι, ούτε οι Τούρκοι κατακτητές, αλλά οι Αλβανοί λήσταρχοι.
Αυτοί, ως άτακτοι ληστές αρχικά και ως επίσημοι φεουδάρχες των ελληνικών περιοχών αργότερα, με μία εξουσία παραχωρημένη από τους ίδιους τους Τούρκους για την «ελάφρυνση» των δικών τους υποχρεώσεων, ήταν η χειρότερη μάστιγα για τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας. αλλά και της ίδιας της Αλβανίας, καθ’ όλο τον 17ο και 18ο αιώνα, πιο επιβλαβής κι από τον ίδιο τον τουρκικό ζυγό. Οι Αλβανοί, μετά το θάνατο του Γεωργίου Καστριώτη, του θρυλικού Σκεντέρμπεη, εθνικού τους ήρωα και πρωτεργάτη της εναντίον των Τούρκων αντίστασης το 1478 και την ολική κατάληψη της χώρας και τον επιτυχή εξισλαμισμό του μεγαλύτερου ποσοστού του αλβανικού πληθυσμού, έγιναν τα «χαϊδεμένα παιδιά» των κατακτητών, αφού για λίγα γρόσια μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Αγαπημένοι τους τόποι εφόδου και λεηλασίας ήταν οι ελληνικές, τουρκοκρατούμενες, μα ανθηρές, λόγω των δαιμόνιων Ελλήνων εμπόρων, που τριγυρνούσαν σε όλη την Ευρώπη, επαρχίες της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η αφορμή δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί. Οι εξεγέρσεις ήταν συχνές και οι ανυπάκουοι κάτοικοι ακόμα περισσότεροι. Άλλωστε σε μια εποχή σαν εκείνη, αφορμές πολέμου τόσο σοβαρές όσο τα μάτια της Ωραίας Ελένης, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρεθούν ή και να εφευρεθούν όταν το απαιτούσε η …ανάγκη και η τσέπη των «αφεντικών».
Για να προστατευτούν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών φρόντιζαν με τη βοήθεια έμπιστων αγγελιοφόρων, που προσλάμβαναν γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό και περιπολούσαν συνεχώς στην περιοχή, να πληροφορούνται από πριν τις κινήσεις των διαφόρων συμμοριών και όταν αυτές πλησίαζαν με απειλητικές διαθέσεις στα χωριά τους να τις καλοπιάνουν με διάφορα ταιριάσματα, με την καταβολή δηλαδή χρημάτων, για να αποφευχθεί η είσοδος στο χωριό και οι λεηλασίες. Το ίδιο μέσο αποφυγής χρησιμοποιούσαν και για τους τοπικούς σιπαχήδες. Όταν όμως δυνατότητα καταβολής χρημάτων δεν υπήρχε και ο κόμπος «είχε φτάσει πια στο χτένι» οι Έλληνες για να προστατευτούν αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν σε νέα μέρη ορεινά και δασώδη, άγονα και απρόσιτα ίσως, που μπορούσαν όμως να τους προστατεύσουν από τις απειλητικές διαθέσεις των διαφόρων εκμεταλλευτών τους.
Το 1646 Αλβανικές συμμορίες επιτίθενται εναντίον της Κοζάνης και τη λεηλατούν άγρια επί διήμερο. Οι ληστές λεηλάτησαν και έκαψαν και το ναό του Αγίου Αθανασίου, έναν από τους παλαιότερους ναούς της πόλης, με ιστορία από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1649, καταστράφηκε, επίσης από Αλβανούς, η ιστορική πόλη Κτένιον, το σημερινό Χτένι, με το γνωστό κάστρο του και οι επιζήσαντες Έλληνες κάτοικοί του, 120 οικογένειες βοσκών με προεστό τον Ιωάννη Τράντα ή Τραντογιάννη και 12.000 αιγοπρόβατα κατέφυγαν για προστασία στην πολυπληθέστερη Κοζάνη, όπου εγκαταστάθηκαν στη θέση Κρεβατάκια.
Το 1769 λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε από αλβανικά στίφη η πλούσια ελληνική πόλη της Βορείου Ηπείρου Μοσχόπολη με τα περίφημα ελληνικά σχολεία και τα ελληνικά τυπογραφεία της. Τότε 65.000 Μοσχοπολίτες, κυνηγημένοι από τους εξαγριωμένους Αλβανούς, φοβισμένοι και εξαθλιωμένοι, εγκατέλειψαν την πόλη τους και διασκορπίστηκαν εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πλούσια Μοσχόπολη κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε και η μικρή οικονομική ανάπτυξη, που σημείωσε λίγα χρόνια αργότερα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τον προ της καταστροφής της πλούτο. Το 1850, ογδόντα χρόνια μετά την άγρια λεηλασία και καταστροφή της, η Μοσχόπολη των 65.000 κατοίκων κατοικούνταν μόνο από 250 οικογένειες κτηνοτρόφων.
Το 1774 έγινε στην επαρχία της Ανασελίτσας επιδρομή 3.000 Αλβανών, οι οποίοι έσπειραν στο πέρασμα τους τον τρόμο και την καταστροφή. Επιδόθηκαν σε φόνους, αιχμαλωσίες, λεηλασίες και στην επιβολή βαρύτατων φορολογιών. Δεκαπέντε σακούλες πουγκιά ήταν η επιβληθείσα φορολογία. Είναι άγνωστο πόσα ακριβώς πουγκιά περιείχε η κάθε σακούλα, το κάθε πουγκί όμως ισοδυναμούσε με ποσό 5 χρυσών λιρών. Πήραν ακόμη και προύχοντες σκλάβους, ώσπου οι κάτοικοι να συγκεντρώσουν και να τους δώσουν τις σακούλες με τα πουγκιά. Την επιδρομή αυτή περιγράφει σε χειρόγραφο σημείωμα του στο εσώφυλλο ενός παλιού βιβλίου ο κατά την εποχή εκείνη ιερομόναχος και ιδρυτής του σημερινού μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, Νεόφυτος. «Εκατέβηκαν», γράφει ο Νεόφυτος, «Αρβανήτες τρης χηληάδες και πήγαν οι Ζηοπανηότες στο λιμπόχοβον (σημ. Δίλοφο) και τους έδοσαν γρόσια και δεν σέβηκαν εις τη χόρα τους και κατεβένοντας ης μηρασάν (σημ. Μόρφη) εκεί τεργιάστηκεν και το Κωστάνζικου (σημ. Αυγερινός) και έδοσαν γρόσια οκτακόσια…5». Ο Νεόφυτος στο σύντομο, αλλά περιεκτικό σημείωμά του περιγράφει όλα τα γεγονότα της καταστροφικής επιδρομής των Αλβανών το Γενάρη του 1774. Τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών (…έκαψαν το μησό το Λούβρη…), την ομηρία των προκρίτων και τα χρήματα που οι επιδρομείς ζητούσαν σα λύτρα.
Την ίδια εποχή ανατέλλει απειλητικό το ληστρικό άστρο του Αλή του Τεπελενλή ο οποίος αρχικά ως λήσταρχος, ως επόπτης της Πίνδου και του Βοΐου κατόπιν και τέλος ως πασάς των Ιωαννίνων, ο περιβόητος Αλή πασάς, έσπειρε τον όλεθρο και την καταστροφή ως εκεί που έφτανε η δικαιοδοσία του. Όταν έγινε επίσημα πασάς στα Ιωάννινα από το 1788 μέχρι το θάνατό του το 1822 μετέτρεψε όλα τα Παραπίνδια και Παραβόια χωριά σε ατομικά του τσιφλίκια, αφαιρώντας τους κάθε μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης. Για να εξασφαλίσει ακόμη περισσότερα κέρδη ανάγκαζε τους κατοίκους να «εξαγοράζουν» την ανεξαρτησία των χωριών τους, καταβάλλοντάς του υπέρογκα χρηματικά ποσά. Η φιλαργυρία του ήταν τόση, ώστε πολλές φορές, ενώ κατέληγε σε συμφωνία με τους βεκίληδες, τους αντιπροσώπους δηλαδή των χωριών για την εξαγορά του τόπου τους και αφού τους παρέδιδε το μπουγιουρντί, τη διαταγή της εξαγοράς, εν τούτοις έστελνε ανθρώπους του, οι οποίοι επιτίθονταν στους βεκίληδες, στο δρόμο της επιστροφής, τους λήστευαν και τους έπαιρναν συν τοις άλλοις και το μπουγιουρντί κι έτσι το χωριό εμφανιζόταν και πάλι τσιφλίκι του. Αυτό το άνομο παζάρι σταμάτησε μόνο μετά το θάνατο του Αλή το 1822.
Οι Τούρκοι, σε μία προσπάθεια περιορισμού των Αλβανών, που κινούνταν πλέον ανεξέλεγκτοι μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας τους, εκδίδουν στις 31 Μαΐου 1779 φιρμάνι (= σουλτανικό διάταγμα) διατάσσοντας τους Τούρκους αξιωματούχους να μεριμνήσουν «όπως του λοιπού μη δίδωνται εις την φυλήν ταύτην ζιαμέτια και τιμάρια εις τους καζάδες της Ρούμελης ούτε και να ενοικιάζεται εις αυτούς ο κεφαλικός φόρος6». Σκοπός της διαταγής αυτής ήταν να περιορίσουν τη ληστρική μανία των Αλβανών και την ανεξέλεγκτη δράση τους στη Μακεδονία και την Ήπειρο, αφού είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται ενοχλητικοί και για τους ίδιους τους Τούρκους, που τους είχαν παραχωρήσει τις πρώτες εξουσίες. Μόνο τότε, όταν έχασαν την εμπιστοσύνη των Τούρκων, περιορίστηκαν κάπως οι ληστρικές και φονικές επιδρομές των Αλβανών στη Δυτική Μακεδονία.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ & ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Ιστορικά στοιχεία για το χρόνο δημιουργίας ή αποικήσεως της Καλογρίτσας δεν υπάρχουν. Αυτά που σήμερα γνωρίζουμε για το μικρό αυτό χωριό είναι μόνα όσα η τοπική, προφορική παράδοση διέσωσε και όσα οι μετέπειτα μελετητές κατάφεραν να συγκεντρώσουν. Τα μοναδικά καταγεγραμμένα ιστορικά στοιχεία, που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του χωριού σ’ αυτή την περιοχή του Βοΐου είναι μόνο μία καταγραφή του ονόματος Καλογερ(ί)τζα ως χωριό της Επαρχίας Σισανίου στον Κώδικα της Ζάμπορδας και στην πρώτη και στη δεύτερη γραφή (1534 και 1692 αντίστοιχα), όπως και η καταγραφή του χωριού στον Κατάλογο του Νεόφυτου, αρχιερέα της Επαρχίας Σισανίου το 1797, εδώ όμως ως παλιοχώρι μαζί με το επίσης παλιοχώρι Ζάλτζι7.
Το όνομα, εμφανώς ελληνικό, παραπέμπει στη ύπαρξη κάποιας νεαρής καλόγριας στην περιοχή. Τα δάση του Βοΐου, λόγω της πυκνής βλάστησης και του απρόσιτου τόπου, ήταν πάντα προσφιλές μέρος για διάφορους μοναχούς, που ήθελαν να αποσυρθούν από τα εγκόσμια. Υπάρχει ακόμα η βραχοσπηλιά στην οποία εικάζεται ότι μόναζε η νεαρή καλόγρια, ενώ στην γύρω περιοχή υπάρχουν, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων και άλλα ασκητήρια8 και εκεί δημιουργήθηκε, κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά ιδρύματα της Δυτικής Μακεδονίας, το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας του Βυθού.
Η καταγραφή του χωριού στον Κώδικα της Ζάμπορδας μαρτυρεί αναμφισβήτητα ότι η Καλογρίτσα δημιουργήθηκε πριν το 1534, χρονιά της πρώτης γραφής του Κώδικα. Το πιο πιθανό είναι ότι το χωριό δημιουργήθηκε από Έλληνες κάποια στιγμή μετά το 1390 και την οριστική κατάκτηση της Μακεδονίας από τα στρατεύματα των Οθωμανών Τούρκων. Την εποχή εκείνη, στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα, παρατηρούνται στα μέρη της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας έντονες και συχνές μετακινήσεις χριστιανικών πληθυσμών, αρχικά εξαιτίας της εισβολής και ολιγόχρονης κατοχής της περιοχής από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν (1331 και έπειτα) και αμέσως μετά εξαιτίας της εμφάνισης και εγκατάστασης των Οθωμανών Τούρκων στις ίδιες περιοχές. Το 1389, μετά τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου9, η Μακεδονία -και ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος περνάει οριστικά πλέον στα χέρια των Τούρκων, που εγκαθιστούν στα εύφορα πεδινά χιλιάδες παλιούς τους στρατιώτες με αποτέλεσμα την καταφυγή των Χριστιανών στα ορεινά μέρη της επαρχίας. Οι εξανδραποδισμοί κι ο υποχρεωτικός εξισλαμισμός των ντόπιων ωθούν τους Χριστιανούς σε συνεχείς μετακινήσεις, στα μέρη όπου οι Τούρκοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να φτάσουν, μακριά από τους κεντρικούς άξονες μετακίνησης και στρατοπέδευσης εχθρικών στρατευμάτων και τουρκικών πληθυσμών. Συνοικισμοί ολόκληροι, τόσο στη Βόρεια και Νότια Ήπειρο, όσο και στη Μακεδονία, διαλύονται και διασκορπίζονται για να εγκατασταθούν ξανά σε νέα μέρη ορεινά, άγονα και δασώδη, που μπορούν, όμως, να τους προστατεύσουν από τα στρατεύματα του οποιουδήποτε κατακτητή κι απ’ όπου θα ξαναφύγουν, όταν παρουσιαστεί η ίδια απειλή.
Οι νέοι οικισμοί δημιουργούνται σε απόκεντρες και σχετικά ασφαλείς περιοχές της μακεδονικής, ορεινής υπαίθρου, όπως οι πλαγιές του Βοΐου και της μακεδονικής και ηπειρωτικής Πίνδου γενικότερα. Οι χαράδρες και οι σπηλιές, οι πλαγιές και οι υπώρειες των βουνών και τα πυκνά δάση έγιναν οι φύλακες και οι σωτήρες των καταδιωκομένων. Εκεί ψηλά το δύσβατο έδαφος και η πυκνή βλάστηση, ενώ δυσκόλευε τις ελεύθερες κινήσεις των εχθρικών στρατευμάτων και των εχθρικών συμμοριών, αντιθέτως ευνοούσε και ταυτόχρονα ασφάλιζε από οποιαδήποτε εχθρική επιβουλή τους Έλληνες κατοίκους. Οι κάτοικοι στα βουνίσια, δυσπρόσιτα και άγονα μέρη κινδύνευαν πάντα λιγότερο από εκείνους που ζούσαν στις πεδινές και εύφορες περιοχές.
Από τα τέλη του 14ου αιώνα, που ξεκινούν οι μεγάλες ανακατατάξεις των χριστιανικών πληθυσμών και ως το 1600 περίπου δημιουργούνται όλα σχεδόν τα Παραπίνδια και Παραβόϊα χωριά, από εκδιωκόμενους Νοτιομακεδόνες και μερικούς Ηπειρώτες στα νέα, ασφαλή μέρη, που οι Έλληνες επέλεξαν να κατοικήσουν. Τα νέα αυτά χωριά και μετά από εκείνα τα καινούργια, που οι ίδιοι κάτοικοι δημιουργούσαν, όταν το χωριό τους ισοπεδωνόταν από τις αλβανικές συμμορίες ή τα τουρκικά στρατεύματα, με την πάροδο των χρόνων αυξάνουν σε πληθυσμό και κάποια από αυτά αναγνωρίζονται από τους Σουλτάνους ως κεφαλοχώρια αποκτώντας κάποιο είδος τοπικής αυτοδιοίκησης, κυρίως μετά το 1700. Ιδρύουν σχολεία, χτίζουν εκκλησίες και μοναστήρια για να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και την χριστιανική θρησκεία και προσφέρουν άξιους πολεμιστές σε όλους τους μεγάλους αγώνες του έθνους.
Φυσικά τα νέα αυτά μέρη που οι Μακεδόνες και οι Ηπειρώτες πρόσφυγες του 1400 μετά Χριστόν επέλεξαν να κατοικήσουν δεν ήταν ποτέ, ούτε και τότε, άδεια κατοίκων. Οικισμοί ανοργάνωτοι και απομονωμένοι, κυρίως με τη μορφή των οικογενειακών «τσιφλικιών», υπήρχαν πάντα στις πλαγιές του βουνού και σε κάθε χωριό υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα οι αυτόχθονες Μακεδόνες κάτοικοι, αυτοί, που σύμφωνα με την παράδοση, οι άλλοι κάτοικοι βρήκαν όταν πήγαν να εγκατασταθούν εκεί, «οι ψηλοί, ξανθοί και γαλανοί Μακεδόνες της Πίνδου10», όπως τους περιγράφει ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου στην «Ιστορία της Κοζάνης». Αυτοί ήταν οι απόγονοι των Δωριέων Μακεδόνων, που εγκαταστάθηκαν εκεί στα μέσα της τρίτης π.Χ. χιλιετίας. Το 1150 π.Χ. οι Δωριείς κάτοικοι της Μακεδονίας αναστατώνονται, για μία ακόμη φορά στην πορεία της ιστορίας τους, εξαιτίας της επιδρομής βορείων λαών. Όπως πάντα έτσι και τότε ομάδες Δωριέων εγκαταλείπουν τη Μακεδονία και κινούνται προς τη Νότια Ελλάδα, ωθώντας ταυτόχρονα τους Δωριείς της Θεσσαλίας νοτιότερα και καθιστώντας τους πρωτοπόρους της λεγόμενης Καθόδου των Δωριέων.
Οι Δωριείς όμως της δυτικής Παραπινδίου και Παραβοϊου Μακεδονίας κατά το μεγαλύτερο τους μέρος δε μετακινήθηκαν, αλλά παρέμειναν κρυμμένοι στα δυσπρόσιτα βουνά και τα πυκνά δάση του τόπου τους. Αυτοί κατόρθωσαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να αποκρούσουν και να διώξουν από τη χώρα τους τους επιδρομείς, να ξανακτίσουν τους οικισμούς τους και να συνεχίσουν να ζουν εκεί, απομονωμένοι μα ασφαλείς.

Από αυτούς που ζούσαν στα βουνά από την αρχή σχεδόν της δημιουργίας τους και από όλους όσους κατέφυγαν εκεί για προστασία δημιουργήθηκε κάποια στιγμή, πριν το 1534 της πρώτης γραπτής, ιστορικής μαρτυρίας, η Καλογρίτσα. Επέζησε για δύο ακόμα αιώνες, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα -οι χρονολογίες της καταστροφής της ποικίλλουν- και δύο αιώνες μετά από την ερήμωση της, το 1934 ο Τσιτσελίκης ακούει, καταγράφει και δημοσιεύει -πρώτος από όλους- την ιστορία της. Το θρύλο της Καλογρίτσας.

Κοζάνη, Ιούνιος 2010



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1Κων. Τσιτσελίκη. Ο θρύλος της Καλογρήτσας. Ημερολόγιο Δυτικής Μακεδονίας - 1934, σελ. 67.
2Αλεξάνδρου Κων. Αδαμίδη. Παλιοχώρια Βοΐου Κοζάνης. σελ. 14.
3Οι σιπαχήδες ή σπαχήδες ήταν Τούρκοι φεουδάρχες που αποτελούσαν την κυριότερη στρατιωτική τάξη των επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν συνήθως Τούρκοι, αλλά αργότερα και ντόπιοι εξισλαμισμένοι και εκτός από στρατιωτικές είχαν και φορολογικές αρμοδιότητες. Εκτός από τους «σιπαχήδες – φεουδάρχες» υπήρχαν και οι «σιπαχήδες της Πύλης», που συνόδευαν το Σουλτάνο στις εκστρατείες του σαν σωματοφύλακες – ιππείς και στην αρχή της Τουρκοκρατίας προερχόταν από το παιδομάζωμα. (Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 55, σελίδα 68).
4«Εάν τις όμως λάβη υπ’ όψει ότι και εις Ντόλον μετοικήσαντες οι Καλογριτζιώται δεν ηδύναντο ν’ αποφύγωσι την εκδίκησην, ευχερώς πείθεται ότι το δη αδόμενον τούτο είναι κοινός τόπος. Πιθανότατον δε φαίνεται, ότι οι κάτοικοι των ορεινών χωριδρίων τήδε κακείσε διεσπαρμένων από χρόνων αγνώστων εκείσε καταπεφευγότες και δη οικούντες εν ερημία και αποκλεισμώ ιδία εν ώρα χειμώνος, πλείστα υποφέροντες παρά των Αλβανών ματηνάστευον κατά εποχάς τας ομαλοτέρας εις πλησιόχωρα, χθαμαλότερα και κοινωνικότερα χωρία. Ούτω δη πιθανώτατα συνωκισμένα εισί πολλά χωρία, οίον το Κωνστάντζικον εκ των παλαιοχωρίων: Βάτζι, Τσέρνιτς, Δαμασκηνιάς κ.λ.π., ο Ντόλος εκ της Καλογρίτζης, ης οι κάτοικοι συνώκησαν εν Ντόλω ως εγγύτερω τοις αγροίς των, το Ζουπάνιον εκ της Νικορίνας, Τζούκας, Ριάχοβον». (Χειρόγραφο ΚΟΣΜΑ ΑΓΑΚΙΔΗ, σελίδα 1).
5Λαζ. Αθ. Παπαϊωάννου. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό Κοζάνης, σελ. 41 – 42 και Αριστ. Χρ. Κωστοπούλου. Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους, σελ. 38.
6Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλη. Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Τόμος Β΄, έγγραφο 220 (Περί απαγορεύσεως αναμίξεως των Αλβανών εις τους καζάδες της Ρούμελης ένεκα της απληστίας, ήτις διακρίνει αυτούς), σελ. 209 – 210.
7«Κωμόπολις: Κωνστάντζικον. Πλησίον δε τούτου Καλογερίτσα και Ζάλτσι παλαιοχώρια». Μιχ. Αθ. Καλινδέρη. Σημειώματα ιστορικά εκ της Δυτ. Μακεδονίας. σελ. 43.
8 Σύμφωνα με καταγραφή του Χρ. Κατσίκα στην περιοχή υπήρχαν τα εξής ασκητήρια: «Το ασκητήριον της Καλογρίτσας στο παλιοχώρι «Καλογρίτσα» και συγκεκριμένα άνωθι της συμβολής του Καλογριτσιώτικου ποταμίσκου μετά του Παλιοκριμινιώτικου τοιούτου. Υπάρχει η βραχοσπηλιά. Το ασκητήριον του Αγίου Γεωργίου στο Κωνσταντσιώτικο Ζάλτσι. Κι αυτό σώζεται, εννοώ σώζεται η βραχοσπηλιά. (…) Το ασκητήριον «Καλόγερος» στην ομώνυμη βραχοσπηλιά στα σύνορα του Βυθού και του Αυγερινού στη θέσι «Κουσοβίτσα». Το ασκητήριον «Καλόγριας Μπιστεργιά» στη θέσι Κουσοβίτσα αλλ' έτι ενδότερον προς τον Βυθόν. Επίσης και στον Πεντάλοφο «Καλόγριας Μπιστεργιά» στη θέσι «Σ' Κηπς» = Στους Κήπους, στο δάσος «Ρμαν ή Κλάδιου».
9 Μάχη του Κοσσυφοπεδίου (28 Ιουνίου 1389): μάχη ανάμεσα στα στρατεύματα του Σέρβου ηγεμόνα Λαζάρου (Λάζαρ Γαβριλόνοβιτς) και τις τουρκικές δυνάμεις του Μουράτ του Α΄. Η μάχη έληξε με την τουρκική νίκη που επέφερε την κατάρρευση της Σερβίας και την ολοκλήρωση της περικύκλωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. (ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 35, σελ. 274).
10 Μιχ. Παπακωνσταντίνου. Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία – Ιστορία της Κοζάνης. σελ. 141 – 142.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αλεξάνδρου Κων. Αδαμίδη. Παλιοχώρια Βοΐου Κοζάνης. Θεσσαλονίκη : 1990.
2. Ιωάν. Κ. Βασδραβέλλη. Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Εκδ: Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1954.
3. Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Εγκυκλοπαίδεια. Εκδ: Ελευθερουδάκης Α.Ε. Αθήνα : 1927.
4. ΕΛΛΑΣ. Η ιστορία & ο πολιτισμός του ελληνικού έθνους από τις απαρχές μέχρι σήμερα. Εκδ: Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ. Αθήνα : 1997.
5. Ιστορία του ελληνικού έθνους. Εκδ: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. Αθήνα : 1974.
6. Χρήστου Κατσίκα. Βυθός. Λεύκωμα Ν. Κοζάνης. Εκδ: Εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς». Κοζάνη : 1930.
7. Μιχ Αθ. Καλινδέρη. Γραπτά μνημεία από τη Δυτ. Μακεδονία χρόνων Τουρκοκρατίας. Εκδ: «Επαρχιακής Φωνής». Πτολεμαΐς : 1940.
8. Του ιδίου. Σημειώματα ιστορικά (εκ της Δυτ. Μακεδονίας). Εκδ: «Επαρχιακής Φωνής». Πτολεμαΐς : 1939.
9. Αριστ. Χρ. Κωστοπούλου. Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους. Εκδ: Σύνδεσμος Γραμμάτων & Τεχνών νομού Κοζάνης. Θεσσαλονίκη : 1970.
10. Παναγ. Ν. Λιούφη δ.φ. Ιστορία της Κοζάνης. Εκδ: Ιωαν. Βαρτσου. Αθήνα : 1924.
11. Ιωακείμ Μαρτινιανού Μητροπολίτου Ξάνθης. Η Μοσχόπολις 1330 – 1930. Εκδ: Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη : 1957.
12. Λαζάρου Αθ. Παπαϊωάννου. Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Βυθό Κοζάνης. Θεσσαλονίκη : 1982.
13. Μιχ. Παπακωνσταντίνου. Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία – Ιστορία της Κοζάνης (1400 – 1912). Εκδ: Εστίας. Αθήνα : 1992.
14. Κων. Τσιτσελίκη. Ο θρύλος της Καλογρήτσας. Ημερολόγιο Δυτικής Μακεδονίας – 1934. Εκδ: Εφημερίδα «Βόρειος Ελλάς». Κοζάνη : 1934.
15. ΠΑΠΥΡΟΣ - ΛΑΡΟΥΣ - ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ. Εγκυκλοπαίδεια. Εκδ: Πάπυρος. Αθήνα : 1990.

16. Μαρτυρίες από ανέκδοτες μελέτες του Κοσμά Αγακίδη (1838-1910) και του Χρίστου Γερ. Κατσίκα (1897-1984).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου