Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

ΕΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Έμοιαζε μ’ ένα ακόμα συνηθισμένο καλοκαίρι στην επαρχία. Ένα καλοκαίρι αφόρητα όμοιο με όλα όσα είχαν περάσει μέχρι τότε, με τους ίδιους ανθρώπους, τα ίδια βλέμματα, τις ίδιες, γνώριμες διαδρομές στους ίδιους δρόμους, ακόμη κι αυτή την ίδια, γνωστή από χρόνια και γι’ αυτό αγαπημένη και οικεία μυρωδιά, από σκόνη και τέφρα στα ρουθούνια. Γι’ ακόμα μια φορά όλα θα ήταν αφόρητα όμοια με κάθε περασμένο καλοκαίρι κι οι αναζητητές ιωδίου είχαν αρχίσει από νωρίς να φεύγουν κατά δεκάδες τα Σαββατοκύριακα, γιατί το καλοκαίρι σε μία επαρχία χτισμένη πάνω στην πέτρα μόνο με τέτοιες παροδικές και σύντομες εξόδους διαφυγής, έλεγαν ότι μπορούσε να ανεχθεί. Μόνο που κι αυτές τώρα τελευταία είχαν γίνει μόδα και δεν ήταν πια ανάγκες ψυχής, αλλά άσκοπες επιδείξεις πλούτου.
Η Ισμήνη έλεγε πως αγαπάει τα βουνά που περικύκλωναν, σα θηλιά από πέτρα, τη μικρή της πόλη, μα κανείς δεν την πίστευε. Της μόδας, σ’ όλη την εφηβεία της, ήταν η θάλασσα και θεωρούνταν αδύνατο να μην το παραδέχονται όλοι αυτό. Ειδικά οι συνομήλικοί της, όλοι αυτοί οι 18ρηδες επαναστάτες, που φώναζαν συνέχεια πόσο καταπιεσμένοι ένιωθαν με την επωνυμία, που αναγκαστικά κουβαλούσαν στους ώμους, τριγυρνώντας στις φαρδιές λεωφόρους και στα στενά δρομάκια του μικρού τους κόσμου. Τώρα που είχαν πια τελειώσει το σχολείο, έκαναν σχέδια για ανέμελη ζωή σε μεγάλες πόλεις. Η Ισμήνη απλά μάζεψε σε χαρτονένιες κούτες τα σχολικά της βιβλία. Τα δικά της όνειρα ήταν λίγο πιο απλά και δε χρειαζόταν μεγάλες πόλεις για να γίνουν πραγματικότητα. Η Ισμήνη δεν ονειρεύτηκε ποτέ να περάσει πέρα απ’ τα βουνά. Η ζωή της όλη, τα 18 της χρόνια, ήταν στην πόλη αυτή με μικρές, καλοκαιρινές αποδράσεις προς τις προγονικές εστίες σε πιο ψηλές κορφές από της μικρής της πόλης. Κάποιες φορές, ελάχιστες φορές, δίπλα στη θάλασσα, μα η Ισμήνη δεν αγαπούσε τη θάλασσα, δεν την αγάπησε ποτέ κι έτσι δεν την πεθυμούσε αναγκαστικά κάθε καλοκαίρι. Η Ισμήνη, μέχρι τα 18 της χρόνια, δεν ονειρεύτηκε ποτέ να φύγει, όπως οι συμμαθητές της. Ίσως γιατί ήταν δειλή και δεν τολμούσε. Ίσως γιατί ήξερε, πως αν έφευγε, αντίθετα από εκείνους, αυτή πραγματικά δε θα γύριζε πίσω ποτέ. Μα δεν το θέλησε ποτέ κι ας την ενοχλούσαν τα συνηθισμένα καλοκαίρια στην επαρχία, οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια λόγια, τα ίδια, συνηθισμένα βλέμματα. Είχε πλέον συμβιβαστεί μ’ αυτή την καθημερινότητα. Δεν την αγαπούσε, απλά την ανεχόταν, ελπίζοντας πως κάποτε κάτι θ’ αλλάξει κι ας ήξερε πως ποτέ δε θ’ άλλαζε τίποτα. Αυτή η ίδια δε θ’ άφηνε τίποτα ν’ αλλάξει. Γιατί η ζωή της όλη ήταν στην πόλη αυτή, σε μία συνηθισμένη, επαρχιακή πόλη, που εκτός από το καμπαναριό στην κεντρική πλατεία κι όλα εκείνα που κάνουν τις πόλεις να διαφέρουν η μία από την άλλη, δεν είχε τίποτα το διαφορετικό απ’ όλες τις άλλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας των βουνών. Ουσιαστικά η πόλη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν κι ας κόντευαν τώρα τελευταία να πνιγούν στο τσιμέντο. Οι άνθρωποι τη θύμωναν, που νόμιζαν ότι είχαν γίνει σοφοί κι ας μην ήταν τίποτα περισσότερο από φτηνά αντίγραφα ο ένας του άλλου.
Δυσκολεύτηκε να το πιστέψει, όταν μια μέρα απελπιστικά όμοια με όλες όσες είχαν περάσει, όχι όμως και μ’ εκείνες που θα ερχόταν, σ’ αυτούς τους ίδιους, γνώριμους δρόμους, που τίποτα το διαφορετικό νόμιζε πως πια δεν της έκρυβαν, συνάντησε έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο. Αυτός δεν έκανε το σοφό. Ήταν σοφός και ζούσε εκεί, στην ίδια πόλη, λίγα χρόνια μόνο περισσότερα από εκείνη. Όταν τον πρωτογνώρισε, τρόμαξε. Δεν περίμενε τόση σοφία μαζεμένη σ’ έναν άνθρωπο. Μα μετά, όταν κατάλαβε τη βαθύτητα του πνεύματος και του μυαλού του, ντράπηκε για τον αρχικό της φόβο. Και η Ισμήνη απόρησε πως ένας τόσο διαφορετικός, ξεχωριστός πραγματικά άνθρωπος, ζούσε μια τόσο συνηθισμένη ζωή, περιτριγυρισμένος από συνηθισμένους, καθημερινούς ανθρώπους, που δε συμβάδιζαν ούτε ελάχιστα με τη δική του μεγαλοπρέπεια. Δεν ήταν ο πρίγκιπας των παραμυθιών, με την πρώτη ματιά δεν είχε πάνω του τίποτα απ’ όλα όσα κάνουν έναν 40χρονο άνδρα θελκτικό και γοητευτικό για ένα κορίτσι 18 χρόνων κι ας καταλογιζόταν ανάμεσα στους γοητευτικούς άνδρες της ηλικίας του, μα για την Ισμήνη μεταμορφώθηκε σε Πρίγκιπα και Βασιλιά, όχι με τη δύναμη του σπαθιού και του σώματος -όλα αυτά είναι πολύ επιφανειακά και πολύ πρόσκαιρα- αλλά με την μεγαλοπρέπεια του μυαλού του. Την γοήτευαν τα λόγια του, όταν μιλούσε και η χροιά της φωνής του, όταν διάβαζε. Τη γοήτευσε ο άνθρωπος, γιατί ξεχώριζε και διέφερε απ’ οποιονδήποτε είχε γνωρίσει μέχρι τότε κι ας ήταν οι γνωριμίες της με το άλλο φύλο, φιλικές ή ερωτικές, μετρημένες και ελάχιστες.
Έφτασε να τον βλέπει καθημερινά και καθημερινά επιζητούσε μια αφορμή για να περάσει από το καταφύγιό του -έτσι έλεγε εκείνος το γραφείο του σ’ ένα απόμερο στενό πάνω από την κεντρική πλατεία- και να πιάσουν κουβέντα. Σύντομα και οι δύο κατάλαβαν πως δε χρειαζόταν πλέον καμιά αφορμή. Η παρουσία της στην πόρτα ήταν αρκετή. Ήταν αρκετή η δροσιά του απογεύματος, εκείνη η ξεχωριστή καλοκαιρινή δροσιά πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει, η βοή του δρόμου που γλιστρούσε από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, οι σκόρπιες κουβέντες των ανθρώπων στα διπλανά γραφεία, η μυρωδιά της πόλης. Είχαν πάντα τόσα πολλά να πουν κι ας ένιωθε μετά, κάθε φορά που έφευγε, τις ίδιες τύψεις, σα να είχε κλέψει ένα ξένο όνειρο. Δε ρώτησε ποτέ πως ένιωθε εκείνος. Της έφτανε μόνο να τον ακούει να της μιλάει για τις χίμαιρες και τα εννοούμενα των ποιητών, για την περιπλάνηση του Οδυσσέα και για τις δικές του απλές σκέψεις, όταν επέστρεφε στο γήινο σώμα του.
Ένα απόγευμα την περίμενε στην πόρτα και μόλις η Ισμήνη φάνηκε στη γωνιά του δρόμου έτρεξε, την άρπαξε από το μπράτσο κι άρχισαν να περνούν βιαστικοί τις φαρδιές λεωφόρους και τα στενά δρομάκια του μικρού τους κόσμου. Δεν την τρόμαξε που την άρπαξε έτσι, χωρίς να της πει τίποτα άλλο από ένα ξερό πάμε, αυτός έτσι απρόβλεπτος ήταν πάντα. Οι άνθρωποι την τρόμαξαν, που τους έβλεπαν να περνούν από μπροστά τους πιασμένοι χέρι-χέρι και χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον με κρυφό νόημα, διόλου κολακευτικό και για να προστατευτεί έπιασε το χέρι του πιο σφιχτά, γιατί νόμιζε πως αν τον άφηνε, αν τολμούσε να τον αφήσει, θα χανόταν. Περπατούσαν γρήγορα, εκείνος μπροστά κι η Ισμήνη ένα βήμα πίσω, πιασμένοι σφιχτά από το χέρι κι αφού πέρασαν εκατό δρόμους κι ανέβηκαν χιλιάδες πέτρινα σκαλοπάτια έφτασαν μαζί στο ψηλότερο σημείο της πόλης. Στάθηκαν στην άκρη του γκρεμού, ανασαίνοντας βαριά κι η Ισμήνη τρόμαξε πως θα έπεφτε στο χάος, μα την έπιανε εκείνος σφιχτά από τη μέση. Εκείνος πλέον την προστάτευε. Από εκεί πάνω η πόλη έμοιαζε αφάνταστα όμορφη κι ας ήταν έτοιμη να ξεψυχήσει πνιγμένη σε μία θάλασσα από τσιμέντο.
- Τι σ’ έπιασε κι ανεβήκαμε με μια ανάσα μέχρι εδώ πάνω, απόρησε ξέπνοη η Ισμήνη.
- Έχεις ξανάρθει εδώ, ρώτησε εκείνος.
- Κάποιες φορές. Μα μένω στην άλλη άκρη της πόλης. Δε με φέρνει συχνά ο δρόμος μου τόσο ψηλά.
- Εγώ έρχομαι συχνά. Όταν η πόλη κι οι άνθρωποι σε θυμώνουν, εδώ είναι ο ιδανικός τόπος για να ηρεμήσει η ψυχή σου.
- Και τώρα ποιος άνθρωπος σε θύμωσε και σ’ αναστάτωσε τόσο;
- Κανένας άνθρωπος. Μόνο η καρδιά μου. Κι είναι ξέρεις περίεργο, γιατί εγώ είχα ξεχάσει πως έχω και τέτοια καρδιά.
Δεν κατάλαβε, μα δεν τον ρώτησε ποια καρδιά εννοούσε πως έχει ξεχάσει. Από φόβο, μήπως τη θεωρήσει ανόητη. Ή μήπως της πει τις λέξεις που έτρεμε. Άπλωσε το χέρι του μπροστά και της έδειξε τα βουνά που στεκόταν ατάραχα τριγύρω.
- Βλέπεις τα βουνά τριγύρω μας, Ισμήνη; Εκεί στέκονται εδώ κι αιώνες, φρουροί και πύλες του κόσμου μας από πάντα. Φρουροί και πύλες του κόσμου μας για πάντα. Ο μεγάλος σεισμός δεν τα τάραξε κι ας έριξε τα σπίτια μας και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αυτά τον έκρυβαν χίλια χρόνια μες στα σπλάχνα τους. Ένα κάστρο από βουνά τριγύρω κι εμείς εδώ, στη φυλακή τους, λίγο να περνάμε τις πύλες και να γυρίζουμε πάλι πίσω. Πάντα πίσω. Σα να μας έχουν δέσει με μια αόρατη, ατσάλινη κλωστή, που δε θα μπορέσουμε να σπάσουμε ποτέ. Και χάνουμε όλη τη γνώση και την ομορφιά, που ο άλλος κόσμος, αυτός πέρα απ’ τα βουνά, χαρίζει.
- Γιατί μου τα λες όλα αυτά, ξαφνιάστηκε η Ισμήνη. Μοιάζεις σα να θέλεις να φύγεις.
- Όχι πια. Όχι τώρα. Εγώ το έκανα το ταξίδι μου, Ισμήνη. Πέρασα τα βουνά κι όταν ο χρόνος έφτασε και η πόλη με φώναξε πίσω κοντά της, υπάκουσα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο κάλεσμα της. Είναι σαν τις Σειρήνες που ήθελαν να ρίξουν το πλοίο του Οδυσσέα στα βράχια. Μα εγώ δεν προνόησα να κλείσω τ’ αυτιά μου με κερί. Και γύρισα. Επέστρεψα. Βλέπεις, ούτε εγώ κατάφερα να σπάσω την ατσάλινη κλωστή που με κρατούσε φυλακισμένο κι ας ορκιζόμουν στα νιάτα μου τ’ αντίθετο. Γι’ αυτό θέλω να σου δώσω μια συμβουλή: Τώρα που μπορείς, άνοιξε τα φτερά σου και πέτα. Πέτα πάνω απ’ τα βουνά, μακριά απ’ αυτή την πόλη που σου φυλακίζει τα όνειρα. Φύγε τώρα που μπορείς.
- Μα κανείς δε μου φυλακίζει τα όνειρα. Κι έπειτα εδώ τα όνειρά μου είναι πιο όμορφα. Τι υπάρχει εκεί έξω; Μόνο φρίκη και μοναξιά.
- Και γνώση και εμπειρία. Κι ένας ολόκληρος νέος κόσμος που σε περιμένει.
- Δεν έχω περιέργεια να γνωρίσω αυτό το νέο κόσμο που μου λες. Εγώ την αγαπώ τη μικρή μας πόλη. Δε θέλω να φύγω.
- Μόνο που η μικρή μας πόλη δεν είναι αρκετή για να σου μάθει να ζεις. Πρέπει να φύγεις, να πετάξεις. Να ζήσεις κρατώντας τη ζωή σου στα χέρια σου. Να φτιάξεις τον κόσμο σου.
- Τον έχω φτιάξει εγώ τον κόσμο μου.
Κι έδειξε την πόλη κάτω.
- Αυτός είναι ο δικός μου κόσμος. Ο δικός μας κόσμος. Εδώ που ανήκουμε κι εσύ κι εγώ.
- Άσε με μένα. Εγώ το έκανα το ταξίδι μου, Ισμήνη, τον έκλεισα τον κύκλο μου. Εσύ όμως; Εσύ μόνο εδώ ανήκεις; Μόνο στα όρια αυτής της πόλης; Αυτή η πόλη θα ‘πρεπε να είναι πολύ μικρή για σένα, γλυκιά μου. Πολύ λίγη για τα 18 σου χρόνια.
- Μόνο στο Μεγαλέξανδρο δεν έφτανε η Μακεδονία και δεν έχω τη δική του δύναμη. Ούτε τη δική σου καν. Η πόλη μου μου είναι αρκετή. Νιώθω δυνατή και σίγουρη, όταν περπατώ σ’ αυτούς τους δρόμους, που έχω μάθει να περπατάω. Η ζωή μου είναι όλη εδώ. Η ζωή μου...
- Η ζωή σου όμως τώρα αρχίζει, που να πάρει. Η ζωή σου τώρα ξεκινά κι εσύ μιλάς σα να πεθαίνεις.
Την άρπαξε από τους ώμους και γύρισε το πρόσωπό της στο δικό του. Είχε θυμώσει, τα φρύδια του είχαν σταθεί σε δύο ορθές γωνίες και τα μάτια του είχαν γεμίσει σύννεφα. Είχε θυμώσει, μα δεν τον φοβόταν. Απλά λίγο ακόμα να την έσφιγγε πάνω του, θα την έλιωνε.
- Είμαι δειλή για να ξεκινήσω μόνη, ψιθύρισε. Φοβάμαι.
- Μα το φόβο θα τον νικήσεις μόνο αν τον κοιτάξεις στα μάτια. Ο φόβος μας κάνει ήρωες, Ισμήνη. Γι’ αυτό κι εσύ πάρε το φόβο σου αγκαλιά και φύγε, πέτα πάνω απ’ τα βουνά, μακριά απ’ αυτή την πόλη που σου φυλακίζει τα όνειρα.
- Εσύ γιατί δεν το κάνεις;
- Σου είπα. Εγώ το έκανα το ταξίδι μου. Τα έζησα τα χρόνια του πάθους μου. Κι είμαι πλέον πολύ δειλός για να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Σειρά σου τώρα.
- Δε θέλω. Θα είμαι δυστυχισμένη χωρίς εσένα.
- Κι εδώ θα είσαι ακόμα πιο πολύ δυστυχισμένη κι ας είσαι μαζί μου. Είδες τα βλέμματα των ανθρώπων στο δρόμο;
- Εσύ θέλεις να φύγω;
- Όχι, καρδιά μου. Να σε προστατέψω θέλω.
- Από τα βουνά ή τους ανθρώπους;
- Από τον εαυτό σου τον ίδιο. Την ορμή των 18 σου χρόνων και τα λάθη σου.
- Μόνο που δε θα με προστατέψεις διώχνοντας με μακριά απ’ αυτή την πόλη. Ούτε μακριά από εσένα. Δε ζω πια μακριά από ‘σένα.
Έβαλε τα κλάματα και βιάστηκε να κρύψει το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της για να μη δουν τα δάκρυα της, μη τυχόν και τα πάρει ο άνεμος και τα πάει στην πόλη και φανερώσει το μυστικό της, αυτό που μόνη της του είχε φανερώσει. Την αγκάλισε κι εκείνος και την έκλεισε μέσα στα χέρια του, πάνω στο στήθος του, τάχα για να την προφυλάξει, ίσως για να νιώσει εκείνος λίγο πιο δυνατός. Της χάιδεψε τα μαλλιά -πόσο απαλά, σαν το μετάξι, ήταν τα μαλλιά της- άφησε πάνω τους έναν αναστεναγμό, σιγά, κρυφά, μην τον ακούσει η πόλη κι έμεινε ν’ ακούει το κλάμα της και να νιώθει τα δάκρυα της να νοτίζουν το άσπρο του πουκάμισο στο ίδιο σημείο που η καρδιά του, αυτή η καρδιά που τόσα χρόνια είχε ξεχάσει ότι είχε, πονούσε τώρα αφόρητα. Ίσως, σκέφτηκε. Μα πάλι τίποτε δε θ’ άλλαζε, γιατί όλα έτσι ήταν γραμμένα να γίνουν κι αυτός κι η Ισμήνη πίστευαν στη μοίρα και στα γραμμένα. Κι ας τον παρακαλούσε μέσα απ’ την καρδιά της η Ισμήνη κι ας ήταν απαλά σαν το μετάξι τα μαλλιά της και διάφανο σαν κρύσταλλο το δέρμα της. Αιθέριο το άρωμα της. Ίσως, μα πάντα κάτω από τα πόδια τους θα στεκόταν, ατάραχη και τσιμεντένια, η πόλη.
Όταν πλέον δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει κι έπαψαν οι λυγμοί να ταράζουν τη φωνή της του ζήτησε χίλιες φορές συγνώμη κι ένιωθε αφάνταστη ντροπή για τις λέξεις που είχε τολμήσει να του αποκαλύψει. Ορκιζόταν συνέχεια στον εαυτό της πως δε θα του έλεγε ξανά τίποτα, γιατί δεν έπρεπε, γιατί δε γινόταν, μα δεν έλεγε να σηκωθεί από το στήθος του που είχε ακουμπήσει.
- Συγνώμη, ψιθύρισε. Δεν ήθελα...
- Μα γιατί μου ζητάς συγνώμη; Τι κακό έκανες, της απάντησε εκείνος σαν τίποτα να μην είχε συμβεί, χαμογελώντας και σκουπίζοντας αδέξια -γιατί δεν ήταν πλέον έφηβος και τα είχε ξεχάσει αυτά- το τελευταίο ίχνος από δάκρυ από τα μάγουλά της.
Στ’ αλήθεια, τίποτα κακό δεν είχε συμβεί. Απλά συνέχισε να τον συναντά κάθε απόγευμα στη δροσιά του καταφυγίου του, στο γνωστό στενό πάνω από την κεντρική πλατεία, μακριά από τα βλέμματα της πόλης, που ποτέ δε θα τους καταλάβαινε, ονειροπολώντας με τις χίμαιρες και τα εννοούμενα των ποιητών, με το ταξίδι του Οδυσσέα και το δικό τους, ανέφελο ταξίδι στο όνειρο.
Το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου ανέβηκαν πάλι εκεί ψηλά, στο ψηλότερο σημείο της πόλης. Τώρα οι μέρες είχαν μικρύνει πολύ και νύχτωνε γρήγορα. Το καλοκαίρι είχε περάσει, άλλωστε πάντα εδώ πάνω, σ’ αυτή την πόλη στην αυλή του κάστρου των βουνών, που οι άνθρωποι αιώνες πριν είχαν διαλέξει για προστάτες τους, το καλοκαίρι είναι πάντα σύντομο και λίγο και τα ανοιξιάτικα μπουφάν ξαναεμφανίστηκαν δειλά, πιστοί συνοδοιπόροι στους βραδινούς περιπάτους.
Εκείνο το απόγευμα καθόταν για ώρα σιωπηλοί στο χώμα κοιτάζοντας απέναντι, πέρα απ’ το ποτάμι και τα βουνά, εκεί που είχαν αρχίσει ήδη ν’ ανεβαίνουν τ’ αστέρια. Σα να προαισθανόταν κάποιο τέλος δεν τολμούσαν να καταστρέψουν τη σιωπή κι ο Καβάφης, που μελετούσαν τον τελευταίο καιρό, είχε μείνει ανοιχτός ανάμεσά τους, στο χώμα κι αυτός, σελίδα 62 «Η πόλις».
- Πήρα μία απόφαση, του είπε και περίμενε να γυρίσει το βλέμμα του πάνω της για να συνεχίσει. Πήρα την απόφαση, όπως με συμβούλεψες, να φύγω. Να πετάξω πάνω απ’ τα βουνά, μακριά από την πόλη.
- Δε φοβάσαι πια, τη ρώτησε.
- Μα το φόβο θα τον νικήσω μόνο αν τον κοιτάξω στα μάτια. Εσύ μου το ‘μαθες κι αυτό. Εύχομαι μόνο κάποτε να βρω την ίδια τόλμη να κοιτάξω στα μάτια κι αυτή την πόλη.
- Λυπάμαι που θα αφήσουμε στη μέση τον Καβάφη.
«Θα μου λείψεις», ήθελε να πει.
- Κι εγώ λυπάμαι. Όχι όμως για τον Καβάφη. Ο Καβάφης τελικά ήταν πάντα μόνο η αφορμή. Την αιτία δεν την ομολογήσαμε ποτέ κι ας την ξέραμε. Θα φύγω αύριο και, μη θυμώσεις, μα δε θα σε ξαναδώ. Γι’ αυτό θέλω απόψε να διαβάσεις κάτι για μένα. Για να μου μείνει ο ήχος της φωνής σου. Για να ‘χω κάτι ξεχωριστό να θυμάμαι από αυτό το κατά τ’ άλλα συνηθισμένο καλοκαίρι. Κι αυτή τη φορά να είναι απόλυτα και μόνο δικό μου.
Παραδόξως ο Καβάφης τους περίμενε ανοιχτός στη σελίδα 62, «Η πόλις». «Ταιριαστό ποίημα», σκέφτηκε. Κι όσο τα λόγια του κυλούσαν στο σκοτάδι, που θα ξημέρωνε το φθινόπωρο, η Ισμήνη διπλοκλείδωνε με προσοχή τις στιγμές αυτές στο πιο βαθύ μπαουλάκι του μυαλού της, εκεί που ούτε από κλέφτες ονείρων κινδύνευαν, ούτε τα ήθη της πόλης προκαλούσαν.
Το άλλο πρωί πέρασε για πρώτη φορά πέρα απ’ τα βουνά. Το ταξίδι της είχε ξεκινήσει κι ήταν ικανοποιημένη κι ας ήταν το στόμα της πικρό. Κατά βάθος χαιρόταν. Το καλοκαίρι που μόλις είχε περάσει δεν ήταν ένα ακόμη συνηθισμένο καλοκαίρι στην επαρχία. Ήταν οι στιγμές της ενηλικίωσής της και της πιο μεγάλης ελευθερίας της, της απόλυτης ελευθερίας της.
Από τότε κανένα καλοκαίρι της δεν ήταν ένα ακόμη συνηθισμένο καλοκαίρι στην επαρχία. Κι αν και στα χρόνια που πέρασαν έμαθε πολλά και έγινε κι αυτή σχεδόν σοφή δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει τα δάκρυα που την έπαιρναν, όταν τολμούσε ν’ ανέβει τέλος του καλοκαιριού με κερί εκεί ψηλά, στο ψηλότερο σημείο της πόλης.

Κοζάνη, Ιούνιος 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου