Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣ

ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣ

Οι νότες χόρευαν με χάρη πάνω στο λευκό πεντάγραμμο. Εκείνος σχεδίαζε τα βήματα κι αυτές, αέρινες μπαλαρίνες, υπάκουαν πρόθυμα στις εντολές του. Αν πρόσεχαν λίγο ακόμα τις πιρουέτες τους και συγχρόνιζαν τα τινάγματα των φουρό τους, το αποτέλεσμα θα ήταν μαγευτικό. Η μουσική θα ήταν μαγευτική.
Εκείνος είχε μαγευτεί εδώ και χρόνια από τα νάζια της, από τα πρώτα νιάτα του ακόμα, όταν αμούστακο παιδί άφησε το σπίτι του πατέρα με θέα στα βουνά, για να βρει τι πέρα απ’ τα βουνά αυτά υπάρχει. Μέχρι τότε δεν τη γνώριζε, δεν την είχε συναντήσει ποτέ κι αν κι είχε ακούσει πολλά λόγια για τη χάρη και την ομορφιά της, νόμιζε πως ήταν φαντασίες, γοητευτικές ιστορίες, που οι χωριάτες σκάρωναν για να περνούν οι μέρες το καλοκαίρι και οι νύχτες το χειμώνα και να μη τους πληγώνει τόσο ο παγωμένος βοριάς κι ο ανύπαρκτος ορίζοντας των βουνών τριγύρω. Η μεγάλη πόλη όμως, εκεί όπου αυτός έφτασε, ψάχνοντας να βρει τι πέρα απ’ τα βουνά αυτά υπάρχει, ήταν πολύ μακριά από το σπίτι του πατέρα και τα βουνά τους δεν έφταναν μέχρι εκεί για να τη σκιάσουν. Τη μεγάλη πόλη τη δρόσιζε η θάλασσα κι είχε έναν ουρανό ορίζοντα κι αφέντρα της ήταν εκείνη. Η μάγισσα μουσική. Εκεί την πρωτοσυνάντησε, τυχαία, σ’ ένα απόμερο στενό ένα βράδυ του καλοκαιριού. Είχε χάσει το δρόμο για το μαγεμένο παλάτι, τη βοήθησε εκείνος να βρει τη χρυσή της άμαξα και την ερωτεύτηκε παράφορα. Κι εκείνη, για ν’ ανταμείψει τον έρωτά του, μάγεψε τα χέρια του να γράφουν μελωδίες και διέταξε τις πιστές της υπηρέτριες, τις νότες, να χορεύουν και στη δική του μουσική. Και οι άνθρωποι τον είπανε μαέστρο.
Οι νότες χόρευαν με χάρη πάνω στο λευκό πεντάγραμμο κι εκείνος σχεδίαζε, με τα μαγεμένα του χέρια, τα βήματά τους. Έπρεπε να προσέξουν λίγο ακόμα τις πιρουέτες τους και να συγχρονίσουν τα τινάγματα των φουρό τους και όλα θα ήταν τέλεια. Είχαν χρεωθεί δύσκολο ρόλο. Θα αποκάλυπταν τον έρωτα κι ο έρωτας δεν είναι ποτέ εύκολος στην αποκάλυψή του, καθόλου εύκολος, ειδικά για ‘κείνον. Ήταν βλέπετε πάντα σιωπηλός άνθρωπος. Δεν ήξερε πως αποκαλύπτουν τον έρωτα κι ας είχε ερωτευτεί παράφορα, από τα πρώτα νιάτα του ακόμα, τη μάγισσα μουσική και σε διάφορες άλλες εποχές και διάφορες άλλες γυναίκες, μα αυτά ήταν σε άλλες εποχές. Τότε που θυμόταν ακόμα τα λόγια του έρωτα. Πολύ πριν έρθει ο χειμώνας. Τώρα πια σκοτείνιαζε πάντα νωρίς κι αυτός παρέμενε πάντα σιωπηλός, με μιαν ασήκωτη, βαριά σιωπή για παρέα, που του πλάκωνε την καρδιά. Οι φίλες του, οι νότες είδαν τη στεναχώρια του και του υποσχέθηκαν να τον βοηθήσουν, θα μιλούσαν εκείνες για χάρη του, μα έπρεπε αυτός να τους δείξει τα πρώτα βήματα του χορού κι αυτόν το συγκεκριμένο χορό, ερωτικό και παθιασμένο, σαν τα αργεντίνικα τάγκο και τα βιεννέζικα βαλς, τον είχε πια, οριστικά και αμετάκλητα νόμιζε, ξεχάσει.
Θυμήθηκε πάλι το κορίτσι που του χαμογελούσε, χαρίζοντας του απλόχερα άρωμα τριαντάφυλλο και δροσιά από νιάτα. «Μου χρωστάτε ένα χορό, μαέστρο μου», του είπε παιχνιδιάρικα, σκύβοντας με χάρη πάνω από τον ώμο του και τον μέθυσε η θέρμη της ανάσας της και τ’ άρωμα του κορμιού της. Ωστόσο μπόρεσε να της χαμογελάσει, διατηρώντας με κόπο την ψυχραιμία για την οποία φημιζόταν, την έπιασε ιπποτικά και ανάλαφρα από τη μέση και ανέβηκαν στην πίστα, στους ρυθμούς ενός βιεννέζικου βαλς, του πιο ερωτικού βαλς, που είχε ακούσει ποτέ. Κι όπως εκείνη κρύφτηκε στην αγκαλιά του, συγχρονίζοντας με τέχνη τα βήματά της πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες με τα δικά του, μια άτακτη μπούκλα απ’ τα μαλλιά της γλίστρησε στο λαιμό του και του ‘κοψε την ανάσα. Δε θυμόταν τίποτα άλλο από εκείνο το χορό. Μόνο πως, όταν η μουσική σταμάτησε, κανείς άλλος δε χόρευε πια μαζί τους. Είχαν χορέψει πολλά βαλς κι όχι μόνο το ένα, που ο μαέστρος της της χρωστούσε κι είχε σκύψει εκείνη παιχνιδιάρικα πάνω από τον ώμο του για να του το θυμίσει κι ας μην το είχε ξεχάσει ποτέ ο σοφός μαέστρος, που ακόμη κι όταν όλα τ’ άλλα ζευγάρια κι η ορχήστρα σταμάτησαν, αυτοί ήθελαν να συνεχίσουν να κρύβονται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αποχωρίστηκαν με δυσκολία και άφησε επίτηδες το χέρι της κρυμμένο μέσα στην παλάμη του, καθώς τη συνόδευε, σα γνήσιος ιππότης, στην επιστροφή τους στην πραγματικότητα. Την αποχαιρέτησε μ’ ένα θερμό χειροφίλημα στο ίδιο εκείνο χέρι, που είχε αφήσει επίτηδες κρυμμένο μέσα στην παλάμη του, χαρίζοντας του λίγο απ’ το άρωμά της, για να τη θυμάται μέχρι τ’ άλλο πρωί και για πάντα, «ευχαριστώ για το όνειρο», της ψιθύρισε κι εκείνη, αν και δεν κοκκίνιζε ποτέ, έγινε κατακόκκινη σαν παπαρούνα. Κι έκλεισαν εφ’ άπαξ ραντεβού για το κάθε του όνειρο.
Οι νότες χόρευαν με χάρη πάνω στο λευκό πεντάγραμμο κι εκείνος σχεδίαζε με περισσή τέχνη τα βήματά τους. Έπρεπε ν’ αποκαλύψουν τον έρωτα κι αυτό είναι δύσκολο για σιωπηλούς ανθρώπους σαν αυτόν, ειδικά τώρα, τώρα που το καλοκαίρι και το φθινόπωρο είχαν οριστικά και αμετάκλητα πια περάσει και είχε έρθει ήδη ο χειμώνας. Το κορίτσι, που του χάριζε απλόχερα άρωμα τριαντάφυλλο και δροσιά από νιάτα, είχε κρατήσει το λόγο του και ερχόταν μετά από εκείνο το ερωτευμένο βιεννέζικο βαλς, που ξύπνησε τον έρωτα, στο κάθε του όνειρο και χόρευαν τον ίδιο παθιασμένο χορό, μόνοι, σε μία πίστα από σύννεφα με φόντο τον ουρανό κι αόρατους οργανοπαίκτες. Κι επειδή δεν ήξερε, δε θυμόταν πια πως αποκαλύπτουν τον έρωτα κι ας τον είχε μοιραστεί με τόσες και τόσες γυναίκες στη ζωή του, όταν το πάθος άρχισε να ξεχειλίζει από την καρδιά του, αποφάσισε να της μιλήσει με τη μόνη γλώσσα που καλά ήξερε και ποτέ δεν ξεχνούσε. Με τη μουσική. Κι οι φίλες του, οι νότες θα χόρευαν τον πιο όμορφο χορό τους για χάρη της. Εκείνος θα σχεδίαζε τα βήματα, βήματα μοναδικά σαν εκείνη κι οι νότες θα της αποκάλυπταν τον έρωτά του. Κι αν εκείνη δεν ήθελε ν’ ακούσει για τον έρωτα απ’ τα δικά του χείλη, θα έκρυβε το γεμάτο με μαύρα στίγματα πεντάγραμμο στο κλειδωμένο συρτάρι μαζί με το όπλο του και το χρυσό σταυρό του πατέρα και, όπως εκείνα, δε θα το άγγιζε ποτέ ξανά. Αν δεν είχε βιαστεί τόσο να έρθει ο χειμώνας… Η τελευταία νότα εκτέλεσε τέλεια την πιρουέτα της και ρύθμισε με ακρίβεια το τίναγμα του φουρό της κι αυτός έβαλε τελεία.
«Μου χρωστάτε ένα χορό, μαέστρο μου», του είπε ξανά εκείνη, το ίδιο παιχνιδιάρικα, όπως την πρώτη φορά, σκύβοντας με χάρη πάνω από τον ώμο του, για να τον ξεσηκώσει πάλι με τη θέρμη της ανάσας της και τ’ άρωμα του κορμιού της. Ωστόσο, διατήρησε με κόπο την ψυχραιμία, για την οποία φημιζόταν, την έπιασε ιπποτικά και ανάλαφρα από τη μέση και ανέβηκαν στην πίστα. Κι ήταν, του φάνηκε, σα να πατούσαν στην ίδια πίστα από σύννεφα με φόντο τον ουρανό κι αόρατους οργανοπαίκτες, όπως στο όνειρό του. Εκείνη βιάστηκε να κρυφτεί πάλι στην αγκαλιά του, συγχρονίζοντας με τέχνη τα βήματά της πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες με τα δικά του κι η άτακτη μπούκλα των μαλλιών της γλίστρησε πάλι στο λαιμό του για να του κόψει την ανάσα. Αν δεν είχε έρθει τόσο νωρίς ο χειμώνας… Μα εκείνη, που ξεχείλιζε δροσιά από νιάτα, δεν την ενοχλούσε ο χειμώνας. Δεν τον ένιωθε καν. Συγχρονίζοντας με τέχνη τα βήματά της πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες με τα δικά του, τον κοιτούσε στα μάτια και χαμογελούσε, αστραφτερή και μοναδική, σαν τη μουσική τους.
Πού βρήκε το θάρρος και την τράβηξε μαζί του στον κήπο, σ’ ένα απότομο γύρισμα του χορού, δεν έμαθε ποτέ. Κι εκείνη, αν και ξαφνιάστηκε, έβαλε τα γέλια, ίσως να φαντάστηκε πως ήταν κάποια άγνωστη φιγούρα του βαλς, «δεν ήξερα ότι χορεύετε τόσο παθιασμένα, μαέστρο μου», του χαμογέλασε κι αν και είχαν σταματήσει να χορεύουν, συνέχιζε να έχει τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του, αυτόματη αντίδραση αυτοσυντήρησης στην απότομη στροφή τους προς τον ανθισμένο κήπο. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει και χαμογέλασε ανόητα. Οι νότες πάνω στο λευκό πεντάγραμμο, που κρατούσε καλά φυλαγμένο στη μέσα τσέπη του σακακιού του, πάνω ακριβώς στο σημείο της καρδιάς, μιας καρδιάς που για πολλά χρόνια είχε ξεχάσει ότι είχε, επαναστάτησαν για να του θυμίσουν την παρουσία τους, γι’ αυτές άλλωστε την είχε τραβήξει στην ησυχία του ανθισμένου κήπου, για να της δώσει το δώρο του, τη μουσική που για χάρη της είχε φτιάξει, μα δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. Τόσο πολύ τον είχε μαγέψει. Κι ας ήταν ξαφνικό κι απρόσμενο κι ας είχε έρθει ήδη ο χειμώνας. Οι νότες, ακουμπισμένες πάνω στο σημείο της καρδιάς, ξαναφώναξαν τ’ όνομά του, πιο δυνατά αυτή τη φορά και μόνο τότε τις θυμήθηκε κι έψαξε με αγωνία να τις μαζέψει.
- Αυτό, της είπε άστοχα, μα ήταν το μόνο που μπόρεσε να βρει. Για σένα…
Και το κορίτσι, που μοσχοβολούσε άρωμα τριαντάφυλλο και δροσιά από νιάτα, κοίταξε ξαφνιασμένο το τυπωμένο πεντάγραμμο.
- Για μένα; Γράψατε τραγούδι για μένα, μαέστρο μου;
- Ίσως… να μην κάνει, προσπάθησε εκείνος να δικαιολογηθεί, μα το κορίτσι, που πλημμύριζε την άνοιξη νιάτα, βιάστηκε να τον διορθώσει.
- Δεν κάνει; Ποιος ανόητος το είπε αυτό;
- Φοβήθηκα. Μήπως τυχόν και δεν ήθελες.
- Όλες οι γυναίκες θέλουμε να γράφουν τραγούδια για χάρη μας. Ειδικά οι μεγάλοι μαέστροι. Νομίζουμε πως έτσι γινόμαστε κι εμείς λίγο αθάνατες, σαν τη μουσική τους. Και για μένα κανένας άνδρας δεν είχε γράψει τραγούδι ποτέ πριν. Τι θα πει λοιπόν δεν κάνει;
- Με φόβισε ο χειμώνας.
- Μετά το χειμώνα όμως έρχεται πάντα η άνοιξη. Έτσι δε γίνεται συνήθως;
- Μόνο που αυτός ο συγκεκριμένος χειμώνας δεν ξέρω αν μπορεί να ξημερώσει την άνοιξη.
- Γιατί, γέλασε παιχνιδιάρικα το κορίτσι. Θα κρατήσει ο Πλούτωνας την Περσεφόνη αιώνια φυλακισμένη στην αγκαλιά του; Δε νομίζω. Άλλη υπόσχεση έδωσε στη Δήμητρα. Και την τηρεί ευλαβικά αιώνες τώρα.
- Μιλάς σαν τα νιάτα σου.
- Μιλάω σα γυναίκα. Ερωτευμένη και μαγεμένη από τη μουσική σου.
- Είσαι όμως η άνοιξη κι εγώ…
- Εσύ είσαι ο μαέστρος μου, εκείνος που μου διδάσκει τη γλώσσα της μουσικής και μου μαθαίνει να κολυμπάω, χωρίς να πνίγομαι, στη θάλασσά της. Εκείνος που μαζί του χόρεψα το πιο ερωτικό και παθιασμένο βιεννέζικο βαλς, που γράφτηκε ποτέ και μου έδωσε από εκείνο το πρώτο βράδυ εφ’ άπαξ ραντεβού για το κάθε μου όνειρο και πράγματι, δε με ξέχασε ποτέ. Εκείνος που έγραψε για μένα τη μουσική των ονείρων του, τη μουσική του κοινού μας ονείρου και για μένα κανένας άλλος άνδρας δεν είχε γράψει μουσική ποτέ πριν. Εκείνος που είναι απλά «ο μαέστρος μου». Τι μπορεί να μας κάνει μετά απ’ όλα αυτά ο χειμώνας;
- Εσύ έχεις τη δύναμη και την τόλμη.
- Και ‘συ. Το ξέρω.
- Πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που ήμουν στ’ αλήθεια τολμηρός. Πώς να γίνω ξανά τώρα;
Και το κορίτσι, που μοσχοβολούσε άρωμα τριαντάφυλλο και δροσιά από νιάτα, του άπλωσε τα χέρια.
- Κρατώντας με σφιχτά από το χέρι.
Πώς τόλμησε ν’ αγγίξει με τα χείλη του τα χείλη της και ποιος από τους δύο έκανε το πρώτο βήμα δεν το ‘μαθε ποτέ. Θυμόταν μόνο πως, καθώς οι ανάσες τους πλησίαζαν, έτρεμε σαν έφηβος στο πρώτο του φιλί, η καρδιά του κόντευε να σπάσει και νόμιζε πως ονειρευόταν. Κι ήταν πράγματι μια στιγμή στο όνειρο, υπό τους ήχους του ίδιου ερωτευμένου βιεννέζικου βαλς, που χόρευαν κάθε βράδυ στο κοινό τους όνειρο σε μία πίστα από σύννεφα με φόντο τον ουρανό κι αόρατους οργανοπαίκτες.
Οι νότες χόρευαν με χάρη πάνω στο λευκό πεντάγραμμο. Εκείνος τους δίδασκε τα βήματα κι αυτές, πιστές του φιλενάδες, τα ακολουθούσαν με ακρίβεια. Το κορίτσι που πλημμύριζε την άνοιξη νιάτα και άρωμα τριαντάφυλλο έγερνε τώρα πιο συχνά πάνω από τον ώμο του, «να σου κλέψω ένα χορό ακόμα, μαέστρο μου», του έλεγε παιχνιδιάρικα, όπως εκείνη την πρώτη φορά, για να τον μεθύσει πάλι με τη θέρμη της ανάσας της και τ’ άρωμα του κορμιού της, λίγο πριν κρυφτεί στην αγκαλιά του και χορέψουν το ίδιο ερωτευμένο βιεννέζικο βαλς σε μία πίστα από σύννεφα με φόντο τον ουρανό κι αόρατους οργανοπαίκτες. Τι κι αν είχε έρθει ήδη ο χειμώνας; Ο Πλούτωνας δε θα κρατούσε την Περσεφόνη αιώνια φυλακισμένη στην αγκαλιά του, άλλη υπόσχεση είχε δώσει στη Δήμητρα και την τηρούσε ευλαβικά αιώνες τώρα. Η άνοιξη θα ερχόταν πάλι, είχε έρθει ήδη. Την κρατούσε εκείνος στην αγκαλιά του.

Κοζάνη, Φεβρουάριος 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου